24 χρόνια χωρίς τη Τζένη
- 27 ΙΟΥΛ 2016
Όταν λες το όνομα Τζένη Καρέζη, τι σου έρχεται στο μυαλό; Άσε, θα σου πω εγώ! Δυο πράσινα μάτια, ένα μικρό μαύρο φόρεμα, ένα ζευγάρι από τις πιο κομψές γάμπες, ένα προφίλ κοντυλογραμμένο, τσαχπίνικο ψεύδισμα, η βραχνή φωνή, το κλασικό «Γυρίσατε; Πώς περάσετε; Απόψε λέω απόψε θα βγείτε απόψε;» από την ταινία «Δεσποινίς διευθυντής» και έπειτα σου έρχεται το μυαλό η λέξη «ΘΕΑΤΡΟ». Με κεφαλαία γράμματα.
Η Καρέζη ήταν ένα από τα πιο σημαντικά, τα πιο μεγάλα κομμάτια του ελληνικού θεάτρου που το υπηρέτησε μέχρι το τέλος της ζωής της με συνέπεια. Σε μία τηλεοπτική της συνέντευξη είχε δηλώσει: «Το θέατρο για μένα, σημαίνει η ζωή μου ολόκληρη. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου, χωρίς το θέατρο, μακριά από το θέατρο. Αυτό όχι! Εκεί θα πέθαινα!».
Πατώντας λοιπόν σε όσα είπε η Καρέζη, ένα αφιέρωμα για τα 24 χρόνια από την ημέρα που έφυγε από κοντά μας, δε θα μπορούσε να αφορά στο θάνατο, αφού το θέατρο ήταν η ζωή της και η ίδια ζει ακόμα μέσα απ’ αυτό.
Ζει μέσα και γύρω από το Θέατρο που έχει το όνομά της, στην οδό Ακαδημίας, μέσα στο φουαγιέ του όπου κυριαρχούν οι φωτογραφίες της και τα ρούχα που φορούσε στις μεγάλες παραστάσεις της όπως το γκρίζο φόρεμα στη μεγάλη της θεατρική επιτυχία «Βυσσινόκηπος», μέσα στο μυαλό και την καρδιά των δικών της ανθρώπων, του θεατρόφιλου κοινού και των ανθρώπων που την αγάπησαν μέσα από τις ταινίες της.
Γιατί η Καρέζη είχε, πέρα από το ταλέντο της, ένα μοναδικό χάρισμα: Μπορούσε να παίζει στα λαϊκά θεάματα που τα εκπροσωπούσε κυρίως ο ελληνικός κινηματογράφος, χωρίς όμως να χάνει ίχνος από την ποιότητα της προσωπικότητας και της κομψότητας της. Της σοβαρότητας και του βάθους της. Και να την αγαπούν όλοι γι’ αυτό.
Ποιοι την αγάπησαν όμως περισσότερο;
Το όνομά της Ευγενία…
Η Ευγενία Καρπούζη γεννήθηκε καταμεσής του χειμώνα, στις 12 Ιανουαρίου του 1934 και πέρασε τα… όχι και τόσο εύκολα παιδικά χρόνια της ως μοναχοπαίδι στη Θεσσαλονίκη επειδή εκεί είχε πάρει μετάθεση ο γυμνασιάρχης πατέρας της- την τελευταία από τις πολλές. Ο Κώστας Καρπούζης, ένας βαθιά συντηρητικός άνθρωπος ήταν προσωπικός φίλος του Ιωάννη Μεταξά. Ωστόσο σε μία παρέα έτυχε να βρίσει τον Μεταξά, γεγονός που μαθεύτηκε και ως τιμωρία ξεκίνησαν οι συνεχείς μεταθέσεις. Πρώτα μετατέθηκε στην Σύρο και έπειτα στη Θεσσαλονίκη. Τα χρόνια της Κατοχής, βρήκαν τη 10χρονη Ευγενία ανέτοιμη να αντιμετωπίσει την ναζίστικη θηριωδία. Και πώς να ήταν άλλωστε προετοιμασμένο ένα παιδί, όταν μαθαίνει τον Σεπτέμβριο του 43′ ότι δύο συμμαθητές της, εκτελέσθηκαν στην πλατεία Αριστοτέλους, από τους Ναζί;
Στη Θεσσαλονίκη, ο Κώστας Καρπούζης έγραψε την μοναχοκόρη του στην Ελληνογαλλική Σχολή Καλογραιών Καλαμαρί. Σε ένα μάθημα, μια αδελφή τής είπε ότι θα τη φωνάζουν Τζένη, από το χαϊδευτικό του Εugénie στα γαλλικά. Αυτό το υποκοριστικό, άρεσε πολύ στην Ευγενία αλλά και στη μητέρα της. Μόλις είχε βρεθεί το μικρό όνομα μιας μεγάλης πρωταγωνίστριας αν και ο αυστηρός πατέρας της δεν ενθουσιάστηκε στην ιδέα να αλλάξει όνομα η κόρη του. Είπαμε, ήταν αυστηρός γυμνασιάρχης, όμως σε αντίστιξη, η μητέρα της ήταν μια τρυφερή δασκάλα. Μέσα σ’ αυτό το «ισορροπημένο» δίπολο, η μικρή Τζένη (πια), ήξερε ακριβώς από πολύ νωρίς τι ήθελε να κάνει στη ζωή της. Πήγαινε σινεμά και ύστερα κλεινόταν μέσα στο δωμάτιο, έπιανε τα κάγκελα του κρεβατιού, τα μεταμόρφωνε στη φαντασία της σε ρόλους και άρχιζε να παίζει θέατρο.
Πατέρας- κόρη: επικίνδυνες σχέσεις
Η ζωή της με τον πατέρα της ισορροπούσε πάντα σε τεντωμένο σκοινί. Όταν εκείνος έλειπε το σπίτι γέμιζε χαρά, γέλια και καλή διάθεση. Όταν επέστρεφε, η ατμόσφαιρα σκοτείνιαζε. Όχι μόνον για την ίδια αλλά και για τη μητέρα της. «Ήμουν μικρούλα τότε για να της πω: “Μάνα, μη με φορτώνεις έτσι. Δεν το θέλω αυτό το φορτίο. Φύγε. Έχεις τη δουλειά σου, έχεις τα νιάτα σου, έχεις την ομορφιά σου. Φύγε. Σταμάτα να ζεις αυτή την απαίσια ζωή. Φύγε. Μη με αφήνεις να τα βλέπω όλα αυτά. Ο,τι κι αν συμβεί θα ‘ναι καλύτερο. Φύγε, μάνα. Μάνα μου”. Δεν έφυγε. Έμεινε. Έμεινα κι εγώ», αποκαλύπτει η Καρέζη στο βιβλίο της «Τετράδια Ζωής».
Η τελειωτική ρήξη με τον πατέρα της ήρθε όταν του δήλωσε απερίφραστα ότι αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο. Ο πατέρας της ανένδοτος. Τότε η οικογένεια ζούσε στο Χαλάνδρι. Η Τζένη για να τον πείσει ξεκίνησε απεργία πείνας. Εννέα μέρες έμεινε νηστική αλλά αυτό είχε αποτέλεσμα την πρώτη της μικρή νίκη: να καταφέρει να δώσει εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο με έναν μονόλογο από τον «Ταρτούφο».
Πήγαινε σινεμά και ύστερα κλεινόταν μέσα στο δωμάτιο, έπιανε τα κάγκελα του κρεβατιού, τα μεταμόρφωνε στη φαντασία της σε ρόλους και άρχιζε να παίζει θέατρο.
Πέρασε! Για έναν ολόκληρο χρόνο κατάφερε να κρατήσει κρυφό το γεγονός ότι σπούδαζε αυτό που αγάπησε περισσότερο απ’ ο,τιδήποτε άλλο στη ζωή της. Όμως, όπως θα έλεγε και ο αυστηρός γυμνασιάρχης πατέρας της, «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον» και όταν το έμαθε, έξαλλος, της έδωσε ένα χαστούκι και της είπε εκνευρισμένος “Πουτάνα θα γίνεις”… Εκείνη όμως δεν δεχότανε πια τέτοια. Του έπιασε το χέρι και του είπε: “Αυτό δεν θα ξαναγίνει”.
Ήταν η στιγμή, που το εφηβικό όνειρο της Τζένης να φύγει από τη σκιά του πατέρα της γίνεται πραγματικότητα. Από εκείνη τη στιγμή πήρε τη μητέρα της και έφυγαν από το σπίτι να ζήσουν οι δυο τους κόβοντας κάθε δεσμό μαζί του.
Η Τζένη τον ξαναβλέπει πια, όταν γίνεται μανούλα στον Κωνσταντίνο Καζάκο. Τουλάχιστον εκείνη έτσι νόμιζε, γιατί ο πατέρας της πήγαινε καμία φορά να τη βλέπει στο θέατρο, αλλά φρόντιζε να κάθεται στα πίσω καθίσματα.
Ο σύζυγός της Κώστας Καζάκος θυμάται για τη μέρα που συναντήθηκαν ξανά: «Χτύπησε ξαφνικά το κουδούνι και από το σοκ της, η Τζένη όταν τον αντίκρισε, κρύφτηκε πίσω από την πόρτα. Ευτυχώς που ήμουν εκεί. Εκείνος πήγε στο δωμάτιο του παιδιού, βαρύς, αμίλητος, εμένα ούτε που γύρισε να με κοιτάξει. Σταύρωσε τον Κωνσταντίνο και έβαλε επάνω του κάτι ελβετικά φλουριά. Ύστερα του φτιάξαμε καφέ και καθίσαμε στο σαλόνι. Επειτα από τόσα χρόνια, δεν ειπώθηκε τίποτε που να έχει σχέση με τα οικογενειακά τους».
Το 1963, πρωταγωνιστεί στην ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Κόκκινα Φανάρια», μία ταινία σταθμό στην καριέρα της, καθώς το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς θα τη βρει να περπατάει στο κόκκινο χαλί των Καννών εκπλήσσοντας τα πλήθη.
Ήταν περίεργη η σχέση με τον πατέρα της. Γιατί κατά βάθος ήταν απέραντη η αγάπη που έτρεφε ο ένας για τον άλλο. Αυτήν την διαπίστωση δυστυχώς την επιβεβαίωσαν με ένα πολύ τραγικό τρόπο. Όταν χτύπησε τον πατέρα της ένα φορτηγό και τον μετέφεραν σε κώμα στο Λαϊκό νοσοκομείο από το οποίο δεν επανήλθε ποτέ. Ο Κώστας Καζάκος θυμάται: «Τρέξαμε μέσα στη νύχτα και τον βρήκαμε σε ένα ράντζο. Η Τζένη άρχισε να φωνάζει να φέρουμε γιατρούς από τη Γαλλία, ήταν θέμα ωρών, όμως, της έλεγαν οι γιατροί. Το άλλο βράδυ, μετά την παράσταση, μπαίνουμε στο δωμάτιο όπου πλέον τον είχαν μεταφέρει και μέσα στο μισοσκόταδο πλησιάζουμε στο προσκεφάλι του, από τη μία μεριά η Τζένη, από την άλλη εγώ. Είχε κλειστά τα μάτια του, δεν τα άνοιξε ποτέ, και όταν η Τζένη έσκυψε επάνω του, τον άκουσα να λέει «Ευγενούλα». Μου κόπηκαν τα γόνατα, την έπιασαν τα κλάματα την Τζένη. Δεν ξαναμίλησε εκείνος».
Και εγένετο σταρ…
Στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου πέρασε το 1951. Ήταν, μάλιστα, συμμαθήτρια με την Αλίκη. Εκεί αρχίζει ένα μεγάλο ταξίδι για εκείνη… Πρώτα με τους δασκάλους τον Δημήτρη Pοντήρη, τον Άγγελο Tερζάκη – ο οποίος την απάλλαξε από το «Καρπούζη» και τη βάφτισε Καρέζη- την Kατερίνα και τον Γιώργο Παππά, που υπήρξε και ο πρώτος μεγάλος της έρωτας.
Μετά, την αποφοίτησή της, η Τζένη λάμπει σε ό,τι και αν παίζει. Στις παραστάσεις του Εθνικού παίζει μεγάλους ρόλους, όπως την Οφηλία (Άμλετ), την Κορντέλια (Βασιλιάς Ληρ), την Μυρίννη (Λυσιστράτη). Το 1954 συνεχίζει το ταξίδι της στο Ελεύθερο Θέατρο δίπλα σε δύο τεράστια ονόματα: παίζει δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη, στην «Ωραία Ελένη» του Αντρέ Ρουσέν, και έπειτα θα συναντηθεί θεατρικά και με την Κατίνα Παξινού στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα».
Το 1973 ανεβάζει εν μέσω δικτατορίας την παράσταση που σημάδεψε την καριέρα της και αναδείχθηκε σε σύμβολο της χούντας, «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Η Καρέζη και ο Καζάκος συνελήφθησαν από το καθεστώς.
Μία χρονιά αργότερα έρχεται και η ταινία που αρχίζει να την κάνει γνωστή στο ευρύ κοινό. Στο «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», όλοι αναρωτιούνται ποιο είναι αυτό το διαμαντάκι. Πολύ γρήγορα και πολύ νέα η Τζένη Καρέζη κατακτά τα πάντα: το σανίδι – ως πρωταγωνίστρια στου Μουσούρη και έπειτα θιασάρχισσα αλλά και τη μεγάλη οθόνη. Ό,τι αγγίζει γίνεται επιτυχία με χρυσά γράμματα και εκείνη δουλεύει σκληρά και υπερβολικά πολύ: τα πρωινά κάνει γυρίσματα για τις πάνω από 30 ταινίες όπου πρωταγωνιστεί και τα βράδια ανεβαίνει στη σκηνή και γοητεύει τους θεατές της. Το οξύμωρο; Ενώ είναι ήδη μία καταξιωμένη σταρ, μένει στην Κυψέλη μαζί με τη μητέρα και τους θείους της.
Το 1963, πρωταγωνιστεί στην ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Κόκκινα Φανάρια», μία ταινία σταθμό στην καριέρα της, καθώς το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς θα τη βρει να περπατάει στο κόκκινο χαλί των Καννών εκπλήσσοντας τα πλήθη. «Να μια βεντέτα χωρίς βεντετισμούς» γράφει τότε ο ξένος Τύπος για την Ελληνίδα καλλονή . Η ταινία εντυπωσιάζει τόσο, διεθνώς, που ήταν υποψήφια για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Το 1968 και μέχρι το τέλος της ζωής της, η Τζένη κάνει μαζί με τον Κωνσταντίνο Καζάκο μια θεατρική στροφή πρωταγωνιστώντας σε έργα των Καμπανέλλη, Άλμπι, Ίψεν, Τσέχοφ, Αναγνωστάκη, ενώ το 1985 σε σκηνοθεσία Μίνωα Bολανάκη έπαιξε τη Μήδεια, ερμηνεύοντας για πρώτη φορά αρχαίο δράμα- μια παράσταση που στέφθηκε από μεγάλη επιτυχία στην Επίδαυρο και το Ηρώδειο. Το 1973 ανεβάζει εν μέσω δικτατορίας την παράσταση που σημάδεψε την καριέρα της και αναδείχθηκε σε σύμβολο της χούντας, «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Η Καρέζη και ο Καζάκος συνελήφθησαν από το καθεστώς. Τελευταία της θεατρική παράσταση ήταν τα «Διαμάντια και μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη (1990).
Τζένη & Αλίκη
«Για το αν έχω ανταγωνισμό με την Αλίκη Βουγιουκλάκη; Μην τα ακούς αυτά. Ποτέ δεν υπήρξε. Κάποτε εξυπηρετούσε, ειδικά στον κινηματογράφο, τις εταιρείες στο να μας μοιράζονται. Από κει και πέρα είμαστε εντελώς διαφορετικοί σαν χαρακτήρες. Αυτό όμως δεν μας εμπόδισε να έχουμε μια ωραία σχέση ανάμεσα μας», είχε δηλώσει η Τζένη Καρέζη στον Παναγιώτη Τιμογιαννάκη, στην τελευταία συνέντευξη της, το 1990.
Από την άλλη μεριά, η Αλίκη δήλωνε ένα χρόνο μετά το θάνατο της μεγάλης ηθοποιού: «Θεωρούσα πάντα την Τζένη καλύτερη από εμένα. Ήξερε να παίζει υπέροχα την κωμωδία… Καλύτερα από εμένα». Και για να μη μείνουμε στις δηλώσεις είναι πολύ χαρακτηριστικό ένα περιστατικό που συνέβη το 1968, σε μία επιθεώρηση όπου ο Σταύρος Παράβας, σατίριζε τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, πάνω σε κείμενα που είχαν γράψει ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Γιώργος Τζαβέλλας. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, απάντησε με μήνυση στους θεατρικούς συγγραφείς. Όταν τότε, ρωτήθηκε η Τζένη για το θέμα είχε δηλώσει: «Θεωρώ απαράδεκτο, συγγραφείς που έχουν συνεργαστεί με ηθοποιούς, και έχουν βγάλει χρήματα από αυτούς, να βγαίνουν και να τους υβρίζουν!». Αυτή η δήλωση κάθισε την Τζένη στο εδώλιο του κατηγορούμενου και η Αλίκη ήταν η μάρτυρας υπεράσπισης της. Ήταν φίλες, «αδελφές» και υποστήριζαν η μία την άλλη. Αυτή είναι η αλήθεια.
Δύο γάμοι και ένα διαζύγιο
«Μου τον σύστησαν σε ένα ελληνικό σπίτι. ”Χαίρω πολύ” είπαμε αμφότεροι. Ξανασυναντηθήκαμε λίγο μετά, την Πρωτοχρονιά, εδώ στην Αθήνα, που ο Ζάχος ήρθε για διακοπές. Ξαναχαρήκαμε πολύ. Και ένα μήνα αργότερα, κεραυνοβόλα, βιαστικά, αμερικάνικα αν θέλετε, το συναποφασίσαμε να χορέψουμε στη Φιλοθέη», είχε πει η Τζένη για την πρώτη γνωριμία τους, αμέσως μετά τον γάμο της, με το δημοσιογράφο και συγγραφέα Ζάχο Χατζηφωτίου, σε συνέντευξή της.
Δεν είχαν περάσει παρά μερικοί μόλις μήνες από τη γνωριμία της μαζί του και βρέθηκαν να διασκεδάζουν στον Γρηγόρη Μπιθικώτση: «”Δεν μου λες, Γρηγόρη, αν παντρευτούμε θα έρθεις να τραγουδήσεις στον γάμο μας; ” του είπα. “Παντρέψου, εσύ ρε, και καθαρίζω εγώ” μου λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης». Έτσι περιγράφει ο Ζάχος Χατζηφωτίου τον πρωτότυπο τρόπο με τον οποίο έκανε πρόταση γάμο στην Τζένη. Ο πρώτος γάμος της έγινε… το κοσμικό γεγονός της χρονιάς, στις 7 Μαΐου του 1962, στην εκκλησία της Αγίας Φιλοθέης, με πλήθος προσκεκλημένων αλλά και ακάλεστων φανατικών θαυμαστών που τις έσκιζαν κομμάτια από το νυφικό.
Στην αρχή το ζευγάρι ήταν πολύ ευτυχισμένο, καθώς διασκέδαζε τα βράδια μαζί, ταξίδευε συχνά στο Παρίσι και στο Λονδίνο και απολάμβανε την κοσμική ζωή. Όμως όσο γρήγορα παντρεύτηκαν άλλο τόσο γρήγορα επήλθαν τα πρώτα σύννεφα στην ανέφελη ζωή τους.
Πέντε χρόνια ήταν αρκετά για να αρχίσουν οι γκρίνιες για τα διαφορετικά ωράρια του ζευγαριού. «Έπρεπε στις 9.00 το αργότερο να είμαι στο γραφείο μου στον Πειραιά. Η Τζένη είχε δύο παραστάσεις και τελείωνε από το θέατρο στη 1.00 το βράδυ. Δεν γινόταν. Καταλήγαμε κάθε μέρα να φτάνουμε στο σπίτι στις 4.00 το πρωί, γιατί συχνάζαμε μετά στα θεατρικά στέκια. Το χειρότερο όλων, όμως, ήταν τα ταξίδια που ήμουν υποχρεωμένος να κάνω λόγω δουλειάς.», θα πει ο πρώην σύζυγός της.
Υπήρχαν όμως και οι – όχι και τόσο – φήμες που κυκλοφορούσαν σχετικά με τις απιστίες του Ζάχου. Αυτές ήταν και η ταφόπλακα του γάμου της Καρέζη με τον Χατζηφωτίου. Ο ίδιος αποκαλύπτει: «Υπήρχαν διάφοροι καλοθελητές Έλληνες που με έβλεπαν στο εξωτερικό και έρχονταν και της έλεγαν τα πλέον παράλογα πράγματα. Τον είδαμε με μια καλλονή εδώ, τον είδαμε με μια άλλη εκεί. Για αυτούς τους λόγους τελικά επήλθε ο χωρισμός».
Θυμάμαι που είχε πει, “Εγώ είμαι η Τζένη Καρέζη δεν γίνεται να με απατάς”». Έτσι η Καρέζη χωρίζει, μένει μόνη της και αποφασίζει ότι θα ξαναπαντρευτεί μόνον αν βρει τον άντρα της ζωής της με τον οποίο θα έμενε για πάντα.
Το κεφάλαιο «Κώστας Καζάκος» ξεκίνησε με μία παρτίδα τάβλι κάτω από μια ελιά περιμένοντας να περάσει η ώρα για να αρχίσουν τα γυρίσματα της ταινίας «Κοντσέρτο για Πολυβόλα». Γιατί η Τζένη ήταν δεινή ταβλαδόρισσα. Δεν ξέρει κανείς ποιος κέρδισε αυτήν την πρώτη παρτίδα τους, όμως αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι κράτησε 27 ολόκληρα χρόνια, όπως ομολόγησε σε συνέντευξη του ο Κώστας Καζάκος. Γιατί εκείνον τον Οκτώβριο του 67΄ερωτεύτηκαν σφόδρα. Η Τζένη είδε στα μάτια του τον άντρα που θα μπορούσε, κοντά του να νιώσει ασφάλεια. Και είχε ένστικτο!
«Θα ήθελα να είχα γνωρίσει πιο πριν τον Κώστα. Να είχα κερδίσει τα χαμένα χρόνια. Τίποτα άλλο. Βλέπεις εγώ σε όλη μου τη ζωή περίμενα τον Καζάκο. Δεν τον είχα βρει και περιπλανιόμουν», είχε πει χρόνια αργότερα η Τζένη, για τον άντρα της ζωής της.
Έναν χρόνο αργότερα, η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος, ανέβηκαν τα σκαλιά της εκκλησίας του Αγίου Χαραλάμπους, που βρισκόταν κοντά στο σπίτι τους. Σ’αυτό τον γάμο της η Τζένη τα έκανε όλα αντίθετα από τον πρώτο. Η τελετή ήταν λιτή, απουσίαζαν οι φωτογράφοι, ενώ καλεσμένοι ήταν στενοί φίλοι και συγγενείς του ζευγαριού. Η Τζένη Καρέζη είχε επιλέξει ένα μίνι νυφικό ενώ τα μαλλιά της στόλιζαν λευκά λουλούδια ενώ μετά το γάμο ακολούθησε ένα απλό γεύμα στην βεράντα του σπιτιού των νεόνυμφων. Έτσι απλά και ευτυχισμένα.
Περίπου ένα χρόνο μετά τον γάμο, τον Απρίλιο του 1969, η ευτυχία του ζευγαριού ολοκληρώθηκε με τον ερχομό του Κωνσταντίνου. «Τα πιο συγκινητικά Χριστούγεννα, ήταν εκείνα του 69΄. Είχα γεννήσει τον γιο μου και ήταν κάπου 8-9 μηνών. Αυτή η αίσθηση, ότι ένα μωράκι, ήταν δίπλα στο δέντρο το χριστουγεννιάτικο, ήταν καταπληκτική. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα πρώτα Χριστούγεννα με το παιδί μου», λέει η Τζένη Καρέζη σε μία από τις σπάνιες τηλεοπτικές της εμφανίσεις.
Το τέλος
Δεν είχε συμφιλιωθεί ποτέ με τον θάνατο. Τον φοβόταν. Έτσι έλεγαν οι δικοί της άνθρωποι. Όμως τα ήξερε όλα από την αρχή. Τέσσερα χρόνια πάλευε με τον καρκίνο. Η πρώτη διάγνωση γίνεται τη θεατρική χρονιά 1988-1989, όταν η Τζένη Καρέζη πρωταγωνιστεί στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ.
Διακόπτει τις παραστάσεις και ταξιδεύει στο Λονδίνο για να χειρουργηθεί. Όμως ο καρκίνος επιμένει και εκείνη δύο μήνες πριν από το τέλος της, τον Μάιο του 1992, συγκλονίζει με μία επιστολή που στέλνει στον Τύπο: «Θέλω να ζω με τους δικούς μου. Θέλω να κάνω τη λατρεμένη μου δουλειά. Θέλω να προσφέρω. Να αγαπώ και να με αγαπούν. Δεν χάνονται αυτά. Δεν πρέπει να χαθούν. Δεν θέλω να χαθούν. Και πάντα θα ελπίζω» γράφει. Εκείνη η ελπίδα έσβησε στις 27 Ιουλίου του 1992. Η αυλαία έπεσε.