ΕΞΟΔΟΣ

H ουσία είναι μία, κι ο καλός ο λουκουμάς στης Αιόλου τη γωνία

Η σχέση μου με το φαγητό είναι ίσως η καλύτερη σχέση που είχα - και πιθανότατα θα έχω - ποτέ: παίρνω πάντα αυτό που θέλω, την ώρα που το ζητάω και εκείνο φροντίζει - όποτε το έχω ανάγκη - να είναι πολύ πολύ γλυκό μαζί μου. Στις πολύ συχνές περιπτώσεις που η υπογλυκαιμία εκδηλώνεται στον οργανισμό μου με τα συμπτώματα μιας κρίσης πανικού ή ενός στερητικού συνδρόμου, η αποστολή της ικανοποίησης της όρεξής μου γίνεται πολύ πιο δύσκολη. Οι επιλογές μπορεί να είναι πολλές, αλλά ο ουρανίσκος και το στομάχι είναι κάτι παραπάνω από πολύ επιλεκτικά.

Η αναζήτηση εκείνου του “κολαστηρίου” που θα μου δώσει τη δόση μου και θα απαλύνει τον πόνο της απότομης πτώσης του σακχάρου στο αίμα είναι πάντα πολύ ευκολότερη όταν βρίσκομαι στο κέντρο της Αθήνας. Συγκεκριμένα η γωνία Αιόλου και Αγίας Ειρήνης που βρίσκεται το κατάστημα “Lukumades“, είναι το meeting point κάθε πικραμένης από αυτή την άδικη ζωή, καρδιάς, κάθε διεστραμένης, πεινασμένης ψυχής που ψάχνει ένα μέρος να ικανοποιήσει τις πιο τρομακτικές ίσως και ντροπιαστικές λιγούρες του. Εκεί, καμία παραγγελία δεν είναι ντροπή, όλοι γύρω σου είναι συνένοχοι στο έγκλημα που ετοιμάζεσαι να κάνεις και η ομάδα των “Lukumάδων” είναι αυθεντία στην εκτέλεση.

Έχοντας καταναλώσει αρκετά σκαφάκια λουκουμάδων σε πολλούς γευστικούς συνδυασμούς εδώ και τρεισήμιση χρόνια που βρίσκεται το κατάστημα σε αυτό το σημείο της πόλης, ζήτησα από τη Μέκκα της λαιμαργίας να με βάλει στην κουζίνα της. Να ξέρουμε τι τρώμε τέλος πάντων. Η Τάνια από το team των “Lukumάδων” μου μίλησε για τη φιλοσοφία του μαγαζιού, ενώ η Ναταλί ανέλαβε το πιο δύσκολο έργο του να με καθοδηγήσει να φτιάξω μια μερίδα λουκουμαδάκια από την αρχή.

Η ιδέα ήρθε με τη συνειδητοποίηση ότι οι λουκουμάδες είναι ένα κλασικό, ελληνικό γλυκό, το οποίο παρόλο που είναι πολύ απλό να φτιαχτεί, έχει ξεχαστεί σήμερα. Κάπως έτσι αποφάσισαν να δημιουργήσουν το brand “Lukumades”, ώστε να σερβίρεται η παραδοσιακή συνταγή του λουκουμά, με μια πιο μοντέρνα προσέγγιση, εμπλουτίζοντάς την με κάποια γέμιση, αλλά και με διάφορους τρόπους σερβιρίσματος.

Ξεκινάμε, λοιπόν, να φτιάξουμε τη ζύμη βάζοντας όλα τα υλικά (έχει και ξύδι!), και αφού τη χτυπήσουμε, την αφήνουμε για δέκα λεπτά να φουσκώσει.

 

Στη συνέχεια πάμε στη λουκουμαδιέρα, όπου κόβουμε με τη βοήθειά της τα μπαλάκια λουκουμάδων και τα τηγανίζουμε με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο, σε καζάνι, με τη χρήση γκαζιού και όχι σε φριτέζα. Το ανακάτεμα ΠΟΝΑΕΙ (εξ’ ου και το ύφος μου, αλλά και τα μπράτσα που έχει κάνει η Ναταλί).

Fun Fact: Οι λουκουμάδες δεν έχουν τρύπα προκειμένου να είναι οι εντελώς γιαγιαδίστικοι (εμένα η γιαγιά μου πάντως γέμιζε τη χούφτα της με ζύμη, έσφιγγε τη γροθιά της και έβγαζε τέτοια μπαλάκια από την παλάμη της με τη βοήθεια ενός κουταλιού), αλλά και για να τρώγονται σε μπουκιές, αφού δεν προορίζονται για να τους κόβεις. Κάπως έτσι οι “Lukumades” κατάφεραν να κάνουν trend και τον “περίπατο στην πόλη με λουκουμάδες”, αφού δε χρειάζεται να κάτσεις κάπου για να τους κόψεις και να τους φας.

 

Όλα τα υλικά είναι φρέσκα, το μέλι ελληνικό, τα παγωτά από μικρό εργαστήριο, χωρίς πρόσθετα συντηρητικά και από φρέσκο γάλα. Στους Lukumades επίσης μπορείς να πάρεις μόνο τον καφέ σου (ας γελάσω που θα το καταφέρεις), αλλά και συνοδευτικά όπως τσουρεκάκια, κεκάκια, μπάρες δημητριακών, αλλά και τα καινούρια choco lops – εννοείται πως τα πάντα είναι διαλεγμένα από μικρά, συνοικιακά εργαστήρια.

Όσο τηγανίζονται τα λουκουμαδάκια μου πρέπει να σου πω και για το canteen. Πρόκειται για ένα ρετρό Piaggio φορτηγάκι – μικρογραφία της κουζίνας των “Lukumάδων”, το οποίο προορίζεται για events, γάμους, βαφτίσια και λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις και μπορεί να σερβίρει μια άκρως ικανοποιητική ποσότητα επιλογών από το μενού του καταστήματος. Έχω αρχίσει ήδη να το φαντασιώνομαι αντί για μπομπονιέρες στο τέλος του μυστηρίου.

Αφού τηγανίσουμε για περίπου οκτώ λεπτά, περνάμε στο καλύτερο μέρος, αυτό της γέμισης και της επικάλυψης. Εκεί μπορείς να γεμίσεις τον λουκουμά με ό,τι σου έρθει στο μυαλό. Εννοείται βέβαια πως ο κόσμος προτιμά τους γεμιστούς και λατρεύει να “Χτίζει” την παραγγελία του βάζοντας πάνω ό,τι “αντέχει” να φάει. Ανάμεσα, λοιπόν, στην πραλίνα, κρέμα λεμόνι, κρέμα μαστίχα και κρέμα μπανάνα (σύντομα και γέμιση μήλο, η οποία πάει πολύ με επικάλυψη μέλι ή λευκή σοκολάτα, αλλά και σιρόπι αγαύης για τη μάστιγα των vegan!), εννοείται πως διάλεξα τη σοκολάτα για να γεμίσω τους δικούς μου.

 

Και από πάνω λευκή σοκολάτα

 

Και λίγη πραλίνα (για να γράψει καλά στον φακό δηλαδή)

 

Και λίγο μπισκότο oreo για την τσαχπινιά

 

Η δοκιμή από τη δασκάλα Ναταλί

 

Και μπράβο μου!

 

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γαϊτζόγλου – Watkinson