Αγγελική Καλαμαρά/LadyLike.gr
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Η Βίκυ Βολιώτη μεγαλώνοντας κατάλαβε ότι το ψέμα έχει κοντά ποδάρια

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΛΑΜΑΡΑ

MUA & HAIR STYLING: ΙΩΑΝΝΑ ΑΓΓΕΛΗ

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΤΟΝ ΜΠΛΕ ΠΑΠΑΓΑΛΟ.

Από την ώρα που είδα την αφίσα για την παράσταση Λύκαινες, που ανεβαίνει στο θέατρο Εμπορικών σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, ένιωθα πόσο ταιριαστή ήταν η Βίκυ Βολιώτη, που πόζαρε αγκαλιά με ένα λυκόσκυλο. Η ηθοποιός που έχει αγαπηθεί για τους τηλεοπτικούς, κινηματογραφικούς και θεατρικούς ρόλους της, λατρεύει τα σκυλιά κι αν την ακολουθείς στο Instagram θα το έχεις διαπιστώσει. Αρχίζουμε να συζητάμε μετά τη φωτογράφισή της στον Μπλε Παπαγάλο στο Μεταξουργείο και μου μιλάει για όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά των λύκων, που είναι ζώα παρεξηγημένα και που η ίδια από παιδί δεν καταλάβαινε γιατί ήταν οι «κακοί» των παραμυθιών.

«Ήταν φοβερό», μού λέει η Βίκυ Βολιώτη για την εμπειρία της φωτογράφισης για την παράσταση Λύκαινες. «Ήταν 2 σκυλιά, αυτά τα ελληνικά λυκόσκυλα κι εγώ έχω μεγάλη οικειότητα με τα ζώα γενικά, δεν τα διαχωρίζω. Απλώς είναι πιο εύκολο να ζεις με έναν σκύλο απ’ ό,τι με έναν ελέφαντα», συμπληρώνει με χιούμορ, ενώ διευκρινίζει για τους λύκους πώς πάντα αγαπούσε αυτό το ζώο.

Ναι, η Βίκυ Βολιώτη είναι πολύ ταιριαστή στο έργο Λύκαινες και δεν φταίνε μόνο οι γνώσεις της για το ζωικό βασίλειο γι’ αυτό. Οι Λύκαινες του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, μιλούν για μία «αγέλη γυναικών» και η Βίκυ Βολιώτη ήταν πάντα περιστοιχισμένη από ωραίες, δυνατές και τρυφερές γυναίκες στη ζωή της. Πιστεύει πολύ στις γυναικείες φιλίες και στη γυναικεία δύναμη. Είναι μητέρα ενός κοριτσιού για την οποία προσπαθεί να είναι ένα πρότυπο τρόπου ύπαρξης. Για όλα αυτά μου μιλάει στη συνάντησή μας.

– Τι είναι οι «Λύκαινες» για σένα;

Πάντα με γοήτευαν αυτά τα ζώα. Στα παραμύθια πάντα αναρωτιόμουν «Μα γιατί συνέχεια ο λύκος είναι ο κακός;». Δεν καταλάβαινα γιατί έχει τόσο πολύ δαιμονοποιηθεί ο λύκος. Είναι πραγματικά παράξενο αν ασχοληθείς πραγματικά με το τι είναι οι λύκοι. Είναι ένα εντυπωσιακό ζώο, τρομερά πιστό, για το οποίο η αγέλη είναι το σημαντικότερο πράγματα, άρα είναι ένα πολύ κοινωνικό ζώο. Κι ίσως είναι και το μοναδικό ζώο που φροντίζει τους υπερήλικες της αγέλης, είναι σίγουρα ένα από τα ελάχιστα ζώα που δεν τους «πετάνε» τους ηλικιωμένους. Είναι ένα ζώο όπου τα θηλυκά δημιουργούν τον βασικό κοινωνικό ιστό της αγέλης. Είναι φροντιστικά. Είναι απίθανα ζώα.

– Στην περίπτωση του έργου που ανεβάζετε είναι έτσι τα πράγματα;

Στην περίπτωση του θεατρικού ναι, είναι έτσι. Με την έννοια ότι ο Βαγγέλης έγραψε αυτό το έργο και μιλάει πραγματικά για μία αγέλη γυναικών. Σε καμία περίπτωση ο τίτλος δεν παραπέμπει στη δαιμονοποίηση που λέγαμε. Δεν είναι ένα έργο το οποίο μιλάει για την άγρια πλευρά των ζώων και ότι αυτές οι γυναίκες ξεσκίζουν τις σάρκες τους.

Όπως όλες οι σχέσεις και ειδικά οι οικογενειακές και αυτή της μάνας- κόρης, είναι σχέσεις που εμπεριέχουν πολύ την ανάγκη να διαχωρίσεις τη θέση σου, αλλά ταυτόχρονα εμπεριέχουν και την εξάρτηση που έχεις. Είναι σχέσεις για τις οποίες έχουν χυθεί τόνοι μελάνι και όχι τυχαία, γιατί είναι το σημαντικότερο πράγμα που ακολουθεί έναν άνθρωπο σε όλη του τη ζωή. Βέβαια αυτό εμπεριέχει, φυσικά και στιγμές «ξεσκίσματος», σύγκρουσης μεγάλης.

– Εσύ που δεν είσαι πλέον κόρη, βλέπεις τώρα πράγματα που σου θυμίζουν πώς ήσουν, όταν προσπάθησες να ανεξαρτητοποιηθείς από τους γονείς κλπ;

Εγώ έζησα μία πολύ δύσκολη και περίεργη εφηβεία, που είναι η ηλικία που αρχίζεις και παίρνεις απόσταση από τους γονείς σου και τους κατεβάζεις κι από το βάθρο που τους έχεις τοποθετήσει όταν είσαι μικρός. Εγώ λοιπόν, επειδή εκείνη την περίοδο αρρώστησε και πέθανε ο πατέρας μου, οπότε ζούσαμε μία πολύ περίεργη κατάσταση στο σπίτι, που δεν ήταν φυσιολογική, ανέτρεψε όλα τα στερεότυπα. Όλες τις «κανονικότητες».

Οπότε όχι, δεν πέρασα αυτή τη φάση που να προσπαθώ να αποτινάξω το γονεϊκό πρότυπο. Ίσα-ίσα, ακριβώς εκείνη την περίοδο προσπαθούσε να συλλέξω ό,τι περισσότερο μπορούσα να κρατήσω ως πολύτιμο πράγμα χάνοντας τον πατέρα μου.

Και φυσικά και μετά που μείναμε με τη μητέρα μου οι 2 μας, γιατί ναι μεν έχω έναν αδελφό αλλά είναι αρκετά μεγαλύτερος και είχε φύγει κιόλας εκτός Ελλάδας, γίναμε μία μικρή «αγελίτσα». Πιο πολύ θα έλεγα ότι η μητέρα μου κρεμάστηκε πάνω μου, να το πω έτσι, οπότε δεν είχα πολύ το περιθώριο να την αποτινάξω. Αυτό το έζησα πια όταν έχασα και τη μητέρα μου, που πια εκεί έρχεσαι σε συνδιαλλαγή με τους γονείς σου, τις ρίζες σου και με το ποιος είσαι.

– Είναι κάπως απελευθερωτικό αυτό σε έναν βαθμό, έτσι δεν είναι;

Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, ναι. Είναι η στιγμή που νιώθεις 2 πράγματα τελείως αντίθετα. Νιώθεις ότι δεν έχεις πια τίποτα για το οποίο να έχεις να δώσεις αναφορά. Γιατί οι γονείς μας είναι αυτό: Τους δίνουμε αναφορά με τον ένα ή άλλο τρόπο, υποσυνείδητα ή συνειδητά. Δεν έχεις τίποτα το οποίο να σε κρατάει, νιώθεις πλήρως απελευθερωμένος και αυτό την ίδια στιγμή σε κάνει να νιώθεις και λίγο αποκομμένος, σαν να μην έχεις ρίζες.

«Όσο έχεις γονείς έχεις πάντα κάποιον στον οποίο αναφέρεσαι. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και από την καλή και από την άσχημη πλευρά».

– Ο λύκος είναι συνδεδεμένος και με τη μοναξιά…

Ναι, κυνηγάνε μοναχικά οι λύκοι και μπορούν να φύγουν και πάρα πολύ μακριά. Αλλά θα γυρίσουν. Και το έργο αυτή ακριβώς την πλευρά φωτίζει του ζώου που λέγεται άνθρωπος: ότι ανήκουμε και δεν ανήκουμε.

Δίνει έμφαση και στοχεύει σε αυτή τη σχέση των μανάδων με τις κόρες, των γυναικών μεταξύ τους, με την αλληλεγγύη και τον σεβασμό και με τον όχι ανταγωνισμό, αλλά την αίσθηση ότι εγώ πρέπει να προστατέψω το κομμάτι μου στον χώρο. Είναι ένα πάρα πολύ ωραίο έργο. Ένα έργο το οποίο είναι από τη μία πάρα πολύ ρεαλιστικό και από την άλλη, έχει ένα κομμάτι το οποίο είναι πολύ μεταφυσικό.

Είμαι πολύ ευτυχής που μπορώ και δουλεύω με τη Ράνια Οικονομίδου, την Αγλαΐα Παππά που είχαν συναντηθεί όταν ήμασταν και οι 2 πολύ νέες στη δουλειά και ξαναβρισκόμαστε τώρα η καθεμία μετά από την πορεία της βέβαια. Και με τη Νικολέττα Καρρά που δεν είχα δουλέψει ξανά ποτέ και είμαι πολύ χαρούμενη που βρισκόμαστε και με την Ισιδώρα Δωροπούλου που είναι το πιο νέο μέλος του θιάσου. Και χαίρομαι πολύ που δουλεύω με τη Νικαίτη, γιατί εκτός του ότι είναι σπουδαία σκηνοθέτρια και πάντα ζήλευα τις παραστάσεις της είναι και ένας σπουδαίος άνθρωπος και χαίρομαι πολύ που βρεθήκαν οι δρόμοι μας.

– Γυναικείες φιλίες και ομάδες όπως αυτή που μου περιγράφεις, έχουν παίξει ρόλο στη ζωή σου;

Πολύ σημαντικό. Πάρα πολύ. Έχω πάρα πολύ καλές φίλες. Είναι πολύ ευτυχισμένη που έχω αυτές τις υπέροχες γυναίκες στη ζωή μου. Η μάνα μου υπήρξε ένας δυνατός άνθρωπος, παρόλο που έζησε κι εκείνη πολύ δύσκολα. Μερικές φορές σκέφτομαι τη ζωή της και λέω «Τι θάρρος, τι δύναμη». Ήταν μία γυναίκα γεννημένη σε ένα χωριό της Γερμανίας, με ό,τι μπορεί κανείς να φαντάζεται για ένα χωριό της Γερμανίας: λιβάδια, αγελάδες, στάβλοι. Και από εκεί βρέθηκε σε μία λίγο μεγαλύτερη πόλη της Γερμανίας και εκεί ερωτεύτηκε έναν εξωτικό Έλληνα κι έφυγε και ήρθε στην Ελλάδα και έζησε εδώ.

Και αφού πέθανε ο πατέρας μου δεν ήθελε να φύγει. Την αγάπησε πολύ την Ελλάδα. Και λέω «κοίταξε να δεις, θέλει κότσια αυτό. Δεν είναι αστείο πράγμα».

Έχω ζήσει με πολύ ισχυρά γυναικεία και πρότυπα και συντρόφους, λοιπόν. Η Μάγια Λυμπεροπούλου ας πούμε, που είναι η δεύτερη μητέρα που είχα, η πνευματική μου να το πω, η δασκάλα, η μέντορας.

«Είμαι πολύ χαρούμενη γιατί όλη μου η ζωή ήταν γεμάτη από πολύ ωραίες, δυνατές, τρυφερές γυναίκες, όπως και άντρες βέβαια».

– Για την κόρη σου εσύ είσαι μία δυνατή γυναίκα;

Προσπαθώ. Δεν έχω στο νου μου να είναι πρότυπο γυναίκα, αλλά τρόπου ύπαρξης ανθρώπου. Προσπαθώ πάντα να θυμάμαι ότι η κόρη μου είναι ένας άλλος άνθρωπος. Είναι μία πάλη καθημερινή βέβαια, διότι πρέπει συνέχεια να το υπενθυμίζεις ότι αυτά που σου αρέσουν εσένα μπορεί να μην αρέσουν στον άλλο. Και όπως δεν θέλουμε και δεν μπορούμε να καταπιέσουμε τον φίλο μας, τον σύντροφό μας, τον συνάδελφό μας, έτσι δεν πρέπει και το παιδί μας.

Προσπαθώ βασικά να μην της λέω ψέματα. Αυτό είναι το βασικό. Να μην της λέω ψέματα ούτε γι’ αυτά που νιώθω, ούτε γι’ αυτά που φοβάμαι, ούτε για όσα πιστεύω. Χωρίς ποτέ να υπερβάλλω, δεν λέω δηλαδή ποτέ πράγματα τα οποία για την ηλικία της θα μπορούσαν να είναι φοβιστικά ή να μην τα καταλαβαίνει, αλλά προσπαθώ να είμαι πάντα ειλικρινής μαζί της. Γιατί; Μεγαλώνοντας ειδικά έχω καταλάβει, όχι μόνο με την κόρη μου, αλλά γενικά, ότι αυτό που λέγανε παλιά ότι το ψέμα έχει κοντά ποδάρια, ισχύει (γέλια).

– Και σε μπλέκει κιόλας γιατί μετά το ψέμα πρέπει να το συντηρείς…

Ναι, βαριέμαι! Πάρα πολύ βαριέμαι. Προσπαθώ να είμαι ειλικρινής από την αρχή ώστε να τελειώνω με αυτό το πράγμα.

– Τι σε ανησυχεί περισσότερο μεγαλώνοντας ένα κορίτσι εδώ, τώρα; Είναι η εφηβική βία, ο ρατσισμός, η ανισότητα;

Δεν με ανησυχεί κάτι που να διαχωρίζει την Άννα από τα αγόρια. Δεν με ανησυχεί ότι θα της συμβεί κάτι που δεν μπορεί να συμβεί σε ένα αγόρι. Υπάρχει ανισότητα, αλλά γι’ αυτή δεν μπορώ να την προετοιμάσω παρά δημιουργώντας της την πεποίθηση ότι είναι ίση. Θέλω να ελπίζω ότι όσο οι γενιές προχωράνε και εξελίσσονται, θα είναι καλύτερα τα πράγματα.

Σίγουρα είναι καλύτερα απ’ ό,τι παλιότερα. Θέλω να ελπίζω ότι θα συνεχίσουν να είναι καλύτερα, οπότε ως προς αυτό, μπορώ μόνο να της εμφυσήσω την αυτοπεποίθηση, να της δώσω να καταλάβει ότι είναι ίση, δυνατή, ότι δεν έχει κανένα περιορισμό, ότι δεν τη διαχωρίζει τίποτα. Κάτι που δεν είναι εύκολο, ακόμα και για την κόρη μου που μεγαλώνει σε ένα σπίτι τέτοιο που είναι αυτονόητα αυτά, γιατί κι εγώ μεγάλωσα έτσι. Στο δικό μου το σπίτι δεν υπήρχε ποτέ ούτε για μία στιγμή ότι σε κάτι υπολειπόμαστε οι γυναίκες, δεν υπήρχε αυτό το πράγμα. Ήταν τόσο αυτονόητο που όταν βγήκα πια στον στίβο των ενηλίκων, κατάλαβα ότι κάπως αλλιώς είναι τα πράγματα.

«Πιο πολύ με φοβίζουν και με απασχολούν άλλα πράγματα. Με φοβίζει πάρα πολύ το περιβαλλοντικό θέμα. Και με απασχολούσε από πάρα πολύ μικρή και με αγχώνει πάρα πολύ για την Άννα και για όλα τα παιδιά. Τι κόσμο παραλαμβάνουν και με τι δυνατότητες βελτίωσης».

– Κάπου διάβασα ότι είναι το κλιματικό άγχος πολύ σημαντικό για τη γενιά των τωρινών παιδιών…

Μα πώς να μην είναι; Αλλά τονίζω ότι δεν είναι κάτι το οποίο μου συμβαίνει τώρα. Το είχα από 20 χρονών σαν αγωνία και τότε με κορόιδευε το σύμπαν όλο. Τι να σου πω τώρα; Ήμουν το ούφο των συμφοιτητών μου στη σχολή που τους έλεγα «Γιατί αφήνεις το νερό να τρέξει;», ή «Δεν έβρεξε, πω-πω. Τώρα ήταν ο καιρός να βρέξει».

Με απασχολούν πολλά πράγματα. Το θέμα της παιδείας κι όχι με την έννοια του τι θα μάθουν τα παιδιά στα σχολεία, αλλά γενικά. Η γνώση έχει απαξιωθεί εντελώς. Κι αυτό είναι ένα πράγμα το οποίο μαθηματικά οδηγεί σε κοπάδια ανθρώπων. Με την κακή έννοια κι όχι με την καλή έννοια της αγέλης. Οδηγεί σε ανθρώπους οι οποίοι δεν σκέφτονται, δεν έχουν κρίση, δεν καταλαβαίνουν και φυσικά χειραγωγούνται με τον χειρότερο τρόπο.

Αυτό περιλαμβάνει πολλά: Το σχολείο, τα ΜΜΕ, τα social media. Δηλαδή αυτό που συμβαίνει τώρα με την εφηβική βία, δηλαδή δεν συνέβαινε πριν από έναν χρόνο; Τώρα ξυπνήσαμε. Αλλά όταν το σχολείο πια είναι ένας χώρος που δεν διαμορφώνει απολύτως τίποτα, ούτε προσωπικότητες, ούτε χαρακτήρες, ούτε μυαλά κι είναι απλώς ένας τόπος όπου βρισκόμαστε και κάνουμε πραγματικά δεν ξέρω τι ακριβώς, επόμενο είναι.

– Είχες πει ότι για χρόνια υπήρχαν φόβοι που δε εμπόδιζαν να κάνεις πράγματα. Μπορείς να εντοπίσεις το σημείο που άλλαξε αυτό;

Αυτό ξεκίνησε τελειώνοντας και τη δραματική σχολή του Εθνικού και μπαίνοντας πια στη δουλειά, στον εργασιακό στίβο, που ουσιαστικά έρχεσαι σε αντιπαράθεση με αυτό που είναι η μεγάλη κοινωνία. Ξεκίνησε δηλαδή στα 24- 25 και τέλειωσε μετά από μία δεκαετία, γύρω στα 35- 36.

– Τέλειωσε με δουλειά ή απλά σε κούρασε;

Το τελειωτικό είναι η εξάντληση. Τότε επειδή δεν ήταν και κάτι που συζητιόταν τόσο πολύ, οι φοβίες και οι κρίσεις πανικού, ήταν ένα φαινόμενο το οποίο κάπως λίγο το ζούσε ο καθένας μόνος του. Και μάλιστα έχοντας την αίσθηση ότι κάτι δεν πάει και καλά, ότι μόνο σε εκείνον συμβαίνει και να μην το πούμε και πολύ γιατί θα μας μείνει η ρετσινιά.

Κι έρχεται ο αδερφικός μου φίλος, Θοδωρής Αθερίδης, ο οποίος το «διέγνωσε» να το πω έτσι, όταν δουλέψαμε μαζί και ήταν φοβερή ανακούφιση που ξαφνικά κάποιος μου μίλησε, το ονομάτισε και μου είπε: «Ξέρεις τι είναι αυτό; Το είχα και εγώ». Οπότε ένιωσα ξαφνικά ότι έφυγε ένα βάρος. Φυσικά δεν έφυγε το φαινόμενο, αλλά αισθάνθηκα ότι δεν είμαι μόνη μου στον κόσμο αυτό.

Η βασική δουλειά που έκανα πάνω σε αυτό είναι ότι δεν θέλησα να του επιτρέψω να με γονατίσει. Αν εξαιρέσεις μία χρονιά που δούλεψα μόνο στην τηλεόραση και όχι στο θέατρο επειδή δεν ήθελα να ζω αυτό το φοβερό στρες επί σκηνής, δεν επέτρεψα ξανά στον εαυτό μου να με καταβάλλουν οι κρίσεις πανικού ή οι φοβίες και να μην κάνω οτιδήποτε από αυτά που έκανα. Δηλαδή όταν περνούσα την περίοδο της κλειστοφοβίας, δεν είναι ότι δεν πήγαινα θέατρο, ήθελα να πάω οπότε πήγαινα, αλλά ας πούμε επέλεγα να κάτσω στη θέση δίπλα στην πόρτα.

Δεν επέτρεπα παρόλο που μου δημιουργούσε φοβερό στρες, να μου στερήσει πράγματα. Έβρισκα διάφορους τρόπους να ηρεμώ, γιατί τότε δεν υπήρχαν ούτε τα Zanax κι αυτά. Διάβαζα πολλά Αστερίξ το βράδυ ας πούμε για να κοιμηθώ. Ο καθένας βρίσκει κάτι δικό του. Μέχρι που κάποια στιγμή εξαντλήθηκα. Κι είπα «να σου πω κάτι: Ό,τι γίνει ας γίνει». Κι εκεί σταμάτησαν. Αλλά ήταν μία πραγματική, αληθινή, εξάντληση. Ότι δεν έχω πια κουράγιο να αντισταθώ σε αυτό το πράγμα. Και τέλειωσε.

– Κάπως το αποδέχτηκες μάλλον…

«Γενικά η αποδοχή και του εαυτού και των άλλων, είναι το μόνο σίγουρο φάρμακο για να είμαστε ευτυχισμένοι όλοι και να ζούμε καλά, ειρηνικά, ήρεμα, ήσυχα».

Το να προσπαθώ να αλλάξω τον άλλο, να κοροϊδεύω τον άλλο που δεν είναι σαν κι εμένα, όλα αυτά, αποκαλύπτουν μόνο μία δική μας αδυναμία ή φοβία. Δεν είναι τυχαίο ότι τον μεγαλύτερο ρατσισμό δεν τον επιδεικνύουν τα γηραιότερα μέλη μίας κοινωνίας αλλά τα νεότερα. Ίσως συμβαίνει επειδή όταν είσαι πια μεγάλος καταλαβαίνεις ότι η ουσία είναι αλλού. Δεν έχεις χρόνο να ασχοληθείς με άλλα πράγματα. Λες τώρα, ας συγκεντρωθώ στα ουσιώδη.

– Εσύ τώρα που πέρασες πρόσφατα τα 50, νιώθεις ότι είσαι στο σημείο να κάνεις αυτά που θέλεις κι ότι δεν σε καταπιέζουν τα πρέπει;

Ναι, έρχεται με την ηλικία αυτό. Έχω ακόμα πολύ δρόμο βέβαια. Είμαι σίγουρα σε πολύ καλύτερο σημείο, σίγουρα αφήνω πίσω μου κι εγώ τα περιττά. Όμως επειδή είμαι έτσι από το «εργοστάσιο», έχω πολλά που με κρατάνε και «μη» και «πρέπει».

Είναι και η γερμανική μου πλευρά. Δεν είναι ότι έχει πολλούς κανόνες, είναι όμως ότι αν είπες κάτι, αυτό θα γίνει. Δεν είναι αυτό το ρητό που λέει «Είπα, ξείπα και χ@@@ την παρόλα μου». Δεν το έχουν αυτό. Δεν είναι ανάγκη να το πεις, αλλά αν το πεις πρέπει και να το κάνεις. Δεν είμαι σίγουρη ότι θέλω να το αποβάλλω αυτό. Το να είμαι εντάξει απέναντι στις υποχρεώσεις και να αναλαμβάνω τις ευθύνες μου είναι πολύ ωραίο, δεν με πειράζει. Αλλά από εκεί και πέρα το να έχεις ψυχαναγκασμούς ότι «αυτό έτσι είναι, έτσι πρέπει να γίνει» ή να είσαι απόλυτος, αυτά αρχίζω και αποβάλλω. Όπως και αυτό το «τι θα πουν οι άλλοι», που είναι επίσης δύσκολο γιατί μεγαλώνουμε πολύ ειδικά στην Ελλάδα με αυτό. Είναι δύσκολο να τα αποβάλεις αυτά αλλά πρέπει.

– Η σχέση σου με τον εαυτό σου και την εικόνα σου στον χρόνο πώς είναι;

Νομίζω ότι σε γενικές γραμμές είμαι σχετικά ήρεμη, χωρίς αυτό να σημαίνει πρώτον ότι χαίρομαι ή δεύτερον ότι δεν προσπαθώ να διατηρήσω μία καλή και υγιή εικόνα του εαυτό μου. Σαφέστατα παίζει ρόλο και η δουλειά μου. Για τη δουλειά μου πρέπει να προσέχω τον εαυτό μου, την εμφάνισή μου. Δεν κάνω εξτρίμ πράγματα και γενικά νομίζω ότι αντιμετωπίζω το φαινόμενο με μία σχετική ψυχραιμία (γέλια).

Νομίζω ότι είναι πολύ ωραίο να μεγαλώνεις. Το μόνο που δεν είναι ωραίο είναι ότι πρέπει να συμβιβαστείς με το γεγονός ότι το σώμα θέλει άλλη αντιμετώπιση. Κι είναι πολύ έντονη η διαφορά στο σώμα, είναι σαν να γίνονται άλματα. Νομίζω ότι η ψυχή μόνο καλύτερα γίνεται. Είσαι καλύτερα με τον εαυτό σου και με τους άλλους.

– Πώς ήταν να επισκέπτεσαι την Ηρώ του «Λόγω Τιμής» ξανά σε μία τελείως άλλη φάση ζωής;

Ήταν πάρα πολύ ωραίο. Ήταν μια πολύ ευτυχής στιγμή που βρεθήκαμε πάλι όλοι μαζί που τα καταφέραμε γιατί ήταν κάτι που θέλαμε να το κάνουμε πάρα πολλά χρόνια. Ξέραμε ότι δεν είναι βέβαιο τίποτα, το ξέραμε αυτό ευθύς εξαρχής. Αλλά ήταν μια πολύ ωραία στιγμή. Πολύ το χαρήκαμε όλοι μας και προσωπικά.

Info: «Λύκαινες», του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 20:00 στο Θέατρο Εμπορικόν.

Η ιστορία αφορά 5 γυναίκες. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είναι μία συνηθισμένη ιστορία, αλλά δεν είναι. Είναι μία ιστορία διεκδικήσεων; Όχι καθόλου. Επανάστασης τότε; Ούτε. Είναι απλώς μία ιστορία που συνδυάζει χιούμορ και σασπένς και πραγματεύεται ανθρώπινες σχέσεις και καταστάσεις. Όλα «κινούνται» μέσα σε ένα διαμέρισμα. Κοντά μας. Στα όρια της πόλης.

Στις παρυφές της δικής μας πόλης, σε ένα μέρος ήσυχο και ερημικό, βρίσκεται μισοκρυμμένο αυτό το ατμοσφαιρικό διαμέρισμα. Αθέατο από τον δρόμο, ζωσμένο από δέντρα και φυλλωσιές, με αλλόκοτες σκιές ζώων και άλλων όντων να χορεύουν επάνω στους τοίχους και τα πατώματά του. 5 γυναίκες, με αφορμή την αγοραπωλησία του, συναντιούνται, γνωρίζονται, συγκρούονται, αγαπιούνται. Κάθε μία τους, από τη μικρότερη μέχρι τη γηραιότερη, έχει τις δικές της επιδιώξεις, τον δικό της ηθικό κώδικα, αλλά και τα δικά της φαντάσματα.

Οι δρόμοι τους θα διασταυρωθούν κι έτσι, θα ζήσουν μαζί μία ιστορία από αυτές που αφήνουν αιώνιο αποτύπωμα.

Μία ιστορία σύγχρονη, στο σύνορο μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, που αναμετριέται με τις αόρατες δυνάμεις που μας ορίζουν.

Εισιτήρια εδώ.

*Τη Βίκυ Βολιώτη μπορείς να τη δεις και στην παράσταση «Τα πικρά δράκρυα της Πέτρα φον Καντ» στο θέατρο ΕΛΕΡ. Πληροφορίες και εισιτήρια εδώ.