Γιατί δεν ακολουθώ κανένα food trend
- 19 ΙΑΝ 2015
Μέχρι 11 χρονών έτρωγα μόνο μακαρόνια, πατάτες, ντομάτες και ορισμένα φρούτα. Καμιά φορά και κανένα μπούτι κοτόπουλο. Από τα αβγά έτρωγα μόνο τον κρόκο. Ψωμί μόνο άσπρο. Γάλα μόνο του κουτιού. Γιαούρτι μόνο με ζάχαρη. Ήταν μια τυπική διατροφή ενός παιδιού που όταν είδε για πρώτη φορά φασολάκια είπε «δε μ’ αρέσουν» (χωρίς να τα δοκιμάσει καν) και η γιαγιά του έσπευσε να του τηγανίσει πατάτες, για να μη μείνει νηστικό.
Στην πορεία έμαθα αναγκαστικά να τρώω τα πάντα. Ή, σχεδόν τα πάντα, καθώς ό,τι και να συμβεί, πράσα π.χ. δε μπορώ να φάω. Από τον – τότε – πρώτο εξαναγκασμό να εμπλουτίσω την κάκιστη διατροφή μου μέχρι σήμερα, 20 χρόνια μετά, μπορώ να πω με περηφάνια ότι δεν ακολουθώ κανένα food trend και ότι ποτέ δεν έκανα καμία μονοδιάστατη ειδική διατροφή.
Ούτε όταν τα βιβλία για τη δίαιτα Atkins πουλούσαν σα ζεστά καρβέλια, παρόλο που τα ίδια τα καρβέλια απαγορεύονται στη συγκεκριμένη διατροφή. Ούτε όταν διάφοροι φίλοι και γνωστοί ανακοίνωναν με στόμφο ότι γινόταν χορτοφάγοι ή vegans και συνακόλουθα με κοιτούσαν περίεργα, αν τύχαινε και έτρωγα κανένα τοστ ζαμπόν – τυρί μπροστά τους.
Σοκ για τη μονοφαγία των άλλων
Μέχρι, λοιπόν, την ηλικία των 11, έτρωγα ό,τι ήθελα. Και όσο ήθελα. Δεν ήμουν παχύσαρκη. Αλλά δεν ήμουν και υγιής. Θεωρούσα ότι δε μπορούσα να συμμετέχω σε αθλητικές δραστηριότητες. Ένιωθα μια μόνιμη κόπωση, ένα περίεργο βάρος, που με εμπόδιζε να κινηθώ ελεύθερα. Και, φυσικά, μια φορά το χρόνο κατέληγα στο νοσοκομείο με φοβερούς πόνους στο στομάχι και την κοιλιά.
Μετά από ένα τέτοιο hard rock περιστατικό, και για ν’ αποφύγω στο εξής τα νοσοκομεία, αποφάσισα ότι έπρεπε πλέον να τρώω τα πάντα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, κι όσο εγώ έβαζα απότομα στη διατροφή μου τα λαχανικά, τα λαδερά και τα όσπρια, μετανιωμένη για τον μέχρι τότε μονόπλευρο τρόπο διατροφής μου, έβλεπα τις μεγαλύτερες γυναίκες γύρω μου να καταφεύγουν σε μονοφαγικές δίαιτες ή σε τρόπους διατροφής που μου φαινόταν παράλογα δομημένοι.
Θυμάμαι τη μάνα μου, μετά από πολλές τηλεφωνικές συνομιλίες με τις φίλες της, να βράζει μια χύτρα με λάχανο και να ρουφάει επί ένα σαββατοκύριακο μια απαίσια σούπα, που – υποτίθεται – θα είχε το άμεσο αποτέλεσμα της λιποδιάλυσης. Τη Δευτέρα το μεσημέρι ήθελε να φάει και το τραπέζι της κουζίνας.
Θυμάμαι μια φίλη της μάνας μου, που θεωρούσε πως ήταν χοντρή, ενώ το βάρος της ήταν κανονικό, που προσπάθησε να κάνει μια δίαιτα στην οποία μία μέρα έτρωγες μόνο γλυκά, μια μέρα μόνο μοσχάρι, μια μέρα μόνο σαλάτα. Και μια μέρα μόνο τα λυσσακά σου.
Θυμάμαι, βέβαια, και την αδερφή του παππού μου, που έγινε χορτοφάγος πριν 35 χρόνια, όταν η χορτοφαγία θεωρείτο ακόμα κάτι ακραίο. Ούτε αυτή η διαιτητική επιλογή μου άρεσε, παρότι φαινόταν πιο ισορροπημένη από τις διάφορες πρόσκαιρες προσπάθειες «αποτοξίνωσης», «λιποδιάλυσης εξπρές» και γενικότερου «καθαρισμού» του οργανισμού.
Για δυο πράγματα είχα πεισθεί, στις πιο πάνω περιπτώσεις: ότι δε χόρταινες και ότι δεν έπαιρνες τις απαραίτητες ουσίες που χρειαζόταν ο οργανισμός σου για να λειτουργήσει σωστά.
Η επιστήμη ζαλίστηκε
Στη χώρα όπου δεν υπάρχει μέτρο και ισορροπία σχεδόν σε τίποτα, τα κατά καιρούς food trends κατάφεραν να πλασαριστούν και, ορισμένες φορές, να εδραιωθούν, χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση από το διψασμένο για «στιλάτη» απώλεια βάρους/ «στιλάτη» υγιεινή ζωή κοινό.
Το πρόβλημα δεν είναι ότι κάπου, κάποια έρευνα έδειξε ότι το κινόα είναι καλή τροφή και πρέπει να το εντάξουμε στη διατροφή μας. Καμία αντίρρηση ως προς αυτό. Κάθε μέρα η επιστήμη θα ανακαλύπτει τις ευεργετικές ιδιότητες μιας, άγνωστης μέχρι πρότινος, τροφής και θα μας καλεί να την καταναλώσουμε προς όφελός μας.
Το πρόβλημα είναι πως, παντού γίνονται έρευνες επί ερευνών, των οποίων τα αποτελέσματα είναι αντιφατικά, πρώιμα και εν τέλει, απλώς χαοτικά για τον καταναλωτή.
Μετά από 50 χρόνια ανελέητου πολέμου προς το βούτυρο, το περιοδικό TIME αποφάσισε πέρυσι να αποκαταστήσει τη φήμη του, δημοσιεύοντας μια μελέτη από την οποία προκύπτει το συμπέρασμα πως τα ζωικά λίπη είναι καλά και πρέπει να καταναλώνονται, με μέτρο, φυσικά. Ακόμα και σήμερα αδυνατώ να κατανοήσω τόσο την πολεμική απέναντι στα ζωικά λίπη, όσο και την όψιμη παλινόρθωσή τους στο θρόνο του καθημερινού μενού. Από τη στιγμή που, μάλλον, ίσχυε αυτό που είχαμε υποψιαστεί εξαρχής: πως πρέπει να καταναλώνονται με μέτρο.
Μετά από 10.000 χρόνια κατανάλωσης υδατανθράκων, η γλουτένη, που υπάρχει στο σιτάρι, το κριθάρι και τη σίκαλη, έχει γίνει συνώνυμη του «θανάτου από πρωτεΐνη», με τις εταιρίες τροφίμων να μην προλαβαίνουν να βγάζουν νέα προϊόντα, απαλλαγμένα από την «ρυπαρή» ουσία που καταστρέφει τον ανθρώπινο οργανισμό. Με την εξαίρεση ποσοστού 1% του πληθυσμού, που πάσχει από δυσανεξία στη γλουτένη (υποφέροντας από την ασθένεια με το περιγραφικό όνομα «κοιλιοκάκη») και ως εκ τούτου δε μπορεί να την καταναλώσει, το υπόλοιπο 99% μπορεί κάλλιστα να τρώει όλα τα προϊόντα των πιο πάνω δημητριακών. Φυσικά και η κατανάλωση προϊόντων με γλουτένη μπορεί να δημιουργήσει πρήξιμο και δυσφορία. Αυτό σχετίζεται με τον τρόπο χώνεψης (για να το θέσω όσο πιο απλά γίνεται) των συγκεκριμένων τροφών από τον οργανισμό.
Δε θα δαιμονοποιήσω, όμως, μια ουσία, και δε θα την αποκλείσω από τη διατροφή μου, επειδή το διατύπωσαν διάφορες μελέτες, οι οποίες μέχρι πρότινος έλεγαν άλλα και αύριο θα λένε ξανά άλλα. Κι αν δηλαδή σε 5 χρόνια βγουν κάποιες άλλες μελέτες και πουν ότι παρεξηγήσαμε τη γλουτένη; Μέχρι τότε δε θα τρώω μακαρόνια, επειδή υπάρχει μια πιθανότητα να με σκοτώνει η γλουτένη, αργά και βασανιστικά;
Το ίδιο ισχύει και με το κρέας. Το οποίο, παρεμπιπτόντως, δε μ’ αρέσει καθόλου. Θα το φάω με το ζόρι, επειδή μου δίνει κάποιες ουσίες που, μάλλον, δε θα βρω αλλού. Δε θα το αποκλείσω, όμως, από τη διατροφή μου, επειδή κάπου, σε κάποια χώρα μανιασμένων κρεατοφάγων, έχουν αυξηθεί κατακόρυφα οι καρδιακές παθήσεις και οι επιστήμονες βγάζουν ξέφρενα κηρύγματα εναντίον αυτού του είδους πρωτεΐνης.
Όσες φορές κι αν έχω πάρει παραπάνω κιλά από το κανονικό μου, δεν έχω κάνει ποτέ δίαιτα, κανενός είδους. Ποτέ δεν έπεσα στις διατροφικές παγίδες που ονομάζονται «fad diets» και έχουν σκοπό να ξεκάνουν το σώμα σου, μέσω της μονοφαγίας. Ούτε ποτέ σκέφτηκα πως πρέπει να ακολουθήσω έναν μόνιμο, πιο σκληρό διατροφικό δρόμο για λόγους υγείας, όπως η χορτοφαγία. Το ότι είμαι λιχούδα και θέλω να δοκιμάζω πολλά φαγητά και εξίσου πολλά γλυκά είναι ένας λόγος για τον οποίο δε θέλησα ποτέ να καταπιεστώ, ακόμα και για τον «ευγενή» σκοπό της απώλειας βάρους.
Όμως, ο κύριος λόγος για τον οποίο είπα «όχι» σε κάθε διατροφική τρέλα, που εξυμνεί κατά περίπτωση και καταδικάζει άλλη τροφή κάθε βδομάδα, είναι η λέξη «ισορροπία».
«Νώε, τι θα φάμε σήμερα;»
Κάθε οργανισμός είναι διαφορετικός. Η κληρονομικότητα και το περιβάλλον διαμορφώνουν τις ανάγκες του και καθορίζουν τις αντιδράσεις του απέναντι στην τροφή που προσλαμβάνει. Ακόμα κι αν δεν έχω δυσανεξία στη λακτόζη, προτιμώ να καταναλώνω γάλα που δεν περιέχει αυτή την ουσία και με πρήζει και δεν έχει διατροφική αξία. Δε θα αποκλείσω, όμως, εντελώς κάποια ουσία, μόνο και μόνο επειδή κάπου, κάποιος το έκανε και τώρα είναι μέγας «διατροφικός μάγκας».
Αν είσαι διαβητικός, προφανώς και δεν πρέπει να τρως πολλούς υδατάνθρακες. Ακόμα και οι γιατροί, όμως, λένε στους διαβητικούς να τρώνε λίγη ποσότητα υδατανθράκων καθημερινά. Το ίδιο ισχύει και για τους καρδιοπαθείς. Ποτέ δε θ’ ακούσεις γιατρό να συνιστά σε καρδιοπαθή να τρώει δυο κιλά λουκάνικα κάθε μέρα. Θα του συνιστά, όμως, στεγνά κρέατα, χωρίς πολλά λιπαρά.
Δεν αντιλαμβάνομαι για ποιο λόγο θα πρέπει να ακολουθούμε, είτε μόνιμα, είτε κατά καιρούς, αυτά τα «ριζοσπαστικά» food trends, που βασίζονται σε αμφίβολα επιστημονικά συμπεράσματα και κυριαρχούν με τρόπο απόλυτο στην καθημερινότητα. Το «πολύ» δεν κάνει καλό. Το ίδιο και το «καθόλου», εκτός από τις περιπτώσεις όπου απαγορεύεται η κατανάλωση κάποιας τροφής για ιατρικούς λόγους.
Οι έρευνες και οι νέες δίαιτες θα υπάρχουν πάντα. Θα καταδικάζουν, θα αθωώνουν και ξανά το ίδιο. Ετυμολογικά η λέξη «δίαιτα» σημαίνει «τρόπος ζωής». Αρνούμαι να υιοθετήσω έναν τρόπο ζωής που θα είναι συνώνυμος των στερήσεων, απλά επειδή τα επιστημονικά ή επιστημονικοφανή συμπεράσματα γίνονται μόδα και κυριαρχούν παντού, μέχρι να κυκλοφορήσει η επόμενη διατροφική κολεξιόν.