ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Κατερίνα Γώγου: 5 ποιήματα μιας ασυμβίβαστης ψυχής

Η ΨΕΥΤΡΑ/FINOS FILM

Η Κατερίνα Γώγου εκδίδει ένα ακόμα βιβλίο. «Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών». Είναι 1988. Μιλά στον Δημήτρη Γκιώνη της Ελευθεροτυπίας. Τις συνεντεύξεις δεν τις θέλει. Η δημοσιότητα μόνο άβολη είναι για εκείνη.

Η Κατερίνα Γώγου προτιμά να μιλά μέσα από τα γραπτά της. Να εκτίθεται. Με τον δικό της τρόπο. Στα δικά της μέτρα. Για τη δική της ανάγκη. Για να βγάλει την ψυχή της στο φως.

«Θα έλεγε κανείς πως είναι μια λακωνική αυτοβιογραφία», αναφέρει ο Γκιώνης με την Κατερίνα Γώγου να απαντά: «Ένα κομμάτι. Ένα ποιητικό ανηφορικό οδοιπορικό και εύχομαι να τελειώσει εδώ αυτός ο κύκλος, να ‘χω να πω χαρούμενα πράγματα. Γιατί η ζωή έχει γίνει σαν κινούμενη άμμος. Θα ‘θελα να γράψω ένα βιβλίο που να δίνει χαρά, δύναμη και καλή ενέργεια».

Η Κατερίνα Γώγου παίζει με τη ζωή. «Όταν παίζεις με τη ζωή, παίζεις και με τον θάνατο» θα πει η ίδια. Μια ακόμα αλήθεια. Μια δική της αλήθεια που είχε πάψει από καιρό να είναι απελπιστική μόνο και μόνο γιατί της είχε δώσει όνομα.

Η Κατερίνα Γώγου ήταν ένα δέντρο. Ένα περήφανο δέντρο με μεγάλα κλαδιά που όμως το χτύπησε βοριάς. Και τα κλαδιά του τσάκισαν. Και τα κλαδιά του έσπασαν. Και τα κλαδιά του έπεσαν στο χώμα, πλάι στις ρίζες του δέντρου της. Η γη τα υποδέχτηκε.

Κι όλα έγιναν γάργαρο νερό. Πάλι στον Δημήτρη Γκιώνη είχε πει: «Ή σαν ψιχάλες γλιστερές, σε χειμωνιάτικες ασφάλτους, ή μπόρες κάθαρσης, καλοκαιρινές, ή γάργαρες – αν μείνανε- πηγές, θάλασσες.

Η Κατερίνα Γώγου ήρθε κι έφυγε ελεύθερη. Έκοβε τις αλυσίδες κι άφηνε το σώμα, την ψυχή και το μυαλό της να αιωρούνται. Δεν απαρνήθηκε στιγμή τα πιστεύω της και μέσα από τους στίχους της πάλεψε για έναν κόσμο απελευθερωμένο από πρότυπα επιφανειακά.

Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε την 1η Ιουνίου του 1940 στην Αθήνα και από τα έξι χρόνια της ξεκίνησε τη θεατρική της καριέρα ως παιδί – θαύμα. Η Κατερίνα Γώγου πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο με τον θίασο Ντίνου Ηλιόπουλου, το 1961, στο έργο των Ευαγγελίδη – Μαρή «Ο Κύριος πέντε τοις εκατό». Οι περισσότερες ταινίες όπου συμμετείχε, ήταν παραγωγής Φίνος Φιλμ.

Ως ηθοποιός είναι γνωστή περισσότερο για δευτερεύοντες ρόλους, όπως στην ταινία «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» ή το «Μια τρελή τρελή οικογένεια». Της έχει απονεμηθεί, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το Βραβείο Α΄ Γυναικείου Ρόλου, για την ταινία «Το βαρύ πεπόνι». Έκανε την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση στην ταινία «Ο Άλλος».

Το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Τρία κλικ αριστερά» πούλησε πάνω από 40.000 αντίτυπα. Οι εκδότες της εποχής μίλησαν για ένα σπάνιο νούμερο πωλήσεων για ποιητική συλλογή που μόνο ο Ελύτης και ο Ρίτσος κατάφερναν να φτάσουν.

Βρέθηκε νεκρή στις 3 Οκτωβρίου του 1993 στο σπίτι της μάνας της στον Βοτανικό. Κοκτέιλ χαπιών και αλκοόλ. «Είχε κλείσει ο κύκλος της. Είχε ολοκληρωθεί, δεν είχε κάτι άλλο να δώσει. Μου το έλεγε. Γύρισε στο σπίτι που μεγάλωσε, στο Μεταξουργείο. Εμένα μου φαίνεται ότι είχαν στηθεί όλα από την ίδια» θα πει η κόρη της, Μυρτώ.

«Πάρε με λοιπόν από δω. Θέλω να σου δείξω τα καλοκαιριάτικα θέατρα, πώς ζούνε το χειμώνα. Πόσο άδεια είναι τα σχολικά όταν έχουν αργία κι όλους τους φίλους που φύγανε και δεν μπορούν πια να με προδώσουν. Πάμε από δω πάμε εκδρομή σε μέρος που δεν έγινε, αφού στο ‘χω γράψει στο ‘χω πει, όπου κι αν πάτησα άφηνα αίμα, γι’ αυτό δεν μπορώ ποτέ πού να σταθώ κι όλο αλλάζω σεντόνια».

Κατερίνα Γώγου: 5 ποιήματα μιας ασυμβίβαστης ψυχής

Πώς με κοιτάζει έτσι

Πώς με κοιτάζει έτσι
Πώς με κοιτάζει έτσι
αυτό το άσπρο κομμάτι χαρτί
πώς με κοιτάζει έτσι το φεγγάρι…
Πώς θροΐζει μέσα μου
αυτό τον παγωμένο χάρτη στο βυθό
πώς με κοιτάει έτσι το φεγγάρι…
Ποιανού καιρού το λυπημένο δάχτυλο
κρυμμένο πίσω από δάση και βουνά
δείχνει παντού και πουθενά
τι θέλει το φεγγάρι…
Ποιανού αλόγου τρελαμένου το χλιμίντρισμα
κάνει τόση αντήχηση μέσα μου
μου διογκώνει το Εγώ μου…
Ποιανής σελήνης έκλειψη
ποιου φεγγαριού η χάση
μαζί σηκώνει μέσα μου
άμπωτη και παλίρροια δίδυμες αδερφές μου…
πώς με κοιτά…
Πώς σκύβει έτσι πάνω στο στόμα μου να δει
αν ανασαίνω ο Καρυωτάκης…

Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά

Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
πού κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς.
Κάνουν ότι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν ερήμους
διερμηνείς σε καμπαρέ τής Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τούς στρίμωξαν και τά κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δέν κοιμούνται.
‘Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτώρια Κουκάκι Γκύζη.
πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια
μανταλάκια
τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Ολο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τούς αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή.
“Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τούς ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί ή δική σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.

Θα ‘ρθει καιρός

Θα ‘ρθει καιρός
που θ’ αλλάξουν τα πράγματα
να το θυμάσαι Μαρία
θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα
εκείνο το παιχνίδι που τρέχαμε
κρατώντας τη σκυτάλη
Μη βλέπεις εμένα μην κλαις
εσύ είσαι η ελπίδα
Άκου, θα ‘ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
δεν θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απ’ έξω
και τη δουλειά θα τη διαλέγουμε
δε θα ‘μαστε άλογα
να μας κοιτάνε στα δόντια
Οι άνθρωποι, σκέψου,
θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές :
απροσάρμοστοι, καταπίεση,
μοναξιά, τιμή, κέρδος, εξευτελισμός
για το μάθημα της Ιστορίας
Είναι Μαρία, δε θέλω να λέω ψέματα,
δύσκολοι καιροί και θα’ ρθουνε κι άλλοι
δε ξέρω, μην περιμένεις κι από μένα πολλά
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κράτησα καλά
Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
…παρ’ όλα αυτά Μαρία

Σ’ όσους σπάσανε, σ’ όσους κρατάνε

Κουρελιασμένοι απ’ τ’ αγριεμένα κύματα
πεταμένα υπολείμματα για πάντα από δω και μπρός
στο σκοτεινό θάλαμο της γης
με ισκιωμένο το μυαλό
απ’ το ξέφρενο κυνηγητό
της ασάλευτης πορείας των άστρων
οι τελευταίοι
απόθεσαν το κουρασμένο κεφάλι τους
θυσία
στην τελετουργία των ανεμοστρόβιλων καιρών .
Κι άνθρωποι δεν υπήρχανε.
Κι ένα άσπρο χιόνι σιωπής
σκέπασε οριστικά τις βυθισμένες πόλεις.

Θέλω να κουβεντιάσω

“Θέλω να κουβεντιάσω σ’ ένα καφενείο
που να ‘χει πόρτα ανοιχτή
και να μην έχει θάλασσα
μονάχα άντρες άνεργους
σκόνη με ήλιο και σιωπή
να μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ
κ’ η σκόνη μαζί με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας
κι ας μην πάρουμε και σήμερα βρε αδερφέ
προφύλαξη για την υγεία μας
κι ούτε να δίνεις συμβουλές
το πως το κατεβάζω έτσι
και πως σκορπιέμαι έτσι
και να αφήσεις ήσυχα στα μούτρα
τις μπογιές τις μύξες και τα κλάματα
να τρέξουνε.
Μονάχα να κοιτάζεις ήρεμα
τα νύχια τα μαλλιά μου και τα χρόνια
πού ‘ναι βρώμικα
και γώ
να μη δίνω φράγκο για όλα αυτά
Μόνο το κόμμα, το χριστουλάκο τους
γιατί δε φτιάχτηκε το κόμμα τόσα χρόνια
και σύ να σαι φίλος. Φίλος-φίλος
έτσι όπως το λέει ο Καζαντζίδης
και το κονιάκ να ναι σκατά
και εργολάβος πουθενά δε φάνηκε
έχει δωμάτιο για παράνομους
πάνω απ’ το καφενείο
θα σου τα ρίξω σε μια δόση
το συνηθίζω άμα μεθάω – έτσι για να σε λιανίσω-
να σε δω χωρίς βρακί να δούμε τι θα κάνεις
εσύ όμως λέει δεν θα σαι απ’ αυτούς
θα σηκωθείς και θα χορέψεις παραγγελιά
..βεργούλες και με δείρανε..
και θα κρατάς στις χούφτες σου
μ’ αγάπη και με προσοχή το μυαλό μου
είναι έτοιμο να διαλυθεί στα χίλια. Με πονάει.
Κι όταν
έρθουνε να σου πουν
εδώ δεν είναι
τόπος
και χρόνος
για τέτοια πράγματα
τράβηξε τη φαλτσέτα και θέρισε”

*Τα αποσπάσματα των συνεντεύξεων είναι από το βιβλίο «Μου μοιάζει ο άνθρωπος με έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του», Εκδόσεις Καστανιώτη.