Αντίο Τζιμάκο, ήταν δύσκολο να μη σε αγαπήσει κανείς
- 15 ΙΑΝ 2018
Δεν τον αγάπησα αμέσως τον Πανούση. Στην αρχή, κυρίως με εξέπληττε, αυτή η λαμπερή, καλοακονισμένη διάνοιά του που πετούσε σπίθες με φόβιζε λίγο, με θάμπωνε πολύ και ταυτόχρονα με έφερνε σε αμηχανία. Με τις περισσότερες γυναίκες, νομίζω, έτσι γινόταν. Η διαρκώς παιγνιώδης, εσαεί ακατάτακτη περσόνα του τις έκανε να νιώθουν άβολα. Αυτό, άλλωστε, επεδίωκε κι εκείνος. Κατά κάποιο τρόπο, η βιαιότητα της μουσικής του, οι στίχοι του, ποτισμένοι με κείνο το αναρχικό χιούμορ που σου έτριβε άγρια στα μούτρα, κάθε είδους συμβατικότητες, «πρέπει» και νεοελληνικούς μικροαστισμούς ήταν μια δοκιμασία αντοχής για το κοινό του.
Στο φινάλε, όμως, μπορούσες ακόμα να διακρίνεις πίσω από κάθε τέτοιου είδους «επίθεση», τον λάκκο της ευαισθησίας που τροφοδοτούσε την αιχμηρή σάτιρά του. Εκείνο το μοναχικό, θλιμμένο «πουλάκι ξένο, πουλί χαμένο, μου τρώει τα σπλάχνα, δεν βγάζω άχνα». Είχε, λένε, μια «επαρκή ποσότητα κατάθλιψης ώστε να μπορεί να είναι δημιουργικός». Ίσως και μια στάλα παραπάνω. Οι φίλοι του ή όσοι μίλησαν τις τελευταίες μέρες για εκείνον επιβεβαιώνουν, άλλωστε, κάτι που και ο ίδιος είχε δηλώσει σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του: ο Πανούσης της σκηνής, με τον Τζίμη της ζωής, δεν είχαν πολλά κοινά στοιχεία.
Κατ΄ αρχάς στη ζωή μου δεν βρίζω σχεδόν ποτέ. Επίσης σε γενικές γραμμές είμαι πολύ ήσυχος, δεν είμαι το επίκεντρο της παρέας. Έγινα αυτό που έγινα τυχαία μέσα από την ανάγκη που ένιωθα να μεταμορφώνομαι
Ευγενικός, λιγόλογος, τρυφερός σύζυγος και πατέρας, τελειομανής και ασύλληπτα εργασιομανής στη ζωή, πάνω στη σκηνή μεταμορφωνόταν σε ένα άγρια θεατρικό-καλλιτεχνικό ζώο, ατακαδόρο και βωμολόχο – η ευφυής σάτιρά του, «δάγκωνε», κατακρεουργούσε κι αποδομούσε το σύμπαν, γυναίκες, άντρες, κόμματα, θεσμούς, ράτσες, τον εαυτό του. Κανείς δεν γλίτωνε. Δεν δίσταζε να δηλώνει «εμμονικός» με τα «θύματά του».
«Η εμμονή είναι το βασικό στοιχείο της σάτιρας. Η σάτιρα είναι βαθιά αντιρατσιστική, είναι άκρως σαρκαστική, δηλαδή αν δεν σατιρίσεις τον εαυτό σου και τη μάνα σου δεν μπορείς να πας παρακάτω. Αυτόν που σατιρίζεις όμως τον αγαπάς βαθιά, τον συμπονάς. Κι εγώ έχω εμμονές, οι οποίες παραμένουν ίδιες εδώ και πολλά χρόνια. Είναι κάπως σαν το τελετουργικό της Θείας Λειτουργίας στην οποία γίνεται καθημερινά το ίδιο πράγμα για αιώνες και παρόλα αυτά το παρακολουθείς.» (….) Τη σάτιρα δεν την έβγαλα απ’ το κεφάλι μου. Την έχω πάρει απ’ τους παππούδες των παππούδων μου. Δεν υπάρχουν όρια στη σάτιρα. Τα όρια τα βάζει ο λαός. Αν είσαι καραγκιόζης, δεν θα έρθει κανένας να σε δει. Δεν υποχρεώνεις κανέναν να σε πληρώσει για να σ’ ακούσει. Όπως δεν καταλαβαίνω γιατί δεν πρέπει να σατιρίζεις τους ομοφυλόφιλους. Πραγματικά βγαίνω από τα ρούχα μου όπως και με τις «άσεμνες λέξεις». Εγώ έτσι γεννήθηκα, έτσι μεγάλωσα και έτσι είμαι. Γιατί δηλαδή η λέξη «χέρι» είναι καλύτερη απ’ τη λέξη «μουνί». Δεν τα ξεχώρισα ποτέ αυτά».
NDP PHOTO AGENCY
Επινοητικός, με φαντασία αστείρευτη, «μπόλιαζε» τις παραστάσεις του, (τις οποίες ωστόσο, προετοίμαζε πολύ μεθοδικά, ώστε να μοιάζουν αυτοσχέδιες) με στοιχεία βαριετέ και τσίρκου – πότε φορούσε γούνες, πότε κελεμπίες, άμφια, τουτού μπαλαρίνας, πότε έβγαινε στη σκηνή με στολή πυροσβέστη έχοντας στο πλευρό του μια γυμνή χορεύτρια ή εφάρμοζε δικές του, «παράδοξες» νουβοτέ- όπως τότε που μετά το τέλος της παράστασης, περίμενε τον κόσμο στην έξοδο, φορώντας μια λουλουδάτη ρομπ ντε σαμπρ και χαιρετούσε όλους τους θεατές, αδιακρίτως, με χειραψία. Το «κατέβασμα στα τραπέζια», που συνδύαζε με ένα είδος stand up comedy- «κονσομασιόν» με τους πελάτες (σ.σ. αν ήσουν γυναίκα, ήξερες πως δεν έπρεπε να κουβαλάς τσάντα, σε παράσταση του Πανούση, γιατί ουαί και αλίμονο έτσι κι έπεφτε στα χέρια του), ήταν δικό του εύρημα. Εκείνος, ωστόσο επέμενε πως «δεν κάνω διαφορετικές παραστάσεις. Μία παράσταση κάνω πάντα. Όπως είναι η Θεία Λειτουργία. Δεν μπορείς να πας να πεις στον παπά άλλαξε την αρχή.
Για μένα είναι σχολείο μεγάλο η εκκλησία, γι’ αυτό πηγαίνω σε μοναστήρια και λειτουργίες
Σε αντίθεση με τα μοναστήρια, σιχαινόταν τα δικαστήρια και τα νοσοκομεία. Τίποτα από τα δύο δεν γλίτωσε. Στα δικαστήρια είχε πάει καμιά εκατοστή φορές – για όλους τους λόγους που μπορεί να φανταστεί κανείς, από περιύβριση κατά της αρχής, μέχρι προσβολή της δημοσίας αιδούς, περιύβριση εθνικού συμβόλου (σ.σ. τότε που εμφανιζόταν στο εξώφυλλο του δίσκου του «Δουλειές του Κεφαλιού» να ανοίγει τρύπες σε ελληνικές σημαίες ) κ.τ.λ. Ποτέ δεν κρίθηκε ένοχος γι’αυτές τις κατηγορίες. Το peak, φυσικά, ήταν η θηριώδης δημόσια κόντρα του με τον Γιώργο Νταλάρα, τον οποίο κορόιδευε στις παραστάσεις του, σχετικά με τις αφιλοκερδείς συναυλίες του, ώσπου ο τελευταίος ο δεύτερος κατέθεσε ασφαλιστικά μέτρα εναντίον του ζητώντας του να σταματήσει, με πρόστιμο -αν δεν το έκανε- ενός εκατομμυρίου δραχμών για κάθε αναφορά του ονόματός του! Η υπόθεση έληξε με καταδίκη του Πανούση σε φυλάκιση πέντε μηνών με αναστολή από το τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, (που επικυρώθηκε το 2002 από το τριμελές Εφετείο Αθηνών και τελεσίδικα, αργότερα και από τον Άρειο Πάγο, καθώς η έφεση του Πανούση απορρίφθηκε), ουσιαστικά, όμως δεν τέλειωσε ποτέ, καθώς ο Πανούσης, συνέχιζε να αναφέρεται στον Νταλάρα ως «ο Ακατανόμαστος». Ή ακόμα, καλύτερα διάνθιζε πια τις παραστάσεις του με το αστείο «μου περισσεύουν τρία εκατομμύρια και δεν έχω που να τα ξοδέψω, Νταλάρας, Νταλάρας, Νταλάρας…».
NDP Photo Agency
Στην τελευταία του δημόσια εμφάνιση στα τέλη Νοέμβρη μαζί με την κόρη του, ο Τζιμάκος έτυχε να κάτσει δίπλα στην Άννα Νταλάρα. Τα φλας άστραψαν.
Μέσα στο αχανές της περσόνας του, που εν πολλοίς είχε επινοήσει ο ίδιος, (σ.σ. πολλές φορές, το έλεγε άλλωστε πως «και στις συνεντεύξεις μου, ρόλος είμαι, παίζω τον Πανούση, είμαι ένα παιδάκι που κάνω σκανταλιές»), υπήρχαν ωστόσο και σημεία σταθερά. Το σημαντικότερο ήταν η διαρκής, ως το τέλος της ζωής του, αδιαπραγμάτευτα κριτική του στάση για την «συντεταγμένη πολιτική», τα κόμματα, τα οπαδιλίκια και τους επαγγελματίες πολιτικούς. Από αυτή την άποψη, ο Τζίμης Πανούσης ήταν αναρχικός με αρχές.
«Οι άνθρωποι ανέκαθεν χωρίζονταν σε αριστερούς και δεξιούς και δεν εννοώ με βάση αυτό που ψηφίζουν», είχε δηλώσει σε μια εξαιρετική συνέντευξη –ποταμό στο Oneman και τον Ηλία Αναστασιάδη. « Εννοώ ότι εγώ δεν είμαι διατεθειμένος να πατήσω στο πτώμα σου για να βγάλω φράγκα. Εσύ είσαι. Εγώ είμαι αριστερός, εσύ είσαι δεξιός. Αν δεν υπολογίζεις τον άλλον και κοιτάς να την έχεις εσύ καλά και να μην υπάρχουν νοσοκομεία, είσαι δεξιός».
Ο άνθρωπος που έχει ευαισθησία και σκέφτεται τον συνάνθρωπο είναι αριστερός. Αυτό πιστεύω. Αν ο γιος μου κοιτάει πώς θα τη βολέψει, είναι δεξιός. Αν σκέφτεται και τον δίπλα, είναι αριστερός. Τόσο απλό.
Δεν πίστευε στο Θεό, αλλά στον απλό λαϊκό άνθρωπο – σαν τον αριστερό Μακρονησιώτη πατέρα του, ή σαν Τρυγαίο που ερμήνευσε πέρυσι το καλοκαίρι στην Επίδαυρο, σε ένα ακόμα «παράδοξο» κεφάλαιο της ιδιαίτερης, ανατρεπτικής καλλιτεχνικής του πορείας. . Αλλά αν τον αποκαλούσες «σύγχρονο Αριστοφάνη», σε κορόιδευε. «Δεν υπάρχουν τέτοια μέτρα ή αναγωγές. Εκείνο ωστόσο που με συγκινεί στον Αριστοφάνη –εκτός από το έργο του– είναι ότι πέθανε εξόριστος στην Αίγινα κοιτάζοντας τον ναό της Αφαίας. Ένα τέτοιο τέλος θα ήθελα να έχω κι εγώ».
Είχε φανταστεί το τέλος; Πιθανόν. Άλλωστε, το είχε «δει», τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν είχε καταρρεύσει στη σκηνή κατά τη διάρκεια της εμφάνισής του στο Κύτταρο, ύστερα από κρίση κολπικής μαρμαρυγής και χρειάστηκε να υποβληθεί σε αγγειοπλαστική επέμβαση. Λίγο πριν επιστρέψει για να συνεχίσει τις παραστάσεις του, λόγω «θανάτου που αναβλήθηκε επ’αόριστον» είχε δημοσιεύσει στην ιστοσελίδα του Tzimakospanousis.gr την ακόλουθη «ανακοίνωση»: «Πήγα για τρίτη φορά στον άλλο κόσμο και δεν μου άρεσε καθόλου! Χωρίς σκηνικά, απέραντη μοναξιά και μύριζε αλβανική φούντα. Κάθισα ένα τέταρτο και όπου φύγει φύγει πίσω στο μπουρδέλο. Σε καμιά δεκαριά μέρες επιστρέφω στις πίστες!!! (Πρώτα ο γιατρός). Τζίμης Πανούσης, 7.XII.2017, Νοσοκομείο Ελπίς».
NDP Photo Agency
Ναι, είχε οραματιστεί το τέλος. Το είχε ξορκίσει κιόλας, τραγουδώντας το «Λάκκο με τ’αστεία»: «Το τσίρκο που’ χω στήσει, το υπόγειο μαγαζί/βουλιάζει και με παίρνει και μένανε μαζί/Βουτάω το μαύρο χιούμορ σε έγχρωμη οπή /και δάχτυλο Κυρίου μού γνέφει σιωπή/Γι’ αυτό θα πέσω μέσα/σε χάχανα και γέλια να πνιγώ/να γίνω πριγκιπέσα/της μάνας μου τα ρούχα να φορώ/να χαθώ….»
Η ζωή του όλη
Γεννήθηκε στις 12 Φλεβάρη του 1954 από Μικρασιάτες πρόσφυγες γονείς – τον Θεόδωρο και τη Φωτεινή – στην Αθήνα. Μεγάλωσε στο Χολαργό.
Ζει την άγρια εφηβεία του μες στη Χούντα. Το 1972, δύο χρόνια, στον Πολιτιστικό Όμιλος Νέων Χολαργού, (ΠΟΜΝΕ) ο Τζίμης Πανούσης και ομάδα καλλιτεχνών στήνουν μια θεατρική ομάδα και φωνάζουν τον Γιάννη Χουβαρδά να κάνει μαθήματα. Στη συνέχεια ανεβάζουν παραστάσεις με έργα του Γ. Σουρή στον κινηματογράφο «Αλόμα». Μετά το κλείσιμο του ΠΟΜΝΕ η ομάδα μετονομάζεται σε Καλλιτεχνική Εταιρεία και μεταφέρεται σε άλλη γειτονιά του Χολαργού. Εκεί ο Τζιμάκος με την «Χαρούμενη Κουδουνίστρα» παρουσιάζει την παράσταση «Κουλτούρα Ντίνερ, ένα «μιούζικαλ με φασολάδα». Το καλοκαίρι του 1973 βρίσκει δουλειά, από μικρές αγγελίες, στον περιοδεύοντα Μουσικό Θίασο Κρήτης, ένα μπουλούκι-βαριετέ. Συμμετέχει ως μουσικός, τραγουδώντας με τη κιθάρα του, αλλά και ως βοηθός ταχυδακτυλουργού και κομπέρ, σε μια περιοδεία σχεδόν σε όλη την Ελλάδα.
Όταν δημιουργείται η Θεατρική Συντεχνία (Χουβαρδάς, Αρμάος, Αδαμάκη κ.α.) ο Τζίμης συμμετέχει ως ηθοποιός, μουσικός και τραγουδιστής. Ανεβάζουν τον «Αλέκο με τα κυδώνια», τον «Ερωτόκριτο» με τον Δήμο Αβδελιώδη σε Ελλάδα και Ευρώπη (Σουηδία, Νορβηγία, Αγγλία κ.λπ.). Μετά συμμετέχει για ένα καλοκαίρι στο θέατρο Καισαριανής σε σκηνοθεσία Σταύρου Ντουφεξή όπου παίζει τουμπερλέκι, αντικαθιστώντας τον γέροντα Μαθιό Μπαλαμπάνη, στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» σε όλη τη διάρκεια του έργου επί σκηνής. Στη συνέχεια εγκαταλείπει τον θίασο για να δουλέψει ως υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα από την οποία θα παραιτηθεί, μετά από δύο χρόνια, καταθέτοντας μια μνημειώδη επιστολή.
Μουσικά δήλωνε αυτοδίδακτος. Στη μουσική σκηνή, ντεμπουτάρισε με το συγκρότημα «Μουσικές Ταξιαρχίες». Η πρώτη τους εμφάνιση σε κοινό έγινε το 1977 στο κλαμπ Αρχιτεκτονική επί της Πανεπιστημίου στη Στοά του Απότσου με τον Άντριου (τύμπανα), τον Παντελή Φουρνιάδη (μπάσο), τον Τζιμάκο (ακουστική κιθάρα) και τον Δημητρη Μπάθρα (ηλεκτρική κιθάρα), ενώ η μικρή Μάρθα από την τράπεζα έπαιζε σαιξπηρικούς μονολόγους πάνω σ’ ένα τραπέζι. Τους καλούν στο Skylamb, στην Πλάκα για μια παράσταση το καλοκαίρι το 1979 και καταλήγουν να παίζουν επί ένα χρόνο κάθε μέρα χωρίς ρεπό. Η πρώτη τους δισκογραφική δουλειά είναι ο δίσκος Μουσικές Ταξιαρχίες που κυκλοφόρησε από την MINOS-EMI το 1982. Ακολούθησαν οι δίσκοι «Αν η Γιαγιά μου είχε Ρουλεμάν» (1984) και «Hard Core» (ζωντανή ηχογράφηση, 1985). Το 1983 οι Μουσικές Ταξιαρχίες καμουφλάρονται κάτω από το όνομα Alamana’s Bridge και συμμετέχουν στον δίσκο-συλλογή ελληνικού ροκ Made in Greece Vol.1, παρά τις αντιρρήσεις της τότε δισκογραφικής τους εταιρείας. Από τον επόμενο δίσκο «Κάγκελα Παντού» (1986) ο Πανούσης αποφασίζει να συνεχίσει μόνος του, αποδεικνύοντας περίτρανα ότι είναι μια ομάδα μόνος του.
Πέρα από τη μουσική o Τζίμης Πανούσης ασχολήθηκε κατά καιρούς με το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και λίγο με τον κινηματογράφο. Είχε μια δεκαπεντάχρονη ιστορία σαν ραδιοφωνικός παραγωγός στους ραδιοσταθμούς Top FM, Κανάλι 15, Ωχ FM, Flash 9.65, 88 μισό Θεσσαλονίκης ΣΚΑΪ 100,3FM, CITY 99,5, Ράδιο Θέμα και Ράδιο 9. Η τηλεόραση , δεν τον άντεξε : η μοναδική εκπομπή που ανέλαβε, το «Κορίτσια ο Τζίμης» που επρόκειτο να μεταδοθεί από την ΕΤ2 το 1995 τελικά κόπηκε. Είχε κάνει, πάντως guest εμφανίσεις σε τηλεοπτικές σειρές όπως οι Δέκα Μικροί Μήτσοι του Λάκη Λαζόπουλου.
Όσον αφορά στον κινηματογράφο, είχε πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Ο Δράκουλας των Εξαρχείων» (1981) του Νίκου Ζερβού μαζί με τις υπόλοιπες Μουσικές Ταξιαρχίες , αλλά και ως γκεστ σταρ στις ταινίες «Ηνίοχος» του Αλέξη Δαμιανού, «Προστάτης Οικογένειας» του Νίκου Περάκη και «Safe Sex» των Μ. Ρέππα – Θ. Παπαθανασίου.Επίσης τραγούδησε μοναδικά το «Εγώ κι εσύ μαζί», στην παιδική ταινία «Τοy Story – H ιστορία ενός παιχνιδιού».
Κυκλοφόρησε έξι βιβλία. Πρώτο ήταν το «Η Ζάλη των Τάξεων «με 40 ιστορίες ραδιοφωνικής φαντασίας» που είχαν ακουστεί από την εκπομπή Δούρειος Ήχος στον Top FM την περίοδο 1988-89. Ακολούθησαν τα Πικρέ, Μικρέ Μου Αράπη , το «Κυνήγι της Γκόμενας» που αποτελείται από 30 σύντομες γυναικείες βιογραφίες. Το 1996 κυκλοφόρησε το «Υγιεινή Διαστροφή» για τα 20 χρόνια της παρουσίας του – μαζί με την έκδοση σε CD του θρυλικού «Disco Tsoutsouni» που περιείχε το σύνολο των στίχων των τραγουδιών του μέχρι τότε καθώς και συνεντεύξεις, γκάλοπ κ.α. Τέλος, το 2005, κυκλοφόρησαν δύο ακόμα βιβλία του με τίτλους «Μικροαστική Καταστροφή» (το οποίο περιέχει ψηφιακές ζωγραφιές και ποιήματα) και το «Πούστευε και Μη Ερεύνα».
Αν και δεν γούσταρε μυστήρια και παπάδες, είχε κάνει δυο γάμους και είχε δυό παιδιά: έναν γιο, τον 28χρονο Άρη από τη Λίλη Αχλαδιώτη και μια κόρη, την 8χρονη Φωτεινή, από τη δεύτερη σύζυγό του, την σκηνοθέτιδα Αθηνά Αϊδίνη.