ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Γιορτή του Πατέρα: Φωτογραφίες και ιστορίες με τους μπαμπάδες μας (χωρίς ρούμι)

Unsplash

Εις το όνομα του Πατρός, που γιορτάζει σήμερα το Ladylike συγκέντρωσε φωτογραφίες και αναμνήσεις μπαμπαδίστικες. Γιατί μπορεί μάνα να είναι μόνο μία, αλλά κι ο πατέρας έχει ρόλο στη ζωή που μπορεί να σε απογειώσει, να σε καθορίσει και πάνω απ’ όλα να σε προστατεύσει και να σε διαπαιδαγωγήσει. Ιστορίες με υπέροχους μπαμπάδες λοιπόν. Οι μπαμπάδες μας.

Ο Νικολής της Κλέλιας Φατούρου

Η σχέση μου με τον Νίκο, τον Νικολή κάνει πάντα τους κύκλους της. Πότε με διαολίζει και δεν πιστεύω αυτά που ξεστομίζει και πότε νιώθω τυχερή που με μεγάλωσε ένας άνθρωπος που ήταν πάντα παρών, βοηθούσε τη μάνα μου και δεν ανακατευόταν στη ζωή μου ανακρίνοντάς με με ποιον βγαίνω και αν είμαι η καλύτερη μαθήτρια στην τάξη. Δυσκολεύτηκα πολύ να θυμηθώ συγκεκριμένες στιγμές μαζί του, αλλά κατέληξα στις δύο εξής. Για να τις θυμάμαι, μάλλον είναι οι πιο σημαντικές.

γιορτή του πατέρα

Όταν ήμουν 13-14 χρονών, μου έφερε στο σπίτι ένα βιβλίο που μιλούσε για τη γυναίκα. Την περίοδο, τη βιολογία και το σεξ. Στην πραγματικότητα κατέληξε να είναι το βιβλίο της σεξουαλικής μου αφύπνισης, γιατί μέσα είχε φωτογραφίες με στάσεις από κανονικούς ανθρώπους και ήταν σαν να έχω το δικό μου Playboy. Θυμάμαι όμως να λέω πάντα με καμάρι στον κόσμο ότι μου το πήρε εκείνος (και όχι η μαμά μου). Νιώσατε αμήχανα; Κι εγώ λίγο που το μοιράστηκα.

Η άλλη σκηνή που θυμάμαι δεν είναι και τόσο μακρινή. Ήταν πριν από έναν χρόνο και καθόμασταν στο μπαλκόνι του πατρικού μου. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμασταν εκεί, χωρίς να είμαστε μόνιμοι κάτοικοι. Εκείνος είχε ήδη φύγει για τα Τζουμέρκα ως συνταξιούχος κι εγώ ετοιμαζόμουν να μεταναστεύσω στα Εξάρχεια. Καθόμασταν στο μπαλκόνι και ατενίζαμε χωρίς να μιλάμε (κλασικά, και στο τηλέφωνο λέμε από 10 λέξεις ο καθένας). Μετά από μία μεγάλη σιωπή, γύρισε, με κοίταξε με βουρκωμένα μάτια και μου είπε: «Χωρίς να ξέρω πολλά, νιώθω ότι είσαι ευτυχισμένη. Κι αυτό με κάνει κι εμένα ευτυχισμένο». Κλάψαμε παρέα. Αυτό είναι κάτι που συνηθίζουμε.

Ο συντροφάκος της Λίας Παπαϊωάννου

«Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: ο μπαμπάς μου», λεγόταν μια ταινία του 2002 που δεν έχω καταφέρει ποτέ να δω. Ο τίτλος της, ήταν πολύ ειλικρινής για εμένα που λάτρευα τον μπαμπά μου. Η σχέση μου με τον μπαμπά μας, δικό μου και της αδερφής μου, ήταν πάντα μια σχέση συμμαχίας. Ακόμα κι όταν προσπαθούσα να σπάω τους αυστηρούς κανόνες του για την ώρα επιστροφής μου στο σπίτι (μέχρι τα 23 μου γυρνούσα με ωράριο όχι αστεία) δεν ήταν ποτέ απέναντι. Ίσως επειδή μοιάζαμε σε πολλά.

Μεταξύ μας λέγαμε ότι αυτός είναι ο αρχηγός και εγώ ο υπαρχηγός. Καληνυχτιζόμασταν με ολόκληρη ιεροτελεστία (τα λεγόμενα προυδάκια, μη τα ρωτάς), μου έφερνε πάντα τα πατατάκια μου από την κουζίνα και τον κάλυπτα όταν έτρωγε κάτι μες τη νύχτα και γέμιζε τον τόπο ψίχουλα και γκρίνιαζε η μαμά. Μια φορά την ημέρα τουλάχιστον θα λέγαμε ο ένας “I love you” κι ο άλλος «μυτόγκας» (από το me too και πάλι μη με ρωτάς) ως απάντηση.

Αγαπούσαμε και οι δυο την επιστημονική φαντασία, το μαύρο χιούμορ, το σφύριγμα, τους τεράστιους περιπάτους (δεν οδήγησε αυτοκίνητο ποτέ), τα δέντρα, τις σφεντόνες, το ποδήλατο και τον Καστανέντα. Αγαπούσαμε το γράψιμο και στην ίδια ηλικία γράφαμε ποιήματα. Έπειτα τα κόψαμε και οι δυο. Αφήναμε σημειώματα με σκίτσα στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Τον περιμέναμε με την αδερφή μου να γυρίσει από το γραφείο κι όσο εκείνος έτρωγε εμείς θέλαμε να συζητήσουμε τα πάντα. Από τα καθημερινά, μέχρι φιλοσοφία, πολιτική, τις ιστορίες των νεανικών του χρόνων, τον έρωτα, τη ζωή μας. Δεν μας αντιμετώπισε ποτέ ως μικρές, δεν ωραιοποιούσε καταστάσεις, μας δίδασκε την ευθύνη, ίσως και υπερβολικά, κάθε μέρα.

Ως παιδί σύχναζα μαζί του στο βιβλιοπωλείο της φίλης μας της Ράνιας, στην εφηβεία μου, δούλευα τα καλοκαίρια δίπλα του, τον έβλεπα να αγορεύει και να γράφει και τον θαύμαζα κι αργότερα όταν επέστρεφα ως φοιτήτρια στην πόλη μας βρισκόμασταν στο δικό μου στέκι. Σε κάθε περίπτωση τα μεσημέρια παίρναμε τον δρόμο της επιστροφής στο σπίτι αλά μπρατσέτα. Ο μπαμπάς μου ήταν το συντροφάκι μου. Είχαμε πολλές δικές μας στιγμές, με ομιλίες και σιωπές. Οι μεγαλύτερες από τις τελευταίες ήταν στη βάρκα, στο ψάρεμα, παρέα με τον φίλο του το Σωτήρη συνήθως. Ώρες σιωπής πιο διδακτικές περί υπομονής από κάθε τι άλλο. Με έμαθε να «ακούω» την πετονιά, να φέρνω το ψάρι στη βάρκα αλλά δεν με έμαθε ποτέ να το ξεδολώνω. Σιχαινόμουν κι ίσως πίστευε ότι κάποια στιγμή θα ζητούσα να το μάθω κι αυτό.

Το τελευταίο πράγμα που με έμαθε ποτέ, δεν ήταν κάποιο σπουδαίο νόημα της ζωής, αυτά μου τα περνούσε με τον έντιμο και ανάλαφρο τρόπο που είχε διαλέξει να ζει. Ήταν το πεταχτάρι. Πώς να ψαρεύω από την ακτή πετώντας την πετονιά μου μακριά στη θάλασσα. Πετούσαμε και ξανά πετούσαμε την πετονιά μέχρι να το μάθω. Έπειτα ήπιαμε καφέ μαζί με τη μαμά και χαζεύαμε τα πλοία που περνούσαν τη Διώρυγα. Ατενίζαμε ευτυχείς. Έχω να ψαρέψω 10 χρόνια γιατί δεν ήταν το ψάρεμα που μου άρεσε τελικά. Ήταν η παρέα μαζί του. Ο πιο δύσκολος αποχαιρετισμός, ο Παναγιώτης μου, ο μπαμπάς μου.

Ο «πάντα εκεί» μπαμπάς της Κέλλυς Νόβακ

Δεν πιστεύω στην τελειότητα, όσον αφορά στις ανθρώπινες σχέσεις. Όταν έχεις να κάνεις με ανθρώπους, υπάρχουν «ελαττώματα». Και η σχέση μου με τον πατέρα μου, από τέτοια έχει μπόλικα. Και αυτό, γιατί το κλισέ που λέμε όλοι ξανά και ξανά ότι κανείς δεν είναι τέλειος, ισχύει. Η ζωή είναι ένας συνεχής αγώνας για αυτοβελτίωση εξάλλου, πιστεύω όμως ότι οι σχέσεις διατηρούνται, όσο παλεύουμε γι’ αυτές. Τις βελτιώνουμε. Η σχέση μου με τον πατέρα μου πιστεύω ότι πατάει πολύ σ’ αυτή τη φιλοσοφία. Στη συνεχή «αυτοβελτίωσή» της. Δεν θα σου πω πόσο τον αγαπάω, λοιπόν, σήμερα.

Αυτό είναι δεδομένο και, μεταξύ μας τώρα, καμία φορά δεν είναι αρκετό τις στιγμές που τίποτα δεν είναι «ροζ» μεταξύ σας. Δεν θα μιλήσω, λοιπόν, για καμία διδακτική στιγμή, για κάτι που μου έμαθε ο πατέρας μου ή για μια όμορφη ανάμνηση που ζήσαμε μαζί. Υπάρχουν τέτοιες, αλλά υπάρχουν κι άλλες τόσες που είναι άσχημες. Αυτή είναι η ζωή. Ένα όμως θα σου πω στα σίγουρα. Βελτιωνόμαστε. Μετά τον θάνατο της μητέρας μου, η σχέση μας είναι σε διαρκή «αυτοβελτίωση», όπως και η ζωή μου ολόκληρη.

Θα πάμε το φαγητό μας τις Κυριακές, μαζί με την αδερφή μου. Θα διαφωνήσουμε για τα πολιτικά και θα συμφωνήσουμε για την αδικία που περνάει η γενιά μου. Το θέμα είναι ένα. Είναι εκεί. Πάντα, ακόμα και με τα στραβά που περιλαμβάνει η βελτίωση μιας σχέσης δυο ανθρώπων, όπως αυτής μιας κόρης με του πατέρας της. Ακόμα και τα στραβά όμως, τον αγαπώ. Τώρα και πάντα. Ορίστε στο ‘πα τελικά. Να, πάρε και το κλισέ που θέλει η μέρα.

Ο δυνατός μπαμπάς της Γωγώς Θωμά

Αυτός είναι ο μπαμπάς μου ο Γιάννης. Ανάμεσα στην αδερφή μου Κωνσταντίνα (αριστερά) και σε εμένα (δεξιά). Η μαμά μου μας φωτογραφίζει και έχει στην κοιλιά της τον αδερφό μας, Παναγιώτη. Ο πατέρας μου μού έδωσε το επίθετό του (οι περισσότεροι φίλοι μου με φωνάζουν Θωμά, έτσι σκέτο) και πολλά εφόδια για να γίνω αυτό που είμαι σήμερα. Δεν είμαι «χαϊδεμένη» και σε καμία περίπτωση το κορίτσι του μπαμπά. Είμαι το μεσαίο παιδί βλέπεις με όσα κλισέ συγκεντρώνει αυτή η έννοια μέσα της. Στα μάτια μου είναι όμορφος και δυνατός.

Τις λίγες φορές που τον έχω δει να «λυγίζει» έχω χάσει τη γη κάτω από τα πόδια μου. Έτσι με έμαθε κι εμένα με κάθε κόστος. Να δείχνω δυνατή ενώ μέσα μου μπορεί να γίνεται πόλεμος. Τον θυμάμαι να με κρατάει απαλά από την μπλούζα για να μάθω να κάνω ποδήλατο σε δύο ρόδες. Ναι, με έμαθε να στέκομαι πάντα όρθια. Με γέμισε αυτοπεποίθηση, μου μετέδωσε κανόνες και συμβουλές για να μην φάω ποτέ τα μούτρα μου. Να αποφεύγω τις κακοτοπιές. Όχι, δεν με έμαθε τι γίνεται στην περίπτωση που πέσω. Ίσως γιατί πιστεύει (περιμένει) ότι δεν θα πέσω ποτέ. Υπάρχουν πολλές στιγμές μας που μπορώ να γράψω, αλλά μία που θέλω να μοιραστώ.

Κυριακή 7/7/2019. Την ημέρα που έφευγα για Κρήτη, με όνειρο τότε να ζήσω για πάντα σε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Δεν συμφώνησε ούτε λεπτό με αυτή την απόφαση. Ωστόσο, δεν με εμπόδισε να το κάνω. Μπήκα στο αμάξι για το λιμάνι χωρίς καν να με χαιρετήσει. Μόλις έβαλα μπροστά και αφού τσούλησε το αμάξι λίγα μέτρα, τον άκουσα να σφυρίζει. Αυτό ήταν το σύνθημα για να πάμε κοντά του από όταν ήμασταν παιδιά. Φυσικά υπάκουσα. «Στην πρώτη δυσκολία παράτα τα όλα και γύρνα πίσω. Εδώ είναι το σπίτι σου» μου είπε, αφού πλησίασε στο παράθυρο. 6 μήνες μετά επέστρεψα. Δεν ξέρω να σου πω ακριβώς τον λόγο. Ίσως, γιατί νιώθω μέσα μου πως το σπίτι μου δεν γίνεται να είναι κάπου μακριά του. Όπως και να ‘χει με ένα του φιλί στο κεφάλι μου, γίνομαι αυτόματα πάλι σχεδόν 6 ετών. Όπως στη φωτογραφία.

Ο ντάντι κουλ της Μαριλέλλας Αντωνοπούλου

Μπαμπά μου καλησπέρα, σε σκεφτόμουν όλη μέρα. Τι να γράψω για σένα; Που χρόνια ολόκληρα ζούσα μια πλάνη; Νόμιζα, που λες, ότι είμαι ίδια η μαμά- το οποίο έχεις επιβεβαιώσει πολλάκις κι εσύ με παρόμοια ατάκα-. Αλλά όσο μεγαλώνω, αισθάνομαι ότι σου μοιάζω πιο πολύ, και δεν εννοώ στα έξω μου- αυτό είναι ξεκάθαρα δοσμένο αλλού-, αλλά στο μέσα μου. Εσύ Φωτάρα είσαι μια περίπτωση από μόνος σου. Όσο με πληγώνεις, άλλο τόσο με πορώνεις. Ελλείψει αδερφού και γενικότερα δεύτερου παιδιού στην οικογένεια, με ήθελες από μικρή αγοροκόριτσο, παραδέξου το.

Θα ξεχάσω εγώ, που εκεί γύρω στα 6 με τρολάρατε χωρίς έλεος με τον φίλο σου τον Γιάννη γιατί η μαμά με είχε κουρέψει καπελάκι και ήμουν σαν Μαριλέλλος; Που με πηγαίνατε τάχα μου βόλτα με το αμάξι και με βάζατε να σφυράω τα κορίτσια στον δρόμο και να κρύβομαι; Γιατί; το άλλο με τα ψαρέματα; Κι αν δεν θυμάσαι θα σου θυμίσω εγώ. Στη ζωή σου προ χρυσής εποχής ψαροντούφεκου είχες αγοράσει τρεις βάρκες. Τις ονόμασες όλες Μαριλέλλα με επιμονή. Στην πρώτη έμαθα συρτή, βούλιαξε, στη δεύτερη, τσαπαρί, την έσπασε το κύμα και την τρίτη που ήταν και κρις κραφτ ακόμα την ψάχνουμε.

Αλλά εσένα τέταρτη να σου φέρουν όλοι ξέρουμε πώς θα την πεις (εντάξει, τώρα θα βάλεις και του εγγονού σου το όνομα δίπλα, που τον κοιτάς και γελάνε και οι παρανυχίδες σου). Και μιας που λέμε για τις βάρκες, κάπου εδώ κολλάει και η ιστορία αυτής της φωτογραφίας, η οποία όσο κι αν δεν της φαίνεται, είναι επίσημη φωτογραφία για δίπλωμα ταχυπλόου. Όταν όλοι ποζάρουν όρθιοι και σοβαροί, εμείς για την περίσταση πήγαμε στο φωτογραφείο και βγάλαμε εμφανώς καθιστοί αυτή την πολαρόιντ χαλαρουίτα που εγώ είμαι σαν κεφτεδάκι με κρόσια κι εσύ ο σούπερ γκόμενος με το μαγιό και ξεκούμπωτο μπλουζί, με τα τσιγάρα σου στο πέτο. Δηλαδή σε σταματάει το λιμενικό κι εσύ δείχνεις αυτό.

Με σένα τρελαίνομαι που είσαι πρόσχαρος με όλους, καλοπροαίρετος και χιουμορίστας. Ξινίζω που αρπάζεις εύκολα και πιάνεις 0-100 κι ας είναι και για λίγο, που δεν μπορείς να κάτσεις σε μια γωνιά κι όλο κάτι θες να φτιάχνεις/χτίζεις/καθαρίζεις και μετά γκρινιάζεις που κουράζεσαι και που για να αποφύγεις- επιλεκτικά- τη μανούρα, κάνεις συνειδητά το κορόιδο. Μωρε, ποια μου θυμίζεις;

Exit mobile version