20 σπουδαίες Ελληνίδες που σημάδεψαν τη χώρα τα τελευταία 150 χρόνια
- 8 ΜΑΡ 2023
Ένας φόρος τιμής σε σπουδαίες γυναίκες, οι οποίες μέσα από το έργο, την αφοσίωση, την επιμονή, την τόλμη και το ταλέντο τους, κατάφεραν να χαράξουν τη δική τους πορεία και να διαπρέψουν σε όλους τους τομείς.
Γυναίκες που σημάδεψαν την Ελλάδα με την προσφορά τους στις τέχνες, στον πολιτισμό, στην επιστήμη, στα γράμματα, στην πολιτική, στον αγώνα.
20 ιστορίες ζωής που μας εμπνέουν. 20 ιστορίες ζωής που άλλοτε μοιάζουν παραμύθι κι άλλοτε θυμίζουν κόλαση με αντιξοότητες και εμπόδια.
Πείσμα και στόχος. Πρότυπα για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας.
Σπουδαίες Ελληνίδες που σημάδεψαν τη χώρα τα τελευταία 150 χρόνια
Ειρήνη Παππά
Ξεκίνησε από την ηλικία των 15 ετών ως ραδιοφωνική παραγωγός, τραγουδίστρια και χορεύτρια σε διάφορες εκδηλώσεις. Παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, που τότε ονομαζόταν Εθνική Σχολή Κλασικού Θεάτρου με δασκάλους τους Γιώργο Γληνό, Νικόλαο Παρασκευά, Λουκά Καρυντινό, Πέλο Κατσέλη, Δημήτρη Ροντήρη.
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1948, στην επιθεώρηση των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου «Άνθρωποι» στη Λυρική Σκηνή. Στην αυτοβιογραφία του ο Αλέκος Σακελλάριος, γράφει ότι την πρωτοείδε στο Σύνταγμα. Λόγω της εμφάνισης και του περπατήματός της του έμοιαζε σαν «ζωντανή Καρυάτιδα». Την παρουσίασε στον Φίνο και έπαιξε στην πρώτη της ταινία το 1948, που ήταν οι «Χαμένοι άγγελοι» του Νίκου Τσιφόρου.
Το 1951 έγινε γνωστή διεθνώς με την κοινωνική δραματική ταινία «Νεκρή Πολιτεία» της Φίνος Φιλμ αντιπροσωπεύοντας την Ελλάδα, στο Φεστιβάλ των Καννών, με συμπρωταγωνιστή τον Γιώργο Φούντα.
Τρεις από τις ταινίες στις οποίες η Ειρήνη Παπά πρωταγωνίστησε προτάθηκαν για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, με τη γαλλόφωνη «Ζ» του Κώστα Γαβρά να το κατακτά, ενώ υποψήφιες υπήρξαν επίσης και δύο ελληνικές ταινίες, μεταφορές στην μεγάλη οθόνη αρχαίων τραγωδιών, η Ηλέκτρα και η Ιφιγένεια.
Η Ειρήνη Παπά συμμετείχε σε πολλές χολιγουντιανές παραγωγές, ενώ πρωταγωνίστησε και στο θέατρο Μπρόντγουεϊ το 1967.
Το 1979 στο Ηρώδειο, όταν ήταν να παιχτεί το Αντώνιος και Κλεοπάτρα, βρέθηκε σε διαμάχη με τον Δημήτρη Χορν που είχε εκφραστεί απαξιωτικά εναντίον της
Επιτυχία, αναγνώριση, ταπεινότητα. «Όταν έρχομαι εδώ ως σημαντικός άνθρωπος, δεν μου αρέσει. Νομίζω ότι κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, σημαντικός κι ανεπανάληπτος. Η αγάπη του κόσμου είναι για τη δουλειά μου. Εγώ μιλάω για τον εαυτό μου. Το κάνω με χαρά γιατί δίνει στίγμα του ”πλοίου” μου που λένε».
Σύμφωνα με τον κριτικό Ρότζερ Ίμπερτ, η Ειρήνη Παππά είχε τρία «μειονεκτήματα». Το ύψος της, που έκανε πολλούς ηθοποιούς να μην θέλουν να σταθούν δίπλα της, την ομορφιά της που ήταν ανταγωνιστική για τις άλλες ηθοποιούς και τη «βαριά», πελοποννησιακή προφορά της.
Ο Πορτογάλος σκηνοθέτης, Μανοέλ Ντε Ολιβέιρα, είχε πει ότι είναι «η πανέμορφη και μεγαλόπρεπη φιγούρα της ενσαρκώνει τη γυναικεία ψυχή στη βαθύτερη έκφραση της. Είναι η εικόνα της Ελλάδας όλων των εποχών».
Μιλώντας στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο για την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία το 2003, είχε δηλώσει: «Αν γίνει έτσι (και πριν πεθάνω δω σε μια αστραπή όλη μου την ζωή), ξέρω τι θα δω.
Μια φορά που περπάταγα στη Νέα Υόρκη κι επειδή μου ‘χε αρέσει ένας άνθρωπος κοίταζα το χιόνι που ήταν μόλις στρωμένο κι είχανε περάσει πάνω οι άνθρωποι κι έλεγα ”Μπορεί αυτά τα χνάρια να ’ναι δικά του”. Στο χωριό μου, ένα ποταμάκι που μου φαινόταν μεγάλο, με ιτιές και νεροφίδες. Ένα ρόδι. Το πηγάδι μας.
Μια μέρα που ζύμωνε η μάνα μου και τρέχανε οι ιδρώτες. Το πάνω μετόχι, το παλιό μοναστήρι. Μια μέρα στον Άγιο Πέτρο στη Ρώμη, που περπάτησα λίγο πιο μπρος από έναν άντρα που αγαπούσα, κι άκουσα πίσω τα βήματα του και γύρισα και ήταν η Πιετά. Και μερικές σεξουαλικές στιγμές. Πράγματα εντελώς φευγαλέα, που εκ των υστέρων έμαθα ότι είναι αυτό που λέμε ”η ευτυχία”».
Το 2008, η Ιταλία την τίμησε με το «Βραβείο Ρώμη» στο αρχαίο θέατρο της «Όστια Αντίκα». Τότε όταν παρέλαβε το βραβείο είχε πει: «Δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω, μπορώ μόνο να πω ότι η Αθήνα θα είναι πάντα η μητέρα μου, αλλά η Ρώμη, παράλληλα, είναι δεύτερη μητέρα μου, από ξεκάθαρη επιλογή μου».
Οι σκηνοθέτες τη λάτρεψαν, οι συνάδελφοί της την εκθείασαν. Για την Κάθριν Χέπμπορν ήταν «η σπουδαιότερη ηθοποιός που υπάρχει».
«Ποτέ δεν κέρδισα Όσκαρ και τα Όσκαρ ποτέ δεν κέρδισαν την Ειρήνη Παπά».
Κατίνα Παξινού
Τον Ιανουάριο του 1944 η Κατίνα Παξινού γίνεται η πρώτη γυναίκα που κερδίζει το βραβείο Β’ Γυναικείου Ρόλου στις Χρυσές Σφαίρες για την ταινία «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». Στις 2 Μαρτίου κερδίζει και το Όσκαρ και το δικό της αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας.
Oταν ο φάκελος ανοίγει και ακούγεται το όνομά της δεν το ακούει. Σε συνέντευξή της είχε πει: «Ο Γκάρι Κούπερ που καθόταν δίπλα μου άρχιζε να με σπρώχνει. “Εσύ είσαι. Εσύ είσαι, μου φώναζε. Πήγαινε στη σκηνή».
«Επιτρέψτε μου να μοιραστώ τη μεγάλη τιμή που απονέμεται απόψε σε μένα με τους συναδέλφους μου του Εθνικού Θεάτρου Αθηνών. Είτε έφυγαν, είτε βρίσκονται στη ζωή, μια που η μοίρα με όρισε να τους αντιπροσωπεύω εδώ, θα πει παραλαμβάνοντας το χρυσό αγαλματίδιο, το μοναδικό που απέσπασε η ταινία εκείνο το βράδυ.
Είχε ήδη αρνηθεί τρεις φορές στους ανθρώπους της Paramaount να πάει στο στούντιο για τον ρόλο της Πιλάρ στο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». Ο Χέμινγουεϊ την επισκέπτεται στο καμαρίνι της και της ζητά να πάει να κάνει δοκιμαστικό.
Δέχεται. Το δοκιμαστικό γίνεται, η Παξινού παίρνει τον ρόλο. Η ταινία βγαίνει στους κινηματογράφους το 1943. Οι κριτικοί φυσικά την αποθεώνουν.
Το 1947 βραβεύθηκε με το βραβείο Κοκτώ για το κινηματογραφικό έργο Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1952 και ξανάρχισε τις εμφανίσεις της στο Εθνικό Θέατρο με τον Αλέξη Μινωτή. Ανέβασε Χένρικ Ίψεν και Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, αλλά με κύριο πλέον ενδιαφέρον στις παραστάσεις αρχαίων θεατρικών έργων.
Απέδωσε τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στα έργα: Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα του Λόρκα, Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας του Φρίντριχ Ντύρενματ, Η τρελή του Σαγιό του Ζαν Ζιρωντού, Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα του Ευγένιου Ο’ Νηλ.
Εμφανίστηκε και στις ταινίες Ο κύριος Αρκάντιν του Όρσον Γουέλς και Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του του Λουκίνο Βισκόντι (1960). Με τον Όρσον Γουέλς είχε συνεργαστεί και στη Δίκη (The Trial, 1962), αλλά η σκηνή στην οποία εμφανίστηκε η Παξινού τελικά κόπηκε. Παρότι η σκηνή δεν υπάρχει στην τελική μορφή της ταινίας, η Παξινού αναφέρεται στους τίτλους.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής συγκρότησαν δικό τους θίασο και ανέβασαν μεταξύ άλλων τα έργα: Ματωμένος γάμος του Λόρκα, Η Ήρα και το παγόνι του Σον Ο’Κέισι, Οι παλαιστές του Στρατή Καρρά.
Η Κατίνα Παξινού ξέρει να δίνει. Να προσφέρει χωρίς να περιμένει ανταλλάγματα. Πόσες φορές χάρισε τα φορέματά της. Πόσες φορές προσποιήθηκε αδιαθεσία για να δώσει την ευκαιρία στις αντικαταστάτριές της να δοκιμαστούν.
Το τηλέφωνο του σπιτιού κουδουνίζει. Η Παξινού με αφόρητους πόνους δεν μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι. Ο Μινωτής σηκώνει το ακουστικό. «Καλησπέρα σας, είμαστε τρεις μαθητές από το Εθνικό Θέατρο και θα θέλαμε να έρθουμε να δούμε την κυρία Παξινού. Είμαστε οι μαθητές που παίρνουμε τον μισθό της και θεωρήσαμε χρέος μας να την επισκεφθούμε».
Ο Μινωτής, όπως και όλοι εκτός από τον γραμματέα της σχολής, δεν είχε ιδέα. Του εξήγησαν ότι τα οικονομικά τους δεν τους επέτρεπαν να σπουδάσουν και ότι η Κατίνα Παξινού έδινε ολόκληρο τον μισθό της για να το καταφέρουν.
Ήδη από το 1969 γνωρίζει για την ασθένειά της. Η συμμετοχή της στην ταινία «Το νησί της Αφροδίτης» ήταν, ουσιαστικά, μία αναμέτρηση με τα όριά της.
Έπαιξε στην ταινία υπομένοντας φρικτούς πόνους. Αργότερα, για την παράσταση «Μάνα κουράγιο», έβγαινε κάθε βράδυ στη σκηνή σέρνοντας ένα ολόκληρο και βαρύ κάρο χωρίς να παραπονεθεί στιγμή.
Ήξερε ότι η κατάστασή της ήταν μη αναστρέψιμη. Ήξερε πως της απέμενε λίγος χρόνος. Το δικό της αντίο θα δινόταν σεμνά στον χώρο που λάτρεψε. Το καλοκαίρι του 1972 είχε πια αποσυρθεί από την ενεργό δράση και ως θεατής πήγε να παρακολουθήσει μια παράσταση στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.
Όταν το κοινό αντιλήφθηκε την παρουσία της ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Ένα παρατεταμένο χειροκρότημα και μια άδεια σκηνή. «Μα τι συμβαίνει», αναρωτήθηκαν κάποιοι τουρίστες που δεν την αναγνώρισαν. «Είναι κάποια βασίλισσα;»
«Ναι, είναι βασίλισσα. Είναι το μεγαλύτερο φαινόμενο στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου», απάντησε κάποιος από τους θεατές.
«Οι άσπλαχνες μέρες του τέλους είχαν φτάσει», έλεγε με πόνο ο Μινωτής. Στις 22 Φεβρουαρίου της επόμενης χρονιάς θα φύγει από τη ζωή νικημένη από τον καρκίνο. Το παρατεταμένο χειροκρότημα αντηχεί ακόμα στην Επίδαυρο για τη βασίλισσά του.
Μαρία Κάλλας
«Είναι παράδοξο, αλλά σήμερα στην κορυφή μίας καριέρας που μπορώ να τη θεωρήσω λαμπερή και που μου έφερε μεγάλη φήμη, κοιτάζω ακόμα γύρω μου και αναρωτιέμαι. Τι συμβαίνει; Πού είναι η αλήθεια; Πού είναι η πραγματικότητα;»
Ο κόσμος την καλεί στη σκηνή δέκα φορές. Οι κουίντες ανοίγουν και κλείνουν δέκα φορές. Θέλουν να τη δουν. Το χειροκρότημα δεν σταματά. Εκείνη με σταυρωμένα τα χέρια λίγο πιο πάνω από το στήθος τούς χαμογελά με σεβασμό, σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι. Πάλι. Ξανά και ξανά. Η Μαρία Κάλλας και πάλι μπροστά στους όρθιους θεατές που ζητωκραυγάζουν και χειροκροτούν.
«Τους αληθινούς καλλιτέχνες τους αναγνωρίζεις με το που ανοίξουν το στόμα τους και η Μαρία ήταν μεγάλη καλλιτέχνης» είπε κάποτε σε συνέντευξή του ο Πίτερ Καντόνα, καλλιτεχνικός διευθυντής του Κόβεν Γκάρντεν.
Η Νόρμα ήταν η ηρωίδα της. «Όποτε την ερμηνεύω είμαι ευτυχισμένη. Νομίζω πως της μοιάζω. Είναι πολύ περήφανη για να δείξει τα πραγματικά της αισθήματα αλλά στο τέλος υποκύπτει».
Και η Μαρία Κάλλας υπέκυψε. Υπέκυψε στην καρδιά της. Το θυμικό της την καθοδηγούσε. Στην προσπάθειά της να επουλώσει τα συναισθηματικά κενά της χάρισε στην ανθρωπότητα μερικές από τις κορυφαίες ερμηνείες όλων των εποχών.
Ήταν η Νόρμα, η Αΐντα, η Μήδεια. Ήταν μία άλλη κάθε φορά. Ήταν όλες εκείνες μαζί. Ήταν ο μύθος. Ήταν η φωνή που σηματοδότησε μία νέα εποχή στην όπερα.
«Είμαι επαγγελματίας. Ξέρω τι πρέπει να κάνω πολύ καλά. Μπορεί να μου προσάψουν πολλά, αλλά κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει για έλλειψη οργάνωσης».
Γεννιέται στο Μανχάταν στις 2 Δεκεμβρίου 1923 από γονείς Έλληνες μετανάστες και παίρνει το όνομα Άννα Μαρία. Είναι το δεύτερο κορίτσι του Γιώργου και της Λίτσας Καλογερόπουλου. Ο πατέρας της φαρμακοποιός και η μητέρα της νοικοκυρά. Το ζευγάρι δεν τα πηγαίνει καλά και τελικά χωρίζει.
Η Λίτσα παίρνει τη Μαρία και την αδερφή της, την Τζάκι, και φεύγουν για την Ελλάδα. Θα μείνουν στα Σεπόλια, σε μία παλιά μονοκατοικία στην οδό Ξανθίππης μαζί με τη γιαγιά τους. Ούτε εκεί αντέχουν για πολύ.
Φτιάχνουν πάλι τις βαλίτσες τους. Εισιτήριο αυτή τη φορά δεν θα χρειαστούν. Η μητέρα της Κάλλας έχει ανακαλύψει αυτό που θα τους εξασφαλίσει μία πλουσιοπάροχη ζωή. Η χοντρή, όπως πολλές φορές θα την αποκαλεί, και άχαρη κόρη της, Μαρία, είχε ένα ταλέντο από τον θεό δοσμένο. Αυτό ήταν το εισιτήριό τους.
«Το πρόγραμμα ήταν καθορισμένο από τη μητέρα μου. Θα γινόμουν καλλιτέχνης με κάθε τρόπο. Οι γονείς πολλές φορές λένε έχω θυσιαστεί για εσένα, πρέπει να κάνεις όσα έπρεπε να κάνω εγώ στη ζωή μου» θα εξομολογηθεί σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις της η Μαρία Κάλλας.
Περνά ώρες στο δωμάτιο μόνη της ακούγοντας όπερα. Εκεί, στον πέμπτο όροφο Πατησίων 61 και Σκαραμαγκά ξεκινά να χτίζεται ο μύθος. Κι ας μην το ξέρει. Κι ας μην μπορεί να το φανταστεί. «Μόνο όταν τραγουδούσα πίστευα πως με αγαπούσαν».
Η όπερα ήταν ο δρόμος. Ο δικός της δρόμος και κανένας δεν μπορούσε να την εμποδίσει να πάει προς τα εκεί.
Στο Εθνικό Ωδείο θα ακουστεί για πρώτη φορά σε κόσμο η φωνή της. Η Ισπανίδα Ελβίρα Ντε Ιντάλγκο είναι η δασκάλα της. Είναι ο πρώτος άνθρωπος που την πιστεύει. Αγνά και ανιδιοτελώς.
Το 1942 κλείνει τα 18 και πρωταγωνιστεί στην Τόσκα. Γίνεται διάσημη. Όλοι μιλούν για τη φωνή της. Ο αυστηρός Ιωάννης Ψαρούδας του Βήματος γράφει μετά την παράσταση: «Μία ωραία υπόσχεση για το μέλλον».
Η Μαρία Κάλλας θα δώσει πολλές υποσχέσεις και θα τις κρατήσει μέχρι το τέλος της ζωής της. Μία από αυτές; Να μείνει για πάντα δοσμένη στις δύο μεγάλες αγάπες της. Την όπερα και τον Αριστοτέλη Ωνάση.
Στις 15 Μαρτίου 1975 ο Ωνάσης αφήνει την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο του Παρισιού. Εκείνη βρίσκεται στο πλευρό του. Λίγα χρόνια νωρίτερα, θα πει ότι εκείνη τον άφησε να φύγει και να παντρευτεί την Τζάκι. «Αν είναι εκείνος ευτυχισμένος, είμαι κι εγώ».
Ούτε δύο χρόνια δεν πέρασαν. Στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977, η βοηθός της τη βρίσκει νεκρή στο δωμάτιό της. Χρήση βαρβιτουρικών. Καρδιακή προσβολή.
«Πρώτα έχασα τη φωνή μου, μετά το σώμα μου και στο τέλος τον Ωνάση».
Η καρδιά της παύει να χτυπά.
Μελίνα Μερκούρη
Η Μελίνα είναι η τελευταία Ελληνίδα θεά, όπως την αποκαλεί η ιταλική Corriere della Sera. Μία γυναίκα σύμβολο που σημάδεψε την Ελλάδα με τα λόγια, τις πράξεις και την παρουσία της.
Έζησε με μία και μόνο βαθιά επιθυμία. Να δει τα Μάρμαρα του Παρθενώνα να επιστρέφουν στην πατρίδα τους. «Ελπίζω να δω τα Μάρμαρα πίσω στην Αθήνα προτού πεθάνω. Αν όμως έρθουν αργότερα, εγώ θα ξαναγεννηθώ».
Τον Ιούλιο του 1982 στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της Unesco στο Μεξικό θέτει για πρώτη φορά επίσημα θέμα επιστροφής των μαρμάρων.
«Υπάρχουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Δεν υπάρχουν Ελγίνεια Μάρμαρα. Όπως υπάρχει ο Δαβίδ του Michelangelo, υπάρχει η Αφροδίτη του Da Vinci, υπάρχει ο Ερμής του Πραξιτέλη, υπάρχουν οι Ψαράδες στη θάλασσα του Turner, υπάρχει η Capella Sixtina. Δεν υπάρχουν Ελγίνεια Μάρμαρα» θα φωνάζει μέχρι τέλους.
«Η Ελλάδα είναι η πραγματική μου δύναμη, ο πραγματικός καημός μου. Η Ελλάδα πρέπει να πρωταγωνιστεί για τον πολιτισμό. Η Ελλάδα, αυτό είναι η κληρονομιά της, αυτό είναι η περιουσία της κι αν το χάσουμε αυτό θα είμαστε κανείς».
Η Μελίνα Μερκούρη γεννήθηκε στις 18 του Οκτωβρίου του 1920 σε ένα αριστοκρατικό αρχοντικό επί της οδού Τσακάλωφ στο Κολωνάκι. Ο πατέρας της διατελεί βουλευτής και ο παππούς της Σπύρος για 11 χρόνια θα παραμείνει στη θέση του δημάρχου Αθηναίων. Ο παππούς Σπύρος είναι η διαρκής αναφορά της, το πρότυπό της.
«Με έμαθε να λατρεύω την Ελλάδα, να είμαι γενναία, να μην λογαριάζω τα χρήματα. Ήταν μεγάλη ντροπή για εκείνον τα χρήματα. Μου έμαθε το παραμύθι της ζωής. Μου εμφύσησε την ιδέα πως η Ελλάδα, η Αθήνα είναι κορυφή» θα πει η ίδια σε συνέντευξή της.
Το 1955 είναι χρονιά ορόσημο για την καριέρα και τη ζωή. Ο Μιχάλης Κακογιάννης την επιλέγει για τον πρωταγωνιστικό ρόλο της «Στέλλας».
Παίζει στο πλευρό του Γιώργου Φούντα, γίνεται σύμβολο και αλλάζει μια για πάντα την ιστορία του κινηματογράφου. Η υποψηφιότητα για το πρώτο βραβείο ερμηνείας στις Κάννες την καθιερώνει ως μία εκ των κορυφαίων.
Η άνοιξη του ’55 τη βρίσκει να πατά το κόκκινο χαλί των Καννών. Το βραβείο δεν δίνεται σε καμία εκείνη τη χρονιά γιατί η Μελίνα και η αντίπαλός της θεωρούνται ισάξιες. Το τέλος της βραδιάς τη βρίσκει να κλαίει σε μία αίθουσα, όταν μπροστά της εμφανίστηκε ο έρωτας της ζωής της.
Εκείνο το βράδυ η Μελίνα Μερκούρη θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τον Ζυλ Ντασσέν. «Είναι υπέροχο πράγμα να μπορείς να αγαπάς. Είναι πράγμα θείο».
Στις Κάννες θα επιστρέψουν μαζί το 1960 με το Ποτέ την Κυριακή. Πέντε υποψηφιότητες για Όσκαρ, ανάμεσά τους ο πρώτος, γυναικείος ρόλος. Χάνει από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ.
Το απόγευμα της 6ης Μαρτίου του 1994 η Μελίνα Μερκούρη θα φύγει από τη ζωή σε ένα κρεβάτι στο Memorial της Νέας Υόρκης. Η σορός της μεταφέρθηκε στην Αθήνα και εξετέθη σε λαϊκό προσκύνημα.
Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε με τιμές αρχηγού κράτους και μία λαοθάλασσα τη συνόδευσε στην τελευταία της κατοικία. Την ώρα της κηδείας της τα θέατρα και τα μαγαζιά στο Broadway παρέμειναν κλειστά, ενώ η ημέρα του θανάτου της, έχει ορισθεί από την Unesco ως παγκόσμια ημέρα Πολιτισμού.
Αμαλία Φλέμινγκ
Αμαλία Φλέμινγκ, σπουδαία Ελληνίδα γιατρός και αγωνίστρια. Το όνομά της μπορεί να είναι γνωστό όμως για πολλά χρόνια το έργο και η αντιδικτατορική και φιλανθρωπική δράση της παρέμεναν άγνωστα.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 28 Ιουνίου του 1912 και ήταν κόρη του γνωστού δερματολόγου της Πόλης, Χαρίλαου Κουτσούρη.
Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου αναγορεύτηκε διδάκτωρ, και συνέχισε τις σπουδές της στο Παρίσι (όπου και εργάστηκε στο Νοσοκομείο Necker), και στο Λονδίνο. Στη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση.
Το 1945, με υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου, πήγε στο Λονδίνο όπου εργάστηκε στο Wright Fleming Institute δίπλα στον Νομπελίστα μικροβιολόγο Αλεξάντερ Φλέμινγκ μέχρι το 1949, οπότε επέστρεψε στην Ελλάδα για να αναλάβει τη διεύθυνση του Ευαγγελισμού. Το 1953 παντρεύτηκε τον Φλέμινγκ, αλλά ο γάμος τους κράτησε μόνο δύο χρόνια, καθώς ο Φλέμινγκ πέθανε το 1955.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας ανέπτυξε έντονη αντιδικτατορική δράση. Συνελήφθη τον Αύγουστο του 1971 με την κατηγορία ότι σχεδίαζε την απόδραση του Αλέκου Παναγούλη. Ύστερα από ανάκριση 25 ημερών, κατά τις οποίες βασανίστηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε από το έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών.
Έβγαζε πλαστές ταυτότητες για τους Εβραίους και όσους είχαν στοχοποιηθεί από το καθεστώς. Η Αμαλία Φλέμινγκ δεν δίστασε, μάλιστα, να χρησιμοποιήσει ως κρησφύγετο ένα σπίτι που είχε κληρονομήσει από τη θεία της.
Στο βιβλίο της, «Προσωπική Κατάθεση», αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ό,τι για ‘μένα ήταν ιερό, καταπατήθηκε τότε από τους ξένους κατακτητές. Δεν υπήρξε η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό μου ότι ήταν καθήκον μου να βοηθήσω όλους όσους βρίσκονταν σε κίνδυνο, επειδή αντιτάσσονταν στον φασιστικό εχθρό».
Η δικτατορία, φοβούμενη τον αντίκτυπο που θα είχε στη διεθνή κοινότητα η φυλάκισή της, την άφησε ελεύθερη και την απέλασε, ενώ της αφαίρεσε και την ελληνική ιθαγένεια. Επέστρεψε στο Λονδίνο από όπου ξαναγύρισε μετά την πτώση της δικτατορίας.
Κατέθεσε ως μάρτυρας στη δίκη των βασανιστών της ΕΑΤ-ΕΣΑ και αναφέρθηκε ιδιαίτερα στη χρήση παραισθησιογόνων και άλλων ουσιών κατά τη διάρκεια ανακρίσεων στην περίοδο της χούντας.
Εξελέγη βουλευτής Επικρατείας το 1977 και βουλευτής Α’ Αθηνών το 1981 και το 1985 με το ΠΑΣΟΚ. Δεν δίστασε όμως να διαφωνήσει δημόσια με τον Ανδρέα Παπανδρέου για τις διαγραφές στελεχών της Δημοκρατικής Άμυνας και του ΠΑΚ από το ΠΑΣΟΚ.
Η Αμαλία Φλέμινγκ διετέλεσε αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνίδων Επιστημόνων (ΣΕΕ) και τιμήθηκε με το παράσημο Ευποιίας (1965).
Παράλληλα, ανέπτυξε δραστηριότητα για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα δικαιώματα των γυναικών και την ειρήνη: Διεθνής Αμνηστία (πρώτη πρόεδρος του ελληνικού τμήματος), Δημοκρατική Μέριμνα, Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Επιτροπή για τον Επαναπατρισμό των Πολιτικών Προσφύγων, Επιτροπή για την απελευθέρωση του Τουρκικού λαού και τη Δημοκρατία.
Πέθανε στις 26 Φεβρουαρίου του 1986, χωρίς να προλάβει να δει τη δημιουργία του Ιδρύματος Βασικής Βιοϊατρικής Έρευνας «Αλέξανδρος Φλέμινγκ», το οποίο ιδρύθηκε χρόνια αργότερα στη Βάρη και σήμερα θεωρείται ως ένα από τα πληρέστερα του είδους του στον κόσμο.
Δέσποινα Αχλαδιώτου
Η κυρά της Ρω, η κυρά της Ρωμιοσύνης. Η νησιώτισσα που ύψωνε την ελληνική σημαία για 40 χρόνια στο ερημονήσι του Αιγαίου, μια ανάσα από τα τουρκικά παράλια.
Το 1927, εγκαταστάθηκαν στη Ρω μόνιμα ο Κώστας και η Δέσποινα Αχλαδιώτου για να ασχοληθούν με την κτηνοτροφία, εντελώς μόνοι τους μέχρι το 1940. Τη χρονιά εκείνη όμως αρρώστησε βαριά ο Κώστας Αχλαδιώτης.
Η φωτιά που άναψε η γυναίκα του για να ειδοποιήσει με σινιάλα καπνού τους κατοίκους του Καστελόριζου και τους παραπλέοντες ψαράδες δεν έγινε εγκαίρως αντιληπτή. Ο σύζυγός της άφησε την τελευταία του πνοή μέσα σε μια ψαρόβαρκα που τον είχε παραλάβει καθυστερημένα για να τον μεταφέρει στον γιατρό του Καστελόριζου.
Η κυρά της Ρω φρόντισε μόνη της για την ταφή του άντρα της. Έπειτα, γύρισε πάλι στη Ρω, αυτή τη φορά με την τυφλή μητέρα της, όπου πέρασε τα χρόνια της κατοχής. Εκεί θα προσέφερε υπηρεσίες σε στρατιώτες του Ιερού Λόχου.
Με «δυνατή φωνή και γοργή περπατησιά», όπως την περιγράφει ο βιογράφος της Κυριάκος Χονδρός, δεν εγκατέλειψε ποτέ το νησί, ακόμα κι όταν το Καστελόριζο, που βομβαρδίστηκε από τους Άγγλους στη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το 1943, σχεδόν ερήμωσε.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1943, για πρώτη φορά ελληνικό αντιτορπιλικό, το «Παύλος Κουντουριώτης», κατέπλευσε στο Καστελόριζο, όπου βομβαρδίστηκε στις 19 Νοεμβρίου 1943 από γερμανικά πυρά. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν πάλι να φύγουν με συμμαχικά πλοία είτε προς την Κύπρο είτε προς τις μικρασιατικές ακτές.
Η Δέσποινα Αχλαδιώτου παρέμεινε στο νησί για να υψώνει κάθε πρωί την ελληνική σημαία, προσφέροντας τη βοήθεια της σε Ιερολοχίτες που βρήκαν καταφύγιο εκεί.
«Τα ξερονήσια του Καστελόριζου και της Ρω τ’ αγαπώ».
«Έμεινα μόνη μου το 1943 στο Καστελλόριζο με την τυφλή μου μάνα, όταν έφευγαν όλοι οι κάτοικοι του νησιού στη Μέση Ανατολή και στην Κύπρο.
Με την ελληνική σημαία υψωμένη και την αγάπη για την Ελλάδα βαθιά ριζωμένη μέσα μου πέρασα όλες τις κακουχίες. Βέβαια η ζωή στη Ρω δεν είναι και τόσο ευχάριστη, αλλά νιώθεις πιο πολύ την Ελλάδα, χαμένος όπως είσαι στο πέλαγος, λίγες εκατοντάδες μέτρα από τις τουρκικές ακτές», είχε πει η ίδια για τη ζωή της.
Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 92 ετών, σε νοσοκομείο της Ρόδου, στις 13 Μαΐου του 1982. Η κηδεία της έγινε δημοσία δαπάνη στο Καστελόριζο και η σορός της μεταφέρθηκε στη Ρω. Ετάφη ακριβώς κάτω από τον ιστό που ύψωνε τη σημαία.
«Την ελληνική σημαία θέλω να μου τη βάλουν μαζί μου στον τάφο», αυτή ήταν η τελευταία επιθυμία μιας γυναίκα συμβόλου για τη χώρα μας.
Βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών (1975), το Πολεμικό Ναυτικό, τη Βουλή των Ελλήνων, τον Δήμο Ρόδου, την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και άλλους φορείς.
Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας έστειλε ναυτικό άγημα και αντιπροσωπεία του ΓΕΝ στο Καστελόριζο όπου, στις 23 Νοεμβρίου 1975, της απένειμε το μετάλλιο για την πολεμική περίοδο 1941-1944 για τις «προσφερθείσες εθνικές υπηρεσίες της», όπως ανέφερε η απόφαση του Υπουργού Άμυνας.
Καλλιρρόη Παρρέν
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο, αλλά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Αρχικά φοιτά στη Σχολή Σουρμελή και στη συνέχεια στη γαλλική σχολή των καλογραιών στον Πειραιά. Το 1878 παίρνει το πτυχίο της δασκάλας από το Αρσάκειο.
Στη συνέχεια ανέλαβε διευθύντρια του Παρθεναγωγείου της ελληνικής κοινότητας Οδησσού. Μετά από μια διετία επέστρεψε στην Αθήνα και παντρεύτηκε τον Κωνσταντινοπολίτη Ιωάννη Παρρέν, γιο Γάλλου πατέρα και Αγγλίδας μητέρας, ο οποίος ήταν ο ιδρυτής του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων. Η Καλλιρρόη Παρρέν αποφασίζει να ακολουθήσει το επάγγελμα της δημοσιογραφίας.
Έτσι η πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια κατακτά και τον τίτλο της πρώτης Ελληνίδας δημοσιογράφου, εκδότριας και διευθύντριας όταν το 1887 άρχισε να εκδίδει την εβδομαδιαία εφημερίδα Εφημερίς των Κυριών, που συντάσσονταν αποκλειστικά από γυναίκες και απευθυνόταν σε γυναίκες κυρίως της Αθήνας και του Πειραιά.
Η εφημερίδα αυτή συνέχισε να εκδίδεται για τριάντα σχεδόν χρόνια μέχρι το 1918 όταν η Καλλιρρόη εξορίστηκε στην Ύδρα για τα πολιτικά της φρονήματα. Στόχος της εφημερίδας ήταν να εισάγει και στην Ελλάδα τους φεμινιστικούς προβληματισμούς που ήδη απασχολούσαν τις γυναίκες των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και να αφυπνίσει τις συνειδήσεις των γυναικών της τότε εποχής.
Η Καλλιρρόη Παρρέν ήταν ένα από τα πλέον φωτισμένα μυαλά του τόπου μας, η «μεγάλη μορφή του υγιούς φεμινισμού» όπως την είχε αποκαλέσει ο Ξενόπουλος. «Η συντροφιά σου είναι πολύτιμη. Το ήθος σου, η τόλμη σου και η γραφή σου θαύμα. Εύγε σου, δέσποινα τής φιλαλληλίας και τής προόδου. Στηρίζω τους αγώνες σου, των γυναικών τους αγώνες με όλη μου τη δύναμη» είχε επίσης αναφέρει.
Ο Βλάσης Γαβριηλίδης τη θεωρούσε «κοινωνική δύναμη για την αλλαγή του καθεστώτος σχετικά με τη θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία». Η Καλλιρρόη Παρρέν αγωνίστηκε για τη δυνατότητα φοίτησης των Ελληνίδων στη μέση εκπαίδευση, ώστε να διεκδικήσουν έτσι «επί ίσοις όροις» την είσοδό τους στα πανεπιστήμια.
Διεκδίκησε ακόμη επαγγελματική εκπαίδευση για τις γυναίκες. Το 1892 με επιστολή της προς τον πρωθυπουργό της χώρας, Χαρίλαο Τρικούπη, την οποία υπέγραφαν 2.850 Ελληνίδες, ζητούσε την ίδρυση δημοσίων λυκείων θηλέων και Πρακτική και Καλλιτεχνική Σχολή «διά να μαθαίνουν αι πτωχαί κόραι γυναικείας τέχνας και επαγγέλματα».
Και μην ξεχνάμε πως η Παρρέν ήταν επίσης η πρώτη που κίνησε το θέμα της παραχώρησης δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες ήδη από το 1890, που όμως δεν δέχτηκαν ούτε ο Βενιζέλος ούτε ο Παπαναστασίου. Η Καλλιρρόη Παρρέν έγραψε επίσης πολλά άρθρα, δοκίμια, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα με βασικό θέμα πάντα τη θέση της γυναίκας στα τότε κοινωνικά προβλήματα, όπως: Ιστορία της γυναικός (1889), Η μάγισσα (1901), Το νέον συμβόλαιον (1901), Η νέα γυναίκα, Η χειραφετημένη (1915) και Επιστολές Αθηναίας προς Παρισινή.
Στις 6 Ιουνίου 1992, πάνω από 50 χρόνια μετά τον θάνατό της, η Καλλιρρόη Παρρέν τιμήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία με τα αποκαλυπτήρια της προτομής της στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, αριστερά της εισόδου προ των μεγάλων μαυσωλείων. Προηγουμένως, στις 4 Νοεμβρίου του 1945, μια προτομή της αποκαλύφθηκε στον περίβολο χώρο του Λυκείου Ελληνίδων, προκειμένου να τιμηθεί η προσφορά της. Η Παρρέν υπήρξε μια ανακαινιστική δύναμη για την Ελλάδα.
Ήταν η πρώτη Ελληνίδα, που τιμήθηκε με τον ασημένιο και τον χρυσό Σταυρό του Φοίνικος του Τάγματος του Ταξιάρχη από τους βασιλείς Κωνσταντίνο και Γεώργιο Β’, το 1921 και το 1936 αντιστοίχως, καθώς και με το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών, το 1936, για την «υπέρ της Ελληνίδας εθνωφελή δράσιν» της.
Την ίδια χρονιά τιμήθηκε ακόμη με το Μετάλλιο του Δήμου Αθηναίων, «το πρώτον απονεμόμενον» σε γυναίκα και το Αργυρό Μετάλλιο του Ερυθρού Σταυρού, για το «μεγαλούργημα» της «Μάνας της νεωτέρας Ελληνίδας». Η Παρρέν είναι η πρώτη Ελληνίδα, η οποία κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη, όταν πέθανε, στις 16 Ιανουαρίου του έτους 1940.
Ανδρομάχη Μαυρογένους
Η Ανδρομάχη Μαυρογένους έσωσε και σώζει εκατομμύρια γυναίκες σε όλο τον κόσμο κι όμως πολλοί είναι αυτοί που αγνοούν την ύπαρξή της και την τεράστια προσφορά της στην ανθρωπότητα.
Στην Κύμη Ευβοίας, εκεί συνάντησε για πρώτη φορά τον άντρα που θα καθόριζε τη ζωή της, στο πλευρό του οποίου θα στεκόταν βράχος. Η Ανδρομάχη Μαυρογένους ήταν σύζυγος του Γεώργιου Παπανικολάου και ήταν η γυναίκα που έμεινε ακούραστη και δοσμένη στον σκοπό τους μέχρι το τέλος.
Η συμβολή της στην αθέατη πλευρά του εργαστηρίου του συζύγου της κράτησε 70 χρόνια. Η Mrs Pap, όπως εκείνος έλεγε, ήταν το καλύτερο «πειραματόζωο». Κάθε μέρα έπαιρνε από εκείνη κολπικό έκκριμα γιατί ήταν φυσιολογική, προκειμένου να συνεχίζει τις έρευνές του για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας.
Δέχθηκε να μην κάνουν οικογένεια για να μείνει απερίσπαστη όταν εκείνος τη χρειαζόταν στο εργαστήριο, στο γραφείο, στο σπίτι.
Συμμετείχε αδιάκοπα στον εξαντλητικό ρυθμό της εργασίας του για μισό περίπου αιώνα, κατά το διάστημα των ερευνών του στο Πανεπιστήμιο Κορνέλλ της Νέας Υόρκης.
Ο Γεώργιος Παπανικολάου ομολογούσε ότι χωρίς τη Μάχη, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει τις έρευνές του. Η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία τη χαρακτήρισε: «ως τη μοναδική γυναίκα που βοήθησε, όσο κανείς στον κόσμο τον άνθρωπο, που έκανε σκοπό της ζωής της να βοηθήσει όλες τις γυναίκες της ανθρωπότητας».
Στις 15 Αυγούστου του 1980 η Μάχη Παπανικολάου τιμήθηκε στην Αμερική με την ευκαιρία των 90ών γενεθλίων της. Της δόθηκε βραβείο «επειδή στάθηκε για μισό αιώνα πιστή και αφοσιωμένη σύντροφος στο μεγαλειώδες έργο του δόκτορος PAΡ».
Η 15η Αυγούστου, ύστερα από πρόταση του κυβερνήτη της Φλόριντα, ορίστηκε «ως ημέρα ευγνωμοσύνης στο ιατροκοινωνικό έργο της Μάχης Παπανικολάου». Μετά τον θάνατο του συζύγου της, η Μάχη δούλεψε επί 20 χρόνια στο τμήμα της Αποφολιδωτικής Κυτταρολογίας και στο Ερευνητικό Αντικαρκινικό Κέντρο, που φέρει το όνομα ”GEORGE N. PAPANIKOLAOU” στο Μαϊάμι.
Ελένη Σκούρα
Στις 18 Ιανουαρίου του 1953, εξελέγη η πρώτη Eλληνίδα βουλευτής στην ιστορία του ελληνικού κοινοβουλευτικού βίου. Η Ελένη Σκούρα εξελέγη βουλευτής στον νομό Θεσσαλονίκης με το κόμμα του Ελληνικού Συναγερμού. Ούσα η πρώτη εκλεγμένη γυναίκα στην ιστορία του ελληνικού κοινοβουλίου, η ίδια αμέσως μετά την εκλογή της δήλωσε:
«Θα προσπαθήσω να πράξω παν το δυνατόν διά να φανώ ανταξία της εμπιστοσύνης των ψηφοφόρων μου, τους οποίους θερμώς ευχαριστώ. Γνωρίζω ότι ως πρώτη και μοναδική γυναίκα εις την Βουλήν έχω μεγάλας ευθύνας και πολλά καθήκοντα. Είναι πολλά εκείνα που πρέπει να πράξωμεν υπέρ των Ελληνίδων, ιδίως εις τον τομέα της κοινωνικής μερίμνης».
Γεννήθηκε το 1896 στον Βόλο όπου και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές. Το 1915 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε φωνητική μουσική και το 1950 έλαβε το πτυχίο της Νομικής, δικηγορώντας στη συνέχεια στην ίδια πόλη με τον σύζυγό της, δικηγόρο, Δημήτριο Σκούρα.
Η Ελένη Σκούρα είχε αναπτύξει πλούσια κοινωφελή και πατριωτική δράση, ιδιαίτερα κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο και στη Γερμανική Κατοχή ως Πρόεδρος της Στέγης της Φαλαγγίτισσας και επίσης της Φανέλας του Στρατιώτη. Το καλοκαίρι του 1942 συνελήφθη από τους Γερμανούς και φυλακίστηκε μαζί με τον σύζυγό της και τον αδελφό της, Απόστολο Παπαχρήστου.
Ενεργό δράση στην πολιτική αναλαμβάνει μετά τη θεσμοθέτηση της γυναικείας ψήφου το 1951, οπότε και αναλαμβάνει να οργανώσει το τμήμα γυναικών του Ελληνικού Συναγερμού στη Θεσσαλονίκη. Η Ελένη Σκούρα από μια τραγική αφορμή βρέθηκε υποψήφια στις βουλευτικές εκλογές της 16ης Νοεμβρίου του 1952.
Δυο μήνες πριν τις εκλογές, η Σκούρα δεν ήταν στη λίστα των υποψηφίων, όμως ο αιφνίδιος θάνατος του Βασίλειου Μπακονίκα, βουλευτή Θεσσαλονίκης του κόμματος Ελληνικός Συναγερμός και η έλλειψη επιλαχόντων βουλευτών οδήγησε σε επαναληπτική εκλογή στη συγκεκριμένη περιφέρεια. Τον Μάρτιο του 1987, η Ελένη Σκούρα είχε μιλήσει στην Άντζυ Καρτσάτου και το περιοδικό ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ για εκείνο το περιστατικό.
«Το καλοκαίρι του ’52 οι Ελληνίδες άρχισαν να ψηφίζουν. Ήμουν σ’ ένα συνέδριο στις Σέρρες για το “Σπίτι του Παιδιού”, τον Δεκέμβρη, όταν έλαβα ένα τηλεφώνημα απ’ τον άντρα μου. Μου είπε ότι πέθανε ένας απ’ τους βουλευτές της Θεσσαλονίκης, ο γιατρός Μπακονίκας.
Κι ότι με πρότειναν απ’ τον “Συναγερμό” του Παπάγου, για υποψήφια στην αναπληρωματική εκλογή που θα γινόταν, με έναν βουλευτή υποψήφιο από κάθε κόμμα. Στεναχωρήθηκα πολύ. Γιατί ο άντρας μου, έντεκα χρόνια μεγαλύτερος από μένα, πάλευε να βγει βουλευτής.
Εγώ δεν είχα βλέψεις για την πολιτική. Μου ήρθε άξαφνα. Δεν ήταν ευχάριστο. Αισθάνθηκα ότι μπήκα στη θέση κάποιου που ήθελε να γίνει βουλευτής. Εγώ, σαν νεότερη απ’ τον άντρα μου, είχα καιρό, αν ήθελα να πολιτευτώ.
Μετά από μερικές ώρες, με κάλεσε ο ίδιος ο υπουργός. “Είσαι γνωστή, έχεις δράση φιλανθρωπική”. Ήμουνα, βλέπετε, στη Φανέλα του Στρατού, σε βρεφοκομεία, από 22 ετών, απ’ την ημέρα που παντρεύτηκα. Επειδή, έπειτα, εγώ δεν έκανα παιδιά, ο άντρας μου μού έλεγε “Εσύ όλη σου την ψυχή και την καρδιά τη δίνεις στα εργαζόμενα κορίτσια”».
Η Ελένη Σκούρα περιγράφοντας τις πρώτες της στιγμές στο ελληνικό κοινοβούλιο θα πει: «Ήμουν η μόνη γυναίκα. Δυστυχώς δεν έχω φωτογραφίες, που με υποδέχεται και με συγχαίρει ο Κανελλόπουλος κι όλοι οι βουλευτές όρθιοι με χειροκροτούσαν. Και πραγματικά, και οι βενιζελικοί και οι δικοί μας, με είχαν όπα-όπα στη Βουλή. Με πολλή αγάπη.
Όταν πρωτοκάθησα δίπλα στους βουλευτές, σεμνά, μ’ ένα ολόμαυρο ταγιεράκι, γράφτηκε στις εφημερίδες τότε: “Μια σοβαρή κυρία, χαριτωμένη, εμφανίστηκε στη Βουλή”».
Στις 31 Ιανουαρίου 1953 η Ελένη Σκούρα ορκίζεται και εκφωνεί τον παρθενικό της κοινοβουλευτικό λόγο. Ο πρόεδρος της Βουλής, Ιωάννης Μακρόπουλος, την προσφωνεί «κυρία βουλευτίδα», με αποτέλεσμα να προκληθεί συζήτηση, αν ο όρος αυτός είναι δόκιμος και θα καθιερωθεί για τις γυναίκες μέλη του ελληνικού κοινοβουλίου.
Ο βουλευτής Πλατής, ανέφερε: «Είπατε προηγουμένως, κ. πρόεδρε, την λέξιν “βουλευτίδα”. Ερωτώ, καθιερούται πλέον ο όρος αυτός διά τας γυναίκας αντιπροσώπους;». Ο Πρόεδρος της Βουλής, Μακρόπουλος, απάντησε: «Μετεχειρίσθην τον όρο του τύπου του γλωσσικού “βουλευτίς βουλευτίδος”, είναι ο δοκιμώτερος.
Δεν ανήκει εις εμέ ή την Βουλήν να καθιερώση τον γλωσσικόν όρον. Είναι έργον των λογίων, των λογοτεχνών και της Ακαδημίας Αθηνών αλλά και του γλωσσοπλάστου λαού». Ο βουλευτής Βασιλάτος, συμπλήρωσε: «Η ισότης επιβάλλει να λέγεται βουλευτίς».
Η Ελένη Σκούρα παρέμεινε βουλευτής έως το 1956 και ανέπτυξε κοινοβουλευτική δράση στους τομείς των κοινωνικών και γυναικείων θεμάτων. Τιμήθηκε με το Στρατιωτικό Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων και τον Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος Ευποιίας.
Πέθανε σε ηλικία 95 χρόνων, τον Φεβρουάριο του 1991, στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης. Το παράπονο που την ακολουθούσε μέχρι το τέλος ήταν ότι η Πολιτεία αν και της είχε υποσχεθεί τιμητική σύνταξη, δεν της την έδωσε ποτέ.
Οι οικονομικές δυσκολίες την οδήγησαν τα τελευταία χρόνια της ζωής της να πουλήσει τα παράσημα και τα μετάλλιά της για να εισαχθεί στο Χαρίσειο Γηροκομείο της Θεσσαλονίκης.
Αλέκα Παπαρήγα
Η «σιδηρά κυρία» του Περισσού. «Δεν υπάρχει ”εποχή Παπαρήγα ή μετά Παπαρήγα”» είχε πει κάποτε η Αλέκα Παπαρήγα σε μια από τις συνεντεύξεις της στο «Βήμα». Για την Αλέκα Παπαρήγα το ΚΚΕ ήταν πάντοτε ένα κόμμα συλλογικό κι όχι προσωποκεντρικό.
Κανείς δεν μπορεί αμφισβητήσει ότι η Αλέκα Παπαρήγα κατά την 22χρονη θητεία της άφησε εποχή στο ελληνικό πολιτικό γίγνεσθαι. Το 2023 σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής. Μετά από 30 χρόνια συνεχούς παρουσίας στο Κοινοβούλιο, η πρώην γενική γραμματέας του ΚΚΕ, με δική της απόφαση, δεν θα είναι υποψήφια στις επερχόμενες εθνικές εκλογές.
Ήταν 27 Φεβρουαρίου του 1991 όταν η Αλέκα Παπαρήγα εξελέγη Γενική Γραμματέας του ΚΚΕ κατά τις εργασίες του 13ου Συνεδρίου του κόμματος. Η πρώτη γυναίκα γενική γραμματέας της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε., Αλέκα Παπαρήγα, ανέλαβε την ηγεσία του Κ.Κ.Ε. σε μία από τις δυσκολότερες περιόδους στην ιστορία του, που σημαδεύτηκε από τη διάσπαση στον χώρο της ελληνικής Αριστεράς και τις ραγδαίες εξελίξεις στις σοσιαλιστικές χώρες μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Δημοσίευμα της Καθημερινής ανέφερε τότε: «Με τέσσερις ψήφους διαφορά (57-53) και ύστερα από πρόταση του κ. Ορέστη Κολοζόφ, η συντηρητική πτέρυγα του ΚΚΕ επέβαλε τη θέλησή της στην Κεντρική Επιτροπή, που μετά από έξι ώρες συνεδρίαση, εξέλεξε στη θέση του γενικού γραμματέα την κ. Αλέκα Παπαρήγα.
Ο κ. Χαρίλαος Φλωράκης δήλωσε ότι είναι ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα, ενώ σε ερώτηση αν η εκλογή αυτή σημαίνει ρήξη με το Συνασπισμό, διαφώνησε και είπε ότι, αντιθέτως, θα αποβεί στην πράξη υπέρ της ενίσχυσής του».
Η Αλέκα Παπαρήγα παρέλαβε το Κ.Κ.Ε. στον απόηχο της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού και ήταν πολλοί εκείνοι που προέβλεπαν την επίσης κατάρρευση του κόμματος. Το 1991, σε κομματική συγκέντρωση στο Πεδίον του Άρεως θα πει στους συγκεντρωμένους συντρόφους της: «Δεν διαπραγματευόμαστε την αυτοτελή ύπαρξη του ΚΚΕ».
Τους διαψεύδει όλους εμφατικά. Στις εκλογές του 1993 το ΚΚΕ ανέβασε το ποσοστό του, η ίδια εδραίωσε τη θέση της και επανεξελέγη το 1996 και στα επόμενα συνέδρια. Στο συνέδριο του 2009 που ολοκληρώθηκε στις 22 Φεβρουαρίου, εξελέγη για άλλη μια φορά γραμματέας του κόμματος.
Η Αλέκα Παπαρήγα εκλεγόταν βουλευτής Β΄ Αθηνών με το Κ.Κ.Ε. από τις εκλογές του 1993 μέχρι το 2015. Έκτοτε, στις εκλογές Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 2015 και τον Ιούλιο του 2019 εξελέγη ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας το κόμματος.
Η Αλέκα Παπαρήγα γεννήθηκε στην Αθήνα στις 5 Οκτωβρίου του 1945. Γονείς της ήταν ο Νίκος και η Κική Δρόσου. Σπούδασε στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και κατόπιν εργάστηκε ως υπάλληλος σε επιχειρήσεις και ως εκπαιδευτικός. Το 1961 συμμετείχε στο Κίνημα Ειρήνης. Ήταν μέλος του γραφείου οργάνωσης της νεολαίας της Ε.Δ.Α. και γραμματέας του γραφείου Σπουδάζουσας της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη.
Το 1968 εντάχθηκε στο Κ.Κ.Ε. Το 1974 έγινε μέλος του γραφείου της Επιτροπής Πόλης της Κομματικής Οργάνωσης Αθηνών και ασχολήθηκε με το γυναικείο κίνημα. Υπήρξε μεταξύ των ιδρυτικών μελών της Ομοσπονδίας Γυναικών Ελλάδας και συμμετείχε στη διοργάνωση εκδηλώσεων για το Διεθνές Έτος της Γυναίκας.
Στην εκπομπή Top stories της ΕΡΤ το 2008 έδωσε στη Σεμίνα Διγενή μια από τις πιο προσωπικές συνεντεύξεις της. Η ευγλωττία της ήταν πάντοτε ένα από τα πιο δυνατά της σημεία.
«Θεωρώ απαράδεκτο, αντί να επικρίνονται προγράμματα, να επικρίνονται ιδιότητες προσώπων που κατά ανάγκη δεν είναι και αρνητικές. Αν είσαι νέος, να σε ειρωνεύονται γιατί είσαι νέος. Αν είσαι γυναίκα, να σε ειρωνεύονται γιατί είσαι γυναίκα. Αν είσαι όμορφος, να το λένε έτσι.
Σε καμία περίπτωση δεν θα κρίνω πολιτικά πρόσωπα για τα φυσικά τους χαρακτηριστικά, είναι ρατσιστικό. Εμείς ως κόμμα απαγορεύουμε τέτοιου είδους τοποθετήσεις. Δεν μπορείς αυτόν που που διαφωνείς να τον αντιμετωπίζεις με ένα ευτελή τρόπο και επιφανειακό τρόπο και πολύ περισσότερο ως πρόσωπο, γιατί είναι νέος, γέρος, όμορφος, άσχημος.
Γιατί να το κάνουμε αυτό; Είναι ρατσιστικό. Το έχουμε ζήσει. Αν το πει κάποιος από το κόμμα θα του κάνουμε κριτική. Γιατί εκθέτει το κόμμα και διαπαιδαγωγείς και τον κόσμο έτσι. Δεν στοχοποιούμε πρόσωπα, στοχοποιούμε κόμματα και πολιτικές.
Είναι μια ευκαιρία, μιλώντας εδώ, να πούμε ότι τα πράγματα σήμερα είναι πολύ πιο δύσκολα για τη νέα κοπέλα. Αυτό εμένα με στενοχωρεί πάρα πολύ. Γιατί σήμερα οι γυναίκες, μπορεί να μην έχουν αυτά που είχαμε εμείς, μια σειρά από προκαταλήψεις.
Έχουν φύγει οι προκαταλήψεις αλλά υπάρχει μια σειρά από νέα εμπόδια. Εγώ, είχα μια μεγάλη τύχη να μεγαλώσει σε μια οικογένεια που με ενθάρρυνε. Είχα τον άντρα μου που ποτέ δεν μπήκε εμπόδιο. Έχω μια κόρη που ποτέ δεν μου παραπονέθηκε. Ήμουν πάρα πολύ τυχερή. Είχα ένα περιβάλλον που δεν το είχαν άλλοι».
Άλκη Ζέη
Η Άλκη Ζέη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1923, «στην οδό Κέας, στην πλατεία Κολιάτσου, στις 15 του Δεκέμβρη» (Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο). Ο πατέρας της καταγόταν από την Κρήτη και η μητέρα της από τη Σάμο, όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια.
Όταν άρχισε το σχολείο, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στο Μαρούσι και στη συνέχεια στην Αθήνα. Παντρεύτηκε τον θεατρικό συγγραφέα και σκηνοθέτη Γιώργο Σεβαστίκογλου. Απέκτησαν δύο παιδιά, την Ειρήνη και τον Πέτρο.
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Μόσχας, στο τμήμα σεναριογραφίας.
Από το 1954 έως το 1964 έζησε ως πολιτική πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση. Το 1964 επιστρέφει οικογενειακώς στην Ελλάδα, για να ξαναφύγουν πάλι όλοι μαζί με τον ερχομό της Χούντας το 1967. Αυτήν τη φορά ο τόπος διαμονής τους είναι η Γαλλία, και συγκεκριμένα το Παρίσι, απ’ όπου επιστρέφουν μετά τη δικτατορία.
Από πολύ μικρή ασχολήθηκε με το γράψιμο. Στις πρώτες ακόμη τάξεις του Γυμνασίου άρχισε να γράφει κείμενα για το κουκλοθέατρο, διηγήματα και νουβέλες, που δημοσιεύονταν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά.
Ένας από τους ήρωες που δημιούργησε, ο Κλούβιος, έγινε κατοπινά ο ήρωας του γνωστού κουκλοθέατρου «Μπαρμπα-Μυτούσης», εμπνεύστρια του οποίου ήταν η Ελένη Θεοχάρη-Περάκη.
Πρώτο της μυθιστόρημα είναι «Το καπλάνι της βιτρίνας» (1963), που το έχει εμπνευστεί από τα παιδικά της χρόνια στη Σάμο και είναι σχεδόν αυτοβιογραφικό. Ακολουθεί μια σειρά μυθιστορημάτων για παιδιά, και το 1987 κυκλοφορεί το πρώτο της βιβλίο για μεγάλους «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα».
Αυτό ήταν και το βιβλίο που τη δυσκόλεψε περισσότερο. Σε συνέντευξή της στο LadyLike είχε πει: «Η ”Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα” με δυσκόλεψε πολύ, διότι ήθελα να συνδυάσω αυτοβιογραφία με μυθιστόρημα. Δυσκολεύτηκα πολύ. Δεν ήθελα να ξαναγράψω κάτι παρόμοιο. Νομίζω πως ό,τι είχα να πω, το είπα».
«Μου αρέσει να γράφω για παιδιά και εφήβους».
Το 2013 κυκλοφόρησε το αυτοβιογραφικό της βιβλίο «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο», και το 2017 το «Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά;».
Ο καθαρός τρόπος γραφής της, η γλωσσική αρτιότητα, η κριτική στάση απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις, το χιούμορ και η διεισδυτική ματιά στα γεγονότα είναι τα χαρακτηριστικά των έργων της Άλκης Ζέη που το έχουν κάνει να αγαπηθεί από το ελληνικό και το ξένο αναγνωστικό κοινό.
Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, Το καπλάνι της βιτρίνας και Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου συμπεριλαμβάνονται στα διαχρονικά ευπώλητα βιβλία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Τα βιβλία της εμπνέονται από προσωπικές της εμπειρίες υφαίνοντας την υπόθεσή τους παράλληλα με ιστορικά γεγονότα. Τα θέματα που πραγματεύονται είναι καθημερινά και πανανθρώπινα.
«Το καπλάνι της βιτρίνας», το πρώτο της μυθιστόρημα, υπήρξε έργο-σταθμός για την ελληνική παιδική λογοτεχνία και θεωρείται πλέον ένα κλασικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας για παιδιά, με συνεχείς επανεκδόσεις από το 1963 που πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα και πολλές μεταφράσεις και διακρίσεις στο εξωτερικό.
Παράλληλα με το γράψιμο, η Άλκη Ζέη αγωνίστηκε ενεργά για την ελευθερία, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη δημοκρατία, συμμετέχοντας στο αριστερό κίνημα από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Η συμμετοχή της σ’ αυτό τον αγώνα καθόρισε την προσωπική ζωή της.
Η Άλκη Ζέη αποτελεί πρέσβειρα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, καθώς το σύνολο του έργου της είναι μεταφρασμένο και κυκλοφορεί σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο. Η ίδια έχει επίσης μεταφράσει από τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα ρωσικά αρκετά βιβλία.
Το 2010 τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου της. Το 2012 αναγορεύτηκε επίτιμη διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Κύπρου, το 2014 επίτιμη διδάκτωρ του Τμήματος Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ το 2015 απέσπασε την ίδια τιμή από τη Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών.
Τον Ιανουάριο του 2015 έλαβε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής, διάκριση που αποδίδεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε διαπρεπείς προσωπικότητες των τεχνών, των επιστημών και των γραμμάτων, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2015 τιμήθηκε από τη Γαλλία με τον τίτλο του Ταξιάρχη του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων (Commandeur de l’Ordre des Arts et des Lettres).
Έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών στις 27 Φεβρουαρίου 2020.
«Αν διάλεξα να γράψω για τα παιδιά είναι γιατί θέλησα να αποτυπώσω όσα σημαντικά έζησε η γενιά μου, που φοβάμαι μην ξεχαστούν όταν θα έχουμε φύγει εμείς».
Διδώ Σωτηρίου
«Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια;» Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή.
Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή.
Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922.
Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: «Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις».
Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: «Θηρίο είν’ ο άνθρωπος».
Ματωμένα Χώματα. Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας που χαρακτηρίστηκε «Βίβλος της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού». Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στα αγγλικά, στα βουλγαρικά, στα εσθονικά, στα γαλλικά, στα γερμανικά, στα ολλανδικά, στα ουγγρικά, στα ρώσικα, στα ρουμανικά, στα σερβικά, στα ισπανικά, στα ιταλικά, στα τουρκικά και στα κέλτικα βρετονικά.
Η κορυφαία Διδώ Σωτηρίου γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας. Ήταν κόρη του Ευάγγελου Παππά και της Μαριάνθης Παπαδοπούλου. Είχε μία μικρότερη αδερφή, την Έλλη Παππά. Το 1919 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ήρθε ως πρόσφυγας στον Πειραιά και κατόπιν εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στην Αθήνα, όπου και σπούδασε γαλλική φιλολογία, συνεχίζοντας τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στο Παρίσι. Εκεί συνδέθηκε στενά με τον Αντρέ Μαλρώ και τον Αντρέ Ζιντ.
Το 1933 παντρεύτηκε τον Πλάτωνα Σωτηρίου, αδελφό της μητέρας της Άλκης Ζέη, για την οποία η Διδώ Σωτηρίου υπήρξε πρότυπο.
Το 1936 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα και ως ανταποκρίτρια του περιοδικού Νέος Κόσμος της Γυναίκας, στο Παρίσι.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες στον αντιστασιακό Τύπο. Το 1944 έγινε αρχισυντάκτρια της εφημερίδας Ριζοσπάστης. Τον Νοέμβριο του 1945 εκπροσώπησε την Ελλάδα μαζί με τη Χρύσα Χατζηβασιλείου στο ιδρυτικό συνέδριο της Παγκόσμιας Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών στο Παρίσι.
Μετά τον Εμφύλιο συνεργάστηκε με το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης και την εφημερίδα Η Αυγή χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Σοφία Δέλτα». Διετέλεσε επίσης αρχισυντάκτρια στο περιοδικό Γυναίκα και επιστημονική συνεργάτης στα περιοδικά Γυναικεία Δράση και Κομμουνιστική Δράση δημοσιεύοντας επιφυλλίδες, χρονογραφήματα και διηγήματα.
Το 2001 η Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων καθιέρωσε προς τιμήν της το βραβείο «Διδώ Σωτηρίου», το οποίο απονέμεται «σε ξένο ή Έλληνα συγγραφέα που με τη γραφή του αναδεικνύει την επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών μέσα από την πολιτισμική διαφορετικότητα».
«Τα δικά μου προσωπικά βιώματα ήταν αναπόσπαστα δεμένα με την περιπέτεια του Ελληνισμού του 20ου αιώνα. Τέτοια ήταν η μοίρα της γενιάς μου. Δύο προηγούμενα μυθιστορήματά μου (σ.σ. Οι νεκροί περιμένουν, Ματωμένα χώματα) βγήκαν απ’ τη Μικρασιατική καταστροφή, που την έζησα μικρό παιδί. (..)
Είναι τόσο σύνθετα, τόσο περίπλοκα και τόσο οδυνηρά τα όσα γίνανε στην Ελλάδα από την Κατοχή κι εδώ, που όσα κι αν έχουνε γραφτεί, είναι λίγα. Και μήπως πήραμε ανάσα – όπως λέω στον πρόλογό μου – να σταθούμε, να μετρηθούμε πεθαμένοι, ζωντανοί, ζημιωμένοι, κερδισμένοι να δούμε που λαθέψαμε όλοι μαζί, αριστεροί, δεξιοί, κεντρώοι, να γίνουμε αντικειμενικοί; (…)
Είναι χρέος μας ν’ αφήσουμε σ’ αυτήν τη γενιά που μας διαδέχεται τις εμπειρίες μας, τις αλήθειες μας, για να μπορέσει να βρει τον κώδικα, να ξέρει που βαδίζει και πώς θα βαδίσει», είχε πει η Διδώ Σωτηρίου σε συνέντευξή της στα «ΝΕΑ» και τον Γιώργο Πηλιχό το 1976.
Κατερίνα Στεφανίδη
Κατερίνα Στεφανίδη, η καλύτερη αθλήτρια όλων των εποχών για τον ελληνικό στίβο. «Άρχισα το επί κοντώ όταν ήμουν 10 ετών. Και οι δύο γονείς μου είχαν ασχοληθεί με τον στίβο. Ο μπαμπάς τριπλούν και η μαμά 400 μ., κυρίως. Νωρίτερα πήγαινα σε αγώνες που λέγονται μίνι και βάζουν παιδάκια που είναι Α’ και Β’ Δημοτικού μαζί Γ’ και Δ’ μαζί. Αλλά πιο σοβαρά ασχολήθηκα όταν ήμουν περίπου 10 ετών, λίγο μετά το Σίδνεϊ.
Δοκίμασα πολλά σπορ και γενικά βαριόμουν εύκολα. Αυτό ήταν το πρόβλημα μου. Καλά -μη νομίζεις- και με τον στίβο έτσι αισθανόμουν, στην αρχή. Απλά, επειδή φάνηκε από την αρχή να έχω ταλέντο με πίεσαν και οι γονείς μου λίγο παραπάνω σε αυτό.
Από νωρίς προσπαθούσαμε να βάλουμε σωστές βάσεις αθλητικές και τεχνικές. Εμένα μου ήταν πιο εύκολο από τεχνικής άποψης το αγώνισμα και είχα αυτή την ανάπτυξη πολύ μικρή. Ήμουν δυνατό παιδί, γρήγορο, μυώδες. Θυμάμαι τους γονείς μου να με βάζουν να κάνω βάρη σε μικρή ηλικία.
Ήταν κάτι που το είχα φυσικό. Όταν πηγαίναμε στην παραλία το καλοκαίρι ο μπαμπάς πάντα με έβαζε να αγωνίζομαι. Δηλαδή, έτρεχα στην άμμο έκανα μήκος, μήκος άνευ φοράς. Οπότε όπως και να έχει, όσο παιχνίδι και να είναι αυτό, γυμνάζεται ένα παιδί», αφηγείται η Κατερίνα Στεφανίδη στο Sport24.gr και στη Μαρία Καούκη για την πρώτη της επαφή με τον αθλητισμό.
Κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016 με άλμα στα 4,85 μέτρα. Αγωνίστηκε επίσης στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012 και του 2020. Έχει ρεκόρ 4,91 μέτρα στον ανοικτό και 4,90 μέτρα στον κλειστό στίβο.
Είναι η πρωταθλήτρια Ευρώπης ανοικτού στίβου (2018) και του Diamond League (2019), πρωταθλήτρια στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Κλειστού Στίβου, πρωταθλήτρια στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Κλειστού Στίβου και έλαβε δυο φορές το χάλκινο μετάλλιο σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Κλειστού Στίβου.
Αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του Άμστερνταμ το 2016 (με 4,81 μ.), πρωταθλήτρια Ευρώπης στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Κλειστού το 2017 (με 4,85 μ.) και πρωταθλήτρια κόσμου στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου στο Λονδίνο το 2017 (με 4,91 μ.), γεγονός που την τοποθετεί στην πέμπτη θέση του άλματος επί κοντώ όλων των εποχών.
Κέρδισε συνολικά 10 μετάλλια σε όλα τα διεθνή αθλητικά πρωταθλήματα. Αναδείχθηκε αθλήτρια της χρονιάς στην Ευρώπη για το 2017 και αθλήτρια της χρονιάς στην Ελλάδα για το 2017 και το 2019.
Στις 17 Αυγούστου 2022, η Κατερίνα Στεφανίδη κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου στο Μόναχο. ΄Έκανε ρεκόρ για το 2022 με 4,75μ. και κατάφερε να γίνει η πρώτη Ελληνίδα αθλήτρια (γυναίκα ή άνδρας) με τέσσερα μετάλλια στον στίβο σε μία διοργάνωση, αλλά και η πρώτη αθλήτρια στην ιστορία του επί κοντώ γενικότερα με τέσσερα μετάλλια στην συγκεκριμένη διοργάνωση.
«Κάνω αυτό που αγαπάω και θα συνεχίσω να το κάνω όσο μου επιτρέπει το σώμα μου».
Γαλάτεια Σαράντη
Η Γαλάτεια Σαράντη ήταν συγγραφέας και η πρώτη γυναίκα Ακαδημαϊκός στην Ελλάδα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία όμως δεν αποφοίτησε, καθώς αφοσιώθηκε από νωρίς στη συγγραφή.
Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1945 με το διήγημα «Το κάστρο», το οποίο δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία. Ακολούθησαν νουβέλες, μυθιστορήματα, διηγήματα και βιβλία για παιδιά. Έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες.
Η Γαλάτεια Σαράντη μιλώντας στην εκπομπή «Μονόγραμμα» του Γ. Σγουράκη, είχε αναφέρει: «Το να γράφεις μία σελίδα ή δέκα σελίδες δεν είναι τίποτα εάν δεν υπάρχει η συνέχεια. Όχι η γραπτή, όσο η δουλεμένη χάνοντας τον ύπνο σου, γυρνώντας την πλάτη σε πολλές χαρές της ζωής, γιατί σε πιέζει το πρέπει της δουλειάς που διάλεξες και η χαρά που έχεις όταν γι’ αυτήν τη δουλειά σου πούνε ‟Τι καλό που ήταν”».
Το έργο της είναι κυρίως πεζογραφικό, ασχολήθηκε όμως και με τη λογοτεχνική μετάφραση. Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ομάδας των 12, το Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος, το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, το Βραβείο Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών και το Βραβείο Παιδικού Μυθιστορήματος του Ι.Δ. Κολλάρου.
Συνεργάστηκε με το κρατικό ραδιόφωνο σε λογοτεχνικές εκπομπές, καθώς και με τα περιοδικά Νέα Εστία, Ελληνική Δημιουργία, Ο Αιώνας μας, Εποχές, Ευθύνη, Διαβάζω, Νέα Πορεία κ.ά. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και Γεν. Γραμματέας της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Ελληνίδων, ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Πολιτιστικής Ένωσης Ελληνίδων, Γεν. Γραμματέας της Στέγης Γραμμάτων και Καλών Τεχνών, μέλος της Εθνικής Επιτροπής για την UNESCO, μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Ιδρύματος Κωστή Παλαμά και του Δ.Σ. της EPT, καθώς και εταίρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Επί σειρά ετών διετέλεσε μέλος της Επιτροπής του Υπουργείου Πολιτισμού για τα Κρατικά Βραβεία και εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 6η Biennale ποιητών στο Βέλγιο (1963).
Το 1997 αναγορεύτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στον τομέα της πεζογραφίας στη Β τάξη Γραμμάτων και Τεχνών και έγινε η πρώτη γυναίκα Ακαδημαϊκός στην Ελλάδα.
Στην ίδια συνέντευξη η Γαλάτεια Σαράντη είπε: «Έχω πλήρη συνείδηση ότι είμαι η πρώτη γυναίκα ακαδημαϊκός που έγινε επίσημα και τυπικά στην Ελλάδα.
Αυτό το χάρηκα, το έζησα ένα καλοκαίρι έως το φθινόπωρο που έγινε η εκλογή ώσπου πήραμε με τον Σταύρο, οι δυο μας, ένα τηλεφώνημα που έλεγε ‟Άντε, καλή δουλειά και καλό μυαλό” (…)
«Δεν σκέφθηκα ούτε για μία φορά ότι ήμουνα η μόνη γυναίκα μέσα σε τόσους αρσενικούς. Είπα άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Απαγορεύεται από το καταστατικό της Ακαδημίας; Όχι. Κι υπέβαλα αίτηση. Το υπερασπίστηκαν μερικοί που ήθελαν να κάνουν την αρχή και, περίεργο, βγήκα με την πρώτη. Και αυτό βέβαια ήταν μια μεγάλη χαρά».
Ο ποιητής, Π.Β. Πάσχος, είχε γράψει: «Η κ. Γαλάτεια Σαράντη με το σύνολο της πεζογραφίας της (…) στρέφεται κυρίως στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, που τον αντιμετωπίζει με ποιητικότητα και λυρική διάθεση και με σπάνια διεισδυτικότητα που απορρέει από μια οξύτατη παρατήρηση των ανθρώπινων καταστάσεων.
Η τόσο άξια εκλογή της στην Ακαδημία Αθηνών δικαίωσε μια δημιουργική προσπάθεια πενήντα χρόνων και μια ζωή που την πέρασε με πίστη στις ηθικές και πνευματικές αξίες».
Η Γαλάτεια Σαράντη τιμήθηκε με το Βραβείο του Ανώτατου Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος το 2005. Υπήρξε μέλος της ΧΕΝ Αθηνών.
Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ
Σπουδαία βυζαντινολόγος και ιστορικός, η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του τμήματος Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης το 1967 και η πρώτη γυναίκα πρύτανις του Πανεπιστημίου της Σορβόννης στην 700 χρόνων ιστορία του. Αυτή είναι η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ. Μια παγκόσμια Ελληνίδα.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 29 Αυγούστου 1926 από Μικρασιάτες γονείς. Πατέρας της ήταν ο Νίκος Γλύκατζης, Μικρασιάτης έμπορος και επιστάτης των κτημάτων της οικογένειας της μητέρας της Καλλιρόης, το γένος Ψαλτίδη, η οποία προερχόταν από πλούσια οικογένεια της Προύσας της Μικράς Ασίας.
Αποφοίτησε από το Δ’ Γυμνάσιο Αθηνών και σπούδασε στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στην Κατοχή εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και ήταν η υπεύθυνη μαθητριών του Παγκρατίου υπό την καθοδήγηση του Χρήστου Πασαλάρη. Κατά τα Δεκεμβριανά ακολούθησε τον ΕΛΑΣ Αθηνών στην υποχώρησή του από την Αττική, και επέστρεψε στον Βύρωνα μετά την Συμφωνία της Βάρκιζας.
Την περίοδο του 1950, ενώ ήταν φοιτήτρια του πανεπιστημίου εργάστηκε ως γνώστρια της γαλλικής γλώσσας στον κύκλο της βασίλισσας Φρειδερίκης. Μετά την αποφοίτησή της από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών.
Μετακόμισε στο Παρίσι το 1953 για να συνεχίσει τις σπουδές της. Δύο χρόνια μετά την άφιξή της, διορίσθηκε στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας (CNRS) και το 1964 έγινε διευθύντρια σπουδών του Κέντρου και το 1967 καθηγήτρια στη Σορβόννη.
Το 1966 ολοκλήρωσε το Διδακτορικό της, με τη μελέτη της για το Βυζάντιο και τη θάλασσα, που εκδόθηκε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις της Γαλλίας. Διετέλεσε Διευθύντρια του Κέντρου Ιστορίας και Πολιτισμού του Βυζαντίου και της Χριστιανικής Αρχαιολογίας, έγινε Αντιπρύτανις (1970-1973) και το 1976, Πρύτανις στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Paris I).
Είναι η πρώτη γυναίκα Πρύτανης στην ιστορία των 700 χρόνων του Πανεπιστημίου της Σορβόνης αλλά και η πρώτη γυναίκα παγκοσμίως που είχε τέτοια θέση σε διεθνώς αναγνωρισμένο πανεπιστήμιο.
«Το ότι ήμουν γυναίκα με βοήθησε, γιατί αλλιώς δεν θα έρχονταν να μου πουν “ελάτε να γίνετε πρόεδρος”. Αν ήμουν άντρας, θα με επέλεγαν είτε ως δεξιό είτε ως αριστερό.
Πάντως, ουδέποτε οι αντιπρυτάνεις δέχτηκαν να με κοιτάξουν στα μάτια, μόνο κατέβαζαν το κεφάλι και με άκουγαν. Λέω “βρε παιδιά, δεν έχετε συνηθίσει να έχετε γυναίκα αφεντικό, ε;”. Το να έχουν γυναίκα αφεντικό ήταν υποτιμητικό.
Εκεί είχα πρόβλημα, με συναδέλφους περισσότερο. Αλλά εδώ βλέπεις καμιά μετανάστρια να γίνεται πρύτανης στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα; Εγώ (σ.σ.: η μετανάστρια) έγινα πρύτανις εκεί, υπεύθυνη από τα νηπιαγωγεία έως τη Γαλλική Ακαδημία. Σαν υφυπουργός παιδείας σχεδόν μόνιμος», είχε πει σε συνέντευξη που είχε δώσει η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ σε μια 15χρονη μαθήτρια, τη Μαρία.
Οι συνεντεύξεις της είναι κάθε φορά απολαυστικά καθηλωτικές. Είναι δείγματα της πνευματικής της διαύγειας του και του εύρους των γνώσεών της. Ο Θανάσης Λάλας στο OLAFAQ τη ρώτησε πρόσφατα τι σημαίνει για εκείνη πατρίδα.
«Η συγκίνηση. Είναι ο τόπος, ο χώρος, που μπορείς να συμπτύξεις όλες σου τις αναμνήσεις και τις συγκινήσεις. Γι’ αυτό και δεν μπορώ να πω ότι η πατρίδα μου είναι μόνο η Ελλάδα. Πατρίδα μου είναι και η Γαλλία, γιατί έχω ένα σωρό αναμνήσεις και συγκινήσεις.
Οπότε, για να το πω λίγο διαφορετικά, δεν δέχομαι το πατρίδα να είναι μόνο ο πατέρας. Είναι και η ”μητρίδα” μας, και η μητέρα μας. Πατρίδα είναι το κοινό μας ενδιαφέρον. Το ”εμείς”. Και αυτό το ”εμείς” δεν είναι ένα, είναι πολλά ”εμείς”.
Δεν μπορείς να πεις ”εμείς” μόνο για τους ανθρώπους που είναι συμπατριώτες σου. Λέμε ”εμείς” για τους ανθρώπους του ίδιου επαγγέλματος. Λέμε ”εμείς” για την ίδια συγκίνηση. Λέμε ”εμείς” για μια ερωτική ιστορία, μολονότι η κάθε ερωτική ιστορία είναι τέσσερις. Μια που λέει ο ένας, μια που λέει ο άλλος, μια που λένε οι δυο τους, και μια που λένε οι τρίτοι γι’ αυτούς.
Μιλάμε επομένως για το ”εμείς” του καθενός. Άλλοι μιλάνε για το ”εμείς” και αναφέρονται στο ένδοξο παρελθόν κι άλλοι πάλι λένε ”εμείς” κι εννοούν το ελπιδοφόρο μέλλον».
Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ είναι Επίτιμη Διδάκτωρ του Αμερικανικού Πανεπιστημίου των Παρισίων (1989), του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, καθώς και των Πανεπιστημίων του Λονδίνου, του Βελιγραδίου, των Αθηνών, της Λίμα, του Νιου Μπράνσγουικ (Καναδάς), της Χάιφα, της Νέας Υόρκης, της Θεσσαλονίκης, του Φραίμπουργκ (Ελβετία).
Είναι επίτιμο μέλος των Ακαδημιών των Αθηνών, του Βερολίνου, της Βουλγαρίας, καθώς και της Βρετανικής Ακαδημίας. Επίσης, είναι μέλος και συνεργάτιδα της Βασιλικής Ακαδημίας των Επιστημών, των Γραμμάτων και των Τεχνών του Βελγίου.
Έχει λάβει τις εξής τιμητικές διακρίσεις από τη Γαλλική Δημοκρατία: Ταξιάρχης της Λεγεώνας της Τιμής, Μεγαλόσταυρος του Εθνικού Τάγματος της Τιμής, Διοικητής της Τάξης των Ακαδημαϊκών Φοινίκων, Ταξιάρχης των Τεχνών και των Γραμμάτων.
Ακόμη έχει λάβει τις εξής διακρίσεις: Ταξιάρχης της Λεγεώνας της Τιμής (Ελλάδα), Επίτιμη Πολίτης (Γαλλία), Υψηλότατη Ταξιάρχης (Μεξικό), Ταξιάρχης της Εθνικής Ταξιαρχίας (Λουξεμβούργο), Υψηλότερη Ταξιάρχης της Ταξιαρχίας των Τιμών (Αυστρία), Ταξιάρχης της Βασιλικής Ταξιαρχίας της Δανίας, Ταξιάρχης των Επιστημών, της Παιδείας και της Τέχνης (Πορτογαλία), Ταξιάρχης της Ταξιαρχίας της Τιμής (Ιταλία), τιμητικό μετάλλιο από τη Πολωνική Ακαδημία Επιστημών και Ασημένιο Μετάλλιο του Ολυμπιακού Τάγματος από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή.
Λέλα Καραγιάννη
Η μεγάλη ηρωίδα της Εθνικής Αντίστασης κατά της Γερμανικής Κατοχής, γεννήθηκε στις 24 Ιουνίου του 1898 και εκτελέσθηκε από τους φασίστες την αυγή της 8ης Σεπτεμβρίου 1944, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο και χορεύοντας τον χορό του Ζαλόγγου, εμψυχώνοντας μέχρι την τελευταία στιγμή τους υπόλοιπους μελλοθανάτους.
Κατά την κατοχή, έγινε μέλος της Αντίστασης, μετατρέποντας το σπίτι της σε αρχηγείο της οργάνωσης «Μπουμπουλίνα». Την οργάνωση δημιούργησε και χρηματοδότησε η ίδια, το 1941. Τον Οκτώβρη του 1941 συνελήφθη και μετά από 7 μήνες απελευθερώθηκε. Στόχος της οργάνωσης ήταν η φυγάδευση Βρετανών στρατιωτών (είχε οργανώσει δίκτυο 150 στρατιωτών) στο Κάιρο αλλά και δολιοφθορές κατά του εχθρού.
Η Λέλα Καραγιάννη δημιούργησε και δίκτυο κατασκοπείας το οποίο, μεταξύ άλλων, συγκέντρωσε πληροφορίες για τις κινήσεις των γερμανικών πλοίων, υπέκλεψε σχεδιαγράμματα αεροδρομίων και διοχέτευσε πληροφορίες για Έλληνες συνεργάτες των Αρχών Κατοχής
Το καλοκαίρι του 1944, η Λέλα Καραγιάννη είχε γίνει και συνεργάτης του κατασκοπευτικού δικτύου «Απόλλων», οπότε και συνελήφθη μαζί με πέντε από τα παιδιά της και βασανίστηκε στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν.
Η σύλληψη έγινε καθώς ο συνεργάτης των Γερμανών, Γιώργος Ριζόπουλος, ζήτησε από την Καραγιάννη να μεσολαβήσει για να τον συνδέσει, μαζί με τον αρχηγό των Ταγμάτων Ασφαλείας Βασίλειο Ντερτιλή, με το δίκτυο του Απόλλωνα.
Ο Ριζόπουλος όμως συνελήφθη και κατέδωσε την Καραγιάννη, με αποτέλεσμα τη σύλληψή της μαζί με δύο συνεργάτες της. Κατά μία εκδοχή, η Καραγιάννη εκτιμούσε ότι, σε μελλοντική απόβαση των Βρετανών, τα Τάγματα Ασφαλείας θα μπορούσαν, αν ήθελαν, «να προσφέρουν μεγάλες υπηρεσίες».
Ένας από τους γιους της, ο Βύρων Καραγιάννης, αφηγείται: «Πίστευε ότι με τη δική της σύλληψη και επωμιζόμενη τις ευθύνες της θα σταματούσε την έκταση του κακού και τις συλλήψεις και ότι έτσι θα έσωζε και εμάς τα παιδιά.
Αν ποτέ σας πιάσουν οι Γερμανοί, μας είπε, να δείξετε γενναιότητα και να μην λυγίσετε, γιατί έτσι θα επιβαρύνετε περισσότερο τη θέση σας.
Προσέξτε καλά, δεν ξέρετε τίποτα για το τι έκανα, έτσι μόνο θα γλυτώσετε, και δεν θέλω να κλάψετε ή να πενθήσετε για ‘μένα, μόνο να σκέπτεστε, ότι ό,τι κάναμε το κάναμε για την πατρίδα και αυτό θα σας ανακουφίζει”. Μας έλεγε ακόμη ότι πίστευε στον Θεό και στη βοήθειά του για να σωθούμε εμείς, τα παιδιά της. (…)
Και ενώ πια ροδοχάραζε η ελευθερία πάνω απ’ την τυραννισμένη χώρα, η Λέλα Καραγιάννη, ύστερα από προδοσία, συλλαμβάνεται μαζί με τα 5 μεγαλύτερα παιδιά της.
Στα χέρια των Ες-Ες μαρτύρησε, αλλά δεν πτοήθηκε. Δεν απεκάλυψε κανένα συναγωνιστή ούτε όταν βρέθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Αντίθετα, βρήκε τον θάνατο, ψέλνοντας τον Εθνικό μας Ύμνο, τον ύμνο προς την Ελευθερία για την οποία θυσιάστηκε».
Μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου και ύστερα από λίγο διάστημα, εκτελέστηκε από τους Γερμανούς κατακτητές στο παρακείμενο άλσος Χαϊδαρίου.
«Απονέμουμε στην Ελληνίδα αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944, αρχηγό της Οργάνωσης Πληροφοριών και Δολιοφθοράς “Μπουμπουλίνα”, Λέλα Καραγιάννη, για τον απαράμιλλο ηρωισμό της, την αυτοθυσία και την αφοσίωση που επέδειξε προς το ελληνικό Έθνος, τα οποία την κατέστησαν στη μνήμη όλων των Ελλήνων και Ελληνίδων ως Εθνικό ιδεώδες, τον βαθμό του ταξιάρχου επί τιμή».
Επτά δεκαετίες μετά την εκτέλεσή της, η προσφορά της Λέλας Καραγιάννη κερδίζει μία ακόμη αναγνώριση. Σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα του 2020 η Λένα Καραγιάννη ανακηρύσσεται ταξίαρχος επί τιμή.
Είχε προηγηθεί το 1947 η μετά θάνατον βράβευση με το Βραβείο Αρετής και Αυτοθυσίας από την Ακαδημία Αθηνών, ενώ το 2011 κέρδισε τον τίτλο του Δικαίου των Εθνών από το Ίδρυμα για τη Μνήμη των Μαρτύρων και των Ηρώων.
Μαρία Χορς
Η χορογράφος των Τελετών Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας, η εμβληματική δασκάλα πολλών χορευτών και χορογράφων, η συνεργάτις του Μινωτή, του Τσαρούχη και της Κάλλας. Η Μαρία Χορς γεννήθηκε στον Πειραιά το 1921 και σπούδασε στην επαγγελματική σχολή της Κούλας Πράτσικα, ενώ παράλληλα σπούδαζε αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δίδασκε εκφραστική κίνηση, χορό και αυτοσχεδιασμό στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Οργάνωσε το τμήμα Ρυθμικής και Χορευτικής Γυμναστικής στο Λύκειο των Ελληνίδων, όπου και δίδαξε επί σειρά ετών.
Το όνομα της Μαρίας Χορς είναι απόλυτα συνδεδεμένο με την τελετή αφής της ολυμπιακής φλόγας, την οποία χορογράφησε για σειρά ετών από το 1964, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο, και μέχρι το 2004, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
Ως χορογράφος σε παράσταση αρχαίου δράματος πρωτοεμφανίστηκε το 1956, στην Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη (Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, σκηνοθεσία Αλέξη Δαμιανού).
Δύο χρόνια αργότερα, μετά από πρόταση του Αλέξη Μινωτή, ξεκίνησε (με τον Οιδίποδα επί Κολωνώ) τη μακροχρόνια συνεργασία της με το Εθνικό Θέατρο, όπου επιμελήθηκε ως χορογράφος πλήθος παραστάσεων αρχαίου δράματος αλλά και κλασικού και σύγχρονου διεθνούς ρεπερτορίου. Συνεργάστηκε, επίσης, με την Εθνική Λυρική Σκηνή, το ΑμφιΘέατρο του Σπύρου Α. Ευαγγελάτου, τον θίασο Κατίνας Παξινού – Αλέξη Μινωτή, το Εμπειρικό Θέατρο του Αλέξη Μινωτή και άλλους θιάσους.
Στις «Ανατροπές» το 2008 είχε περιγράψει τι είναι για εκείνη ο χορός. «Ο χορός είναι πολύ περίεργο πράγμα, που δεν το ‘χουν όλοι. Το να δοκιμάζεις με το σώμα ό,τι έχει το μυαλό και η ψυχή και να τα δίνεις είναι τέχνη, που τη σεβόμαστε.
Πολλά πράγματα τα ανακαλύπτουμε χορεύοντας, υπάρχοντας ανάμεσα στον χορό, στην έννοια του χορού. Ο κόσμος μεγαλώνει μπροστά σου και εσύ ανοίγεις τα χέρια και φτάνεις τα άκρα του κόσμου.
Ο χορός έχει ένα όργανο εκφραστικό, το σώμα. Αν με την κίνηση μπορεί να δείξει κανείς τι σκέπτεται και τι αισθάνεται, τότε είμαστε καλά. Δεν μπορεί πάντα, αλλά μπορεί ένα μεγάλο ποσοστό. Πλησιάζουμε».
Για την καλλιτεχνική προσφορά της τιμήθηκε, μεταξύ άλλων, με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος (2000) και το μετάλλιο της Πόλης των Αθηνών (2002).
Η Μαρία Χορς πέθανε στις 16 Σεπτεμβρίου 2015. «Η Μαρία Χορς θα μείνει για πάντα στη μνήμη μας ως η μεγάλη δασκάλα που σημάδεψε γενιές και γενιές χορευτών και ηθοποιών, διδάσκοντας την ποιητικότητα της κίνησης, την αρμονία σώματος και ψυχής, και την ελευθερία του λόγου που βρίσκεται πέρα από τα στενά γλωσσικά σημεία και όρια», αναφέρεται στο σημείωμα που έστειλε το Εθνικό Θέατρο για τον θάνατό της.
Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
«Μ’ ένα όνειρο τρελό
όνειρο απατηλό
ξεκινήσαμε κι οι δυο μας
και στου δρόμου τα μισά
σβήσαν τ’ άστρα τα χρυσά
ξαφνικά από τον ουρανό μας
Ποια μοίρα με ζηλεύει
ποιο μάτι φθονερό
και χάθηκε μια αγάπη
προτού να τη χαρώ
σαν πλοίο που ναυάγησε
σαν νούφαρο που μάδησε
στης λίμνης μέσα το θολό νερό
Με ελπίδες λιγοστές
έστω και απατηλές
να γυρίσεις περιμένω
ίσως βγει αληθινό
τ’ όνειρό μου το τρελό
τ’ όνειρό μου το ναυαγισμένο».
Η γυναίκα που άλλαξε το ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Η γυναίκα που έγραφε στίχους πάνω σε πακέτα τσιγάρων και τους πουλούσε για λίγες δραχμές. Η γυναίκα που παραδόθηκε στον πόνο και τα πάθη. Η γυναίκα που δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για την υστεροφημία της. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.
«Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Από ‘κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δεν θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα, ας πούμε απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα», είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή της στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1961.
Εγραφε σε πακέτα τσιγάρων, πίσω από λογαριασμούς και φωτογραφίες, κι όταν δεν είχε να ανάψει το τσιγάρο της, έπαιρνε το χαρτί που μόλις είχε γράψει στίχους και το άναβε από τη σόμπα.
Ξεκίνησε να γράφει στίχους το 1948 και τους πουλούσε για 200 δραχμές. Αποταμίευση; Θα αστειεύεσαι; Λεφτά στην τσέπη ήθελε για να παίζει χαρτιά.
Η φίλη της, Μαρίκα Νίνου, την προέτρεψε κάποτε να γνωρίσει τον Βασίλη Τσιτσάνη, με σκοπό να κάνει τα ποιήματά της στίχους. Ο Τσιτσάνης τη συνάντησε και εντυπωσιάστηκε από τους στίχους της Ευτυχίας.
Μελοποίησε το «Στα σκαλοπάτια σου εγώ γυρίζω» κι από εκείνη τη στιγμή, όλοι οι συνθέτες της εποχής αναζητούσαν την Ευτυχία για να τους δώσει τους στίχους της.
Τα τραγούδια της τα έγραφε, συνήθως, μέσα σε μία ημέρα. Ο πόνος του ξεριζωμού από την πατρίδα ήταν αγκάθι και έμπνευση. «Αλίμονο στον άνθρωπο που ζει με αναμνήσεις. Είναι σωστός θάνατος όταν θυμάσαι τις ευχάριστες μέρες που δεν θα ξανάρθουν» είχε πει στο περιοδικό «ΕΠΙΚΑΙΡΑ».
Απέκτησε δύο κόρες από τον γάμο της με τον Κωστή Νικολαΐδη, τη Μαίρη και την Καίτη. Ο θάνατος της πρώτης τη στιγμάτισε μια για πάντα. Το «Δυο πόρτες έχει η ζωή» η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου το έγραψε έχοντας στο μυαλό της την πολυαγαπημένη της Μαίρη.
Η εγγονή της, Ρέα Μανέλη, η οποία ήταν στο πλευρό της μέχρι την ημέρα που έφυγε από τη ζωή, αφηγείται στο βιβλίο «Η γιαγιά μου η Ευτυχία» που έγραψε το 2003: «Δεν θέλω να τα βάλετε με όσους αγόρασαν τα τραγούδια μου. Με εκμεταλλεύτηκαν εν γνώσει μου. Εγώ, η τρελή, τους παρακάλαγα να τα αγοράσουν. (…)
«Μια μέρα είπε θλιμμένα “κουράστηκα να ζω, θέλω να πεθάνω”, προσθέτοντας “και καλά, άντε πέθανα και πήγα στον παράδεισο κι έγινα αγγελάκι, κι άρχισα να πετώ από το ένα συννεφάκι στο άλλο… Απαπαπα, τι ανία, καλύτερα να ζήσω”».
Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου έφυγε από τη ζωή στις 7 Ιανουαρίου 1972, σε ηλικία 79 ετών. Τελευταία της επιθυμία να της τραγουδήσουν το «Άμαξα μέσ’ στη βροχή».
Ελένη Βακαλό
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1921. Σε ηλικία δύο χρόνων εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα. Σπούδασε Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1940-1945) και το 1948 έφυγε για το Παρίσι προκειμένου να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης και να ειδικευτεί στην Ιστορία της Τέχνης.
Εργάστηκε για λίγο ως καθηγήτρια Νέων Ελληνικών και στη συνέχεια στράφηκε επαγγελματικά στη Σχολή Διακοσμητικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών Βακαλό, την οποία ίδρυσε από κοινού με τον ζωγράφο και σκηνογράφο σύζυγό της Γιώργο Βακαλό(πουλο). Παράλληλα ασχολήθηκε με τη διδασκαλία Ιστορίας Τέχνης και την κριτική.
Στον κόσμο της λογοτεχνίας εμφανίζεται το 1944 μέσα από τις σελίδες του περιοδικού «Νέα Γράμματα». Ένα χρόνο αργότερα θα εκδόσει την πρώτη ποιητική συλλογή της, «Θέμα και παραλλαγές». Σταθμό στην ποιητική της πορεία αποτέλεσε η ποιητική συλλογή της «Στη Μορφή των θεωρημάτων» (1951).
Η Νόρα Αναγνωστάκη θα πει για την Ελένη Βακαλό: «Η Βακαλό πέρασε από τον παθητικό υπερρεαλισμό στην ενεργητική δημιουργία με μεγάλα έμφρονα βήματα, κρατώντας μόνον τα διδάγματά του. (…) Διατηρεί πάντα τα διδάγματα μιας κλασικής παιδείας με την έννοια της αφομοίωσης του κλασικού ύφους στο μοντέρνο σχήμα που προβάλλει.
Μοιάζει σαν να βρίσκεται ενσφηνωμένη στον πανάρχαιο σκελετό μιας παράδοσης κι από κει ρίχνει ρίζες κι αγκίστρια για να πιάσει και να πιαστεί απ’ αυτό που έρχεται και φέρνει. Η ασυνταξία της είναι απλώς πρόσφορη προς τη γενική προσληπτικότητά της, μια σύνταξη ιδιάζουσα που εξυπηρετεί την εκφραστική της.
Η ασυνταξία αυτή ως τρόπος εκφραστικός έχει ταυτόσημες επιδιώξεις προς το περιεχόμενο της ποίησης της. Αντιστοιχεί κι αυτή στην έννοια του άμεσου, γυμνού, απλού και ανεπιτήδευτου ποιού του περιεχομένου, εξυπηρετώντας τη γενική ενότητα. Αν δεχτεί κανένας το αποτέλεσμα οφείλει να παραδεχτεί και τα μέσα».
Στην κριτική του ο Μανόλης Αναγνωστάκης θα αναφέρει: «Η Ελένη Βακαλό πετυχαίνει το μοναδικό, αυτό που ζητούμε από κάθε αληθινή ποιήτρια. Να κάνει ποίηση γυναικεία, να μιλήσει με γλώσσα γυναικεία, να δείξει πως αυτό που νιώθει το νιώθει σαν γυναίκα είναι δικό της δεν είναι δανεισμένο απ’ αλλού, είναι με μια λέξη δική της, προσωπική δημιουργία.
Αυτό το στοιχείο της θηλυκότητας εξουσιάζει την ποίησή της. Μια θηλυκότητα ζεστή, που ξεχύνεται ορμητική με αίμα νεανικό, αισιόδοξη, ατίθαση».
Για τον γυναικείο προσανατολισμό και τη θηλυκότητα που αποπνέει το έργο της Βακαλό, κυρίως κατά την πρώτη περίοδό της, θα μιλήσει και ο Αιμίλιος Χουρμούζιος. «Κύριο, θαρρώ, θέμα είναι αυτή η συμβολική ταύτιση της γυναίκας με τη θηλυκιά γη, είναι αυτή η αδρή και γεμάτη χνώτο επαφή της ύλης, άνθρωπος με την ύλη-φύση, που συχνά προβάλλει σαν μοναδικό αισθητικό γεγονός το γόνιμο κράμα τους».
Η Ελένη Βακαλό τιμήθηκε με το Α´ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Ιστορία και Γεγονότα της Κυρα Ροδαλίνας (1991), με το Βραβείο Δοκιμίου της Ακαδημίας για το δίτομο έργο της «Κριτική Εικαστικών Τεχνών, (1997). Αναγορεύθηκε Επίτιμος Διδάκτορας του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ (1998) και Επίτιμος Διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Derby (Αγγλία 2000).
Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: Θέμα και παραλλαγές (1945), Αναμνήσεις από μια Εφιαλτική Πολιτεία (1948), Στη μορφή των Θεωρημάτων (1951), Το Δάσος (1954), Τοιχογραφία (1956), Ημερολόγιο της Ηλικίας (1958), Περιγραφή του Σώματος (1959), Η Έννοια των Τυφλών (1962), Ο Τρόπος να κινδυνεύουμε (1966), Γενεαλογία (1971), Του κόσμου (1978), Πριν από τον λυρισμό (1981). Δημοσίευσε επίσης λογοτεχνικές κριτικές και δοκίμια Ιστορίας της Τέχνης.
Ώρα Θηλάσματος
– Το στήθος της λάμπει σαν άστρο
– Είν’ η φωνή του
Τραχειά και ανυπόμονη
Όπως με πήρε την πρώτη νύχτα
Στην αγκαλιά του
Τα βλέφαρά της
– Δεμένος με το σώμα μου
Αποκοιμήθηκε
Και γω χάιδεψα τα μαλλιά του
– Μυρίζει κανέλα και φρέσκο άχυρο
Πότε περνάν τα σαράντα;
– Η γλύκα που σώνεται
Σα να με θήλαζε πρώτη φορά
Το παιδί μου
(Θέμα και παραλλαγές, Ίκαρος 1945, σ. 18)
Ελένη Βλάχου
Εκδότρια, δημοσιογράφος, χρονογράφος. Μια εμβληματική μορφή. Η Ελένη Βλάχου θεωρείται πια ως «σημείο αναφοράς» στην ιστορία εξέλιξης του έντυπου τύπου στην Ελλάδα. Από τις πρώτες γυναίκες δημοσιογράφους στην εποχή της και η πρώτη γυναίκα εκδότης (Καθημερινή, Μεσημβρινή, Εικόνες).
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου του 1911. Ήταν κόρη του δημοσιογράφου και λογοτέχνη Γεωργίου Βλάχου, γιου του λογοτέχνη και πολιτικού Άγγελου Βλάχου, και της Δημαρέτης Κόντου, κόρης του καθηγητή φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνου Κόντου.
Στις 27 Ιανουαρίου 1935 θα δημοσιεύσει το πρώτο της κείμενο στην Καθημερινή, ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Άπω Ανατολή. Την ίδια χρονιά αρχίζει να γράφει χρονογραφήματα, υπογράφοντας ως «Ε», στην ίδια εφημερίδα, διευθυντής της οποίας ήταν ο πατέρας της.
Υπηρέτησε το χρονογράφημα για περισσότερα από πενήντα χρόνια (με μια διακοπή επτά χρόνων στη διάρκεια της χούντας), κατορθώνοντας να καθιερώσει το δικό της προσωπικό ύφος. Τα χρονογραφήματά της διέπονταν από λεπτότητα και αφηγηματική άνεση και συγχρόνως τα διέκρινε η διεισδυτικότητα και ο κοινωνικός προβληματισμός.
Στον Γιώργο Δουατζή το 1990 η Ελένη Βλάχου είχε μιλήσει για την είσοδό της στην Καθημερινή, για τη δημοσιογραφία και τα χρονογραφήματα.
Μπήκατε νωρίς στην Καθημερινή;
Όχι. Έκανα ζωή εντελώς εκτός εφημερίδος. Έκανα πολύ σπορ, ήμουνα πολύ καλή κολυμβήτρια, είχα κόσμο, άρχισα τις εκδρομές, άρχισα τα ταξίδια πολύ νέα και μετά ήθελα κάτι να κάνω στην εφημερίδα, αλλά όχι που να έχει σχέση με δημοσιογραφία. Δεν το ‘θελε κι ο πατέρας μου καθόλου.
Το πρώτο σας ξεκίνημα στην εφημερίδα;
Λογιστήριο τρία χρόνια. Κρατούσα το ταμείο.
Πώς αρχίσατε να γράφετε στην εφημερίδα;
Πρέπει να προχωρήσουμε. Πάμε σε γάμο, σε ταξίδι γάμου, όπου είχαμε την τύχη να μας καλέσει ένας εφοπλιστής, ο κ. Ρεθύμνης, που είχε ένα μεγάλο καράβι καινούργιο, που έφευγε για την Άπω Ανατολή.
Μας λέει, αυτό το καράβι το καινούργιο, έχει μία καμπίνα για δύο καλεσμένους. Ελάτε. Και νιόπαντροι ξεκινήσαμε αυτό το ταξίδι. Αυτό το ταξίδι όπως είναι φυσικό, είχε πάρα πολλές εντυπώσεις. Ιαπωνία, Κίνα, Ταϊλάνδη, Μαλαισία.
Ποια χρονιά;
Το 1935. Εκεί άρχισα να σκέπτομαι να γράψω κάτι. Μια περιγραφή. Και γύρω μου ο καπετάνιος, ο καπετάν Μήτσος, ο άντρας μου, με προέτρεπαν: “Γράψε κάτι, εσύ τα λες ωραία. Γράψε κάτι”. Και πράγματι, κάθισα, έγραψα κι έστειλα μία πρώτη περιγραφή στην τύχη.
Πολύ αργότερα, δηλαδή, πολλούς μήνες μετά, γιατί άργησε αυτό το ταξίδι. Μπήκε στην Καθημερινή στην πρώτη σελίδα με τίτλο «Εντυπώσεις της κυρίας Ελένης Αρβανιτίδη» όπως με λέγανε τότε και μία απολογία του Γεωργίου Βλάχου, που έλεγε, “οι αναγνώσται οι οποίοι θα εκπλαγούν ίσως με το όνομα της άγνωστης κυρίας πρέπει να σκεφθούν ότι το δημοσιεύω και το δημοσιεύω στην πρώτη σελίδα, διότι τυχαίνει η κυρία Αρβανιτίδη να είναι κόρη μου”.
Μετά την Κατοχή, επανεκδίδεται η Καθημερινή και αρχίζετε το χρονογράφημα;
Είναι περίεργο ο άνθρωπος που γράφει, ο ένας γράφει ποιήματα, ο άλλος γράφει μυθιστορήματα, ο άλλος γράφει κάτι άλλο. Εμένα αυτό το οποίο μου πήγε αμέσως, είναι το μικρό σχήμα. Ήταν η πρώτη μέρα που ξανάβγαινε η Καθημερινή, 2 Φεβρουαρίου του 1945.
Όλον εκείνο τον καιρό ήμουνα στο νοσοκομείο, ήμουνα νοσοκόμα. Ξαναμπήκαμε σε ένα γραφείο χωρίς τίποτα, χωρίς χαρτιά, χωρίς ρολόγια, χωρίς τηλέφωνα, χωρίς τίποτα. Και να σας πω κάτι, είχαμε ξαναμπεί μετά τον Δεκέμβριο, που είχανε βάλει φωτιά σε όλη την περιοχή. Η Καθημερινή μόνο σώθηκε. Μου λέει λοιπόν, ο πατέρας μου:
“Γράψε κάτι για την Καθημερινή. Του λέω: “Τι να γράψω;” “Γράψε κάτι για το γούρι στην πρώτη σελίδα”. Και γράφω κάτι και μάλιστα ο τίτλος ήταν «Αναμονή». Το παίρνει ο πατέρας μου, δημοσιογράφος, του βάζει έναν τίτλο επίκαιρο από πάνω κι ένα «Ε» από κάτω. Το στέλνει στο τυπογραφείο.
Πράγμα που συνεχίστηκε δεκαετίες.
Βεβαίως. Την άλλη μέρα, λέω στον πατέρα μου: “Να γράψω κι άλλο;” “Ε, όχι, μου λέει, γιατί θα νομίζουν ότι θες να γράψεις χρονογράφημα”. “Δεν θέλω λέω, αλλά έχω μια ιδέα. Να μην την γράψω;” “Γράψε” απάντησε.
Από τότε μπαίνει στη ζωή σας η δημοσιογραφία.
Και η Καθημερινή και το χρονογράφημα, ειδικώς. Πριν, είχα μπει στην εφημερίδα, ζούσα στην εφημερίδα, αλλά αυτό το καθημερινό – γιατί τότε έγραφα τρεις φορές την εβδομάδα – η παρακολούθηση της επικαιρότητος, με ένα μάτι κάπως ελεύθερο, ζωηρό, ανεξάρτητο, ήταν σημαντικό.
Δεν μπόρεσα από τότε να κάνω τίποτα άλλο. Γνώρισα κόσμο, έκανα συνεντεύξεις, έγραψα περιγραφές. Δεν πέτυχα όμως αυτή την επικοινωνία με το κοινό, που πέτυχα με αυτό το μικρό, το οποίο στη δημοσιογραφική τυπογραφική γλώσσα το λέγανε «γραβάτα». Στείλε μας τη «γραβάτα», κυρία Ελένη. Αργήσατε με τη «γραβάτα». Επειδή ήταν ένα μονόστηλο στην πρώτη σελίδα.
Το ελληνογερμανικό δημοσιογραφικό βραβείο «Ελένη Βλάχου» απονέμεται κάθε δύο χρόνια από τη Γερμανική Πρεσβεία για εξαιρετικές επιδόσεις στους τομείς της ειδησεογραφικής κάλυψης και του σχολιασμού ευρωπαϊκών και διεθνών θεμάτων στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και το διαδίκτυο στην Ελλάδα.
Δείτε όλο το αφιέρωμα για την Ημέρα της Γυναίκας εδώ.