ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: Οι αξέχαστοι στίχοι της γυναίκας που άλλαξε το ελληνικό, λαϊκό τραγούδι

Από την ταινία «Ευτυχία» του 2019, σε σενάριο Κατερίνας Μπέη και σκηνοθεσία Άγγελου Φραντζή

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου δεν ενδιαφέρθηκε ούτε μία στιγμή της ζωής της για την υστεροφημία της. «Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Από ‘κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δεν θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα, ας πούμε απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα», είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή της στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1961.

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου σκάρωνε τους στίχους της και τους σημείωνε όπου έβρισκε. Σε χαρτοπετσέτες και κουτιά από τσιγάρα γράφτηκαν κάποιοι από τους σημαντικότερους στίχους.

Ξεκίνησε να γράφει στίχους το 1948 και τους πουλούσε για 200 και 300 δραχμές. Το μόνο που ήθελε ήταν να έχει λεφτά στην τσέπη της και να παίζει χαρτιά.

Η φίλη της, Μαρίκα Νίνου, την προέτρεψε να γνωρίσει τον Βασίλη Τσιτσάνη, με σκοπό να κάνει τα ποιήματά της στίχους. Ο Τσιτσάνης τη συνάντησε και εντυπωσιάστηκε από τους στίχους της Ευτυχίας. Μελοποίησε το «Στα σκαλοπάτια σου εγώ γυρίζω» κι από εκείνη τη στιγμή, όλοι οι συνθέτες της εποχής αναζητούσαν την Ευτυχία για να τους δώσει τους στίχους της.

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, όμως αναγκάστηκε να έρθει στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, μαζί με τη μητέρα και τις δυο κόρες της, Καίτη και Μαίρη, τις οποίες είχε αποκτήσει από τον γάμο της με τον Κωστή Νικολαΐδη.

Όπως είχε παραδεχτεί σε συνέντευξή της, τα τραγούδια της τα έγραφε, συνήθως, μέσα σε μία ημέρα. Ο πόνος του ξεριζωμού από την πατρίδα ήταν η μόνιμη επιστροφή της για έμπνευση. «Αλίμονο στον άνθρωπο που ζει με αναμνήσεις. Είναι σωστός θάνατος, όταν θυμάσαι τις ευχάριστες μέρες που δεν θα ξανάρθουν» ανέφερε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ.

Ο θάνατος της κόρης της, Μαίρης, στιγμάτισε τη ζωή της. Το «Δυο πόρτες έχει η ζωή» η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου το έγραψε έχοντας στο μυαλό της την πολυαγαπημένη της κόρη.

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου πέθανε σε ηλικία 79 ετών στις 7 Ιανουαρίου του 1972, έχοντας στο πλευρό της την εγγονή της, Ρέα. Τελευταία της επιθυμία να της τραγουδήσουν το «Άμαξα μέσ’ στη βροχή».

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: Οι αξέχαστοι στίχοι της γυναίκας που άλλαξε το ελληνικό λαϊκό τραγούδι

Αλλοτινές μου εποχές

Αλλοτινές μου εποχές
αλλοτινοί μου χρόνοι
Ερωτικές μου συντροφιές
ερωτικοί μου πόνοι

Αχ και να ‘ρχόσαστε ξανά
αυτά τα κρύα δειλινά
που είν’ η καρδιά μου μόνη
τώρα που σουρουπώνει

Αλλοτινές μου εποχές
Αλλοτινοί μου χρόνοι

Αγαπημένες μου φωνές
αγαπημένα χείλη
Ονειρεμένες μου στιγμές
σ’ ονειρεμένο δείλι

Αχ και να φέρνατε ξανά
στην ορφανή μου την καρδιά
μηνύματα τ’ Απρίλη
της μοναξιάς μου φίλοι

Αγαπημένες μου φωνές
Αγαπημένα χείλη

Ο χειρότερος εχθρός μου

Κι έλεγα ποιος να μου ‘φταιγε
Στα τόσα βάσανά μου
Μα ‘γω τον ύπουλο εχθρό
Τον είχα στην καρδιά μου
Αυτός με έκανε να κλάψω,
Να πονέσω, να θρηνήσω
Αυτός με έσπρωξε κι εσένα
Άσκοπα να σ’ αγαπήσω.

Ο χειρότερος εχθρός μου
Ήτανε ο εαυτός μου.

Με τέτοιο ύπουλο εχθρό
Έκανα χίλια λάθη
Γιατί το φίλο μου ‘κανε
Απ’ της ψυχής τα βάθη
Στην αγάπη σου αυτός μου ‘πε
Ότι πρέπει να πιστέψω
Ένα μέλλον να χαλάσω
Μια ζωή να καταστρέψω.

Περασμένες μου αγάπες

Περασμένες μου αγάπες όνειρα που σβήσατε
με το πέρασμα του χρόνου την ανάμνηση του πόνου
στην καρδιά μου αφήσατε
περασμένες μου αγάπες όνειρα που σβήσατε

Για δυο μάτια για δυο χείλια κάποτε ξενύχτησα
ένιωσα ανατριχίλα μέχρι της καρδιάς τα φύλλα
σαν τα πρωτοφίλησα
για δυο μάτια για δυο χείλια κάποτε ξενύχτησα

Περασμένες μου αγάπες του καιρού χαλάσματα
όσο μακριά κι αν πάτε στη ζωή μου τριγυρνάτε
σαν χλωμά φαντάσματα
περασμένες μου αγάπες του καιρού χαλάσματα.

Πήρα απ΄ τη νιότη χρώματα

Πήρα απ’ τη νιότη χρώματα
κι απ’ την αγάπη νήμα
κι έπλεξα ένα όνειρο
όμορφο, μα τι κρίμα,
εσύ το ποδοπάτησες
στο πρώτο σου το βήμα.

Όμως θέλω τη ζωή μου να τη χαρώ
γι’ αυτό δεν τα πάω κόντρα με τον καιρό,
γι’ αυτό δεν τα πάω κόντρα με τον καιρό,
κι αν μου έφυγε μι’ αγάπη, άλλη θα βρω.

Στο περιβόλι της καρδιάς
με πλάνεψες και μπήκες.
Τα μύρα μου και τους ανθούς
στον έρωτά μου βρήκες,
πάτησες τα λουλούδια μου
και σαν τον κλέφτη βγήκες.

Δυο πόρτες έχει η ζωή (Το τελευταίο βράδυ μου)

Το τελευταίο βράδυ μου
απόψε το περνάω
κι όσοι με πίκραναν πολύ
τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή
όλους τους συγχωρνάω

Όλα είναι ένα ψέμα
μια ανάσα μια πνοή
σαν λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή

Εκεί που πάω δεν περνά
το δάκρυ και ο πόνος
τα βάσανα και οι καημοί
εδώ θα μείνουν στη ζωή
κι εγώ θα φύγω μόνος

Όλα είναι ένα ψέμα
μια ανάσα μια πνοή
σαν λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή

Δυο πόρτες έχει η ζωή
άνοιξα μια και μπήκα
σεργιάνισα ένα πρωινό
κι ώσπου να `ρθει το δειλινό
από την άλλη βγήκα

Όλα είναι ένα ψέμα
μια ανάσα μια πνοή
σαν λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή.

Ουσάκ σπανιόλικο

Σαν τι φωτιά σαν τι καπνός
καίει στα σωθικά μου
να με πεθάνεις βάλθηκες
κι απ’ τη ζωή μου χάθηκες,
σπάραξες την καρδιά μου.

Όπου δεις φωτιά και καίει
κάποιος αγάπη έχασε
και μες στη νύχτα κλαίει.

Ο πόνος νου είναι βαρύς
μα ανθρώπου δεν το λέω
τον κόσμο τον αρνήθηκα
στο έρμο σπίτι κλείστηκα
και καρτερώ και κλαίω.

Όπου δεις φωτιά και καίει
κάποιος αγάπη έχασε
και μες στη νύχτα κλαίει.

Σαν τι φωτιά είναι κι αυτή
σαν τι ντουμάνι μαύρο
στον χωρισμό που καίγομαι
μερόνυχτα παιδεύομαι
τη λησμονιά για να `βρω.

Όπου δεις φωτιά και καίει
κάποιος αγάπη έχασε
και μες στη νύχτα κλαίει.

Τι να σου κάνει μια καρδιά

Μακάρι να `χα δυο καρδιές
μες στην ζωή την ψεύτρα.
Η μια να λειώνει στις φωτιές,
μες στις φωτιές
κι άλλη να `ναι πέτρα.

Μες την ζωή μου τη πεζή
και τη βασανισμένη
τι να σου κάνει μια καρδιά,
αχ μια καρδιά
κι αυτή σακατεμένη.

Μακάρι να `χα δυο καρδιές
η μια για να πονάει
κι όταν την πνίγουν οι καημοί,
μες στη ζωή
η άλλη να γλεντάει.

Όνειρο Απατηλό

Μ’ ένα όνειρο τρελό
όνειρο απατηλό
ξεκινήσαμε κι οι δυο μας
και στου δρόμου τα μισά
σβήσαν τ’ άστρα τα χρυσά
ξαφνικά από τον ουρανό μας

Ποια μοίρα με ζηλεύει
ποιο μάτι φθονερό
και χάθηκε μια αγάπη
προτού να τη χαρώ
σαν πλοίο που ναυάγησε
σαν νούφαρο που μάδησε
στης λίμνης μέσα το θολό νερό

Με ελπίδες λιγοστές
έστω και απατηλές
να γυρίσεις περιμένω
ίσως βγει αληθινό
τ’ όνειρό μου το τρελό
τ’ όνειρό μου το ναυαγισμένο.

Γυάλινος Κόσμος

Ποιος θα μου δώσει δύναμη
τον κόσμο αυτό ν’ αλλάξω,
να φτιάξω όμορφες καρδιές
μεγάλες και πονετικές,
τις σκάρτες να πετάξω;

Να σου δώσω μια να σπάσεις,
αχ βρε κόσμε γυάλινε,
και να φτιάξω μια καινούργια
κοινωνία άλληνε.

Να φτιάξω φίλο αληθινό
το φίλο να πονάει.
Τα βάσανα και οι καημοί
να λείψουνε απ’ τη ζωή
κι όμορφη να κυλάει.

Και στης γυναίκας την καρδιά
να βάλω λίγη μπέσα,
να της ανάψω μια φωτιά
να καταστρέψω την ψευτιά
που ’χει στα στήθια μέσα.

Ηλιοβασιλέματα

Ηλιοβασιλέματα γεμάτα αναμνήσεις.
Θυμάμαι ακόμα και πονώ
το τελευταίο δειλινό
πριν φύγεις και μ’ αφήσεις.

Δειλινά αξέχαστα μες στα στενά δρομάκια.
Τώρα με άλλον αγκαλιά
περνάς τα στέκια τα παλιά
κι εγώ πίνω φαρμάκια.

Ηλιοβασιλέματα και τι δε μου θυμίζουν.
Και όπως πέφτει η βραδιά
την έρημη μου την καρδιά
οι πόνοι την ξεσκίζουν.

Ηλιοβασιλέματα και τι δε μου θυμίζουν.