Ο Χρήστος Σιμαρδάνης ήταν το παιδί που έβλεπε τον βασιλιά γυμνό
- 14 ΜΑΡ 2018
Ήταν ένας άνθρωπος «μεταξωτός», με φινέτσα και ακριβή υφή στους τρόπους, αβίαστη, αριστοκρατική ευγένεια κι εκείνο το εγγλέζικο, υποδόρειο χιούμορ του, που μπορούσε να μεταμορφώσει ακόμα και μια απλή, μισάωρη συνάντηση δύο αγνώστων, σε πανηγύρι γέλιου, αυτοσαρκασμού, θεατρικών ανεκδότων – μα πού στο καλό τα ήξερε όλα αυτά ; Και ήταν καλός ηθοποιός. Της παλιάς σχολής. Εκείνης όπου κάθε ατάκα είναι απόσταγμα τέχνης και τεχνικής. Και όπου το έργο παίζεται «από μέσα προς τα έξω».
Μα πάνω απ’όλα, ο Χρήστος Σιμαρδάνης που έφυγε τόσο μοιραία, τη μέρα που ανακοινώθηκε το κλείσιμο του καναλιού με το οποίο είχε ταυτίσει την καριέρα του, ήταν ένας άνθρωπος φιλοσοφημένος. Ένα πλάσμα χαρούμενο και δοτικό, που αγαπούσε τη ζωή. Και δεν έχανε ευκαιρία να το δηλώσει: «Βασικά», έλεγε, «εγώ δεν έχω καμία φιλοδοξία καριέρας, καμία. Ντροπή μου ίσως που το λέω, αλλά έτσι είναι. Έχω μία τεράστια φιλοδοξία. Να περνάω καλά στη ζωή μου. Και μπορώ να περνάω καλά στη ζωή μου και με άλλες δουλειές και με άλλες ασχολίες. Έχω πάρα πολλές δυνατότητες να περνάω καλά».
NDP Photo Agency
Στην παράσταση Ο Άη Βασίλης Είναι Σκέτη Λέρα στο θέατρο Βέμπο, το 2016.
Δεν έλεγε ψέματα. Είχε γεννηθεί στην Αλεξάνδρεια, σε καλό, αστικό ελληνικό σπίτι – μέσα, ο Μεγαλέξανδρος και ο Κολοκοτρώνης σε κάδρο, έξω η έρημος. «Βγαίνοντας μία βόλτα στην πόλη, ένιωθα να περνούν χιλιάδες χρόνια πολιτισμού μπροστά στα μάτια μου…». Όταν έκλεισε τα 6, η οικογένειά του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Βρέθηκαν στην Ελλάδα, πρόσφυγες. Η πρώτη φορά που είδε θέατρο, ήταν στην Αθήνα, στο «Γκλόρια». Τον Ντίνο Ηλιόπουλο – αγαπημένο ηθοποιό του πατέρα του. «Σε κάθε παράσταση πηγαίναμε. Δεν ξέρω όμως, τι με ώθησε να ασχοληθώ με αυτό τον χώρο. Μπορεί η τεμπελιά ή μπορεί να έπαιξαν ρόλο και οι συχνές αναφορές που γίνονταν για τη φωνή μου στο σχολείο». Αν είχε αφεθεί να διαλέξει, θα γινόταν αρχαιολόγος. Ή γλωσσολόγος.
Πήγε κρυφά σε δραματική σχολή. Οι γονείς του, ούτε που ήθελαν να ακούσουν για θέατρο, υποκριτική, σανίδι.
Η τέχνη τον διεκδίκησε πρώτη. «Όταν η μητέρα μου έμαθε ότι είχα γραφτεί σε δραματική σχολή κρυφά, κι ότι συνειδητά δεν μπήκα στο πανεπιστήμιο γιατί δεν με ενδιέφερε, έγινε έξαλλη. Έφαγα τσόκαρο και τηγάνι στο κεφάλι..».
Επιχείρησαν να τον στείλουν στην Αμερική να σπουδάσει οικονομικά. Είπε στον πρόξενο την αλήθεια και δεν του έδωσε βίζα. Μέσα σε πέντε μέρες άλλαξαν τα σχέδια κι έφυγε για Λονδίνο. Εκεί, εξαρχής, ένιωσε σαν το σπίτι του. Πέντε χρόνια δούλεψε ως ιπτάμενος στην British Airways. Kαλή δουλειά, πολλά ταξίδια, καλά λεφτά, σύνταξη, ασφάλεια. Έπληξε κι έφυγε. Κάποτε, επιτέλους, γράφτηκε στην Central School of Speech and Drama – επιτέλους, η δική του βουτιά στο κενό. Χωρίς αλεξίπτωτο.
NDP Photo Agency
Με τις καλές συναδέλφους του, Μαρία Σολωμού και Ευαγγελία Μουμούρη.
Βαθιά, βελούδινη, πειστική, η φωνή του, ήταν η μεγάλη του «προίκα». Για χρόνια έβγαζε τα προς το ζην, από τις διαφημίσεις. «Είμαι ευγνώμων στη φωνή μου, γιατί δε θα μπορούσα να είχα περιμένει να γίνει αυτό που έγινε στην καριέρα μου σαν ηθοποιός. Μπόρεσα να περιμένω λόγω της φωνής μου. Επειδή προηγήθηκαν τα διαφημιστικά, τα τρέιλερ και είχα την άνεση να κάθομαι και να περιμένω και να μην έχω δουλειά» είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή του. Επί 19 χρόνια, η φωνή του Χρήστου Σιμαρδάνη ήταν η «φωνή του MEGA»-μια ηχητική «υπογραφή», σε όλα τα σποτάκια του καναλιού. Περιέργως, και τα δύο «σίγησαν» την ίδια μέρα…
Ως ηθοποιός, έκανε καλές δουλειές – στην τηλεόραση, στο σινεμά και στο θέατρο. Όλων των ειδών τις δουλειές, και κωμωδίες και δράματα και αστυνομικά, και μουσικές παραστάσεις. Και «Φάκελο Πολκ» και «Αυθαίρετους». Και «Μελισσοκόμο» και «Πέτρινα Χρόνια» και «Safe Sex» και «Το κλάμα βγήκε από τον Παράδεισο». Ήταν αμίμητος ως gay μπάτλερ στην «Νταντά», αξέχαστος στο «Λατρεμένοι μου γείτονες». Ο ίδιος ξεχώριζε το θεατρικό του «Τίμημα» και το «Ένας υπηρέτης με δυό αφεντικά» – δυό δουλειές, που του επέτρεψαν να σηκώσει λίγο παραπάνω την «κουρτίνα», κι άφησαν να φανεί το ταλέντο του.
NDP Photo Agency
Με την Καίτη Κωνσταντίνου κα τον Κώστα Κόκλα στην παράσταση Σαρδέλες Με Σαρδάμ, το 2007.
Όμως, είχε πολλά ταλέντα. Μαγείρευε καλά. Έστρωνε πλούσια τραπέζια στους φίλους. Έπλεκε. Διηγιόταν με πάθος παλιές ιστορίες, έκανε ξεκαρδιστικές μιμήσεις. Δήλωνε άθεος και κομμουνιστής για «συναισθηματικούς λόγους».
Ήταν αστείος με τους άλλους. Σοβαρός με τις επιλογές του.
«Ήξερα από πολύ νωρίς τι ήμουν. Θυμάμαι γύρω στο 1971, δηλαδή στα δεκατέσσερά μου, είχαμε βγει ένα Σαββατόβραδο, μια παρέα αγοριών και κοριτσιών κι όλοι δήλωναν ποιον ή ποια γούσταραν. Εγώ πνιγόμουν και ήθελα να τους πω ποιος ήμουν πραγματικά. Εκείνα τα χρόνια όποιος συνειδητοποιούσε τη διαφορετικότητά του συνήθως το έκρυβε. Εγώ ήθελα να ξεκαθαρίσω τα πράγματα, και τους το ξεφούρνισα. Ακολούθησε μια παγωμάρα. Ένας από τους φίλους μου είπε τότε: «Εγώ σε δέχομαι» και σηκώθηκε μια κοπέλα και του είπε: «Και από ποιον θρόνο μιλάς εσύ για να του πεις ότι τον δέχεσαι;». Και ξεκίνησε μια κουβέντα καθοριστική για το ποιοι έμειναν φίλοι μου και ποιοι όχι. Έκτοτε ποτέ ξανά δεν έδωσα σε κανέναν το δικαίωμα και την εξουσία να με κάνει να απολογηθώ για τη φύση μου, το κύτταρο μου!…»
Όταν βγήκε και μίλησε ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία του, τα media, έκαναν πανηγύρι – τα μισά τον κατακρεούργησαν και τ’ άλλα περιέφεραν τις δηλώσεις του, σαν μπαϊράκι προοδευτικότητας. Εκ των υστέρων, τον πείραζε λίγο η διάσταση που είχε πάρει το θέμα, η υποκρισία ένθεν και ένθεν. «Δεν είμαι περήφανος που είμαι ομοφυλόφιλος» εξηγούσε, με ανυποχώρητη τιμιότητα. «Κανείς δεν μπορεί να είναι περήφανος για το τι κάνει στο κρεβάτι του. Είναι σαν να λες «Είμαι περήφανος που έχω αυτιά». Δεν μπορείς να είσαι περήφανος επειδή είσαι θηλαστικό ή επειδή έχεις δύο αυτιά. Περήφανος μπορείς να είσαι για χίλια δύο άλλα πράγματα. Θα μου άρεσε να νιώθω περήφανος για τον εαυτό μου, για κάποια ανθρώπινα χαρακτηριστικά μου. Δε νιώθω περήφανος που είμαι gay, ούτε εσύ πρέπει να νιώθεις περήφανος που είσαι straight. Να είσαι περήφανος επειδή είσαι τίμιος, καλός άνθρωπος, ή καλός πατέρας».
NDP Photo Agency
Με τον καλό του φίλο, Φώτη Σεργουλόπουλο, επί σκηνής.
Ήταν τίμιος, σίγουρα με τον εαυτό του, όταν δήλωνε πως ονειρευόταν ρομαντικά ένα ιδανικό ταίρι – ακόμα και στα 60 του. («Είμαι και σε μία ηλικία που ένα συγκεκριμένο τρένο πολύ θα ήθελα να το είχα ανέβει. Το έχω χάσει. Εύχομαι να μην είναι έτσι… Γιατί όντως εάν τελειώσει η ζωή μου κάπως έτσι δεν θα έχω γευτεί στο βαθμό και στη διάρκεια που επιθυμεί και καίγεται η ψυχούλα μου αυτό που θα ήθελα. Μία σχέση αγάπης, συντροφικότητας….»)
Και ήταν ειλικρινής, όταν έλεγε πως μέσα του ένιωθε παιδί. Τόσο που ανησυχούσε μην πεθάνει και πώς θα τον θάψουν , που δεν είχε τίποτα, ούτε κοστούμι, ούτε καμιά φορεσιά «σοβαρή». Ίσως, όμως να μην τη χρειάζεται – στις αναμνήσεις των φίλων του, θα ζει για πάντα το ζεστό, παιδικό του γέλιο. Γυμνό. Και ο αποχαιρετισμός, του Πέτρου Φιλιππίδη, θα τον συνοδεύει γλυκά στον επίλογο : « Καληνύχτα μικρέ μου πρίγκηπα».
Κεντρική φωτογραφία: NDP Photo Agency