Τέμπη: 2 χρόνια μετά το «πάμε κι όπου βγει» ψάχνουμε ακόμα για οξυγόνο και δικαιοσύνη
- 27 ΦΕΒ 2025

Στις 28 Φεβρουαρίου, συμπληρώνονται 2 χρόνια από την τραγωδία στα Τέμπη, το πιο θανατηφόρο σιδηροδρομικό δυστύχημα που έχει καταγραφεί ποτέ στην Ελλάδα. 2 χρόνια. 2 χρόνια από εκείνη τη νύχτα που μια χώρα ξύπνησε μέσα σε στάχτες, σίδερα και σπαραγμό. 2 χρόνια από τη στιγμή που δεκάδες άνθρωποι –φοιτητές, νέοι, φίλοι, αδέλφια, παιδιά– έπεσαν θύματα μιας τραγωδίας που ενώ θα μπορούσε να ήταν ένα ατύχημα, φοβάμαι πώς μιλάμε για έγκλημα.
Κι όμως, αντί για δικαιοσύνη, αντί για κάθαρση, αυτό που βιώνουμε είναι μια εκτεταμένη επιχείρηση συγκάλυψης, μια διαρκής απόπειρα εξευτελισμού της μνήμης των νεκρών και των ανθρώπων που διεκδικούν το αυτονόητο: να μάθουν ποιοι ευθύνονται και να πληρώσουν για αυτό.
Από τότε μέχρι σήμερα, οι εξελίξεις ήταν αποκαρδιωτικές. Οι έρευνες για το τι συνέβη στα Τέμπη προχώρησαν με αργούς ρυθμούς, οι ευθύνες διαχύθηκαν σε ένα θολό σύστημα που πάντα καταφέρνει να προστατεύει τους ισχυρούς και οι πραγματικοί υπεύθυνοι παραμένουν ουσιαστικά ατιμώρητοι. Οι υποσχέσεις για διαφάνεια και απόδοση ευθυνών αποδείχθηκαν κενές, ενώ οι οικογένειες των θυμάτων βρέθηκαν να δίνουν έναν δεύτερο, αδυσώπητο αγώνα, όχι μόνο ενάντια στο κράτος, αλλά και ενάντια σε όσους προσπάθησαν να φιμώσουν τη φωνή τους.
Πριν από μόλις λίγες εβδομάδες, ήρθαν στο φως 3 νέα βίντεο που σχετίζονται με την τραγωδία των Τεμπών, μετά από εισαγγελική εντολή για διερεύνηση της έλλειψης οπτικού υλικού από την εμπορική αμαξοστοιχία που ενεπλάκη στο δυστύχημα. Αυτές οι εξελίξεις, ωστόσο, δεν έχουν οδηγήσει ακόμα σε ουσιαστική απόδοση δικαιοσύνης, αφήνοντας ανοιχτά ερωτήματα και ενισχύοντας το αίσθημα της ατιμωρησίας.
Η καθυστέρηση στην απόδοση δικαιοσύνης και η εστίαση σε περιφερειακά ζητήματα που αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη από την ουσία, εντείνουν το συλλογικό τραύμα και την απογοήτευση της κοινωνίας. Η ανάγκη για διαφάνεια, λογοδοσία και ουσιαστική δικαιοσύνη παραμένει επιτακτική, ώστε να επουλωθούν οι πληγές και για τους πιο αισιόδοξους, για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στους θεσμούς.
Και γιατί μιλάω για συλλογικό τραύμα; Γιατί το συλλογικό τραύμα μιας κοινωνίας όταν δεν αποδίδεται δικαιοσύνη είναι καταστροφικό.
Ψυχολόγοι και κοινωνιολόγοι το λένε ξεκάθαρα: όταν οι άνθρωποι βλέπουν την ατιμωρησία να βασιλεύει, το αίσθημα της αδικίας γίνεται μέρος του κοινωνικού DNA.
Διαλύει κάθε έννοια εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς, κάθε ελπίδα πως ζούμε σε ένα κράτος που θα σταθεί στο πλευρό των αδύναμων και όχι των ισχυρών. Και στην Ελλάδα του 2025, η αίσθηση αυτή είναι πιο βαριά από ποτέ. Η δικαιοσύνη μπορεί να είναι τυφλή, αλλά κρατά ακόμα το σπαθί και τη ζυγαριά της.
Και μέσα σε όλα αυτά, οι οικογένειες των θυμάτων των Τεμπών γίνονται στόχος. Δεν τους αρκεί ο θρήνος, δεν τους αρκεί ο άδικος χαμός των ανθρώπων τους, πρέπει να υπομείνουν και τις ύβρεις, τη χυδαιότητα, την αθλιότητα «χρήσιμων ηλιθίων». Εκείνων που δεν έχουν τίποτα να χάσουν από αυτή την τραγωδία και έτσι επιτρέπουν στον εαυτό τους να λοιδορούν, να γελούν, να χλευάζουν. Κι όλα αυτά, με δημόσιο βήμα. Σε τηλεοπτικά πλατό, σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να σπέρνουν την αδιαφορία και να ποτίζουν τη λήθη. Γιατί αν ξεχάσουμε, τότε το έγκλημα ολοκληρώνεται.
Αλλά ας το κάνουμε προσωπικό. Ας μην μιλάμε γενικά. Σκέψου πως μέσα σε εκείνα τα βαγόνια ήταν το δικό σου παιδί. Η δική σου αδελφή. Ο φίλος σου. Θα μπορούσε να ήσουν εσύ κι εγώ. Πώς θα αντιδρούσες αν τους άκουγες να λένε ότι «φταίνε όλοι και κανείς», ότι «έγινε, πάμε παρακάτω»; Πώς θα στεκόσουν αν έβλεπες τους υπεύθυνους να κυκλοφορούν ελεύθεροι, να μην πληρώνουν ποτέ το τίμημα; Θα σώπαινες; Θα έκλεινες τα μάτια; Δεν θα πήγαινες στη συγκέντρωση για τα Τέμπη;
Όχι. Όχι, γιατί όταν σωπαίνουμε μπροστά στην αδικία, γινόμαστε κομμάτι της. Όχι, γιατί τα Τέμπη δεν είναι ένα γεγονός που πέρασε, αλλά μια πληγή που θα μείνει ανοιχτή μέχρι να υπάρξει δικαιοσύνη. Και γιατί, πάνω από όλα, έχουμε χρέος. Όχι μόνο προς αυτούς που έφυγαν, αλλά προς εμάς τους ίδιους.
Για να μη γίνουμε κι εμείς κομμάτια μιας κοινωνίας που κοιτάζει αλλού, που ξεχνά, που επιτρέπει. 2 χρόνια μετά, η οργή δεν έχει καταλαγιάσει. Και δεν πρέπει.