Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ: Το πρώτο ποίημα, το τελευταίο και μερικά δικά της λόγια ανάμεσα
- 22 ΙΑΝ 2020
Στο πρόσωπό της οι εραστές της ποίησης έβλεπαν την πιο γλυκιά μορφή. Στα ποιήματά της ένα πνεύμα σπουδαίο, που άλλοτε ανακούφιζε κι αισιοδοξούσε κι άλλοτε έβαζε στο μυαλό σε δύσκολες σκέψεις. Για την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, αυτή τη σπουδαία ποιήτρια που έφυγε από τη ζωή στα 81 της, τίποτα δεν ήταν μάταιο, αφού όλα ήταν ζωή. Κι η ζωή για εκείνη ήταν πάντα το πιο υψηλό δώρο,
Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ γεννήθηκε στα Εξάρχεια τον Φλεβάρη του 1939. Ήταν φανατική του Καβάφη. Έγραψε 18 βιβλία, εκ των οποίων ένα μόνο ήταν πεζογραφία κι όλα τ’ άλλα ποίηση. Εργάστηκε ως μεταφράστρια και κέρδισε σημαντικά διεθνή βραβεία. Όλα ξεκίνησαν όταν ο νονός της, ο Νίκος Καζαντζάκης έστειλε στο περιοδικό «Καινούρια Εποχή» το πρώτο της ποίημα («Μοναξιά», 1956) με το εξής σημείωμα: «Παρακαλώ, δημοσιεύστε αυτό το ποίημα, το έχει γράψει μία κοπέλα που δεν έχει βγάλει ακόμα το γυμνάσιο. Είναι το ωραιότερο ποίημα που διάβασα ποτέ”». Ακολουθούν μερικά δικές της πολύτιμες σκέψεις, είτε ως απόφθεγμα είτε ως στίχοι.
Για την έλλειψη
«Νομίζω ότι βασικό στοιχείο της ύπαρξής μου η έλλειψη γεννηθηκα με μία έλλειψη, τη συνήθισα, τη θεωρούσα μέρος της ζωής μου και αργότερα εκτίμησα την ουσιαστική αξία της. Γεννήθηκα με σταφυλόκοκκο, εκείνη την εποχή δεν υπήρχε η πενικιλίνη, έναν χρόνο αργότερα με μία ένεση θα είχα γίνει καλά. Έτρεχα, χόρευα κολυμπούσα, η αναπηρία είχε γίνει αυτονόητο μέρος της ζωής μου».
«Ό,τι μου λείπει με διδάσκει
ο,τι μου ‘χει απομείνει μ’ αποπροσανατολίζει
γιατί μου προβάλλει εικόνες απ’ το παρελθόν
σαν να ‘ταν υποσχέσεις για το μέλλον.
Δεν μπορώ, δεν τολμώ
ούτ’ έναν άγγελο περαστικό
να φανταστώ γιατί εγώ
σ’ άλλον πλανήτη, χωρίς αγγέλους κατεβαίνω.
Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν
έγινε φίλη καλή
μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου.
Στέρησέ με -παρακαλώ το Άγνωστο-
στέρησέ με κι άλλο
για να επιζήσω».
(Από το ποίημα «Η Ευλογία της Έλλειψης)
Για το γήρας
«Τα γηρατεία δεν καταπίνονται εύκολα. Οσο καλές και να είναι οι συνθήκες ζωής σου, πλησιάζεις στο τέλος. Ο,τι κάνουμε, ό,τι σκεφτόμαστε βρίσκεται κάτω από την σκιά του μέλλοντος. Η ηλικία μειώνει την ιδέα του μέλλοντος. Η επίγνωση του γήρατος είναι μια κατάσταση πανικού».
Για τη ζωή
«Πλήρωσα ένα ακριβό εισιτήριο για να μπω στη ζωή, αλλά από ‘κει μετά μου ήρθαν όλα δεξιά, όχι με την έννοια την πολιτική. Μου ήρθαν όλα καλά. Το πώς έγινε δεκτή η ύπαρξη και η ζωή μου».
«Η ζωή μου είναι μια ζωντανή κινηματογράφηση αυτής της αλήθειας: Ότι καθετί που συμβαίνει, είτε το συλλαμβάνεις είτε όχι στη ζωή σου, η αποτυχία κάπου ίσως έχει ένα impallanza» (σ.σ η επιτυχία στα ιταλικά).
«Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα».
(Από το ποίημα «Στον Ουρανού του Τίποτα με Ελάχιστα»
Για τον έρωτα
«Ο έρωτας ήταν ΤΟ βασικό στοιχείο στη ζώη και την ποίησή μου. [….] «Η ποίηση είναι σαν τον έρωτα. Έρχεται απρόβλεπτα, δεν ξέρεις. Ακόμα κι αν είσαι τελείος αποξενωμένος απ’ αυτή, μπορεί να ‘ρθει μια στιγμή και κάποιος στίχος να εκφράσει αυτό που αισθάνεσαι ακριβώς».
«Τι ωραίος που ήταν ο έρωτας!
Πολιορκούσε χωρίς ενοχές
πολεμούσε χωρίς αιχμές, χωρίς φιλοδοξίες.
Λιοπύρι τα μεσάνυχτα
καλοκαιριά στον πάγο
έρωτας, το αντίθετο του αληθινού
έδινε στο πραγματικό ουσία.
Ήταν ωραία η ευωδιά του ιδρώτα
σοφά τα συμπεράσματα της σάρκας τότε
της σάρκας, της πιο παραμελημένης θεάς»
(Από το ποίημα «Υπαρξιακές Ερωταποκρίσεις»)
Για την ποίηση
«Ένα ποίημα γράφεται όπως γίνεται μια οποιαδήποτε πράξη στη ζωή. Το δύσκολο με το ποίημα είναι ότι δεν αναγγέλλει ποτέ την άφιξή του. Έρχεται απρόσκλητο. Η συγγραφή ποίησης δεν είναι καθόλου κοπιαστική. Όταν έρχεται είναι σαν ευλογία».
«Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου».
(Από το ποίημα «Ποιητικό υστερόγραφο»)
Το τελευταίο ποίημα της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ
«Καθρέφτη μου, σ’ εσένα μιλάω
εσένα έχω μπροστά μου, άλλο κανένα
Οι άνθρωποι, φίλοι, χάθηκαν
Χάθηκαν απ’ τη ζωή ή χάθηκε το νόημα που έβρισκαν σε μένα;
Με κοιτάς, σε κοιτώ, ένα πρόσωπο νεανικό προσπαθώ να θυμηθώ
ωραίο ποτέ, όμως πάντα εκφραστικό της στιγμής και μόνο.
Σ’ αγνοούσα τότε κι έτρεχα, λαχάνιαζε το σώμα που μου είχε απομείνει
Ανάπηρο απ’ την αρχή–, ήθελα να το εκμεταλλευτώ, να το χαρώ, ν’ αφεθώ στον αέρα, στη θάλασσα, στον αμερόληπτο έρωτα
Τις φιλενάδες μου με τα τέλεια κορμιά που έλαμπαν στον ήλιο
Δεν ζήλεψα ποτέ, δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι οι άνθρωποι μου είχαν στερήσει κάτι που μου ανήκε
Και τώρα ήρθε της εξομολόγησης η ώρα.
Μικρέ μου καθρέφτη, που τελευταία σ’ έχω συνέχεια μπροστά μου για να σε συνηθίσω:
Σε μισώ. Θα με συγχωρέσεις; Μίσος τι θα πει δεν ήξερα
Αλλά τώρα, να, βλέπω το πρόσωπό μου κι εξαγριώνομαι ενάντια στη φύση
Μέσα μου βαθιά, βέβαια, ξέρω ότι ο εχθρός μου δεν είσαι εσύ, αλλά ο χρόνος
Ο χρόνος όμως παραμένει πάντα ασύλληπτος αφού τα αμαρτήματά του όλο αναβάλλονται κι αυτός διαφεντεύει ακόμη τη ζωή μου
Καθρέφτη μου, θύμα είσαι κι εσύ του ανθρώπινου παραλογισμού
Σ’ ευχαριστώ που μου παραστέκεσαι και μ’ αφήνεις να σε μισώ».
Και το πρώτο, η «Μοναξιά»
«Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες
του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν
με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά
θα βρεις τη μοναξιά σου.
Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου
μες στα αδιάφορα μάτια τους θα ‘ναι γραμμένη
απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου.
Κι αν πάλι τους δείξεις το δρόμο της δύναμης
και τους ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους
θα τους δώσεις μια πίκρα παραπάνω
γιατί δε θα το μπορούν, θα ‘ναι βαρύ γι’ αυτούς
και θα ‘ναι πάλι η μοναξιά σου.
Αν φωνάξεις την αγάπη σου
θα ‘ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή
γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες
τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα
όλους τους λασπωμένους δρόμους.
Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη
λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ
τα λόγια της μοναξιάς σου.
Θεέ μου, τι θα γίνουμε;
Πώς θα πορευτούμε;
Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;
Μ’ αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων
των ψυχών από δίπλα μας»;