ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Μίκης Θεοδωράκης: 10 εμβληματικά τραγούδια του που έγραψαν ιστορία

Francois BIBAL/Gamma-Rapho via Getty Images/Ideal Image

Ένας μεγάλος Έλληνας. Αυτό ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ένας τεράστιος άνθρωπος κι ένας από τους εμβληματικούς μουσικοσυνθέτες της χώρας μας. Πλήρης ημερών έφυγε ο Μίκης Θεοδωράκης σε ηλικία 96 ετών. Άφησε την τελευταία του πνοή στις 08:35 το πρωί της Πέμπτης  2 Σεπτεμβρίου από καρδιοαναπνευστική ανακοπή στο σπίτι του, στους πρόποδες της Ακρόπολης.

Ένας από τους λίγους διεθνούς εμβέλειας Έλληνες, ο Μίκης Θεοδωράκης, κατά τη μακρά πορεία του στην τέχνη, είδε τη μουσική του να διαδίδεται σε όλο τον κόσμο και να γίνεται κομμάτι των ανθρώπων.

Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1925 στη Χίο. Η καταγωγή του πατέρα του, Γιώργη Θεοδωράκη, Μπιζανομάχου, ήταν από τον Γαλατά Χανίων και της μητέρας του, Ασπασίας Πουλάκη, από το Τσεσμέ της Μικράς Ασίας.

Τα παιδικά του χρόνια ο Μίκης Θεοδωράκης τα πέρασε σε διάφορες πόλεις της ελληνικής επαρχίας όπως τη Μυτιλήνη, τα Γιάννενα, το Αργοστόλι, τον Πύργο Ηλείας, τη Πάτρα και κυρίως στην Τρίπολη Αρκαδίας, λόγω των συχνών μεταθέσεων του δημοσίου υπαλλήλου πατέρα του.

Το όνομα Μίκης το πήρε από έναν θείο του διπλωμάτη από την Αλεξάνδρεια, ο οποίος δεν θεωρούσε το βαφτιστικό «Μιχάλης» αντάξιο του ανιψιού του.

«Η οικογένειά μου και το ταλέντο μου με εφοδίασαν με δύο ”όπλα”, τη Μουσική και τον Μύθο της πατρίδας, που κατάφεραν να με συμφιλιώσουν με τη ζωή και κάποτε με τους ανθρώπους. Από τη γενιά του πατέρα μου -τόσο της γιαγιάς μου όσο και του παππού μου- έμαθα από παιδί ιστορίες απίστευτες.

Οι μισές μιλούσαν για μουσική και οι άλλες μισές για μάχες και για αίμα. Και έτσι έγινα αυτός που έγινα. Ποιος Κρητικός δεν ξέρει τον Θοδωρομανώλη τον ξακουστό λυράρη; Ή τους Χάληδες τους πολέμαρχους, που ο πιο μικρός, ο Στέφανος πολεμούσε και τραγουδούσε εκείνο το τραγούδι του που θα τον έκανε αθάνατο και που λέει «Πότε θα κάνει ξαστεριά»;

Ποιος δεν ξέρει τον Σπυριδάκη, τον οπλαρχηγό της Δυτικής Κρήτης με την κόρη του την Αικατερίνη, που πολεμούσε τους Τούρκους στο πλευρό του και που όταν έγινε γιαγιά μου με μάθαινε από μικρό να σημαδεύω με τον τσεφτέ τα κόκκινα μήλα; Τι φταίω εγώ που η μουσική μου μυρίζει μπαρούτι κι η αγάπη μου για την πατρίδα, μουσική;

Το περίεργο όμως είναι, ότι τελικά η μοναξιά μου, μέσα βαθιά μου, τριπλασιάστηκε γιατί ποιος μπορεί να πιστέψει τέτοιες τρελές ιστορίες που τελικά διαμόρφωσαν τη ζωή μου και την τέχνη μου;» θα πει το 2011 σε συνέντευξη που έδωσε ο Μίκης Θεοδωράκης στη Μαρία Λυσάνδρου.

Μίκης Θεοδωράκης
Portrait of Greek composer and musician Mikis Theodorakis playing the piano, circa 1945. (Photo by Keystone/Hulton Archive/Getty Images)

Στην Τρίπολη, μόλις 17 ετών, δίνει την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του Κασσιανή και παίρνει μέρος στην αντίσταση κατά των κατακτητών. Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 συλλαμβάνεται για πρώτη φορά από τους Ιταλούς και βασανίζεται.

Διαφεύγει στην Αθήνα, όπου οργανώνεται στον ΕΛΑΣ και εκτελεί χρέη διαφωτιστή στον Πέμπτο Τομέα της ΕΠΟΝ, ενώ αγωνίζεται και ως διμοιρίτης της Μεταξωτής διμοιρίας του 1ου τάγματος της Νέας Σμύρνης κατά τα Δεκεμβριανά. Συγχρόνως σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη.
Μετά τα Δεκεμβριανά, καταδιώκεται από τις αστυνομικές αρχές.

Για ένα διάστημα ζει παράνομα στην Αθήνα. Συλλαμβάνεται στις μαζικές συλλήψεις στις 9/10 Ιουλίου 1947, και κατόπιν στέλνεται εξόριστος στην Ικαρία. Λίγο αργότερα αφέθηκε ελεύθερος χάρη στη γενική αμνηστία του Θεμιστοκλή Σοφούλη.

Αμέσως μπήκε στον ένοπλο αγώνα, συνεργαζόμενος με τον Δημοκρατικό Στρατό Αθηνών, και για μήνες αναγκαζόταν να κρύβεται σε σπίτια φίλων για να μην τον πιάσουν. Συλλαμβάνεται ξανά στο σπίτι του πατέρα του όπου βρήκε καταφύγιο όντας άρρωστος από πλευρίτιδα, αλλά στη συνέχεια στέλνεται ξανά εξόριστος στην Ικαρία. Έπειτα στέλνεται στο στρατόπεδο της Μακρονήσου όπου βασανίζεται μέχρι παράλυσης.

Στα τέλη του 1949 στέλνεται στα Χανιά όπου και αναρρώνει. Το 1950 όμως επιστρέφει στην Αθήνα και αποφοιτά από το Ωδείο με δίπλωμα στην αρμονία.

Το 1954 μεταναστεύει με κρατική υποτροφία στο Παρίσι όπου εγγράφεται στο Conservatoire και σπουδάζει με τον Ολιβιέ Μεσιάν μουσική ανάλυση, καθώς επίσης και διεύθυνση ορχήστρας με τον Εζέν Μπιγκό. Συνθέτει μουσική για το μπαλέτο της Λουντμίλα Τσέρινα, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Μπαλέτο της Στουτγκάρδης και επίσης για τον κινηματογράφο. Το 1957 του απονέμεται το πρώτο βραβείο του Φεστιβάλ της Μόσχας από τον Σοστακόβιτς για το έργο του Suite No 1 για πιάνο και ορχήστρα. Συγχρόνως συνθέτει πολλά έργα συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου.

Σε συνέντευξή του στον στον Νίκο Λακόπουλο για τους Decadence Times ο Μίκης Θεοδωράκης είχε πει: «Συνθέτης είναι εκείνος που γράφει συμφωνική μουσική. Αυτός που γράφει τραγούδια είναι τραγουδοποιός. Όσον αφορά τη συμφωνική μουσική, αυτή βγαίνει από το κεφάλι, βασικά μαθηματικό, γιατί με τους ήχους χτίζεις από μονοκατοικίες μέχρι ουρανοξύστες.

Γι’ αυτό κι εγώ πιστεύω ότι είμαι ένας ”Γερμανός” συνθέτης γεννημένος στο Αιγαίο και ένας Κρητικός τραγουδοποιός που έζησε στο Παρίσι. Το ξέρω ότι είμαι πολύπλοκος και κατανοώ ότι είναι δύσκολο να γίνω γνωστός στην ολότητά μου. Ίσως αυτό να συμβεί σε βάθος χρόνου.

Πάντως, επειδή κι εγώ έχω μεγάλη αδυναμία στο καλό τραγούδι (ομολογώ ότι αυτό με γεμίζει 100%), θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχή γιατί τα τραγούδια μου βρήκανε γόνιμο χώμα για ν’ ανθίσουν πάνω στις καρδιές γενικά όλων των ανθρώπων και ειδικά των συμπατριωτών μου, που είναι και το πιο δύσκολο».

Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ηχογραφείται για πρώτη φορά ο Επιτάφιος, που ανοίγει έναν καινούργιο δρόμο για το ελληνικό τραγούδι, όχι μόνο γιατί σηματοδοτεί μία ουσιαστική αλλαγή στη μουσική φόρμα, αλλά γιατί παντρεύει τη σύγχρονη λαϊκή μουσική με τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, και το ευρωπαϊκό έντεχνο στοιχείο με το ελληνικό λαϊκό στοιχείο. Η πρώτη εκδοχή του Επιτάφιου του Γιάννη Ρίτσου (γράφτηκε το 1958) ηχογραφήθηκε από τη Νάνα Μούσχουρη σε ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας Μάνου Χατζιδάκι.

Την ίδια χρονιά ο Μίκης Θεοδωράκης αρχίζει και, σχεδόν, τελειώνει το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη. «Εν τούτοις δεν βιάστηκα να το παρουσιάσω», όπως λέει και ο ίδιος στο βιβλίο του “Μουσική για τις μάζες”, «γιατί διαισθανόμουνα ότι το ελληνικό κοινό δεν ήταν ακόμη ώριμο για να το δεχτεί». Η πρώτη εκτέλεσή του έγινε στα τέλη του 1964.

Το 1960, επίσης, ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει τη μουσική για τα Επιφάνεια, σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη, και συνθέτει δεκάδες κύκλους τραγουδιών που βρίσκουν βαθύτατη απήχηση στην Ελλάδα. Ιδρύει την Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και δίνει πολλές συναυλίες στη χώρα προσπαθώντας να εξοικειώσει τον κόσμο με τη συμφωνική μουσική.

Το 1963 μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη ιδρύεται η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας εκλέγεται Πρόεδρος. Την ίδια εποχή εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ και το 1964 αποκτά διεθνή αναγνώριση με τη σύνθεση της μουσικής για την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, Αλέξης Ζορμπάς (Zorba the Greek).

Την 21η Απριλίου του 1967 απευθύνει την πρώτη έκκληση για αντίσταση κατά της Δικτατορίας. Τον Μάιο του 1967 ιδρύει μαζί με άλλους την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση κατά της Δικτατορίας, το ΠΑΜ και εκλέγεται πρόεδρός του.

Συλλαμβάνεται τον Αύγουστο του 1967. Ακολουθεί η φυλάκισή του στην οδό Μπουμπουλίνας, η απομόνωση, οι φυλακές Αβέρωφ, η μεγάλη απεργία πείνας, το νοσοκομείο, η αποφυλάκιση και ο κατ’ οίκον περιορισμός, η εκτόπιση με την οικογένειά του στη Ζάτουνα Αρκαδίας, και τέλος το στρατόπεδο Ωρωπού. Πολλά από τα καινούργια έργα του καταφέρνει με διάφορους τρόπους να τα μεταβιβάσει στο εξωτερικό, όπου τραγουδιούνται από τη Μαρία Φαραντούρη και τη Μελίνα Μερκούρη. Το 1974 με την πτώση της Δικτατορίας γυρίζει στην Ελλάδα.

Στις συνθέσεις που έχει ολοκληρώσει ο Μίκης Θεοδωράκης περιλαμβάνονται έργα όπερας, συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, ορατόρια, μπαλέτα, χορωδιακή, εκκλησιαστική μουσική, μουσική αρχαίου δράματος, θεάτρου, κινηματογράφου, έντεχνου, λαϊκού τραγουδιού, λαϊκά ορατόρια και μετασυμφωνικά έργα.

Θυμόμαστε τα πιο εμβληματικά του έργα και αποχαιρετούμε τον σπουδαίο Μίκη Θεοδωράκη, τον σπουδαίο Έλληνα συνθέτη στον οποίο υποκλίθηκε ολόκληρος ο πλανήτης.

Όμορφη πόλη

Όμορφη πόλη σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη και στίχους του Γιάννη Θεοδωράκη από τους «Λιποτάκτες». Τραγουδάει ο συνθέτης. Τον συνοδεύουν ο Μανώλης Χιώτης στο μπουζούκι και ο Δημήτρης Φάμπας στην κιθάρα.

Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ

Από το εμβληματικό «Άξιον Εστί» το οποίο κυκλοφόρησε το 1964. Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί τον Ελύτη και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ντύνει με τη φωνή του ένα τραγούδι που έχει περάσει πια στο συλλογικό ασυνείδητο του Έλληνα.

Άσμα Ασμάτων

«Κοπέλες του Άουσβιτς, του Νταχάου κοπέλες, μην είδατε την αγάπη μου; Την είδαμε σε μακρινό ταξίδι, δεν είχε πια το φόρεμά της». Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης. Ερμηνεύει η Μαρία Φαραντούρη.

Δραπετσώνα

Η «Δραπετσώνα» κυκλοφόρησε σε δισκάκι 45 στροφών έχοντας στην άλλη πλευρά το εξίσου πολύ μεγάλο τραγούδι «Μάνα μου και Παναγιά»,επίσης, σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη, τα οποία σχεδόν ταυτόχρονα ηχογραφήθηκαν και με τη φωνή της Μαίρης Λίντα σε 45άρι. Και τα δύο μπήκαν στον κύκλο τραγουδιών του Θεοδωράκη «Πολιτεία».

Ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης λέει: «Ο Tάσος Λειβαδίτης, θυμάμαι, είχε έλθει στο σπίτι μου στη Nέα Σμύρνη και είχε ακούσει ένα μέρος από ένα κοντσέρτο για πιάνο που είχα αρχίσει να γράφω. Tου άρεσε πολύ, έβαλε λόγια στη μουσική και έτσι γράψαμε το ”Mάνα μου και Παναγιά”. Για να βγει σε δίσκο, όμως, έπρεπε να γράψουμε άλλο ένα τραγούδι, να το ”ζευγαρώσουμε”, γιατί τότε βγαίνανε οι δίσκοι μικροί, με δύο τραγούδια ο καθένας. Ο αδελφός μου είχε προτείνει να γράψω ένα τραγούδι για τα γεγονότα.

Εκείνη την εποχή, η κυβέρνηση ήθελε να διώξει τους πρόσφυγες απ’ τις παράγκες τους στη Δραπετσώνα, χωρίς να τους δώσει αποζημίωση. Για εκείνους ήταν ένας αγώνας επιβίωσης, ένας αγώνας ζωής ή θανάτου, καθώς πήγαιναν οι μπουλντόζες και τους ξήλωναν τα σπίτια.

Mια μέρα, πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο προς την Kολούμπια για φωνοληψία του ”Mάνα μου και Παναγιά”, μου ήρθε ξαφνικά η έμπνευση για τη ”Δραπετσώνα”, μπροστά στο θέατρο Kαλουτά. Σταμάτησα απότομα και έγραψα τη μελωδία. Tο ίδιο βράδυ τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του τραγούδησα απ’ το τηλέφωνο τη μελωδία κι εκείνος έγραψε τους στίχους. Έτσι βγήκαν τα δύο τραγούδια σ’ένα 45άρι».

Το γελαστό παιδί

 

Το «Γελαστό παιδί» του Μίκη Θεοδωράκη δεν ήταν ελληνόπουλο, αλλά ένας επαναστάτης από την Ιρλανδία. Ήταν ο Michael Collins, ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες του ιρλανδικού απελευθερωτικού κινήματος. Πρόκειται, σύμφωνα με τη Μηχανή του Χρόνου, για ένα μελοποιημένο ποίημα του Ιρλανδού ποιητή Brendan Beham, το οποίο μεταφράστηκε από το Βασίλη Ρώτα και μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη τον Οκτώβριο του 1961 για τις ανάγκες του έργου «Ένας Όμηρος».

Ένα το χελιδόνι

Ένα από τα πέντε εμβληματικά τραγούδια του Άξιον Εστί σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη. Όπως είχε αναφέρει ο Ελύτης σε συνέντευξη του για το Άξιον Εστί: «Έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό,τι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα, και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση μου έδωσε το δεύτερο εύρημα, να δώσω δηλαδή σ´ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο, τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Έτσι γεννήθηκε το Άξιον Εστί».

Είμαστε δυο

Είναι μέρος του έργου του «Τα τραγούδια του Ανδρέα», έργο αφιερωμένο στον αγωνιστή του αντιδικτατορικού αγώνα Ανδρέα Λεντάκη. Αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα και κυρίως στα βασανιστήρια που υποβάλλονταν τόσο ο Μίκης θεοδωράκης, όσο και τα βασανιστήρια που είχε υποστεί ο ίδιος ο Ανδρέας Λεντάκης, στο κτήριο της Ασφάλειας της Μπουμπουλίνας. Είναι ένα από τα πιο σημαντικά έργα του αγώνα ενάντια στην Χούντα των Συνταγματαρχών το οποίο συμπεριλαμβάνει με τη σειρά τα τραγούδια: Αυτό που ήσουν κάποτε, Είμαστε δυο, Σου είπαν ψέματα, Το σφαγείο.

Θα σημάνουν οι καμπάνες

Γιάννης Ρίτσος, Μίκης Θεοδωράκης και Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ο συνθέτης αφιέρωσε ολόκληρο δίσκο στο ποίημα του Ρίτσου, ονομάζοντάς τον Ρωμιοσύνη, ο οποίος κυκλοφόρησε το 1966. Μερικά από αυτά τα τραγούδια του δίσκου τραγουδήθηκαν από το κοινό και ερμηνεύθηκαν από πολλούς καλλιτέχνες, ενώ έως και σήμερα, μερικά εξ αυτών, είναι από τα πιο αναγνωρίσιμα κομμάτια του συνθέτη, όπως για παράδειγμα το Αυτά τα δέντρα, το Όταν σφίγγουν το χέρι και το Θα σημάνουν οι καμπάνες.

Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης εξομολογήθηκε στην αυτοβιογραφία του πως βασανίστηκε πολύ ώσπου να κατανοήσει το έργο και επί μήνες ολόκληρους άκουγε κάθε βράδυ την κασέτα που του είχε δώσει ο Μίκης, μέχρι να κατακτήσει την ουσία του ποιητικού λόγου.

Στο περιγιάλι το κρυφό (Άρνηση)

 

Το ποίημα «Άρνηση» του Γιώργου Σεφέρη θα γίνει κάτι σαν δεύτερος Εθνικός Ύμνος μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη θα γνωρίσει τεράστια επιτυχία και θα εκφράσει την ανάγκη του ελληνικού λαού για Δημοκρατία. Η «Άρνηση» μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη στο Παρίσι το 1960 και ηχογραφήθηκε τον Φεβρουάριο του 1962, με την φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση για τον δίσκο «Επιφάνια».

Το τρένο φεύγει στις οχτώ

Σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και στίχους του Μάνου Ελευθερίου, το «Το τρένο φεύγει στις οκτώ» με τη φωνή της Μαρίας Δημητριάδη. Η πρώτη ηχογράφηση του έργου έγινε το 1970 στο Παρίσι με τον Γιώργο Καπερνάρο, έναν τραγουδιστή, ο οποίος εκείνη την εποχή ηχογράφησε αρκετά τραγούδια του Θεοδωράκη. Η ενορχήστρωση και διεύθυνση της ορχήστρας έγινε από τον Heinz Kunert.

Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1971 από την ΕΜΙ με τίτλο «The new Theodorakis», ενώ ποτέ, μέχρι σήμερα, δεν έχει επανεκδοθεί στην Ελλάδα. Ανάμεσα στα τραγούδια και «Το τρένο φεύγει στις οχτώ». Η δεύτερη ηχογράφησή των «Λαϊκών» έγινε και πάλι στο Παρίσι, το 1971, με ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας του συνθέτη, αυτή τη φορά με ερμηνευτές τον Αντώνη Καλογιάννη και τη Μαρία Δημητριάδη.

 

Exit mobile version