Κλέλια Ρένεση: «Πιστεύω πολύ στις ομάδες. Είμαι ρομαντική, πανάθεμά με»
- 18 ΔΕΚ 2024
Η Κλέλια Ρένεση δεν είναι μόνο μία πολύ ταλαντούχα ηθοποιός, αυτή είναι μία από τις ιδιότητές της. Είναι μία γυναίκα, single μαμά μίας κόρης, ένα πολιτικό ον, ένας άνθρωπος που πιστεύει στους ανθρώπους και στο μαζί, ένα πλάσμα που προβληματίζεται και μοιράζεται τους προβληματισμούς της στα social media, που κάνει τα όνειρά της τραγούδια και που προσπαθεί όσο μπορεί να βάλει το δικό της λιθαράκι προς μία κοινωνία πιο αφυπνισμένη, πιο αλληλέγγυα και πιο -τελικά- ευτυχισμένη. Είναι μία γυναίκα που προσπαθεί να βαδίζει στον δρόμο του εδώ και του τώρα. Η Κλέλια Ρένεση καταλαβαίνει τον πόνο του άλλου, καταλαβαίνει τους ανθρώπους, όπως φαίνεται όταν μιλά και για την Καίτη Γκρέυ που ενσαρκώνει στην ταινία Υπάρχω του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, αλλά και για τον «μύθο» Στέλιο Καζαντζίδη.
Με αφορμή την ταινία Υπάρχω, μιλήσαμε με την Κλέλια Ρένεση για τα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη, την εποχή στην οποία μεσουράνησε και τι αυτή σήμαινε για τους ανθρώπους, για τον έρωτα και πόσο αυτός μπορεί να αλλάξει τη ζωή μας, για τα «ναρκοπέδια» στα οποία έπρεπε να βαδίσουν όλοι οι συντελεστές αυτής της ταινίας. Μιλήσαμε ακόμα για τις εξαρτητικές σχέσεις γονέων και παιδιών στα ελληνικά σπίτια και πώς αυτή προσπαθεί να καλλιεργήσει την αυτονομία στην κόρη της, Κοραλία, τις προκλήσεις της σύγχρονης κοινωνίας για τους ανθρώπους, γονείς και μη, τα τοξικά σχόλια στα social media κι όλα τα μυθεύματα που έχει διαβάσει για τον εαυτό της. Η Κλέλια Ρένεση είναι ένας χείμαρρος όταν μιλάει. Αυτά είναι τα δικά της λόγια.
Η Κλέλια Ρένεση και το «ναι» στην ταινία Υπάρχω
«Ποιος δεν θα έλεγε “ναι” σε αυτή την ταινία; Πες μου έναν ηθοποιό, που θα ερχόταν ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος, αυτό ο μαέστρος, ο μάστορας ο απίστευτος, με αυτή την παραγωγή, ξέροντας τις επιτυχίες που έχει κάνει και με αυτόν τον θρύλο από πίσω τον Στέλιο Καζαντζίδη, και να πει “Όχι δεν μπορώ, έχω κάτι άλλο καλύτερο να κάνω”».
«Όταν έχεις από πίσω σου όλη την ομάδα να δουλεύει, το προσωπικό ρίσκο έρχεται και γίνεται βελούδο. Γιατί πας και ξεκινάς με την αλήθεια σου κι εκείνοι είναι έτοιμοι να σε πιάσουν. Το Υπάρχω είναι μία ταινία που αγκαλιάστηκε τόσο πολύ από τους δημιουργούς και φωτίστηκε τόσο καλά, που δεν υπήρχε και μεγάλο περιθώριο να σκοντάψουμε. Από τον Μάκη Χατζή που έκανε το casting κι είναι από τους πιο ταλαντούχους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στον τομέα του, ως τον Γιώργο Σπυρόπουλο, τον Γιάννη Δρακουλαράκο στα φώτα, τη φωτογραφία, την παραγωγή που έστησε ένα πάρα πολύ ωραίο πράγμα. Είχαμε πεδίο δράσης σωστό. Το λιγότερο που μπορούσαμε να κάνουμε εμείς ήταν να φέρουμε τον καλύτερο μας εαυτό. Πιστεύω πολύ στις ομάδες. Είμαι ρομαντικιά πανάθεμά με (γέλια)».
Ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Καίτη Γκρέυ και οι «κινηματογραφικοί» έρωτες
«Ο Στέλιος Καζαντζίδης άρεσε πολύ στον πατέρα μου και τον θεωρούσε τη μεγαλύτερη ελληνική φωνή που υπήρξε ποτέ. Έβαζε συχνά τη φωνή αυτή να παίζει. Εμένα βέβαια, οι γονείς μου είναι χωρισμένοι και δεν μεγάλωσα στο σπίτι του πατέρα μου, παρ’ όλα αυτά ήταν μία προσωπικότητα που με επηρεάζει πολύ βαθιά. Εξοικειώθηκα πάρα πολύ με τη φωνή του Στέλιου από πάρα πολύ μικρή. Και μεγαλώνοντας αυτή την πατρική κουλτούρα την έκανα και δική μου.
Αντιλήφθηκα αρκετά εύκολα τι εννοούσε όταν τραγουδούσε αυτό το ατόφιο, λαϊκό λαρύγγι. Έχει πει τόσο ωραία τραγούδια και με τόσο ωραίο τρόπο έχει τραγουδήσει την ιστορία της Ελλάδας. Δεν γίνεται να είσαι αυτή τη στιγμή άνω των 40 και να μην ξέρεις τον Στέλιο Καζαντζίδη καλά, στο μεδούλι σου».
«Διάβασα κι άκουσα αρκετές συνεντεύξεις της Καίτης Γκρέυ. Συζήτησα και με διάφορους ανθρώπους που τη γνώριζαν, την είχαν ζήσει. Για παράδειγμα είχα την τύχη ο κομμωτής της ταινίας να είναι κι ένας άνθρωπος που την είχε χτενίσει αρκετές φορές. Και από τις συνεντεύξεις ακόμα καταλαβαίνεις πολλά από αυτά που θέλει να μοιραστεί κι από αυτά που θέλει να κρύψει ένας άνθρωπος. Από τη γλώσσα του σώματος, από την περηφάνια του, από το πώς εκφέρει τον λόγο. Εγώ είμαι ηθοποιός και είμαστε εκπαιδευμένοι οι ηθοποιοί να ψαρεύουμε μέσα από ψήγματα διαμαντάκια.
Μην ξεχνάμε ότι η ταινία καταπιάνεται με την Καίτη Γκρέυ μόνο σε ένα κομμάτι της ζωής της, μόνο ως γυναίκα, ως σύντροφος του Στέλιου Καζαντζίδη, σε συγκεκριμένο πλαίσιο, χώρο και χρόνο δηλαδή. Και, τονίζω, από το βλέμμα του Στέλιου. Την πορεία του Στέλιου βλέπουμε κι όπου υπάρχει κοινή πορεία με την Καίτη αυτό το καταγράφουμε. Οπότε είναι όλο ένα κομμάτι του κομματιού».
«Είναι μία σχέση πολύ παθιασμένη. Ξεκινάει με την Καίτη να είναι και αρκετά μεγαλύτερη ηλικιακά, φτασμένη στην καριέρα της. Σαν να λέμε ένας άνθρωπος που ξέρει που πατά και που βαδίζει και βρίσκει τον πιτσιρίκο, τον φαντάρο. Το αντιλαμβάνεται αμέσως ότι έχει φωνάρα και τσαγανό και είναι και λεβέντης. Οπότε αυτή μπαίνει σε μία διαδικασία και είναι πολύ τολμηρή και θαρραλέα και απαρνιέται όλο αυτό που φέρει γύρω της ως ντίβα».
«Εκεί (σ.σ. στο σημείο που άφησε τα παιδιά της για τον έρωτα η Καίτη Γκρέυ) υπάρχει κάτι το οποίο εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω, αλλά πριν το κατακρίνουμε θέλω να θυμηθούμε την εποχή. Μιλάμε για μία εποχή, μετά τον μεσοπόλεμο, μετεμφυλιακά με την απόλυτη φτώχεια που τα παιδιά ζούσαν πολύ καλύτερα στην επαρχία με τις γιαγιάδες και τους παππούδες που είχανε τα αιγοπρόβατα, τα τυριά, το λάδι. Παραξενεύτηκα κι εγώ, αλλά ήταν σύνηθες. Εντωμεταξύ η ζωή της Καίτης ήταν τη νύχτα, δεν θα μπορούσε δηλαδή να τα φροντίζει. Και σε μία εποχή που το μεροκάματο ήταν πολλές φορές ένα πιάτο φαΐ».
«Όσον αφορά τα παιδιά, δεν θα μπορούσα ποτέ να το κάνω (σ.σ. να τα αφήσει πίσω της για έναν έρωτα), αλλά όλο το υπόλοιπο ναι».
«Αν αγαπηθείς βαθιά με έναν άνθρωπο, μετακινείσαι».
«Πιστεύω ότι κάθε άνθρωπο τον διακατέχει μία ονειρογραμμή. Κάτι ονειρεύεται η ψυχούλα του. Όπου και να τον κλείσεις, ακόμα και σε μπουκάλι, αυτός αυτό θα αναπνέει. Πες ας πούμε ότι γνωρίζει μία καριερίστα γυναίκα έναν ανθρώπο που ζει με πρόβατα στο βουνό και πρέπει να αποχωρήσει για να πάει μαζί του. Αν τα σωθικά της το προστάζουν αυτό, αυτό είναι το σωστό. Και ο άνθρωπος που είναι χτίστης θα χτίσει και στο βουνό, κάτι θα καταφέρει κι εκεί. Οπότε δεν πιστεύω ότι θυσιάζεις κάτι για τον έρωτα, για μία αγάπη. Δίνεσαι ακριβώς τόσο όσο σου επιτρέπει το συναίσθημά σου και δεν πρέπει να το λιγοστέψεις, ή να το λυπηθείς το συναίσθημα».
Τα «ναρκοπέδια» γύρω από ένα πλάσμα- μύθο
«Όταν καταπιάνεσαι με έναν τέτοιο άνθρωπο, έναν τέτοιο θρύλο, ο οποίος έχει και ο ίδιος τις αντιφάσεις του στην προσωπικότητά του, που έχει τις σκιές και τα φώτα του -γιατί δόξα τω Θεώ δεν κάναμε τη ζωή ενός ξενέρωτου- πατάς σε ναρκοπέδιο. Γιατί πώς ήταν στη δικτατορία και στη βασιλεία που επιβαλλόταν να έχεις μία φωτογραφία από δαύτους στο σπίτι σου αλλιώς ήσουν κουμμούνι κι αντιστασιακός; Ε, ο Στέλιος κατάφερε να είναι φωτογραφία σε όλα τα σπίτια χωρίς να το απαιτήσει κανένας νόμος. Αγαπήθηκε σχεδόν σαν θεός, λατρεύτηκε.
Ήταν η ψυχούλα του. Ήταν αυτή η φωνή που απαντούσε τα τραγούδια και το τσαγανό που έπρεπε να έχει για να πει “δεν θέλω να τραγουδάω σε αυτούς που ανοίγουν σαμπάνιες, θέλω να τραγουδάω για τις οικογένειες που έχουν πάει για μεροκάματο το πρωί”, ζητώντας από τους μαγαζάτορες να χαμηλώσουν τις τιμές. Δηλαδή υπήρχε μέσα του μια εσωτερική δικαιοσύνη σε σχέση με το πώς διαχειριζόταν το ταλέντο του, τη φωνή του, το δώρο αυτό που είχε και και σε ποιούς το προσφέρει, το οποίο είναι άκρως συγκινητικό.
Αλλά δεν ήταν μόνο ο Καζαντζίδης, ήταν και ο Στέλιος που είχε μία προσωπική ιστορία. Καταπιάνεσαι με τον Στέλιο Καζαντζίδη με μία ιερότητα, χωρίς όμως να προδώσεις την ιστορία της ζωής του. Αυτό είναι ναρκοπέδιο».
Η Κλέλια Ρένεση και η εσωτερική δικαιοσύνη που μοιράζεται με τον Στέλιο Καζαντζίδη
«Αυτή την αίσθηση της εσωτερικής δικαιοσύνης την έχω. Το πόσο καταφέρνω να την υλοποιήσω είναι μία άλλη ιστορία. Ζούμε σε μία άλλη εποχή. Είναι πολύ πιο κυκλωτικό τώρα το θέμα. Όχι ότι δεν είναι πάντα. Αν κοιτάξουμε την ιστορία της ανθρωπότητας και της Ελλάδας, τους μεγάλους ήρωες τους κατάπιε το σύστημα. Ποιος σκότωσε τον Κολοκοτρώνη; Γιατί ήπιε το κώνειο ο Σωκράτης. Ο Άρης Βελουχιώτης είναι αυτή τη στιγμή στο Εγκληματολογικό Μουσείο, στην πτέρυγα με τους τρομοκράτες. Θέλω να πω τι συνέβη σε όποιον σήκωσε κεφάλι πέρα από το επιτρεπτό όριο; Γιατί θεωρητικά σε αφήνουν και να γκρινιάζεις, τους βολεύει η βαλβίδα εκτόνωσης να υπάρχει. Ο μηχανισμός για να λειτουργεί θέλει κι ένα γρανάζι που κολλάει».
«Ο Στέλιος Καζαντζίδης είπε θα φύγω από αυτό και θα φτιάξω το δικό μου γρανάζι, με την εταιρεία που έφτιαξε. Είπε ότι θα παίρνουν όλοι οι μουσικοί ποσοστά από τα τραγούδια του -ένα αδιανόητο και το πιο σοσιαλιστικό πράγμα που υπήρχε τότε- κι αυτό είχε να κάνει με έναν απέραντο ρομαντισμό και μία απέραντη αγάπη στο τραγούδι».
«Δεν ήταν ένας άνθρωπος που απολάμβανε τα χρήματα ούτε την καλή ζωή. Ήταν και σε αυτό συνεπής. Μάζευε την ενέργειά του να πάει να τη δώσει με το τραγούδισμά του στον κόσμο και μετά ήθελε την ησυχία του να τη μαζέψει πίσω. Ζούσε ειλικρινέστατα και στις διαπροσωπικές του σχέσεις δεν έπαιζε με τις λέξεις, με τις μάσκες ή με τα φαινόμενα. Ήταν ατόφιος. Είναι πολύ δύσκολο να καταλάβουμε έναν τέτοιο χαρακτήρα σήμερα».
Οι εξαρτητικές σχέσεις μεταξύ γονέων παιδιών
«Η κατάσταση μεταξύ του Στέλιου και της μητέρας του, Γεσθημανής, περιγράφεται κάπως έτσι (σ.σ. εξαρτητική). Μέσα από τα δεδομένα που ξέρουμε, θεωρώ, ότι του είχε κοστίσει πάρα πολύ το γεγονός ότι σκοτώθηκε ο πατέρας του μπροστά του από τους Χίτες. Είδε όλο τον αγώνα αυτής της μάνας να αναστήσει τα 2 παιδιά της μόνη της.
Αυτή η γυναίκα, με ένα μωρό στην κοιλιά και ένα παιδάκι μικρό, έχασε τον άντρα της μέσα στον εμφύλιο και έφυγε στα βουνά μόνη της να μεγαλώσει τα παιδιά της. Η Κυρά Γεσθημανή η μάνα σε όλο της το μεγαλείο. Και ο Στέλιος είναι ένας άνθρωπος που μετράει τη ζωή με σημεία. Κι ένα σημείο που είναι σκάλωμα είναι η μάνα που είναι για εκείνον ο λόγος που επέζησε. Εντάξει τώρα, είναι τόσο ιερή αυτή η σχέση μεταξύ μάνας και παιδιού που δεν χωράει κριτική».
«Είναι αλήθεια ότι οι εξαρτητικές σχέσεις είναι συνήθεις στα ελληνικά σπίτια. Αν κάνω κάτι εγώ για την ανεξαρτησία του παιδιού μου; Θεωρητικά προσπαθώ όσο μπορώ να την απελευθερώνω πιο πολύ από το δικό μου βλέμμα και τη δική μου κριτική. Όταν βλέπω δηλαδή ότι η Κοραλία κάνει κάτι και με ρωτάει “μαμά, το έκανα καλά;” με πιάνει μία ανατριχίλα. Δεν μου αρέσει να είμαι το σημείο αναφοράς της να κρίνω αυτό που κάνει. Προσπαθώ με χαζούς κι απλοϊκούς τρόπους να της πω ότι “Αν αισθάνεσαι καλά εσύ, γιατί με ρωτάς εμένα;”. Προσπαθώ να της δείξω τι μπορεί να σημαίνει ότι δεν περνάει το συναίσθημα το δικό σου από το φίλτρο το δικό μου.
Μου αρέσει η πολυφωνία, να της αρέσει κάτι κι εμένα κάτι άλλο. Δεύτερον μου αρέσει να διαμορφώσει μία δική της άποψη για τα πράγματα από νωρίς, αλλά να μπορεί να την επεξηγήσει με συναισθήματα».
«Το απόλυτο και πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό ως πρόσκληση δεν αφορά μόνο τις μογονεϊκές οικογένειες. Αυτό που έχω να πω είναι η απόλυτη μοναξιά. Η αστική ζωή έχει καταντήσει πάρα πολύ μοναχική. Και το απύθμενο βάρος που φέρει μία γυναίκα μόνη της όταν φέρνει στον κόσμο ένα παιδί και δεν έχει τη βοήθεια μίας κοινότητας να την πλαισιώσει, είναι κάτι άκαρδο και θα έπρεπε να απαγορεύεται»
«Η ίδια η διαδικασία της γέννησης για να φέρει στη ζωή ένα πλάσμα μία γυναίκα, είναι από μόνο του ένα τόσο ενεργοβόρο πράγμα. Χρειάζεται πολλή στήριξη και θαλπωρή ο άνθρωπος που ηγείται αυτής της κατάστασης, η μάνα».
«Όταν το κάνεις αυτό μόνος σου εντελώς και ζεις σε μία πόλη τόσο αδιάφορη σε σχέση με τα συναισθήματα και τους κόπους, είναι πρόκληση».
Οι σκυθρωποί άνθρωποι και το εδώ και τώρα
«Οι άνθρωποι είναι εντελώς αδιάφοροι, δεν μπορούν να δουν. Σήμερα είχε το παιδί μου μουσική και πήγα να το πάρω και βγήκε χαρούμενη, τρισευτυχισμένη, ενθουσιασμένη πολύ. Δεν ήθελε να μπει στο αμάξι, κάθισε μες τη μέση του Παγκρατίου σε ένα τεράστιο πεζόδρομο που περνούσε πολύς κόσμος κι ούρλιαζε: “Σας αγαπώ όλους” και χόρευε. Από τα 50 άτομα που πέρασαν ίσως μόνο μία γυναίκα την κοίταξε και της είπε “Μπράβο που αγαπάς τον κόσμο, κι εγώ σ’ αγαπώ”. Οι υπόλοιποι ενοχλήθηκαν κιόλας.
Όσο περνάνε τα χρόνια γίνονται και πιο σκυθρωποί, είναι πιο κλεισμένοι στις σκέψεις τους. Είναι χαμένοι μες τη νόηση. Είναι αλλού, δεν είναι ποτέ στο εδώ, χαλαροί με ένα καθαρό βλέμμα να κοιτάξουν τι γίνεται γύρω. Είναι πάρα πολύ απομονωμένοι σε έναν δικό τους κόσμο, γιατί μάλλον δεν τα καταφέρνουν να διαχειριστούν το εδώ. Υπάρχουν εμμονές που τους κατατρέχουν. Είναι τα οικονομικά και τα σχεσιακά κομμάτια της μοναξιάς που έχουν να διαχειριστούν. Ζουν σε έναν προγραμματισμό, σε μία ρομποτική κατάσταση».
«Εγώ δεν ψάχνω τρόπους να αντισταθώ σε αυτό. Αν ήταν να ενσωματωθώ, θα το είχα ήδη πάθει. Είναι η φύση μου τέτοια που δεν μπορώ να μπω σε αυτό το πλαίσιο, εκτός κι αν αναγκάζομαι λόγω συνθηκών για ορισμένο χρόνο. Κι όταν με πιάνω να είμαι λίγο αφηρημένη, αισθάνομαι απάισια κι εγώ η ίδια το αποβάλλω. Με το που με αντιλαμβάνομαι να περπατάω και να μην θυμάμαι πότε έφτασα εδώ που είμαι θυμώνω πάρα πολύ με τον εαυτό μου και λέω “Κάτσε ρε φίλε, αυτή η βόλτα που έκανες μέχρι εδώ και δεν τη θυμάσαι, μπορεί να έκρυβε 10 θαύματα. Είσαι γελοία”.
Εκεί συνειδητοποιώ κιόλας ότι για να μου συμβαίνει αυτό, κάτι δεν πάει καλά και το λύνω αμέσως. Σταματάω ό,τι είχα να κάνω και κάθομαι και σκέφτομαι τι με βαραίνει; Λέω στοπ και θα κάνω κάτι επί τόπου για να με επαναφέρει στη χαρά».
Η Κλέλια Ρένεση και οι πολιτικές τοποθετήσεις
«Δεν υπάρχει τοποθέτηση που να μην είναι πολιτική, από το πιο απλό μέχρι το πιο σύνθετο. Η πολιτική είναι παντού γύρω μας γιατί είναι η τέχνη του πολίτη, το πώς ένας πολίτης δρα μέσα σε μία κοινωνία.
Όσες φορές κι αν έχω τοποθετηθεί, έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο εγώ αντιλαμβάνομαι τη ζωή και την κατάσταση και το πώς η εκάστοτε κυβέρνηση, η κοινωνία ή οτιδήποτε προσπαθεί να διαστρεβλώσει την άποψη και τη γνώμη που έχω εγώ για μια αξιοπρεπή ζωή. Επιλέγω να τοποθετηθώ δημόσια γιατί έχω ένα βήμα, υπάρχει αυτή η εύκολη λύση των social media που μπορώ να γράψω ένα κείμενο γι’ αυτό που με απασχολεί. Πώς άλλες βγάζουν φωτογραφίες το τάδε φόρεμα; Εμένα αυτό με απασχολεί. Με αυτά τα πράγματα γεμίζει το κεφάλι μου.
Έχει να κάνει και λίγο με το τι άνθρωπος είσαι και το τι κουβαλάς. Ας πούμε, όταν η κυβέρνηση είπε περιχαρής ότι θα επεκτείνουμε το ωράριο των σχολείων και θα το πάμε μέχρι τις 6, το θεώρησαν φοβερά καταπληκτικό σχέδιο και όλα τα κανάλια το διατυμπανίζουν ως μια φοβερή νίκη. Κι εγώ λέω είναι τρελοί όλοι. Δεν είναι μόνο ότι μας εμπαίζουν όλοι μαζί είναι και τρελοί. Κι έγραψα ένα κειμενάκι που έλεγε ότι πραγματικά γιατί δεν τα παίρνετε τα παιδιά από το μαιευτήριο να τελειώνουμε; Γιατί αν πρέπει να δουλεύω 5 δουλειές για να επιβιώσω και να βλέπω το παιδί μου 2 ώρες το βράδυ πριν κοιμηθεί για να ξανασυστηθούμε κάθε μέρα, καλύτερα είναι να το πάρετε εντελώς. Μια δυστυχία θα είναι αυτό που θα περιφέρεται παντού: Η μάνα δεν θα είναι ποτέ μάνα, το παιδί δεν θα έχει ποτέ μάνα και οι τρύπες θα είναι από παντού ορθάνοιχτες».
«Αυτά μου φαίνονται αυτονόητα. Οι άνθρωποι μου λένε “τα λες”. Μα τι εννοούν; Και τι θα πω; Πόσο μου αρέσει το καινούργιο μου μανό; Αφού αυτά με απασχολούν».
Η τοξικότητα των social media
«Είμαι ένας σοβαρός άνθρωπος που γνωρίζει ότι όταν εκθέτεις κάτι δημόσια θα επέλθει κι ένας αντίλογος, μία κριτική οτιδήποτε. Δεν θα κάτσω να ζητήσω τον λόγο.
Από εκεί και πέρα, δεν κωλώνω και δεν με αποτρέπει από το να είμαι ο εαυτός μου γιατί γνωρίζω πάρα πολύ καλά ότι οι άνθρωποι που απαρτίζουν όλα αυτά τα μέσα, το μεγάλο τους ταλέντο είναι να σε κατηγοριοποιούν με ταμπέλες. Δηλαδή αν αυτή πει κάτι για την κυβέρνηση, είναι ΣΥΡΙΖΑΙΑ, αναρχοάπλυτη και τέτοια. Τους αρέσει πάρα πολύ να σε τοποθετούν κάπου, ούτως ώστε κατ’ επέκτασιν να είσαι τρωτή».
«Αυτό το έχω ζήσει πάρα πολλά χρόνια για πάρα πολλές αφορμές. Από το ποιανού είναι το παιδί μου. Από το αν ήμουν με τον Manu, γιατί ήμουν; Αν βάλω κάτω τις ιστορίες που έχουν γραφτεί για μένα είναι Η κωμωδία. Ας πούμε γράφανε ότι ο Manu πήγε και της πήρε διαμαντένιο δαχτυλίδι για να παντρευτούν. Ο Manu Chao τώρα, ο πιο αριστερός των αριστερών, ο άνθρωπος που άμα του δώσεις να κοιτάξει διαμαντένιο δαχτυλίδι θα σου πει “Καλά δεν ντρέπεσαι;”.
Τι να μου πουν τώρα αυτά που βγαίνει ο άλλος και λέει “Αυτή η κυρία αυτό ονειρεύεται για τον τόπο μας;”. Μπορεί να τοποθετούμαι για κάποια πράγματα όταν βλέπω ότι γίνεται πάρα πολύ μεγάλη αντάρα πάνω σε κάτι, παρεμβαίνω λίγο για να “σβήσω” τα πνεύματα».
«Ένα άλλο πράγμα που κλήθηκα κάποια στιγμή να αντιμετωπίσω είναι ότι γινόταν κάτι και μου στέλνανε εκατοντάδες μηνύματα “Δεν θα πεις κάτι γι’ αυτό;”. Μέχρι που απάντησα σε ένα και λέω “Παιδιά, συγγνώμη, δεν έχω καταλάβει. Με πληρώνει κάποιος για να τοποθετούμαι ή είμαι κάπου υπάλληλος; Πιστεύετε ότι εμένα αυτή είναι η δουλειά μου, να σχολιάζω τα κοινωνικά δρώμενα όποτε σαν καπνίσει;.
Είναι αδιανότητο και ξέρεις όλο αυτό που καταλήγει και τι δείχνει; Την μοναξιά και τη λύσσα που έχουμε να συνδεθούμε με κάποιον απόλυτα. Και δεν τα καταφέρνουμε εννοείται, γιατί αυτός δεν είναι ο τρόπος».
«Η μοναξιά σε φέρνει στο σημείο να γίνεις ένας άνθρωπος τόσο μίζερος που να θέλεις ο άλλος να ταυτίζεται απόλυτα μαζί σου σε όλες τις εκφάνσεις, αλλιώς να τον πάρει ο διάολος».
Το κοινό της με το «μεγαθήριο»: Η ενσυναίσθηση
«Όταν το παιδί φεύγει το πρωί για το σχολείο κι έχω λίγο χρόνο κι είναι εκεί που έχει αρχίσει να ξυπνάει η πόλη, βγαίνω μία βόλτα και είναι ωραία ώρα γιατί βλέπεις πολύ καθαρά τους ανθρώπους. Βλέπεις τον συνταξιούχο που παίρνει 500 ευρώ τον μήνα και πάει στη λαϊκή και σέρνει το καρότσι και κοιτάει – δεν θέλω να ακουστεί ύβρις, αλλά δεν θυμάμαι την τελευταία φορά που έπιασα στη ζωή μου τα 2 και το 1 cent- τα χάλκινα για να πάρει 2 μπανάνες και να γυρίσει στο σπίτι χωρίς θέρμανση.
Ε τι να μου πεις να κάτσω να δω και να συμπονέσω ποιον; Την τάδε που χώρισε με τον τάδε ή να καταπιαστώ με τα ελληνικά δρώμενα της τηλεόρασης; Η τηλεόραση ασχολείται με το ποια τηλεπαρουσιάστρια δεν μίλησε στην άλλη τηλεπαρουσιάστρια. Και το πιο λυπηρό είναι ότι οι άνθρωποι με αυτό καταπιάνονται για παρηγοριά. Είναι απόλυτη κατάντια του ⅓ του πληθυσμού μας άνω των 70 να ζει σε αυτή την κατάσταση. Είμαστε όλοι συμμέτοχοι σε αυτό το πράγμα, που κλέψαν όλες τις συντάξεις»
«Με ρώτησες πριν τι κοινό έχουμε με τον Στέλιο Καζαντζίδη. Δεν έχω τίποτα κοινό με το μεγαθήριο. Ούτε σπιθαμή δεν έχω από το ταλέντο του. Το μόνο που έχω κοινό είναι να μπορώ να αντιλαμβάνομαι την αδικία και να τη ζω σαν να γίνεται σε μένα που δεν έχω καμία ανάγκη τέτοια. Και γι’ αυτό το λόγο όταν αρρωσταίνει το παιδί μου πάμε σε δημόσιο νοσοκομείο, γι’ αυτό το παιδί μου θα πάει σε δημόσιο σχολείο».
«Οφείλω να γίνω μέρος αυτού του κόσμου και να τον αλλάξω από εκεί, όσο μπορώ. Γιατί αν παραιτηθω και πω “Οκ, σκ@@@ τα έχετε κάνει, ας σωθώ τουλάχιστον εγώ και το παιδί μου” αυτό δεν έχει καμία αξία».
*Info: Η ταινία «Υπάρχω» κυκλοφορεί στις κινηματογραφικές αίθουσες από την Tanweer την Πέμπτη, 19/12.