OPINIONS

Ο Κώστας Καρυωτάκης χώρεσε όλη τη ζωή σε ένα υστερόγραφο

"Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι, και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί, η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη. Κανένας όμως δεν ανιστορεί και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε. Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι".

Ακόμα και σήμερα νομίζω ότι μπορώ να πω απ’ έξω τους παραπάνω στίχους. Οι Πανελλαδικές είχαν και αυτό το καλό: με έκαναν να βουτήξω σε κείμενα σημαντικών Ελλήνων δημιουργών μεταξύ των οποίων και ο Κώστας Καρυωτάκης.

 

Τον αναζήτησα αρκετές φορές και μετά το σχολείο. Η ιστορία αγάπης του με την Μαρία Πολυδούρη της οποίας αγαπώ επίσης το γράψιμο, με έφερνε πολύ πιο κοντά του, όταν ήμουν μικρότερη και έβλεπα τον έρωτα σαν κάτι απόκοσμο. Μα περισσότερο, νομίζω ότι αυτό που τον έκανε σταδιακά έναν από τους αγαπημένους μου ποιητές  και συγγραφείς ήταν ο σαρκασμός του. Αυτός ο όχι βαρετός τρόπος να περιγράφει τα πράγματα και να αφήνει στα χείλη μου ένα ελαφρύ χαμόγελο ενώ το μυαλό έψαχνε “τι θέλει να πει ο ποιητής”.

Το σημείωμα αυτοκτονίας του, δε διέφερε από τα περισσότερα γραπτά του. Περιεκτικό, ωραία γραμμένο, πάντα με γέμιζε θαυμασμό αλλά και ερωτηματικά. Με ταξίδευε σε εκείνο το δέντρο κάτω από το οποίο επέλεξε να πυροβολήσει την καρδιά του, ντυμένος στην πένα, στα 32 του χρόνια. Σήμερα το ξαναδιαβάζω με αφορμή την επέτειο του θανάτου του (21 Ιουλίου 1928) και συνεχίζω να ανατριχιάζω.

 

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.

Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι.

Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος.

Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.

Κ.Γ.Κ.

[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου. Κ.Γ.Κ.

 

Δεν ανατριχιάζω γιατί αυτοκτόνησε τόσο νέος. Ούτε για όσα γράφει στο κυρίως μέρος, παρά το ότι είναι συγκλονιστικά. Ανατριχιάζω για το υστερόγραφο. Για αυτές τις λίγες λέξεις, μέσα στις οποίες καταφέρνει με τόσο απλά λόγια να χωρέσει ολόκληρη τη ζωή τη δική του αλλά και όλων μας, όπως ακριβώς είναι: γεμάτη αποτυχίες, γέλιο και ελπίδα.

Ο Κώστας Καρυωτάκης μπορεί να μην άντεξε να ζει, αλλά το έργο του και κυρίως αυτό το υστερόγραφο, μας κλείνει το μάτι και μας δείχνει το δρόμο για να περάσουμε τις μέρες μας καλύτερα: να γελάμε. Να μην παίρνουμε σοβαρά το εαυτό μας. Να αστειευόμαστε με το θάνατο που αναπόφευκτα θα’ ρθει. Και να ελπίζουμε ότι ναι, μπορεί κάτι να υπάρχει μετά τη τελευταία μας πνοή. Ποιος ξέρει;

*Φωτογραφία/ πηγή σημειώματος: Μηχανή του χρόνου