ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Άτομα με κόλπο, εαυτές και βουλεύτριες: Η ελληνική γλώσσα αλλάζει, εμείς;

photo: iStock/24Media Creative Team

Πριν από λίγο καιρό, στο πλαίσιο μιας ενημερωτικής καμπάνιας για ζητήματα σεξουαλικής υγείας, η δημοσιογράφος Αναστασία Γιάμαλη χρησιμοποίησε τον όρο «άτομα με κόλπο», με τις αντιδράσεις δυστυχώς να είναι αναμενόμενες. Τα παραδείγματα λέξεων που κινούνται σε αυτές τις «γκρίζες»- για κάποιους- ζώνες, είναι περισσότερα από όσα πιστεύουμε.

Τι συμβαίνει λοιπόν με την ελληνική γλώσσα; Πόσο φεμινιστική και συμπεριληπτική μπορεί να είναι; Πόσο εύκολο είναι να εξαλείψουμε τον σεξισμό και τις έμφυλες διακρίσεις από τον τρόπο με τον οποίο μιλάμε και γράφουμε; Και τελικά τι μας ζορίζει τόσο πολύ στη χρήση νεολογισμών που σκοπό έχουν να περιγράψουν νέες ανάγκες και δεδομένα; Είναι η αλλαγή στη μορφή της ελληνικής γλώσσας ή οι κοινωνικές αλλαγές που υπονοούν αυτές οι λέξεις; Για τη Δέσποινα Καζανά, Διδακτόρισσα στη Γλωσσολογία του Πανεπιστημίου του Essex, ΕΔΙΠ του Τμήματος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ στο ΑΠΘ Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ισχύουν λίγο- πολύ και τα 2.

«Από την μια, ό,τι αφορά στο γλωσσικό κομμάτι, όταν μια γλώσσα ομιλείται για αιώνες και είναι παγιωμένη μορφολογικά, συντακτικά και σημασιολογικά σίγουρα υπάρχει μια δυστοκία στο να ακολουθήσει την εκάστοτε κοινωνική αλλαγή και να συμπεριλάβει, τόσο ιδιαίτερους όρους, όσο και αλλαγές στη μορφολογία της. Αυτό όμως, όπως αποδεικνύεται και από τις μικρές γλωσσικές αλλαγές στα ελληνικά, μπορεί να ξεπεραστεί έστω και με μια καθυστέρηση».

Δέσποινα Καζανά: «Οι κοινωνικές αλλαγές που υπονοούν κάποιες λέξεις είναι ίσως αυτό που δυσχεραίνει περισσότερο την κατάσταση για έναν συμπεριληπτικό λόγο».

«Βλέπουμε συχνά ότι σε συντηρητικές κοινωνίες οι άνθρωποι δυσκολεύονται να δεχτούν οποιαδήποτε κοινωνική εξέλιξη, κάτι το διαφορετικό, και αυτό αποτυπώνεται στη γλωσσική έκφραση μέσα από την καθημερινή επικοινωνία. Όταν αρχίσουμε να εκφραζόμαστε απρόσκοπτα, χωρίς δηλαδή να σκεφτόμαστε τι μπορεί να υπονοεί η χρήση μιας συγκεκριμένης λέξης ή φράσης, τότε θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι έχει επέλθει η αντίστοιχη κοινωνική αλλαγή».

Για τη Μαρία Γκασούκα, Ομότιμη Καθηγήτρια Λαογραφίας και Φύλου στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ο λόγος και η γλώσσα απηχούν ιεραρχημένες, εξουσιαστικές, κοινωνικές πραγματικότητες και συντελούν στην ανάπτυξη έμφυλων ανισοτήτων και διακρίσεων. Η γλώσσα και ο τρόπος με τον οποίο αναφέρεται στις οντότητες του κόσμου αλληλεπιδρούν με τον τρόπο με τον οποίο αυτός ο κόσμος γίνεται αντιληπτός.

Μαρία Γκασούκα: «Η δυσκολία που προκύπτει με όρους όπως άτομα με κόλπο, εαυτές και βουλεύτριες, συνδέεται με το πώς η γλώσσα αντανακλά τις κοινωνικές αλλαγές και τις αντιφάσεις που υπάρχουν στην κοινωνία γύρω από την ταυτότητα, τα φύλα και την ισότητα».

«Όμως έτσι ή αλλιώς η γλώσσα αποτελεί και εργαλείο για την αναπαράσταση και τη διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων. Οι όροι αυτοί και όχι μόνο αυτοί, προκαλούν αντιδράσεις και φόβο όσον αφορά πιθανή αμφισβήτηση παραδοσιακών αντιλήψεων για το φύλο, τη σεξουαλικότητα και τις κοινωνικές δομές. Άλλωστε, δεν πρέπει να μας διαφεύγει και το γεγονός πως καθώς η πραγματικότητα κατασκευάζεται και μέσω της γλώσσας, εκείνοι που διαμορφώνουν τους κυρίαρχους λόγους δύνανται να ελέγχουν πτυχές της πραγματικότητας και αυτού του είδους οι αμφισβητήσεις κάθε άλλο παρά ευπρόσδεκτες είναι».

Τεχνικές δυσκολίες σε μια συμπεριληπτική γλώσσα

Άτομα με κόλπο, εαυτές και βουλεύτριες: Η ελληνική γλώσσα αλλάζει, εμείς; iStock

Υπάρχουν άραγε στοιχεία ή δομές στην ελληνική γλώσσα που δυσκολεύουν τη συμπερίληψη και την ουδετερότητα στον γραπτό και τον προφορικό λόγο; Κι αν ναι, πώς μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε χωρίς να αλλοιώσουμε τη γλώσσα; Η Μαρία Γκασούκα, υποστηρίζει πως η ελληνική γλώσσα έχει ισχυρή σεξιστική διάσταση.

«Το γένος των επαγγελματικών τίτλων με ελάχιστες εξαιρέσεις είναι αρσενικό. Το ίδιο ισχύει και για θέσεις εξουσίας, ιδιοτήτων κ.λπ. έστω και αν αφορούν γυναίκες. Η κυρίαρχη γραμματική άποψη, είναι ότι το αρσενικό κατισχύει του θηλυκού και του ουδέτερου». 

Από την άλλη, η ίδια αναγνωρίζει ότι η ελληνική είναι μια πλούσια γλώσσα που επιτρέπει την εφεύρεση νέων όρων ή την επανασημασιοδότηση άλλων (λ.χ. γυάλινη οροφή, κολλώδες πάτωμα κ.ά.) ικανών να αποδώσουν τις θηλυκές και όχι μόνο εμπειρίες.

«Το πρόβλημα οξύνεται όταν προσπαθούμε να συμπεριλάβουμε όλες τις ταυτότητες φύλων που επιθυμούν την αποφυγή παραδοσιακών έμφυλων ρόλων. Και είναι πραγματικά δυσάρεστο όταν αρκετές φορές, προκειμένου να λυθεί το συγκεκριμένο πρόβλημα, εξαφανίζονται οι γυναίκες, ο μισός δηλαδή πληθυσμός, από τον λόγο, ύστερα από 60 χρόνια αγώνων για την ορατότητά τους. Κατά την άποψή μου η ισοπεδωτική αποκλειστική χρήση του ουδέτερου ή του @ αποτελούν μορφή βίας κατά των γυναικών».

Και η Δέσποινα Καζάνα, πάντως συμφωνεί στο ότι η ελληνική γλώσσα, όντας μια μορφολογικά συνθετική γλώσσα, ακολουθεί συγκεκριμένη δομή που λειτουργεί ως ένα βαθμό ανασταλτικά στο κομμάτι της συμπερίληψης, αλλά και της ουδετερότητας.

«Συγκεκριμένα, ένα χαρακτηριστικό της είναι ότι ουσιαστικά, επίθετα, αντωνυμίες έχουν γραμματικό γένος που περιλαμβάνει το αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο, ενώ ο τρόπος που αποδίδεται το γραμματικό γένος σε άψυχα και έμψυχα είναι αυθαίρετος. Πολύ συχνά, όταν αναφερόμαστε σε έναν πληθυσμό, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, τείναμε να χρησιμοποιούμε το αρσενικό για να δηλώσει και τα 2 γένη».

Ωστόσο, αντιμετωπίζει τους γλωσσικούς περιορισμούς, με αισιοδοξία, καθώς όπως αναφέρει έχουν εισαχθεί καταλήξεις και όροι που μπορούν να αντιμετωπίσουν θέματα συμπερίληψης και ουδετερότητας.

«Aπό τη στιγμή που υπάρχει σεβασμός προς τη δομή μιας γλώσσας, η οποία είναι ζωντανή και εξελίσσεται καθημερινά μέσα από τη χρήση της, δεν μπορούμε να μιλάμε για αλλοίωσή της παρά για εξέλιξη».

 

 

 

Η γλώσσα κάνει την κοινωνία ή η κοινωνία τη γλώσσα;

Άτομα με κόλπο, εαυτές και βουλεύτριες: Η ελληνική γλώσσα αλλάζει, εμείς; iStock

Για τη Δέσποινα Καζανά η σχέση αυτή είναι αμφίδρομη. Εν μέρει δηλαδή η γλώσσα μπορεί να καθορίσει τον τρόπο που σκέφτονται και αντιλαμβάνονται τον κόσμο οι ομιλητές και ομιλήτριες της, φαινόμενο γνωστό και ως γλωσσικός ντετερμινισμός.

«Σε γλώσσες που δεν έχουν γραμματικό γένος, όπως τα περσικά ή τα τούρκικα οι ομιλητές/τριες τείνουν να μην σκέφτονται το φύλο ενός ατόμου στο οποίο αναφέρονται. Παρ’ όλα αυτά, η γλώσσα δεν είναι κάτι στατικό αλλά εξελίσσεται. Συνεπώς αλλάζει ανάλογα με τις ανάγκες της κοινωνίας, γι’ αυτό και οι αλλαγές της γλώσσας έπονται των κοινωνικών αλλαγών.  Πρώτα λοιπόν, αλλάζουν οι αντιλήψεις και σταδιακά η γλώσσα προσαρμόζεται. Κάτι ανάλογό ισχύει και για τα ελληνικά.

«Η αυστηρή γραμματική δομή της γλώσσας καθορίζει τον τρόπο που εκφραζόμαστε σε μεγάλο βαθμό. Παράλληλα όμως, οι κοινωνικές ανάγκες επιτάσσουν την εισαγωγή μορφημάτων για τη δημιουργία και χρήση νέων λέξεων που συμβαδίζουν με τις κοινωνικές αλλαγές».

Η Μαρία Γκασούκα από τη μεριά της υπογραμμίζει:

«Η γλώσσα ανήκει στην κατηγορία εννοιών πως η ιδεολογία, η κουλτούρα, η κοινωνικοποίηση κ.ά. εφόσον περιλαμβάνει τους λόγους της καθημερινής αλληλεπίδρασης που αποτελούν το μέσο της κοινωνικής κατασκευής της πραγματικότητας. Τα κείμενα (γραπτά ή προφορικά) και οι σημασίες τους αντανακλούν τις κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες, επηρεάζοντας τη σκέψη και τη συμπεριφορά των αποδεκτριών/ών και αναπαράγοντας στερεότυπες αντιλήψεις και ιδεολογίες».

Η σχέση λόγου και κοινωνικού βίου διέπεται από προϋποθέσεις, πολιτιστικές και πολιτικές συνθήκες, εντός των οποίων αναλύονται οι σχέσεις και οι αμοιβαίες επιδράσεις τους. Όλα αυτά οδήγησαν μεταξύ άλλων στον επαναπροσδιορισμό των γλωσσικών πολιτικών και στον περίφημο Φεμινιστικό Γλωσσικό Σχεδιασμό, στον οποίο χρωστάμε πολλά εμείς οι γυναίκες.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται διεθνώς και στη χώρα μας (λ.χ. Νόμος για την Ουσιαστική Ισότητα), θεσμικές αλλαγές στη γλωσσική πολιτική, αν και κατά κανόνα χωρίς την κανονιστική έγκριση σχετικών επιστημονικών φορέων. Αρκετοί εθνικοί και υπερεθνικοί φορείς και αντίστοιχοι φορείς λήψης αποφάσεων, έχουν συχνά συμφωνήσει με τα επιχειρήματα των υποστηρικτριών/ών της χρήσης μη σεξιστικής γλώσσας, γεγονός το οποίο εκφράστηκε μέσω νομοθεσιών, οδηγών, συστάσεων κ.λπ.

Οι νέες αντιλήψεις χάραξης γλωσσικής πολιτικής, η οποία λαμβάνει υπόψη τη διάσταση του φύλου, αποτελούν προϊόντα ερευνών, συνδέονται με το ζήτημα της έμφυλης δημοκρατίας και τα γλωσσικά δικαιώματα και έχουν οδηγήσει στην πιο ενδιαφέρουσα περίοδο των αγώνων κατά του γλωσσικού σεξισμού.

«Στην περίπτωση της ελληνικής γλώσσας, βλέπουμε ότι, αν και παραμένει βαθιά συνδεδεμένη με την παραδοσιακή κοινωνική δομή και τις έμφυλες διακρίσεις, οι κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές επιδρούν σε αυτήν και την προσαρμόζουν στις νέες ανάγκες της κοινωνίας.

Οι λέξεις που κάνουν τη διαφορά

Η επιλογή λέξεων, όπως «βουλεύτρια» αντί για «βουλευτής», μπορεί να ενισχύσει την ισότητα των φύλων ή οι γλωσσικές αλλαγές από μόνες τους δεν επαρκούν για ουσιαστική πρόοδο; Για τη Μαρία Γκασούκα, λέξεις όπως «βουλεύτρια», «δικάστρια» κ.λπ. που είναι σωστοί γραμματικά, το ότι φαντάζουν περίεργα έγκειται στον διαχρονικό κοινωνικό σεξισμό που θεωρούσε την πολιτική υπόθεση των ανδρών.

«Οι συγκεκριμένοι όροι και άλλοι συναφείς έχουν τη δυνατότητα να ενισχύσουν την προσπάθεια για την ισότητα των φύλων, αλλά χρειάζονται περισσότερα για ουσιαστική πρόοδο. Οπωσδήποτε, η υπόδειξη εναλλακτικών γλωσσικών επιλογών μπορεί να λειτουργήσει διαπαιδαγωγικά και μακροπρόθεσμα να συνεισφέρει στην αλλαγή των σεξιστικών προτύπων και τρόπων αναφοράς και αντιμετώπισης των γυναικών και όχι μόνο στον δημόσιο λόγο και χώρο.

Ωστόσο, γίνεται προφανές πως και λόγω εγγενών δομικών δυσκολιών, αλλά και-κυρίως-λόγω του τρόπου κοινωνικοποίησης των ομιλητριών και ομιλητών της γλώσσας η υπέρβαση του γλωσσικού σεξισμού δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση.

«Στην ουσία πρόκειται για διαδικασία κατανόησης και ερμηνείας του φαινομένου, λήψης της απόφασης υπέρβασής του και συνεχούς και συστηματικής προσπάθειας υλοποίησης αυτής της απόφασης».

Σε κάθε περίπτωση, όμως, αν και οι ανωτέρω όροι και άλλοι ακόμα συνεισφέρουν στην ορατότητα και αποδοχή χωρίς αμφισβητήσεις των γυναικών στη δημόσια σφαίρα, δεν αρκεί από μόνη της για την επίτευξη της έμφυλης ισότητας».

Την ίδια άποψη έχει και η Δέσποινα Καζανά, η οποία εμφατικά δηλώνει:

«Δυστυχώς, οι γλωσσικές αλλαγές από μόνες τους δεν επαρκούν για μια ουσιαστική πρόοδο σε θέματα ισότητας των φύλων. Οι γλωσσικές αλλαγές πρέπει να συνοδεύονται από κοινωνικές, θεσμικές και ουσιαστικές αλλαγές που αφορούν στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων μιας κοινωνίας. Μόνο τότε θα μπορέσει να ξεπεραστεί το πρόβλημα της διάκρισης των φύλων».

Πού πάει το παπάκι @;

iStock

 

Η χρήση του @ στις καταλήξεις μπορεί να γίνει αποδεκτή από μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ή οι αντιστάσεις είναι βαθύτερες λόγω των γλωσσικών μας συνηθειών; Και πώς άραγε ξεπερνιούνται πρακτικά προβλήματα με τη χρήση συμβόλων όπως το @ σε επίσημα έγγραφα ή ακαδημαϊκά κείμενα; Τα πράγματα, σύμφωνα με τις ειδικούς δεν είναι τόσο απλά.

Η Δέσποινα Καζανά υποστηρίζει για παράδειγμα ότι η χρήση του συμβόλου @ μπορεί ως ένα βαθμό να γίνει αποδεκτή από ένα μέρος του πληθυσμού και κυρίως των νέων, που είναι πιο ευαισθητοποιημένοι και ενήμεροι σε θέματα ισότητας των φύλων. Ωστόσο μεγαλύτερες γενιές δεν είναι εύκολο να εγκαταλείψουν αυτό που θεωρούν ως δεδομένο και να υιοθετήσουν κάτι καινούριο και τόσο ιδιαίτερο.

«Δυστυχώς, το συγκεκριμένο σύμβολο, αν και έχει υιοθετηθεί από αρκετά άτομα, παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες στο να εξυπηρετήσει τον προφορικό λόγο από ό,τι τον γραπτό λόγο».

Αρχικά, δεν έχει αναγνωριστεί ως επίσημο φώνημα από τους γλωσσικούς κανόνες γιατί δεν αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο ήχο, αλλά είναι σημειογραφικός χαρακτήρας, κάτι που δεν χαρακτηρίζει τη γλώσσα μας.

Δεύτερόν υπάρχει η ασάφεια πως θα διαβαστεί στον προφορικό λόγο π.χ. προτείνεται να το προφέρουμε ως μαθητόα ή μαθητά ή μαθητέ. Εφόσον, δεν μπορεί να ενσωματωθεί φυσικά στην ομιλία τότε είναι πιο δύσκολο και να επικρατήσει, διότι οι γλωσσικές αλλαγές συνήθως προκύπτουν από την προφορική επικοινωνία. Τέλος, όντας ένα οπτικό σύμβολο δυστυχώς δεν είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί πάντα σε κείμενα με σύνθετη γραμματική. Επομένως, η χρήση του έχει αρκετά προβλήματα και ίσως είναι και ένας από τους λόγους που δεν έχει υιοθετηθεί ευρέως ακόμη και συνεπώς δεν αναγνωρίζεται επίσημα».

Τι αντιπρoτείνει;

«Πρέπει να εστιάσουμε στη χρήση ουδέτερων λέξεων, αφηρημένων εννοιών και τη διπλή αναφορά».

Η Μαρία Γκασούκα από τη μεριά της θεωρεί ότι η χρήση νέων, άφυλων καταλήξεων, αντωνυμιών κ.λπ. διατηρούν τη θηλυκή αορατότητα προκαλώντας αντιδράσεις φεμινιστριών και διαφωνεί με την καθολική χρήση των συγκεκριμένων γλωσσικών επιλογών, καθώς πλήττουν ευθέως τις γυναίκες και τους αγώνες τους των τελευταίων 70 χρόνων.

«Είναι αυτονόητο πως για τις φεμινίστριες, και όχι μόνο, ο όρος “γυναίκες” και όσα τον προσδιορίζουν κοινωνικά και βιολογικά παραμένει αδιαπραγμάτευτος».

Ξένες γλώσσες

Κάθε γλώσσα έχει τις δικές της προκλήσεις και περιορισμούς όσον αφορά τον συμπεριληπτικό λόγο. «Γλώσσες, όπως η αγγλική παράδειγμα, είναι εφικτό να υιοθετήσουν μια πιο συμπεριληπτική προσέγγιση στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, και το έχουν καταφέρει αρκετά αποτελεσματικά, και λόγω του ότι είναι μια λιγότερο έμφυλη γλώσσα, αλλά και λόγω της κοινωνικής απελευθέρωσης», σημειώνει η Δέσποινα Καζανά.

Από την άλλη γλώσσες, όπως η γαλλική, μια λατινογενής γλώσσα, με αρσενικό και θηλυκό γραμματικό γένος στα ουσιαστικά, στα επίθετα, στις αντωνυμίες αλλά και την γενικευτική χρήση του αρσενικού όταν αναφέρονται σε μια ομάδα ατόμων, σίγουρα έχουν μεγαλύτερη δυσκολία στο να χρησιμοποιήσουν έναν συμπεριληπτικό λόγο.

«Στην ελληνική γλώσσα, θεωρώ ότι και εκεί υπάρχουν παρόμοια ζητήματα, είτε λόγω της δομής της γλώσσας, είτε της δυσκολίας να υιοθετηθούν κάποιες μορφές λέξεων, αλλά κυρίως γιατί το ζήτημα δεν είναι μόνο γλωσσικό, αλλά κοινωνικό και πολιτισμικό.

«Σε κάθε γλώσσα, λοιπόν, αν δεν ξεπεραστούν τα δύο τελευταία δεν μπορούμε να μιλάμε για αποδοχή και υιοθέτηση ενός συμπεριληπτικού τρόπου έκφρασης».

Μπορεί τελικά να γίνει η ελληνική γλώσσα πιο συμπεριληπτική και λιγότερο σεξιστική;

Άτομα με κόλπο, εαυτές και βουλεύτριες: Η ελληνική γλώσσα αλλάζει, εμείς; iStock

Η γλωσσολόγος Δέσποινα Καζανά υπογραμμίζει ότι δεν μπορούμε να συγκρίνουμε γλώσσες που είναι εγγενώς συμπεριληπτικές με την ελληνική.

Ωστόσο πιστεύει ότι κάποιες αποτελεσματικές πρακτικές που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στα ελληνικά, είναι η ευρεία χρήση του ουδέτερου γένους σε αντωνυμίες και σίγουρα η ευελιξία στη χρήση μορφημάτων.

Με λίγα λόγια; Η ελληνική γλώσσα είναι φύσει γραμματικά έμφυλη, πράγμα που δυσκολεύει τη μετάβαση σε ουδέτερες διατυπώσεις. Ορισμένοι αντιδρούν θεωρώντας ότι η γλώσσα δεν πρέπει να αλλάξει βίαια αλλά να εξελιχθεί φυσικά. Ταυτόχρονα η πρακτική εφαρμογή σε επίσημα κείμενα και στην καθημερινότητα δεν είναι πάντα εύκολη.

Ωστόσο η γλώσσα μπορεί και πρέπει να προσαρμόζεται στις κοινωνικές αλλαγές. Ενώ η πλήρης ουδετεροποίηση της ελληνικής είναι δύσκολη, υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι να γίνει πιο συμπεριληπτική, ενισχύοντας την ισότητα και την ορατότητα όλων των φύλων.