Κατερίνα Μαλίχιν: «Πρέπει να μην μεγαλώνουμε κακοποιητές, βιαστές και παιδιά που δεν μπορούν να μας μιλήσουν εγκαίρως»
- 31 ΜΑΙ 2021
H Σοφία Μπεκατώρου προσέφερε υπηρεσία στη χώρα, σαφώς ανώτερη και πολυτιμότερη από τα σπουδαία μετάλλιά της. Μίλησε ανοιχτά για το βιασμό της και παρακίνησε γυναίκες και άνδρες να καταγγείλουν το δικό τους κακοποιητή. Της χρωστάμε- ξανά- ένα μεγάλο ευχαριστώ που έδωσε δύναμη σε δεκάδες ανθρώπους που μίλησαν και αυτοί για το τραύμα που βίωσαν. Μιλήσαμε με την ψυχαναλύτρια και κλινική ψυχολόγο Κατερίνα Μαλίχιν που βοήθησε τη χρυσή Ολυμπιονίκη να σπάσει τα δεσμά της σιωπής και να αρχίσει το κίνημα #metoo στην Ελλάδα.
Συζητήσαμε με την Κατερίνα Μαλίχιν με αφορμή τις πρόσφατες μαζικές καταγγελίες των αθλητριών και αθλητών της ενόργανης γυμναστικής για τις κακοποιητικές συμπεριφορές που βίωσαν. Εστιάσαμε στην πρόληψη και στον τρόπο με τον οποίο θα προστατευθούν τα παιδιά, αρχικά από τους γονείς τους, αλλά και στον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει ένα θύμα προκειμένου να κλείσει το τραύμα του.
-Όταν ένας γονιός γράφει το παιδί του σε ένα σπορ, πώς μπορεί να το προστατέψει από κακοποιητικές συμπεριφορές;
Οι γονείς καταρχάς θα πρέπει ήδη να έχουν διαπαιδαγωγήσει κατάλληλα και να έχουν ενημερώσει τα παιδιά τους σχετικά με τη σεξουαλική, σωματική και ψυχολογική κακοποίηση με τα κατάλληλα μέσα και τρόπους που συνάδουν σε κάθε ηλικία και φάση της ανάπτυξης των παιδιών τους. Θα πρέπει ήδη να έχουν εγκαθιδρύσει μέσα στην οικογένεια τον ειλικρινή διάλογο και να έχουν κάνει ξεκάθαρη την πρόθεσή και διάθεσή τους να ακούσουν τα παιδιά τους. Επίσης, κάθε γονέας θα πρέπει να αναπτύξει δεξιότητες ακρόασης και προσεκτικής παρατήρησης του παιδιού του και να είναι σε θέση να γνωρίζει τα σημάδια που φανερώνουν ότι «κάτι δεν πάει καλά» (θλίψη, αδράνεια, απροθυμία, έλλειψη όρεξης, βύθισμα σε σκέψεις, έλλειψη διάθεσης για παιχνίδι και κοινωνικοποίηση κ.λ.π) και να σπεύδει να το συζητήσει για να βρει τις αιτίες μαζί με το παιδί του και ενίοτε με τη βοήθεια ειδικού.
Παρότι είναι αυτονόητο, θα το υπογραμμίσω, όλα αυτά προϋπόθεση έχουν να εκλείπουν οι κακοποιητικές πρακτικές και συμπεριφορές μέσα στην οικογένεια,κάτι το οποίο γνωρίζουμε πως δυστυχώς δεν συμβαίνει πάντοτε. Και θα προσθέσω και κάτι άλλο που ίσως φανεί ενοχλητικό προς τους γονείς, θα πρέπει επίσης να προστατέψουν τα παιδιά τους από τους ίδιους και τις προσωπικές τους φιλοδοξίες, επιβάλλοντάς τις άτεγκτα, σε τέτοιο σημείο που κάποιες φορές να επιτρέπουν, αλλά και να επιθυμούν κακοποιητικές συμπεριφορές, αυταρχισμό και σκληρότητα από τους προπονητές, δασκάλους και λοιπούς που κρατούν το μέλλον των παιδιών τους στα χέρια τους.
-Από ποια ηλικία και μετά είναι δεκτικό ένα παιδί σε συμβουλές;
Ένα παιδί είναι σε θέση να ακούει συμβουλές από πολύ μικρό και να τις προσλαμβάνει, ανάλογα βέβαια με την περίοδο της διανοητικής του ανάπτυξης που διανύει και στο μέτρο που μιλάμε για ένα παιδί με τυπική και φυσιολογική ανάπτυξη. Υπάρχουν δηλαδή διαφορετικοί τρόποι και προσεγγίσεις προς παραδειγματισμό, οδηγίες και συμβουλές ανάλογα την ηλικία ώστε το παιδί να προσλάβει τις πληροφορίες και να τις εμπεδώσει. Στις ηλικίες πριν τα 5 το παιδί, αν αρχίσει η οριοθέτηση της συμπεριφοράς του, τότε και εκείνο μαθαίνει σιγά σιγά να ελέγχει τη συμπεριφορά του, δεν είναι βέβαια εύκολο να ελέγχει τη συμπεριφορά των άλλων. Κατά την άποψη μου, όμως, είναι πιο ασφαλές και δυνατό να δίνονται πιο πολύπλοκες και σύνθετες συμβουλές και βαθμηδόν προϊούσης της ανάπτυξής του μετά τα 5-6 έτη και για λόγους αναπτυξιακούς και για λόγους συγκρότησης του ψυχισμού του. Θα είναι καλό σε αυτό το σημείο να ενθαρρύνουμε τους γονείς να διαβάσουν και να πληροφορηθούν για αυτά τα θέματα, υπάρχουν βιβλία εύληπτα και έγκυρα που θα καταστούν πολύ βοηθητικά. Όπως, επίσης είναι πολύ εποικοδομητική η απεύθυνσή τους σε έναν ειδικό, ώστε να λύσουν πολλές απορίες τους και να ενημερωθούν.
«Ένα παιδί, και οποιοσδήποτε άλλωστε από εμάς, δεν μιλά εκεί που δεν το ακούν, εκεί όπου οποιαδήποτε ένστασή του θα επισύρει την τιμωρία του και θα το μετατρέψει σε φταίχτη».
-Πώς ενθαρρύνουμε το παιδί μας να μας μιλήσει έγκαιρα;
Μόνο με την καλλιέργεια μέσα στους κόλπους της οικογένειας του διαλόγου και του κλίματος εμπιστοσύνης, της ενεργητικής ακρόασης και της πλήρους κατανόησης των δικαιωμάτων του παιδιού. Ένα παιδί, και οποιοσδήποτε άλλωστε από εμάς, δεν μιλά εκεί που δεν το ακούν, εκεί όπου οποιαδήποτε ένστασή του θα επισύρει την τιμωρία του και θα το μετατρέψει σε φταίχτη ή θα θεωρηθεί κάθε παράπονό του ή δείγμα απροθυμίας και θλίψης ασήμαντο και αμελητέο. Δυστυχώς αυτό που διαφεύγει σε πολλές οικογένειες είναι ότι και το παιδί είναι ένα υποκείμενο-φυσικά εν εξελίξει σε σχέση με την υποκειμενοποίησή του, ωστόσο ένα υποκείμενο που δικαιούται να αρθρώσει λόγο και να ακουστεί με πολύ μεγάλη σοβαρότητα. Με άλλα λόγια χρειάζεται αποδοχή των αναγκών του και όχι ψυχολογική απόρριψη, και επιπλέον συναισθηματική αγωγή, αντί της υπερπροστασίας ή της αδιαφορίας του γονιού.
-Πού σταματάει η επιβολή της πειθαρχίας και πού αρχίζει η κακοποίηση;
Θίγετε ένα θέμα πολύ λεπτό, που κινδυνεύω να χαρακτηριστώ υπερβολική αν πω ότι οποιαδήποτε χειρονομία, λέξη, ύφος, τόνος της φωνής ξεπερνά μια στιβαρή οδηγία και συμβουλή για μένα είναι η ουδός της κακοποίησης. Οποιαδήποτε κίνηση παραβιάζει το σώμα και την αξιοπρέπεια του παιδιού είναι κακοποίηση. Ας μην γελιόμαστε υπάρχουν εξαιρετικοί και ακίνδυνοι τρόποι για να πετύχουμε την πειθάρχηση, στην προκειμένη περίπτωση ενός αθλητή ή μίας αθλήτριας ακόμη και όταν πρόκειται για ένα παιδί. Ακόμη και όταν μιλάμε για πρωταθλητισμό, η σκληρή δουλειά προς την επίτευξή του απέχει παρασάγγας από τη σκληρότητα ενός προπονητή ή την κακοποιητική του συμπεριφορά και τακτική προς το παιδί που κατευθύνει. Οι άνθρωποι που επιστρατεύουν κακοποιητικούς τρόπους (εξευτελισμό, ύβρεις, συναισθηματική βία), μιλάω εδώ για την ψυχική κακοποίηση, είναι ανίκανοι να κάνουν καλά τη δουλειά τους, γιατί ακόμα και αν επιτύχουν τον μαθησιακό στόχο, τραυματίζουν ανεπιστρεπτί το παιδί. Το να είναι κάποιος προπονητής ή δάσκαλος δεν έγκειται στο να πετυχαίνει τον αθλητικό στόχο ή το γνωστικό αλλά να συνδράμει στην υγιή συγκρότηση του ψυχισμού του αθλητή ή του μαθητή.
-Θεωρείτε ότι οι προπονητές πρέπει περνούν από ψυχιατρικό έλεγχο ανά τακτά διαστήματα;
Ασφαλώς! Εμείς οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας γιατί περνάμε; Γιατί κάνουμε χρόνια προσωπική θεραπεία; Πιστεύω πως κρίνεται απαραίτητο. Καταρχάς, αν δεν κάνω λάθος, δεν περνούν ούτε καν άπαξ ψυχιατρικό έλεγχο, ώστε να ασκήσουν το επάγγελμά τους. Πράγμα αδιανόητο για κάποιον που εργάζεται με ανθρώπους και δη με παιδιά δημιουργώντας σχέσεις μεταβίβασης και εξάρτησης εκ των πραγμάτων και λόγω της φύσης του έργου τους. Πράγμα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο και όχι να το συζητάμε εκ των υστέρων των αποτρόπαιων αποκαλύψεων.
-Η παρουσία παιδοψυχολόγου/ψυχολόγου σε σχολεία και αθλητισμό θα είχε αποτρέψει τέτοια συμβάντα; Υποθέτω το πλαίσιο υποστήριξης έχει πολλές παραμέτρους.
Ναι, είναι απαραίτητη. Ένας, επαρκώς και ορθά κατηρτισμένος επαγγελματίας ψυχικής υγείας σε αυτά τα πλαίσια δρα σε τρία επίπεδα, προληπτικά, αξιολογητικά ως προς το πρόβλημα και τέλος παρεμβατικά ως προς τη διαχείριση και επεξεργασία του προβλήματος που τυχόν έχει προκύψει, ειδικά όταν πρόκειται για έναν κλινικό ή σχολικό ψυχολόγο που έχει ειδικευτεί. Ο ψυχολόγος δημιουργεί μια στέρεη εμπιστευτική θεραπευτική ή συμβουλευτική σχέση και έτσι μπορεί να διαβλέψει, να προλάβει, να υποδεχτεί και να βοηθήσει στη διαχείριση τέτοιων συμβάντων.
Είναι λυπηρό που παρατηρούμε την έλλειψη ειδικών ψυχικής υγείας σε τόσο ευαίσθητα πλαίσια, που τελικά σε κάποιες περιπτώσεις γίνονται επισφαλή. Είναι παρωχημένη πρακτική και στάση ιδιαίτερα στον αθλητισμό ο μόνος απαραίτητος ειδικός να είναι ο αθλητίατρος. Σε κάποια πλαίσια αθλητικών δραστηριοτήτων υπάρχουν βεβαία κάποιοι αθλητικοί ψυχολόγοι, ωστόσο το έργο τους είναι κάπως διαφορετικό, κάποιες φορές δηλαδή επικεντρώνονται στη δυναμική της ομάδας ή του αθλητή σε σχέση με τον στόχο επίδοσής του. Επίσης, θα έπρεπε να υπάρχουν ομάδες υποστήριξης των γονέων και συμβουλευτική γονέων ή θα έπρεπε να έχει γίνει πιο ξεκάθαρο στους γονείς ότι είναι αναγκαίο να ενημερώνονται και να λαμβάνουν επιστημονικές συμβουλές από τους ειδικούς.
-Γιατί ένας προπονητής γίνεται τόσο σκληρός με τα παιδιά;
Κοιτάξτε αυτό είναι ένα σύνθετο θέμα. Θα ήταν ανώφελο και λανθασμένο να γενικεύσουμε για όλες τις περιπτώσεις. Ωστόσο θα αναφερθώ σε δύο επίπεδα αιτιών σε αδρές γραμμές: το ένα είναι το ψυχικό επίπεδο και το άλλο το κοινωνικό. Και εξηγώ, ένας άνθρωπος με κακοποιητική συμπεριφορά και πρακτικές, εσείς χρησιμοποιείτε τη λέξη σκληρός, ενώ βρισκόμαστε μπροστά σε καταγγελίες που έχουν περάσει το όριο της σκληρότητας, ένας τέτοιος προπονητής λοιπόν, εγώ θα τον ονόμαζα δράστη ή θύτη, ενδεχομένως αντιμετωπίζει βαθιά και σοβαρά ψυχολογικά θέματα, πιθανόν να έζησε και ο ίδιος σε τραυματικά περιβάλλοντα,πιθανόν και ο ίδιος να έχει υποστεί κακοποίηση και ταυτιζόμενος με τον επιτιθέμενο (είναι ένας ψυχικός μηχανισμός άμυνας) να διαιωνίζει την κακοποίηση μπαίνοντας τώρα αυτός στη θέση του θύτη.
Πολλές έρευνες επίσης επισημαίνουν την καταστροφική στάση της μητέρας των δραστών που τροφοδότησαν με μίσος τα παιδιά τους συμβάλλοντας στη ψυχοσύνθεση ενός κακοποιητή, ακόμη και βιαστή, η απουσία της πατρικής λειτουργίας, επίσης, που βάζει τα όρια στην επιθυμία μπορεί να έχει συμβάλλει, για παράδειγμα δηλαδή να επιτρέπει μια ανερμάτιστη και ανάλγητη στάση, όπου ο δράστης θεωρεί πως μπορεί να κάνει πράξη τη φαντασίωσή του, χωρίς να νοιάζεται για τις επώδυνες συνέπειες αυτής του της πράξης στο θύμα. Εδώ, όμως κρίνω απαραίτητο να τονίσω πως με αυτές τις εξηγήσεις που άπτονται του ψυχολογικού επιπέδου δεν δικαιολογώ τον κακοποιητή, τον ερμηνεύω.
Η δικαιολόγηση μπορεί να καταστεί επικίνδυνη στο μέτρο που μπορεί να οδηγήσει τον θύτη να αποποιηθεί τις ευθύνες του για τις αποτρόπαιες και επονείδιστες πράξεις του. Να καλυφθεί πίσω από την ταμπέλα «ψυχολογικά προβλήματα». Ως προς το κοινωνικό επίπεδο, ένας προπονητής μπορεί να γίνει θύτης και δράστης κακοποίησης γιατί δυστυχώς η πατριαρχική κοινωνία ευνοεί την κανονικοποίηση της κακοποίησης και καλλιεργεί την κουλτούρα του βιασμού. Η δομή μιας κοινωνίας με όρους επιβολής, εξάρτησης και εξουσιοκρατίας δίνει το προνόμιο στον κυρίαρχο να προβαίνει σε πράξεις κακοποιητικές που εκλαμβάνονται ως φυσικές και αναμενόμενες και η ένσταση σε αυτές να χαρακτηρίζεται ως υπερβολική. Και πάρα πολλές φορές επίσης μετακυλίει την ευθύνη στο θύμα, στον επιζήσαντα τους τραύματος και της κακοποίησης. Τον τελευταίο καιρό τα γεγονότα μάς κατέδειξαν αυτό που λέω κατάφωρα.
«Ο ψυχικός και σωματικός τραυματισμός εκτός των άλλων συνίσταται στη συντριπτική αίσθηση του θύματος πως δεν αντέδρασε όπως θα έπρεπε εκείνη τη στιγμή, κάτι που έτσι και αλλιώς θα ήταν αδύνατον».
-Κάποιοι -στη γυμναστική εν προκειμένω- υποστήριξαν ότι μία γυναίκα προπονήτρια δεν «παρεξηγείται» αν αγγίξει σε ευαίσθητα σημεία τα παιδιά. Αυτή η προσέγγιση προσωπικά μού φαίνεται, τουλάχιστον, λάθος. Είναι όμως;
Και πολύ σωστά σας φαίνεται λάθος. Και δεν φαίνεται μόνο, είναι. Και πάλι μέσα από αυτό το στερεότυπο διαφαίνεται η σύγχυση της πατριαρχικής κοινωνίας. Ποιος είπε ότι μια γυναίκα δεν μπορεί να γίνει κακοποιητής ή να καταλάβει μια θέση κυρίαρχου με τα παραπάνω χαρακτηριστικά που περιέγραψα; Ασφαλώς οι γυναίκες έχουν υποφέρει από την πατριαρχική βία, και όχι μόνο, μιλάμε πια ανοιχτά και ευτυχώς για τη γυναικοκτονία, αλλά μην μπερδευόμαστε, φορείς της πατριαρχίας και της κανονικοποίησης της κακοποίησης μπορεί να είναι και άτομα με γυναικείο φύλο, με ανδρικό φύλο, με μη προσδιορισμένο φύλο. Η κακοποίηση είναι η παραβίαση του σώματος και της ψυχής. Οποιοσδήποτε, οποιαδήποτε ή οποιοδήποτε προβαίνει σε πράξεις παραβίασης και τραυματισμού προσβάλλοντας την ψυχοσωματική οντότητα και αξιοπρέπεια κάποιου άλλου, και πόσο μάλλον ενός παιδιού, είναι δράστης και θύτης κακοποίησης.
-Κάποια από τα παιδιά που συνέταξαν την καταγγελία αποξενώθηκαν πλήρως από τον αθλητισμό. Είναι μια πιθανή επίπτωση των συμπεριφορών που έγιναν αποδέκτες, αυτή η άρνηση;
Μα ασφαλώς και είναι μια πιθανή επίπτωση, το ίδιο δεν είδαμε και στον χώρο της τέχνης; Κάποιοι από τους επιζήσαντες δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να διαχειριστούν τον τραυματισμό τους μέσα στο ίδιο το πλαίσιο όπου συντελέστηκε η κακοποίηση, και τα επιτέλεσματα αυτής οδήγησαν αυτά τα παιδιά στην αποξένωση και στην ανεπιστρεπτί εγκατάλειψη του χώρου. Είναι ευνόητο πως μια τέτοια συνέπεια εντείνεται από την απουσία υποστηρικτικού δικτύου και πλαισίου και από την αίσθηση των κακοποιημένων παιδιών ότι κανείς δεν θα τα ακούσει και δεν θα τα πιστέψει.
-Κλείνουν αυτά τα τραύματα;
Αφήσατε το πιο δύσκολο ερώτημα για το τέλος. Για να απαντήσω στο ερώτημά σας αυτό, θα μου επιτρέψετε να εξηγήσω για τους αναγνώστες για άλλη μια φορά τι είναι το τραύμα που συνεπάγεται μια σωματική, ψυχική και συναισθηματική κακοποίηση, γιατί αλλιώς η απάντησή μου θα χαρακτηρίζεται από προχειρότητα που δεν μου την επιτρέπω, κυρίως σε αυτούς τους αλγεινούς καιρούς. Ο ψυχικός και σωματικός τραυματισμός εκτός των άλλων συνίσταται στη συντριπτική αίσθηση του θύματος πως δεν αντέδρασε όπως θα έπρεπε εκείνη τη στιγμή, κάτι που έτσι και αλλιώς θα ήταν αδύνατον, εφόσον δέχεται μια δυσανάλογη με τις δυνάμεις του επίθεση.
Ο κλινικός ορισμός που μας είναι περισσότερο διαδεδομένος είναι: κάτι είναι τραυματικό όταν υπερβαίνει τη δυνατότητα του ατόμου να το διαχειριστεί, και διακόπτει την ικανότητά του να απορροφήσει και να επεξεργαστεί το επώδυνο γεγονός. Ένα τέτοιο τραύμα μπορεί να προκαλέσει αισθήματα αβοηθησίας και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Αυτό το είδος τραύματος συμβαίνει σε πραγματικό χρόνο -το τραύμα προκύπτει δηλαδή τη στιγμή του τρομακτικού ή ανυπόφορου γεγονότος. Αυτή είναι η πιο ευρέως διαδεδομένη κατανόηση. Ωστόσο, η ψυχανάλυση πάει πιο βαθιά στο άχρονο του τραύματος ή αλλιώς ειπωμένο στη χρονικότητά του. Και για να γίνω σαφής: Ο Freud θεωρούσε ότι το ψυχικό τραύμα απαιτεί δύο συμβάντα που γίνονται σε δύο διαφορετικές στιγμές.
Αρχικά έχουμε το πρώτο συμβάν, την πρώτη ενόχληση, η οποία εγγράφεται στην μνήμη, αλλά δεν γίνεται κατανοητή. Στη συνέχεια, ένα δεύτερο συμβάν προκαλεί ψυχική και σωματική διέγερση που μπορεί να αναζωπυρώσει τη μνήμη του πρώτου. Τότε, γίνεται εντελώς κατανοητό το αρχικό συμβάν και βιώνεται διαφορετικά και έτσι του δίνεται η σημασία που πρέπει. Το τραύμα δηλαδή δεν εξαντλείται στον πραγματικό χρόνο που συνέβη και οι συνέπειές του λειτουργούν σε όλη τη διάρκεια της ζωής, αλλά και η ίδια του η αναγνώριση στην ουσία του και συνειδητοποίηση έρχεται εκ των υστέρων με πολύ πιο βαρύ τραυματικό φορτίο ενδεχομένως απ’ όταν συντελέστηκε. Άλλωστε, την ώρα του συμβάντος το «εγώ» ενεργοποιεί διάφορους μηχανισμούς άμυνας (π.χ. απόσχιση, απώθηση, μόνωση, καταστολή κ.λ.π), για να προφυλάξει από την συναισθηματική υπερφόρτιση και ψυχική οδύνη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το τραύμα συνέβη ναι μεν τη συγκεκριμένη στιγμή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτός που το υπέστη αναγνωρίζει πόσο μεγάλη επίδραση έχει πάνω του. Μπορεί το τραυματισμένο υποκείμενο να αναπτύξει ποικιλία ψυχοσωματικών συμπτωμάτων και δυσάρεστων συναισθημάτων, χωρίς να μπορεί να αναγνωρίσει την πηγή και χωρίς να μπορέσει να τις συνδέσει με τη σεξουαλική ή ψυχική κακοποίηση.
«Οι άνθρωποι που έχουν υποστεί τραύμα νιώθουν ότι βρίσκονται σε μια ατελείωτη κατάσταση πόνου, φοβούνται και ντρέπονται».
Μία τραυματική εμπειρία μπορεί να σημαίνει εντελώς διαφορετικά πράγματα για το ίδιο άτομο στο πέρασμα του χρόνου, όταν το θύμα πχ βρίσκεται ενώπιον συνθηκών που το κάνουν να το ξαναβιώνει ή να το θυμάται, ή κάποιες νέες πληροφορίες μπορούν να αλλάξουν την αρχική εμπειρία. Πιο συγκεκριμένα πχ μια γυναίκα πέφτει θύμα ασέλγειας στα 7 της χρόνια από συγγενικό πρόσωπο ή τον προπονητή της, και κατανοεί το τραυματικό χαρακτήρα αυτής της πράξης όταν ως φοιτήτρια κακοποιείται σεξουαλικά από τον σύντροφό της. Υπάρχουν γυναίκες και άντρες που προσέρχονται στη θεραπεία με έντονη χρόνια δυσφορία και δυσθυμία συναισθηματικές δυσκολίες εδραίωσης σχέσεων εμπιστοσύνης που έχουν απωθήσει το συμβάν και έχουν μεταθέσει την αιτία των συμπτωμάτων τους σε άλλες καταστάσεις που μέσα στις συνεδρίες θα συνδεθούν και να φέρουν στο φως απωθημένα τραυματικά γεγονότα, επίσης θύματα που θυμούνται πολύ καλά το συμβάν και πιστεύουν πως ήταν μια κακιά στιγμή χωρίς να του δίνουν τη βαρύτητα που πρέπει και που ανακαλύπτουν στη θεραπεία τους τις συντριπτικές εν τέλει συνέπειες, θύματα που θεώρησαν πως αυτό είναι κάτι που συμβαίνει και πρέπει να το ξεπεράσουν μόνα τους.
Επίσης, παιδιά που κακοποιούνται εμφανίζουν φαινομενολογικά σημεία νοητικής υστέρησης χωρίς κάτι τέτοιο να συμβαίνει, σαν αν εκπίπτουν οι νοητικές ικανότητες με σκοπό την άμυνα του υποκειμένου από το ειδεχθές, ή έντονη απόσυρση από τις δραστηριότητες και δυσκολίες κοινωνικοποίησης, και εκεί όλα αυτά επαφίενται στις δεξιότητες του κλινικού να τα ανασύρει και να κάνει τις απαραίτητες συνδέσεις. Οι άνθρωποι που έχουν υποστεί τραύμα νιώθουν ότι βρίσκονται σε μια ατελείωτη κατάσταση πόνου, φοβούνται και ντρέπονται. Όταν έχουν τη δυνατότητα να αποστασιοποιηθούν από τον πόνο (μέσω της λήθης ή της αποφυγής ερεθισμάτων που τους θυμίζουν το παρελθόν), νιώθουν ανακούφιση. Ωστόσο, αυτή η αποστασιοποίηση δημιουργεί χάσμα στην προσωπική τους ιστορία, αρνητικές συνέπειες στις σχέσεις τους και δυσκολία στη συναισθηματική έκφραση. Μέσω της ψυχοθεραπείας το θύμα της κακοποίησης μεταμορφώνεται από παθητικό δέκτη σε ενεργητικό πομπό. Μέσω, της αφήγησης της ιστορίας του ο πομπός γίνεται αφηγητής μιας ιστορίας στην οποία δεν είναι πια μόνος.
Ως αφηγητής έχει τον έλεγχο και ορίζει τη ροή και τα γεγονότα. Από παθητικό θύμα γίνεται αποτελεσματικός αφηγητής. Τα γεγονότα του παρελθόντος δεν έρχονται πια για να τρομάξουν, αλλά να συνδεθούν και να ερμηνεύσουν τα γεγονότα του παρόντος. Η εξασθένηση του τραύματος λοιπόν, η αναγνώριση του, η σύνδεση του μιλώντας από τη δική μου θέση επέρχεται με πολλή δουλειά και ψυχική επεξεργασία. Μόνο, εκ των υστέρων θα μπορέσει να αρθρωθεί και τότε ακόμη ψυχικοί και κοινωνικοί λόγοι θα επηρεάσουν την αποκάλυψη και δημοσιοποίηση ενός αποτρόπαιου συμβάντος όπως η σεξουαλική κακοποίηση ή επώδυνων τραυματισμών ψυχικής κακοποίησης, και αυτή η αποκάλυψη θα γίνει πάντα ανάλογα με την υποκειμενική ιστορία του καθενός μας και το πλαίσιο στο οποίο έχει επισυμβεί. Πολλές φορές μάλιστα η αποκάλυψή τέτοιων συμβάντων αν δεν γίνει πιστευτή ο τραυματισμός γίνεται βαρύτερος.
Όπως αντιλαμβάνεστε δεν γίνεται να ξεπεραστεί ένα τραύμα αν δεν «μιληθεί», αν δεν αναγνωριστεί από το υποκείμενο που υποφέρει και αν δεν μπει σε μια κάποια επεξεργασία. Όμως προϋπόθεση είναι να ακουστεί. Εκείνες/οι/α που θα μιλήσουν είναι αυτές/οι/α που θα λάβουν υποστήριξη από ένα ασφαλές πλαίσιο κάποια στιγμή της ζωής τους και θα έχουν επεξεργαστεί ψυχικά το συμβάν, κάτι που είναι σχεδόν αδύνατον να γίνει τη στιγμή που διαδραματίζεται το τραυματικό γεγονός. Τότε, το τραύμα δεν θα βρίσκεται συνεχώς μπροστά του ως εμπόδιο σε όλες τις εκφάνσεις τη ζωής τους. Μόνο όταν το θύμα πράγματι νιώθει πως βρίσκεται σε ασφαλές περιβάλλον και μόνο όταν ένα ασφαλές νομικό πλαίσιο το υποστηρίξει, σε ανοιχτά αυτιά και ανοιχτές ψυχές θα διατρανώσει το αποτρόπαιο ή άσχημο ή ανυπόφορο που υπέστη.
Γιατί κανείς δεν μιλά εκεί που δεν τον ακούν. Και στην αποκάλυψη, την υποδοχή και την εμπερίεξη οφείλει να συμβάλει και η πολιτεία. Όλοι μαζί πρέπει να συμβάλλουμε σε έναν κοινωνικό δεσμό που δεν επιτρέπει την κανονικοποίηση της σεξουαλικής, σωματικής, ψυχικής και συναισθηματικής κακοποίησης ή της επαναθυματοποίησης. Πρέπει τα αντανακλαστικά μας ως υποκείμενα και ως κοινωνία να λειτουργούν πιο γρήγορα και να είμαστε σε επαγρύπνηση. Πρέπει να μην μεγαλώνουμε κακοποιητές, βιαστές και επίσης παιδιά που δεν μπορούν να μας μιλήσουν εγκαίρως».
Η Κατερίνα Μαλίχιν είναι Ψυχαναλύτρια, Κλινική Ψυχολόγος Msc, Διδάκτωρ Κλινικής Ψυχολογίας και Έρευνας στην Ψυχανάλυση και Ψυχοπαθολογία, ΕΚΠΑ & Paris Diderot, Paris VII.