ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ

“Πώς τον θέλεις μωρό μου τον καφέ, με angry bird ή χωρίς;”

H Άντρια Κωνσταντίνου είναι μία εργαζόμενη μητέρα, μία (σχετικά) καλή νοικοκυρά. Ζει σε ένα τριάρι στο Παγκράτι μαζί με το σύζυγό της και τον 5χρονο γιο της. Η ζωή της δεν έχει τίποτα το σπέσιαλ, το καταπληκτικό. Ωστόσο, η ίδια έχει καλή πένα. Έχει και χιούμορ. Και υπομονή. Και είναι και λίγο σουρεάλ. Και γενικότερα της αρέσει να γράφει για να ξεφεύγει και να βλέπει τελικά με άλλο μάτι όλες αυτές τις "περιπέτειες" της Παντρεμένης με Παιδί. Αυτή εδώ είναι η στήλη της. Κάθε Παρασκευή θα σας σερβίρεται φρέσκια και αχνιστή. Διαβάζεται χαλαρά και μόλις μέσα σε λίγα λεπτά.

Από την Άντρια Κωνσταντίνου

Θυμάσαι τότε, εκείνα τα Σάββατα τα πρωινά, πολύ παλιά, που νωχελικά σηκωνόσουν, σχεδόν μεσημέρι, από το κρεβάτι σου και παίρνοντας μια λεπτή κουβερτούλα σερνόσουν στον καναπέ του σαλονιού σου; Έβαζες τα πόδια πάνω στο τραπεζάκι, έπιανες το τηλεκοντρόλ που βρισκόταν δίπλα σου, χωνόσουν μέσα στα μαξιλάρια και έκανες ζάπινγκ μέχρι να χτυπήσει το τηλέφωνο και να κανονίσεις κανέναν καφέ. Θυμάσαι; Ήταν τόσο ζεστό το κρεβατάκι σου, τόσο μαλακό το μαξιλάρι σου, τόσο απαλή η πιτζάμα σου… Ξεχνιούνται αυτά; Δεν έβαζες ξυπνητήρι. Όποτε ξυπνούσες και είχες χορτάσει τον ύπνο, γύριζες πλευρό, κοιτούσες την ώρα και πάντα υπήρχε αρκετός χρόνος να χουζουρέψεις λίγο ακόμα… Ξεχνιούνται αυτά; Είχες πια ανάγκη να πας στην τουαλέτα. Σηκωνόσουν. Η μία παντόφλα μετά την άλλη ήξερε τον δρόμο προς το επόμενο πιο κοντινό και φιλόξενο μαλακό μέρος του σπιτιού σου. Ο καναπές σε περίμενε άδειος και μαλακός (κι αυτός). Θυμάσαι;

 

Τα θυμάσαι πολύ καλά, τώρα που κάθε Σάββατο πρωί το παιδί σου σε ξυπνάει νωρίς ή τέλος πάντων νωρίτερα από τότε, που δεν ήσουν μια παντρεμένη με παιδί. Τώρα είσαι μια μονίμως νυσταγμένη μάνα. Εντάξει, εννοείται ευτυχισμένη που έχει έναν γιο μέχρι εκεί πάνω, αλλά ας μην χάσουμε και το χιούμορ μας, έτσι; Σε ξυπνάει. Ενώ θα μπορούσε να σηκώνεται από το κρεβάτι του, να κοιτάει αν κοιμάστε με τον πατέρα του, να πηγαίνει μόνος του στο σαλόνι και να παίζει μέχρι να σηκωθούμε.

Από πόσο χρονών το κάνουν αυτό τα παιδιά; 5 κοντεύει ο δικός μου!

Κάθε Σάββατο πρωί (διότι τις άλλες τον σηκώνω εγώ να πάω στο σχολείο) έρχεται στο κρεβάτι και μου λέει: «μαμά, πάμε να παίξουμε στο σαλόνι;». Του απαντώ: «σε 5 λεπτά». Εκείνος μου λέει: «εντάξει». Μετά, όμως, ανεβαίνει στο κρεβάτι και κάθεται πάνω στο μαξιλάρι, δίπλα στο κεφάλι μου και με ξαναρωτά: «μαμά, πάμε στο σαλόνι να παίξουμε;». Του ξαναλέω: «είναι Σάββατο, αγάπη μου, μπορούμε να κοιμηθούμε λίγο παραπάνω σήμερα που δεν έχουμε σχολείο και δουλειά». Μου λέει: «εντάξει. Πάμε στο σαλόνι, να παίξουμε!».

Επειδή, δεν έχω καμία τύχη να σηκωθεί πρώτος ο μπαμπάς, σηκώνομαι. Σαν βαρυποινίτης που σέρνει μια σιδερένια μπάλα.

Πηγαίνω στο σαλόνι, όπου το πρόσωπο του γιου μου λάμπει, επειδή δεν θα πάει στο σχολείο, αλλά και γιατί ο Μακ Κουήν ο Κεραυνός είναι πιο γρήγορος από τον Φραντσέσκο Φιορούλι! Χαμός θα γίνει στον αγώνα! Στο Τόκιο οι μηχανές έχουν πάρει φωτιά και χωρίς να το θέλω, ίσως και χωρίς να το σκέφτομαι, είμαι ήδη στα γόνατά μου και στα τέσσερα αγωνίζομαι στο πιο σημαντικό Grand Prix της ζωής μου. Πολύ σύντομα αποδεικνύεται και το πιο γρήγορο, διότι ο Φραντσέσκο θέλει έναν εσπρέσο. Στα πιτς και γρήγορα.

Ο γιος μου δε, αποδεικνύεται ο ταχύτερος όλων. «Μαμά», με ρωτάει, «να πετάξω τον Βόμβα (σ.σ. από τα angry birds) να δούμε πόσο ψηλά θα πάει στη βιβλιοθήκη;». Αυτό ενώ δεν έχω φτάσει ακόμα στην κουζίνα που σημειωτέον είναι στον ίδιο χώρο με το σαλόνι και το τραπεζάκι που κάποτε ακουμπούσα τα πόδια μου, θυμάσαι;

«Όχι, βρε αγόρι μου», του λέω, «θα σπάσεις κανένα φωτιστικό, δεν είναι το σαλόνι μας για τέτοια, είναι μικρό».

Τότε ακριβώς, ο Βόμβας προσγειώνεται μέσα στην ωραία κούπα μου, σε εκείνη που σκόπευα να βάλω το καφεδάκι μου. Ζεστό, ζεστό.

Επειδή είμαι καλή μάνα, δεν με πιάνει υστερία. Νιώθω πάντως απογοητευμένη και αβοήθητη. Φωνάζω τον πατέρα: «Πώς τον θέλεις μωρό μου τον καφέ, με angry bird ή χωρίς;». Απάντηση δεν παίρνω. Είμαι μόνη εναντίον του εχθρού. Ακουμπάω τον καφέ μου κάπου μακριά από παιχνίδια, γουρούνια και αγριεμένα πουλιά. Ο γιος μου έχει περάσει σε επόμενη πίστα. Θα παίξουμε τους χαρούμενους ιπποποταμούληδες. Το παιχνίδι της μανιώδους καταβρόχθισης βόλων. Καλά, ε, γουστάρω τρελά! Σάββατο πρωί, λίγο πριν τις 9, θα παίζω ποιο ζώο θα φάει τα περισσότερα πολύχρωμα μπαλάκια! Φυσικά με τους όρους του γιου μου έτσι; Μην χάσει και πρέπει να παίξουμε: βρες τους βόλους κάτω από το τραπεζάκι του σαλονιού. Αχ, θυμάσαι; Θυμάσαι που ακούμπαγες τα πόδια σου πάνω του και τα σταύρωνες αργά αργά; Τώρα, πρώτον δεν προλαβαίνεις, διότι έχεις πολλά παιχνίδια να παίξεις και δεύτερον δεν υπάρχει χώρος, ανάμεσα στον Μπάρμπα, την Χόλι την Πολύστροφη και τον Φιν Μακσφαίρα. Να μην ξεχάσω και τον παλιόφιλο τον Ιταλό, τον Φραντσέσκο Φιορούλι, έτσι;

 

Αν είμαι πολύ τυχερή, ο πατέρας κάπου εδώ ξυπνάει. Το παιδί θέλει αμέσως να φτιάξουν την συναρμολογούμενη από μικρά, πολύ μικρά τουβλάκια μπουλντόζα, αλλά και πάλι, ενώ αυτό είναι δουλειά μπαμπά – γιού, δεν την γλιτώνω.

Άμα δεν κάνω ένα πλήρες πρωινό, σήμερα, Σάββατο, που όλη η οικογένεια είναι μαζεμένη, πότε θα κάνω; Αύριο, που το παιδί παίζει φιλικό ποδοσφαίρου; Τι μάνα είμαι; Απομακρύνω τα επικίνδυνα πουλιά από την κουζίνα και ετοιμάζω γάλα, αυγά τηγανιτά και φυσικούς χυμούς πορτοκάλι. Ψήνω και μερικές φέτες ψωμί. Βγάζω βούτυρο και μαρμελάδα. Για να επιστρέψω στο κρεβατάκι μου, ούτε λόγος.

Όσο περισσότερο κρατήσει το πρωινό, θα μπορέσω να πιω τον καφέ μου. Παλιότερα, την ίδια ιερή αυτή ώρα, ξεφύλλιζα και καμιά εφημερίδα, αλλά τώρα ούτε το ipad δεν μπορώ να πιάσω στα χέρια μου το Σάββατο το πρωί. Με το που θα το εμφανίσω θα μου το πάρει το παιδί. Μην με ρωτήσετε τώρα, αν του λέω και κανένα όχι, διότι θα έχουμε χάσει τελείως το χιούμορ μας. Φυσικά και του λέω, αλλά ποτέ το Σάββατο το πρωί. Τότε εγώ, όταν πάρει το καταραμένο και ευλογημένο μηχάνημα στα χέρια του, μπορώ έστω για λίγη ώρα να κάθομαι στο τραπέζι της κουζίνας, χωρίς να λέω τίποτα και να περιμένω να χτυπήσει κανένα τηλέφωνο. Όλο και κάποια μαμά θα θέλει να πάμε για καφέ. Με τα παιδιά μας φυσικά.