ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Μαρία Κάλλας: Η εκκωφαντική μοναξιά ενός μύθου

Getty Images

Ήταν η απόλυτη. Ήταν η Ελληνίδα που μάγευε τα πλήθη. Ήταν η Νόρμα, η Αίντα, η Μήδεια. Ήταν κάθε φορά και μία άλλη. Ήταν όλες εκείνες μαζί. Ήταν ο μύθος. Ήταν η φωνή που σηματοδότησε μία νέα εποχή στην όπερα. Ήταν η Μαρία και ήταν πάντα μία γυναίκα μόνη.

Ο κόσμος την καλεί στη σκηνή δέκα φορές. Οι κουίντες ανοίγουν και κλείνουν δέκα φορές. Θέλουν να τη δουν. Το χειροκρότημα δεν σταματά. Εκείνη με σταυρωμένα τα χέρια λίγο πιο πάνω από το στήθος τούς χαμογελά με σεβασμό, σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι. Πάλι. Η Μαρία Κάλλας και πάλι μπροστά στους όρθιους θεατές.

«Τους αληθινούς καλλιτέχνες τους αναγνωρίζεις με το που ανοίξουν το στόμα τους και η Μαρία ήταν μεγάλη καλλιτέχνης» είπε κάποτε σε συνέντευξή του ο Πίτερ Καντόνα, καλλιτεχνικός διευθυντής του Κόβεν Γκάρντεν.

Η μεγαλύτερη σοπράνο του 20ού αιώνα μεταμορφώνεται μόλις το πόδι της πατήσει τη σκηνή. Ξεχνά τη ζωή της και βουτά βαθιά στον ρόλο της. «Είμαι επαγγελματίας. Ξέρω τι πρέπει να κάνω πολύ καλά. Μπορεί να μου προσάψουν πολλά, αλλά κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει για έλλειψη οργάνωσης» λέει η ίδια στους επικριτές της.

Παλεύει να χαλιναγωγήσει τον εύθραυστο ψυχισμό της, απόρροια της σχέσης της με τη μητέρα της. Αυτή είναι η πληγή της. Τα παιδικά της χρόνια δεν τα θυμάται με χαμόγελο.

Μαρία Κάλλας: Η αρχή του μύθου

Γεννιέται στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης στις 2 Δεκεμβρίου 1923 από Έλληνες μετανάστες και παίρνει το όνομα Άννα Μαρία. Είναι το δεύτερο κορίτσι του Γιώργου και της Λίτσας Καλογερόπουλου. Ο πατέρας της φαρμακοποιός και η μητέρα της απλώς φιλόδοξη. Οι οικονομικές δυσκολίες πολλές. Το ζευγάρι δεν τα καταφέρνει και τελικά χωρίζει.

Η μητέρα της Μαρίας, Λίτσα

Η Λίτσα παίρνει τη Μαρία και την Τζάκι και φεύγουν για την Ελλάδα. Θα μείνουν στα Σεπόλια, σε μία παλιά μονοκατοικία στην οδό Ξανθίππης μαζί με τη γιαγιά τους. Ούτε εκεί αντέχουν για πολύ.

Φτιάχνουν πάλι τις βαλίτσες τους. Εισιτήριο αυτή τη φορά δεν θα χρειαστούν. Η μητέρα της Κάλλας έχει ανακαλύψει αυτό που θα τους εξασφαλίσει μία πλουσιοπάροχη ζωή. Η χοντρή, όπως πολλές φορές θα την αποκαλέσει, και άχαρη κόρη της Μαρία είχε το ταλέντο που θα την εκτόξευε.

Η Μαρία Κάλλας έξω από ξενοδοχείο στο Μιλάνο το 1951

«Το πρόγραμμα ήταν καθορισμένο από τη μητέρα μου. Θα γινόμουν καλλιτέχνης με κάθε τρόπο. Οι γονείς πολλές φορές λένε έχω θυσιαστεί για εσένα, πρέπει να κάνεις όσα έπρεπε να κάνω εγώ στη ζωή μου» θα εξομολογηθεί σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις της η Κάλλας.

Στο σπίτι αδιαφορούν για εκείνη. Περνά ώρες στο δωμάτιο μόνη της ακούγοντας όπερα. Εκεί, στον πέμπτο όροφο Πατησίων 61 και Σκαραμαγκά ξεκινά η οικοδόμηση ενός μύθου. «Μόνο όταν τραγουδούσα πίστευα πως με αγαπούσαν». Πίσω από το κλειστό παράθυρο με θέα την Ακρόπολη καταλαβαίνει πως η όπερα ήταν ο μοναδικός δρόμος.

Στο Εθνικό Ωδείο θα ακουστεί για πρώτη φορά η θεία φωνή της. Πήγαινε πρώτη και έφευγε τελευταία από τα μαθήματα. Ήθελε να ακούει τα πάντα. Ήθελε να μαθαίνει. Ήθελε να γίνει μεγάλη. Ήθελε να γεμίσει το τεράστιο κενό της. Τελικά, ήθελε μόνο να την αγαπούν.

Η Ισπανίδα Ελβίρα Ντε Ιντάλγκο είναι η δασκάλα της. Είναι μάλλον ο πρώτος άνθρωπος που την καταλαβαίνει και δείχνει να νοιάζεται για τη Μαρία. Την ενθαρρύνει. Πιστεύει στις ανεξάντλητες δυνατότητές της.

Το 1942 κλείνει τα 18 και πρωταγωνιστεί στην Τόσκα. Γίνεται διάσημη. Όλοι μιλούν για τη φωνή της. Ο «δύσκολος» Ιωάννης Ψαρούδας του Βήματος γράφει μετά την παράσταση: «Μία ωραία υπόσχεση για το μέλλον». Η Μαρία Κάλλας έκανε το πρώτο βήμα στη σκάλα της επιτυχίας. Πατά γερά. Είναι σίγουρη. Ξέρει.

Η επιστροφή στη Νέα Υόρκη – Η καταξίωση

Στη διάρκεια της Κατοχής οι συνάδερφοί της βρίσκουν το πάτημα που χρειάζονταν. Δεν τη συμπαθούν, ή καλύτερα δεν συμπαθούν το ταλέντο της. Αφήνουν να υπονοηθεί πως συνεργάστηκε με τους Γερμανούς και της κλείνουν το δρόμο για την Εθνική Λυρική Σκηνή. Είναι θυμωμένη. Δεν ανέχεται τέτοια αντιμετώπιση.

Είναι 21. Ξεχνά το Καλογεροπούλου. Γίνεται η Κάλλας και αναχωρεί για την Αμερική. Θα αναζητήσει την τύχη της εκεί από όπου ξεκίνησε τη ζωή της. Μετά από δύο χρόνια, στις 28 Ιουνίου του 1947, η Μαρία πρωταγωνιστεί στην Τζοκόντα στην Αρένα στη Βερόνα της Ιταλίας. Τα χέρια των θεατών πάλλονται. Όρθιοι για τη Μαρία που εκδιώχθηκε κακήν κακώς από την πατρίδα της.

Ανάμεσα στο πλήθος, ένας άντρας την παρακολουθεί. Πρόκειται για τον Ιταλό μεγαλοβιομήχανο Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι. Κάνει τα πάντα για να τη συναντήσει. Την πολιορκεί.

Η Μαρία κολακεύεται και τελικά κάνουν σχέση. «Η έκφραση των ματιών της και η μεγάλη της γλύκα με τράβηξαν στο μέρος της» θα απαντήσει ο Μενεγκίνι πολλά χρόνια μετά στον Δημήτρη Λυμπερόπουλο όταν ερωτηθεί για όσα τον γοήτευσαν στη Μαρία.

Η Μαρία Κάλλας και ο Μενεγκίνι στην Ιταλία

Ο Μενεγκίνι και η ασκητική δίαιτα

Ποτέ δεν τον ερωτεύτηκε, παρόλο που έμεινε παντρεμένη μαζί του για μία δεκαετία. Ο Μενεγκίνι ήταν ο προστάτης της. Πούλησε όλη του την περιουσία για να προωθήσει την καριέρα της. Αφιερώθηκε σε εκείνη.

Κάποιοι μιλούσαν για αγάπη άνευ όρων και κάποιοι άλλοι για απλό τυχοδιωκτισμό. Στενή της φίλη δεν θα διστάσει να τον χαρακτηρίσει κρετίνο. «Μιλούσε σε α’ πληθυντικό και θεωρούσε πως η επιτυχία της ήταν αποκλειστικά δικό του επίτευγμα».

Η αλήθεια κάπου στη μέση και η κριτική ενός Ιταλού δημοσιογράφου για τη Μαρία ως Αίντα, γροθιά. «Αδύνατο να βρω τη διαφορά ανάμεσα στα πόδια των ελεφάντων που ήταν στη σκηνή και στα πόδια της Κάλλας».

Είναι ταπεινωμένη και πληγωμένη. Σαν κάποιος να της θύμισε την κριτική της μητέρας της. Ξεπερνά τη θλίψη και παίρνει την απόφαση να χάσει κιλά. Λατρεύει το φαγητό και ποτέ δεν λέει όχι σε ένα κομμάτι κέικ με σοκολάτα. Μαχαίρι στις θερμίδες.

Μετά από εξαντλητική δίαιτα η Μαρία Κάλλας χάνει πολλά κιλά. Η νέα εικόνα της, τής απογειώνει

Ο Μενεγκίνι και πάλι στο πλευρό της. Το ασκητικό πρόγραμμα διατροφής σε εφαρμογή. Τρώει μονάχα ψητά φιλέτα, ψάρι και βραστά λαχανικά. Δεν θα αφήσει την εξωτερική της εμφάνιση να επισκιάσει το ταλέντο της. Απευθύνεται σε έναν γνωστό γιατρό στο Παρίσι. Κάνει ενέσεις και ηλεκτρικό μασάζ. «Ήταν μία επίπονη διαδικασία. Χρειάστηκε θυσίες αλλά είχα αποφασίσει να αδυνατίσω».

Το 1954 η ζυγαριά της Κάλλας δείχνει μείον 30 κιλά. Τα παχουλό κορίτσι μεταμορφώνεται σε μία εκθαμβωτική γυναίκα. Είναι η απόλυτη ντίβα. Ντύνεται στα ατελιέ μεγάλων οίκων μόδας και η καριέρα της απογειώνεται. Τα βαρίδια του παρελθόντος φεύγουν ένα προς ένα. Η Σκάλα του Μιλάνου της κλείνει 7ετές αποκλειστικό συμβόλαιο.

Η βαθιά πληγή

Τα έχει όλα μα νιώθει μόνη. Η επαγγελματική της επιτυχία συνοδεύεται από έναν τσακωμό που θα βάλει τέλος στη σχέση με τη μητέρα της. Η Λίτσα δεν θα της ξαναμιλήσει ποτέ. Δεν θα είναι εκεί ακόμα κι όταν οι στάχτες της Μαρίας σκορπιστούν στο Αιγαίο, σύμφωνα με την τελευταία της επιθυμία. Ήταν πάντα ατύπως μία ξένη. Τώρα μία ξένη και επισήμως.

Η Κάλλας έχει μάθει να ζει με την απώλειά της. Έχει μάθει. Δεν έχει συγχωρήσει. Δεν έχει ξεπεράσει. Δεν θα ξεπεράσει. Κανένα παρατεταμένο χειροκρότημα δεν θα αντικαταστήσει την απόρριψη. Η ίδια μιλά ανοιχτά για τη σχέση μητέρας-κόρης. Το χαμόγελο στα χείλια της είναι παγωμένο.

«Η μητέρα μου δεν ενδιαφερόταν. Αν εξαρτάτο από αυτή θα είχα μεγαλώσει σαν οποιαδήποτε γυναίκα της Πελοποννήσου με λαδωμένα μαλλιά, μαύρα νύχια και παιδιά να ανατρέφω. Θεέ μου, πόσες μητέρες θα τρελαίνονταν από τη χαρά να είχαν ένα παιδί σαν εμένα. Αλλά είμαι μόνη».

«Η μητέρα πρέπει να είναι καλή με τα παιδιά της, αυτό είναι το καθήκον της. Είμαι πολύ αυστηρή σε αυτό. Αν δεν μπορείς να εμπιστευθείς τη μητέρα σου, τότε ποιον μπορείς;”

Το φωνάζει. Είναι μόνη. Είναι κενή. Είναι τραυματισμένη εσωτερικά και δεν βρίσκεται κανείς να γιατρέψει την πονεμένη ψυχή της. Η μόνη της επιθυμία ήταν να τη δεχτούν όπως ήταν. Ήθελε αγάπη. Ούρλιαζε βουβά παρακαλώντας για λίγη αγάπη, λίγη πραγματική αγάπη. Για τη Μαρία, όχι για την Κάλλας.

Ίσως για αυτό η Νόρμα να ήταν η ηρωίδα της. «Όποτε την ερμηνεύω είμαι ευτυχισμένη. Νομίζω πως της μοιάζω. Είναι πολύ περήφανη για να δείξει τα πραγματικά της αισθήματα αλλά στο τέλος υποκύπτει». Θα υποκύψει και η ίδια σαν άλλη Νόρμα, αλλά θα χρειαστεί να περάσουν λίγα χρόνια.

Κεφάλαιο Ωνάσης – Η κρουαζιέρα με τη θαλαμηγό «Χριστίνα»

Αίντα στη Σκάλα του Μιλάνου, Νόρμα στο Κόβεν Γκάρντεν, Λαίδη Μάκβεθ, Μήδεια στη Φλωρεντία, Άλκηστη, Υπνοβάτιδα, Τραβιάτα, Λουτσία. Το 1957 επιστρέφει θριαμβευτικά στην Ελλάδα. «Ανήκω στον ελληνικό λαό, το αίμα μου είναι ελληνικό και αυτό δεν το σβήνει κανένας».

Η Κάλλας είναι στο Ηρώδειο. Τραγουδά τον «Χορό των Μεταμφιεσμένων». Το 1957 η Μαρία θα γνωρίσει τον άνθρωπο που θα καθορίσει το υπόλοιπο της ζωής της. Το 1957 η Κάλλας γνωρίζει τον Αριστοτέλη Ωνάση στο πάρτι που δίνει προς τιμήν της η Έλσα Μάξγουελ στη Βενετία.

Η Έλσα Μάξγουελ στο πιάνο με τη Μαρία Κάλλας να τραγουδά

Θα φτάσουμε στο 1961 όταν στη γενική πρόβα για τη Μήδεια στην Επίδαυρο το σώμα της θα λυγίσει και το πρόσωπό της θα συσπαστεί. Βλέπει τον αγαπημένο της Ιάσονα να παντρεύεται κάποια άλλη. Είναι η Μήδεια, δεν είναι η Μαρία. Ή μήπως η μοίρα της έστειλε ένα καλά κωδικοποιημένο μήνυμα; Μήπως εκείνη τη στιγμή ο ρόλος έγινε ζωή και η ζωή σενάριο;

Ήδη το ειδύλλιο ανάμεσα στη Μαρία και τον Αρίστο έχει φουντώσει. Η απλή χειραψία στο πάρτι της Μάξγουελ το ’57 έγινε ερωτικός δεσμός το ’59, όταν και ο Αρίστος κάλεσε Μενεγκίνι-Κάλλας στη θαλαμηγό του.

Η Μαρία Κάλλας, η Τίνα Λιβανού και η Κλημεντήνη Τσώρτσιλ στους Δελφούς

Η Μαρία δεν ήθελε να πάνε. Ο Μενεγκίνι επέμεινε. Τελικά τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς επιβιβάζονται στο «Χριστίνα» με πρώτο σταθμό το Μόντε Κάρλο. Μαζί με το ζευγάρι και ο στενός φίλος του Αριστοτέλη, Ουίνστον Τζώρτσιλ. Φυσικά στη θαλαμηγό και η Τίνα Λιβανού, σύζυγος Ωνάση.

Με τον Τσώρτσιλ πάνω στη θαλαμηγό «Χριστίνα»

Ο Τσώρτσιλ χρόνια μετά θα αστειευτεί λέγοντας πως ο Ωνάσης το έπαιζε δύσκολος. Κοιτούσε την Κάλλας με το κόκκινο μπικίνι της μέσα από τα μαύρα γυαλιά του, δείχνοντας αδιάφορος.

Η σπίθα δεν άργησε να φουντώσει. Στην Επίδαυρο, εκείνη φορά μαύρο μαντήλι στο κεφάλι και πουά μεσάτο φόρεμα. Εκείνος της πιάνει το χέρι για να την ξεναγήσει. Το ίδιο βράδυ στο τραπέζι υπάρχουν δύο κενές καρέκλες. Η μία βρισκόταν δίπλα στην Τίνα και η άλλη δίπλα στον Μενεγκίνι.

Μαρία Κάλλας, Αριστοτέλης Ωνάσης

Λέγεται πως το πάθος τους ήταν τέτοιο που για πρώτη φορά έκαναν έρωτα στο πάτωμα, ακριβώς πάνω από τα δωμάτια των συζύγων τους.

Η κρουαζιέρα τελειώνει και η Λιβανού ζητά διαζύγιο. Την ίδια κίνηση κάνει και η Κάλλας. Είναι παράφορα ερωτευμένη για πρώτη φορά. Κάνει τα πάντα για να τον ευχαριστήσει. Αραιώνει τις εμφανίσεις της και περνά τις μέρες της εν πλω, μαζί του.

Σε μία προσπάθεια να τον κάνει να την παντρευτεί αφήνει την αμερικανική υπηκοότητα και παίρνει την ελληνική. Ζει το όνειρο. Είναι χαρούμενη, είναι ξέγνοιαστη. Βρήκε τον άνθρωπο που την ολοκληρώνει. Δεν φοβάται να κάνει στην άκρη την καριέρα της προς χάριν της προσωπικής της αγαλλίασης. Κάνουν έρωτα με το ίδιο πάθος που τους ωθεί να τσακώνονται για ώρες. Ένα χαμόγελό του, αρκεί για να τα ξεχάσει όλα.

Το 1960 δεν κάνει καμία δημόσια έξοδο. Οι φήμες της εποχής θέλουν την Κάλλας έγκυο στο παιδί του Ωνάση. Τελικά είναι αλήθεια. Η Κάλλας στις 30 Μαρτίου γεννά ένα αγόρι που πεθαίνει αμέσως. Το πιστοποιητικό του γράφει όνομα Όμηρος και επίθετο μη αναγνώσιμο.

Η φωνή που σβήνει

Η Κάλλας χάνει σιγά σιγά τη φωνή της. Το παιδί που δεν κατάφερε να κάνει και ο Αριστοτέλης που φλερτάρει με την Τζάκι Κένεντι. Το τελειωτικό χτύπημα θα έρθει τον Ιούλιο του 1968. Χωρίς να έχουν χωρίσει μαθαίνει πως ο Ωνάσης παντρεύεται την Τζάκι στο Σκορπιό.

Καταρρέει. Τίτλοι τέλους πέφτουν στο όνειρό της. Δεν το χωρά ο νους της. Δεν μπορεί να συνέλθει. Η καριέρα της είναι σε φθίνουσα πορεία και η ψυχολογία της ακολουθεί τον ίδιο δρόμο.

Μετά από τρία χρόνια πόνου κάνει σχέση με τον τενόρο Τζουζέπε Ντι Στέφανο. Την πείθει να κάνουν περιοδεία. Θα είναι καταστροφική. Η τελευταία της εμφάνιση έγινε στην πόλη Σαππόρο της Ιαπωνίας στις 11 Δεκεμβρίου του 1974.

Σύμφωνα με τους Ιταλούς φωνίατρους Φράνκο Φούσι και Νίκο Παολίλο, που παρουσίασαν τα αποτελέσματα της μελέτης τους στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, η τραγουδίστρια υπέφερε από δερματομυοσίτιδα, μία εκφυλιστική νόσο που φθείρει τους μυς και τους ιστούς, συμπεριλαμβανομένου του λάρυγγα. Συνεχής παρακμή του μεγαλείου της φωνής της.

Με τον Τζουζέπε Ντι Στέφανο

Το τέλος της Κάλλας

Η Κάλλας δεν είναι τίποτα χωρίς τη φωνή της. Η  Κάλλας δεν είναι τίποτα χωρίς των Ωνάση. Μάρτιος του 1975. Το τηλέφωνο  στο διαμέρισμα του Παρισιού χτυπά. «Ο Αριστοτέλης είναι νεκρός». Λέγεται πως ο Ωνάσης όταν κατάλαβε πως πέθαινε ζήτησε να μεταφερθεί σε νοσοκομείο του Παρισιού για να είναι κοντά στη Μαρία του.

Μετά την είδηση του θανάτου του η Κάλλας εθίζεται στα χάπια και κλείνεται στο σπίτι. Ο ψυχικός πόνος τη σβήνει μέρα τη μέρα. Βιώνει την απόλυτη μοναξιά. Η επίσημη ιατρική έκθεση γράφει ανακοπή καρδιάς. Η καρδιά της σταμάτησε από τον πόνο.

Στις 16 Σεπτεμβρίου σηκώθηκε από το κρεβάτι της, κοίταξε έξω από το παράθυρο, έφαγε πρωινό και κατέρρευσε. Έσβησε αθόρυβα και έζησε εκκωφαντικά μόνη.

Η Μαρία Κάλλας πεθαίνει μόνη της στο διαμέρισμά της στο Παρίσι

«Είναι παράδοξο αλλά σήμερα στην κορυφή μίας καριέρας που μπορώ να τη θεωρήσω λαμπερή και που μου έφερε μεγάλη φήμη, κοιτάζω ακόμα γύρω μου και αναρωτιέμαι. Τι συμβαίνει; Πού είναι η αλήθεια; Πού είναι η πραγματικότητα»;

Μία γυναίκα που με την τέχνη της άγγιξε τα όρια του μύθου και με τη ζωή της την τραγικότητα των ηρωίδων που τόσο αγάπησε.

Exit mobile version