Κατάθλιψη: Όταν μιλάει η ψυχή
- 10 ΟΚΤ 2017
Δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν, ο Ιπποκράτης την αποκάλεσε μελαγχολία. Σήμερα ο αριθμός των ατόμων που πάσχουν από κατάθλιψη, εκτιμάται ότι ξεπερνά τα εκατό εκατομμύρια. Η κατάθλιψη δεν κάνει διακρίσεις και η κοινωνική θέση ή ο πλούτος δεν την αναχαιτίζουν. Τι είναι η κατάθλιψη και πώς τη διακρίνουμε από την έντονη θλίψη ή τη μελαγχολία; Πώς προκαλείται, πώς αναγνωρίζεται και ποιοι μύθοι την πλαισιώνουν;
Της Εύας Μεταλίδη
Η ”ανηδονία”, δηλαδή η αδυναμία για άντληση ευχαρίστησης, μαζί με το άγχος και το φόβο, τη λύπη και την ενοχή, το θυμό και την ντροπή που τη συνοδεύουν, αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της. Ο όρος Κατάθλιψη στην Ψυχιατρική υποδηλώνει μια συγκεκριμένη νόσο, δηλαδή μια διαταραχή η οποία προκαλεί έναν συνδυασμό συμπτωμάτων που δεν συναντάται σε άλλη νόσο και γι’ αυτό ονομάζεται σύνδρομο. Ένα από τα χαρακτηριστικά του συνδρόμου της κατάθλιψης είναι και η άσχημη διάθεση και γι’ αυτό το σύνδρομο ονομάστηκε έτσι. Δεν είναι όμως το μοναδικό ενώ μερικές φορές μπορεί και να απουσιάζει.
Σα ”νόσος”, η κατάθλιψη έχει κάποιους προδιαθεσικούς και αιτιολογικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνισή της, μια συγκεκριμένη πορεία, πρόγνωση και θεραπεία. Είναι η ψυχική διαταραχή που εμφανίζεται συχνότερα. Ένα στα δέκα άτομα θα νοσήσει από κατάθλιψη κάποια στιγμή στη διάρκεια της ζωής του. Από επιδημιολογικές έρευνες υπολογίζεται ότι το 6% περίπου του γενικού πληθυσμού πάσχει από κατάθλιψη, η οποία καταλαμβάνει σήμερα την τέταρτη θέση και υπολογίζεται ότι θα αναρριχηθεί στην 2η θέση της κατάταξης μέχρι το 2020. Η κατάθλιψη εμφανίζεται συχνότερα στους άγαμους, τους διαζευγμένους και τους κατοίκους αγροτικών περιοχών.
Σχεδόν οι μισές από όλες τις περιπτώσεις κατάθλιψης δεν αναγνωρίζονται και δεν υποβάλλονται σε θεραπεία ενώ ένα ποσοστό 10% περίπου των καταθλιπτικών ασθενών αυτοκτονούν. Μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, από τα 15 έως τα 70 χρόνια, η έναρξή της, όμως, τοποθετείται συνήθως στη μέση ηλικία.
Τα τελευταία χρόνια, έχει παρατηρηθεί ότι εμφανίζεται ολοένα και συχνότερα στην εφηβική ηλικία ή την πρώιμη ενήλικη ζωή. Τα καταθλιπτικά επεισόδια που συμβαίνουν σ’ αυτές τις ηλικιακές ομάδες έχουν ενοχοποιηθεί για την αυξημένη χρήση αλκοόλ ή άλλων ψυχοδραστικών ουσιών κι ενώ με τα σύγχρονα θεραπευτικά μέσα μπορεί να αντιμετωπιστούν μόνο το 10-25% των πασχόντων υποβάλλονται σε θεραπευτική αγωγή. Οι γυναίκες υποφέρουν από κατάθλιψη, σ’ όλες τις χώρες του κόσμου, δύο φορές συχνότερα από τους άνδρες. Έχει διαπιστωθεί ότι στη διάρκεια της ζωής τους, οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες και τα διαφορετικά στρεσογόνα γεγονότα ζωής στα οποία εκτίθενται, διαμορφώνουν υψηλά ποσοστά καταθλιπτικών επεισοδίων.
Η πολυμορφία με την οποία εμφανίζεται, η άτυπη πολλές φορές συμπτωματολογία της, η ικανότητά της να ”υποδύεται” και να ”μιμείται” οποιαδήποτε νόσο ξεγελούν πολλές φορές ακόμα και τους ειδικούς.
Επιπλέον, η προκατάληψη και ο στιγματισμός που συνοδεύουν τις ψυχικές διαταραχές αποθαρρύνουν ή αποτρέπουν τους πάσχοντες να απευθυνθούν στους ειδικούς. Γι’ αυτόν το λόγο συχνά δεν αναγνωρίζεται και δεν αντιμετωπίζεται θεραπευτικά ως μια νόσος που μπορεί να επιφέρει δυσμενείς επιπτώσεις στην προσωπική ζωή του ατόμου, πχ κατάχρηση ή εξάρτηση από ουσίες, αλλά και στις οικογενειακές σχέσεις και τις επαγγελματικές του δραστηριότητες.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ, πως η κατάθλιψη είναι η νόσος που συχνότερα από οποιαδήποτε άλλη μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκτονία. Ένας στους δέκα ασθενείς επιλέγει την αυτοκτονία ως λύση στον ψυχικό πόνο που τον κατακλύζει και τα αδιέξοδα που θεωρεί ότι τον περιβάλλουν.
Ο τρόπος σκέψης και αντιμετώπισης των καταστάσεων που αντιμετωπίζουμε καθημερινά, είναι καθοριστικό στοιχείο για τη γένεση της κατάθλιψης. Οι αρνητικές σκέψεις που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος για τον εαυτό του, η ασταμάτητη αυστηρή αυτοκριτική και οι απαισιόδοξες προβλέψεις του για το μέλλον, επηρεάζουν την αντίληψη του για το πώς πραγματικά είναι η δική του ζωή. Συχνά οι άνθρωποι με κατάθλιψη, λόγω ενός συγκεκριμένου τρόπου σκέψης, ενώ έχουν πετύχει κάτι πολύ σημαντικό, στην ουσία το βιώνουν ως μια αποτυχία ή ένα πισωγύρισμα. Θεωρούν ένα εμπόδιο ή μια δυσκολία σαν μια προσωπική αποτυχία.
Η απαισιόδοξη αυτή προσέγγιση, τους κάνει να τα βλέπουν όλα μαύρα και ανέλπιδα. Έστω κι αν είναι επιτυχημένοι και έχουν αξιοζήλευτα αποτελέσματα στη ζωή, εντούτοις εγκλωβίζονται σε μια παγίδα αρνητικών σκέψεων που τους βασανίζει οδηγώντας τους στα αδιέξοδα της κατάθλιψης. Οι σκέψεις μας έχουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της διάθεσης μας. Η τάση του να βλέπουμε περισσότερο την αρνητική μεριά των πραγμάτων παρά τα υπόλοιπα, μπορεί να φτάσει στο σημείο που να απομακρύνει κάθε χαρά από τη ζωή μας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως πως αισθήματα θλίψης, στενοχώριας και απογοήτευσης είναι κοινά σε όλους τους ανθρώπους. Όλοι αισθανόμαστε απογοήτευση μετά από μια αποτυχία ή θλίψη μετά από ένα χωρισμό ή μια απώλεια.
Τα αισθήματα αυτά είναι φυσιολογικά και δεν επηρεάζουν σημαντικά τη δυνατότητά μας να ανταποκρινόμαστε στις καθημερινές μας υποχρεώσεις. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι είναι και χρήσιμα στο βαθμό που μας βοηθούν να γνωρίσουμε καλύτερα κάποιες αδυναμίες του χαρακτήρα μας. Επομένως, η έντονη θλίψη είναι διαφορετική από το καταθλιπτικό συναίσθημα, το οποίο είναι επίμονο και συνεχές και συνοδεύει όλες τις πράξεις και δραστηριότητές μας ακόμα και τις επιτυχείς.
Εύλογα λοιπόν προκύπτει η ανάγκη αποσαφήνισης των συμπτωμάτων που διαμορφώνουν το σύνδρομο της κατάθλιψης. Η καταθλιπτική διάθεση, σχεδόν κάθε μέρα, η απώλεια του ενδιαφέροντος ή η μείωση της ευχαρίστησης από δραστηριότητες που άλλοτε μας ευχαριστούσαν είναι βασικά χαρακτηριστικά της κατάθλιψης αν είναι επίμονα και δεν υποχωρούν με θετική ενίσχυση και σκέψη.
Η μείωση ή αύξηση της όρεξης ή του βάρους, η αϋπνία ή υπερυπνία, σχεδόν καθημερινά, η εύκολη κόπωση ή απώλεια της ενεργητικότητας επίσης αξιολογούνται ως καταθλιπτικά συμπτώματα. Επιπλέον, η ψυχοκινητική ανησυχία, η ύπαρξη ενοχής και αναξιότητας, η δυσκολία στη συγκέντρωση, η βραδύτητα στη σκέψη και η δυσχέρεια στη λήψη των
αποφάσεων αποτελούν συμπτώματα καθοριστικά για την διάγνωση αν επιμένουν συνεχώς και επηρεάζουν τη λειτουργικότητα του ατόμου. Ο συνδυασμός τους με επαναλαμβανόμενες σκέψεις θανάτου ή ιδέες αυτοκαταστροφής, οριστικοποιούν σε μεγάλο βαθμό την παρουσία της κατάθλιψης.
Ωστόσο, κι ενώ συχνά από μόνοι μας μπορούμε να αντιληφθούμε πως πιθανά μας συμβαίνει, οι μύθοι που πλαισιώνουν την κατάθλιψη λειτουργούν ανασταλτικά ως προς την αναζήτηση και λήψη βοήθειας. Δεν είναι αλήθεια για παράδειγμα, ότι τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα προκαλούν εθισμό και αλλάζουν την προσωπικότητα γιατί όταν η θεραπεία έχει ολοκληρωθεί, το άτομο, με την βοήθεια του γιατρού και του θεραπευτή, μπορεί να διακόψει τα φάρμακα, χωρίς να προκύψει κανένα πρόβλημα.
Δεν είναι αλήθεια ότι αν κάνουμε απλά υπομονή και περιμένουμε , η νόσος θα περάσει. Η κατάθλιψη μπορεί να μην υποχωρήσει από μόνη της και να διαρκέσει χρόνια ακριβώς επειδή δεν αντιμετωπίστηκε έγκαιρα. Είναι μύθος να θεωρούμε ότι εκδηλώνεται πάντα ως αντίδραση σ’ ένα τραυματικό ή δυσάρεστο γεγονός της ζωής, όπως το διαζύγιο, ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου ή η απώλεια της εργασίας. Η κατάθλιψη μπορεί, πράγματι, να πυροδοτείται από δυσάρεστα ή τραυματικά γεγονότα ζωής, αλλά στην αιτιολογία της εμπλέκονται και βιολογικοί συντελεστές.
Είναι ολοφάνερο ότι λόγω της πολυπλοκότητας και της πολυμορφίας του συνδρόμου, η λήψη βοήθειας είναι απαραίτητη. Η θεραπεία είναι σε μεγάλο ποσοστό βέβαιη αν η κατάθλιψη διαγνωστεί έγκαιρα. Δεν υπάρχει κανένας απολύτος λόγος να εγκλωβιζόμαστε στο φόβο ότι κάτι έχουμε και δεν θα γίνουμε ποτέ καλά.
Η κατάθλιψη δεν είναι κατάρα, όπως λέει ο Hillman, αλλά είναι η προσπάθεια της ψυχής να μας μιλήσει δυνατά γι’ αυτά που την τραυμάτισαν τόσο ώστε να λυπάται βαθιά.
Μας βοηθά να μαθαίνουμε και στέλνει το μήνυμα ότι χρειαζόμαστε βοήθεια και συμπαράσταση για να αντιμετωπίσουμε κάποιες δυσκολίες μας. Η αυτογνωσία που μπορεί να προκύψει μέσα από τη θεραπεία της, μας βοηθά να κάνουμε προσπάθειες να αλλάξουμε τον εαυτό μας ώστε να αποφεύγουμε στο μέλλον τις αρνητικές συνέπειες συμπεριφορών και γεγονότων. Τα πάντα είναι στο χέρι μας αρκεί να το απλώσουμε.
Είναι αλήθεια πως θα κάναμε τα πάντα για να μην μας συμβεί ακόμα και για να μην είμαστε θλιμμένοι. Μήπως όμως έτσι αποφεύγουμε την πραγματική επαφή με τον εαυτό μας; Μήπως κωφεύουμε όταν η ψυχή μας μιλάει γι’ αυτό που την ταλαιπωρεί; Τα συναισθήματα, ακόμα και το καταθλιπτικό, μας επιτρέπουν τελικά να αντιμετωπίζουμε καλύτερα τις προκλήσεις της ζωής, να είμαστε πιο ανθεκτικοί και να πετυχαίνουμε περισσότερα πράγματα. Γιατί είναι αλήθεια πως ό,τι δεν μας σκοτώνει, μας κάνει πιο δυνατούς.
*Εύα Μεταλίδη
Συμβουλευτική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια
Κλινική Ψυχοπαθολόγος
Δικαστική Πραγματογνώμων