Ένας χρόνος capital controls. Ρύζι εσύ αγόρασες;
- 28 ΙΟΥΝ 2016
Ήταν 28 Ιουνίου του 2015, όταν η κυβέρνηση αποφάσισε να κλείσει τις τράπεζες από την επόμενη ημέρα και για μια εβδομάδα. Η επιβολή capital controls ήταν κάτι για το οποίο πολλοί είχαμε ακούσει για πρώτη φορά το 2013, όταν είχε επιβληθεί αντίστοιχη τραπεζική αργία στην Κύπρο.
Η παράταση της μιας εβδομάδας φαινόταν από την πρώτη στιγμή ότι θα ανανεωνόταν για πολύ καιρό ακόμα. Σήμερα, μετά από ένα χρόνο ζωής με capital controls, τα συμπεράσματα της ζωής στο συγκεκριμένο καθεστώς είναι τα παρακάτω:
1. Είναι ασύλληπτο το να ξυπνάς ένα πρωί και να δικαιούσαι, είτε έχεις αρκετά λεφτά στην τράπεζα (και γενικότερα) είτε λιγότερα, να κάνεις ανάληψη μέχρι και 60 ευρώ. Δεν εξετάζω για ποιον λόγο επιβλήθηκε το μέτρο, πώς φτάσαμε στο σημείο αυτό, αν έπρεπε να γίνει ή όχι. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχουν οι συνειρμοί που αυτομάτως κάνεις στο μυαλό σου, ανάλογα με τις προσωπικές σου εμπειρίες ή και τις ιστορικές σου γνώσεις. Προσωπικά, αυτός ο περιορισμός μού θύμισε τα κράτη του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, στη φάση της κατάρρευσής τους και τις ουρές στα σούπερ μάρκετ και τους φούρνους.
2. Ο ανθρώπινος νους σε περιόδους πανικού μπορεί να προκαλέσει εξαιρετικά ανερμάτιστες συμπεριφορές. Θυμάμαι να βρίσκομαι σε ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ της λεωφόρου Κηφισίας, τα ράφια με τα ρύζια και τα μακαρόνια να έχουν σχεδόν αδειάσει, τον κόσμο να στοκάρει είδη πρώτης ανάγκης στα καρότσια κι εμένα να αγοράζω γιαούρτια και κρασιά. Δεν ήθελα να πιστέψω ότι θα φτάναμε στο σημείο να πεινάσουμε, παρότι περίμενα τα χειρότερα. Δεν αγόρασα ούτε ένα πακέτο ρύζι. Όχι επειδή δεν πίστευα ότι μπορούν να έρθουν τα χειρότερα, αλλά επειδή τελούσα υπό γνήσια, συνειδητή άρνηση της πραγματικότητας.
Κι έτσι, περίμενα στην ουρά τρία τέταρτα για να πληρώσω τέσσερα μπουκάλια Merlot και έξι γιαούρτια. Διαίτης, προφανώς, για να είναι ολοκληρωμένη η άρνηση.
3. Σε αναμονή κρίσιμων νέων, το σύνθημα του φιλικού μου κύκλου ήταν “Αν είναι να πτωχεύσουμε, ας είμαστε μεθυσμένοι”. Διότι η άρνηση της πραγματικότητας συνεχιζόταν. Και στο μεταξύ, όσο πήγαινα για ψώνια, πάλι δεν αγόραζα ρύζια και μακαρόνια, αλλά φυστίκια αλατισμένα, για να έχω να συνοδεύω τα κρασιά.
4. Τις πρώτες μέρες της τραπεζικής αργίας σχεδόν ξεχάσαμε ανάγνωση. Όσες φορές κι αν διάβασα τις οδηγίες της Τράπεζας της Ελλάδας και των άλλων τραπεζών, όσα επεξηγηματικά δημοσιογραφικά άρθρα κι αν πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου σχετικά με το ποιες συναλλαγές μπορούσαμε να πραγματοποιήσουμε και με ποιο τρόπο, δεν μπορούσα να κατανοήσω τι ισχύει και τι όχι. Και σκεφτόμουν “δεν είναι δυνατόν να έχεις καταλάβει ποινική δικονομία ή τον Πρόεδρο του Εδεσσαϊκού και να μην αντιλαμβάνεσαι δυο απλές προτάσεις”. Δεν ξέρω πόσες φορές πήρα τηλέφωνο (όχι μόνο εγώ, πάρα πολλοί άνθρωποι) γνωστούς μου τραπεζικούς, για να τους ζητήσω διευκρινίσεις για πράγματα που ήταν ξεκάθαρα από την πρώτη ανάγνωσή τους.
Ναι, χρυσή μου, μπορείς να χρησιμοποιήσεις πιστωτική κάρτα και για να κάνεις αγορές άνω των 60 ευρώ, δεν το χτυπάς ένα τατουάζ στο κούτελο για να το θυμάσαι και να μη με ξαναπάρεις μέσα στη νύχτα;
5. Ο Έλληνας τραπεζικός υπάλληλος αξίζει έναν ανδριάντα στη μέση κάθε κεντρικής πλατείας της χώρας. Για τα ξενύχτια που πέρασε, για τα βρισίδια που άκουσε, για τις απορίες που απάντησε αγόγγυστα και επανειλημμένα, για όλα όσα έκανε καθ’ υπερβολή των δυνάμεών του, ώστε να μην καταλήξει ο κόσμος να ξεριζώνει τις τούφες των μαλλιών του στη μέση του δρόμου.
6. Οι ουρές στα ΑΤΜ, που έγιναν εν μια νυκτί τα νέα hot μέρη συνάντησης της πόλης, τα επιτόπια ρεπορτάζ του υπαρκτού πανζουρλισμού, τα τσουρομαδήματα για την τήρηση της προτεραιότητας, τα βλέμματα μίσους γι’ αυτόν που “σήκωνε” το τελευταίο 60άρι πριν το ΑΤΜ “στεγνώσει” θέλω να τα θυμάμαι ως σκηνές από ταινία του Κιούμπρικ. Ή του Δαλιανίδη. Δεν έχω καταλήξει ακόμα.
7. Σε κάποιες περιπτώσεις, ο κόσμος πήρε κουράγιο μέσα από τις κουβέντες που έπιασε σ’ αυτές τις ουρές. Ένας παλιός συνάδελφος πήγαινε κάθε βράδυ να βγάλει το 60άρι και έπαιρνε μαζί του μπύρες, για να κεράσει τους παππούδες με τους οποίους είχε γνωριστεί και καθόταν να τα πουν ακόμα και μετά την ανάληψη. Γενικά, εκείνες τις μέρες στην ατμόσφαιρα υπήρχε ένα φλερτ με τον αλκοολισμό.
8. Η συνειδητοποίηση ότι δεν μπορείς να ψωνίσεις από ξένα site προκάλεσε ντουβρουτζά (δεν υπάρχει άλλη λέξη να το περιγράφει με ακρίβεια) στον μέσο άνθρωπο που είχε συνηθίσει να πραγματοποιεί έτσι τις αγορές του. Θυμηθήκαμε ως και τέταρτα ξαδέρφια της μάνας μας, που μένουν στη Φρανκφούρτη/ το Κεμπέκ/ το Αϊντάχο, και τους στείλαμε emails αβέρτα, για να μας παραγγείλουν οι ίδιοι αυτά που θέλαμε και να μας τα στείλουν στην Ελλάδα.
Σαφώς και η σύσφιξη των σχέσεων με μέλη της οικογένειας είναι κάτι καλό, αλλά θα μπορούσε να συμβεί και με άλλο τρόπο, όχι επειδή χρειάζεσαι ένα βιβλίο και δεν μπορείς να το παραγγείλεις λόγω capital controls.
Για όσους σπεύδουν να ψέξουν την “καταναλωτική μανία” όσων αισθάνονται απομονωμένοι από την πρόσβαση σε εμπορικά αγαθά και υπηρεσίες, ένα έχω να πω. Καθένας έχει τις ανάγκες του και τις προτεραιότητές του. Ό,τι θέλει θα κάνει και κακώς δεν έχει τη δυνατότητα να αγοράσει αυτό που επιθυμεί.
9. Με την κατάργηση του περιορισμού της ημερήσιας ανάληψης και την δυνατότητα εβδομαδιαίας ανάληψης έως και 420 εφάπαξ, οι ουρές εξαφανίστηκαν. Σε κάθε περίπτωση, εξακολουθεί να είναι αδιανόητο το να υφίστασαι αυτόν τον περιορισμό. Θα μου πεις “δε μπορείς να ζήσεις με 420 ευρώ την εβδομάδα”; Ένα μήνα μπορώ να ζήσω. Το ξέρω πως υπάρχουν οικογένειες που ζουν και με λιγότερα. Αλλά δεν εξετάζουμε αυτό.
Μπορεί να θέλω τα 420 ευρώ που μου αναλογούν ανά εβδομάδα να τα κάνω στραγάλια. Ενοχλώ κανέναν; Μήπως του τα έχω ζητήσει δανεικά και δεν του τα επιστρέφω; Όχι. Μήνες μετά θεωρούμε απόλυτα φυσιολογικό τον περιορισμό των 420 ευρώ την εβδομάδα.
Η ζωή συνεχίζεται και πρέπει να προσαρμοζόμαστε, αλλά είναι κακό να θεωρούμε φυσιολογικό κάτι που δεν είναι.
10. Ο οικονομικός προγραμματισμός του μέσου ανθρώπου δεν σημαίνει ότι βελτιώθηκε, λόγω του εβδομαδιαίου ορίου ανάληψης. Βασικές συναλλαγές, όπως η πληρωμή του ηλεκτρικού, του τηλεφώνου και άλλων παγίων γινόταν ήδη ηλεκτρονικά από πολλούς ανθρώπους. Αν θέλεις, όμως, να πληρώσεις ένα μεγάλο ποσό σε μετρητά (δίδακτρα, ιατρικές εξετάσεις, οτιδήποτε), πρέπει να προγραμματίζεις βδομάδες πριν τις αναλήψεις σου, ώστε να έχεις συγκεντρώσει το απαραίτητο ποσό την ημέρα που το χρειάζεσαι.
Στο ίδιο πλαίσιο, δε μπορώ να πω ότι δεν ξαφνιάστηκα ευχάριστα όταν είδα μια γιαγιά πολύ μεγάλη σε ηλικία να πληρώνει με χρεωστική κάρτα στο σούπερ μάρκετ. Δεν χρειαζόταν, όμως, να φτάσουμε στο συγκεκριμένο σημείο, ώστε να χρησιμοποιήσει μια 85χρονη πλαστικό χρήμα.
Βέβαια, στη χώρα όπου πάντα πρέπει να συμβεί κάτι πολύ κακό για να προκύψει ένα ήσσονος σημασίας καλό, αυτό θα εξακολουθήσει να συμβαίνει. Συνεχίζουμε “δυναμικά” με capital controls, με θείους στην Αμέρικα να στέλνουν βιβλία και παπούτσια, με πλήρη αβεβαιότητα για το πώς θα εξελιχθεί το μέλλον και πότε θα μπορέσουμε να κάνουμε μια ανάληψη ύψους 421 ευρώ ή να αγοράσουμε αυτό που θέλουμε χωρίς να μας απορριφθεί η κάρτα και να κοιτάμε την οθόνη με το παρακάτω ύφος: