ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Οι 17 Ελληνίδες που έσπασαν το «άβατο» ανδροκρατούμενων κάστρων

Eurokinissi

Γυναίκες που δεν είδαν μπροστά τους εμπόδια, αλλά ευκαιρίες να κάνουν τα όνειρα και τις επιθυμίες τους πραγματικότητα. Γυναίκες που τόλμησαν και έσπασαν ανδροκρατούμενα άβατα, ανοίγοντας τον δρόμο για όλες εμάς.

Οι πρώτες των πρώτων. Γυναίκες που έγραψαν ιστορία στην πολιτική, τις επιστήμες, τη δημοσιογραφία, τις ένοπλες δυνάμεις. Οι ιστορικές μεταμορφώσεις του γυναικείου φύλου σε χώρους (μέχρι τότε) ανδροκρατούμενους. 

Η ιστορία τους, η υποδοχή που τους επιφύλαξαν και τα εμπόδια που αντιμετώπισαν μέχρι να κατακτήσουν τις προσωπικές κορυφές τους. Γυναίκες σύμβολα. Γυναίκες έμπνευση.

Οι 17 Ελληνίδες γυναίκες που έσπασαν το «άβατο» ανδροκρατούμενων κάστρων

Κατερίνα Σακελλαροπούλου: Η πρώτη Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) και η πρώτη Πρόεδρος της Δημοκρατίας

Κατερίνα Σακελλαροπούλου γυναίκες

Στις 15 Ιανουαρίου 2020, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, πρότεινε την Κατερίνα Σακελλαροπούλου για τη θέση της Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας. «Ευχαριστώ θερμά τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για την άκρως τιμητική επιλογή να με προτείνει, εκ μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας της Νέας Δημοκρατίας, ως υποψήφια για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Πιστεύω ότι με την πρόταση αυτή τιμάται, στο πρόσωπό μου, τόσο η Δικαιοσύνη όσο και η σύγχρονη Ελληνίδα. Με αίσθημα ευθύνης αποδέχομαι την πρόταση και, σε περίπτωση εκλογής μου, θα αφιερώσω όλες μου τις δυνάμεις ώστε να υπηρετήσω το υψηλό καθήκον, όπως ορίζεται από το Σύνταγμα. Θεωρώ αυτονόητο και δηλώνω ότι, από τη στιγμή αυτή, απέχω από την άσκηση των δικαστικών μου καθηκόντων».

Στην ψηφοφορία, στις 22 Ιανουαρίου, ήταν η μοναδική υποψηφιότητα και εκλέχτηκε νέα Πρόεδρος της Δημοκρατίας με 261 ψήφους. Η Κατερίνα Σακελλαροπούλου είναι η 13η Πρόεδρος από το 1924, η 8η Πρόεδρος από τη μεταπολίτευση το 1974 (στην Γ’ Ελληνική Δημοκρατία) και η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην ιστορία της Ελλάδας.

Κατά την πρώτη της τηλεοπτική συνέντευξη στην εκπομπή Special Report, μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, η Κατερίνα Σακελλαροπούλου έδωσε την απάντησή της στα δημοσιεύματα που είχαν διατυπώσει ενστάσεις -προ της εκλογής της- για την ανάδειξη μιας γυναίκας Προέδρου σε περίοδο έντασης με την Τουρκία.

«Νομίζω (…) ότι οτιδήποτε χρειαστεί να κάνει και να πει ένας Πρόεδρος Δημοκρατίας, αυτό μπορεί να γίνει, εξαρτάται από την προσωπικότητα του καθενός και δεν συνδέεται καθόλου με το φύλο. (…) Οι γυναίκες έχουμε την ενσυναίσθηση, έχουμε έναν άλλον τρόπο να διαχειριζόμαστε τον λόγο. Μπορούμε να περνάμε μηνύματα με διαφορετικό τρόπο».

Πριν αναλάβει το ύπατο αξίωμα της χώρας, η Κατερίνα Σακελλαροπούλου είχε διανύσει μακρά πορεία και είχε στο βιογραφικό της μια ακόμα πρωτιά. Διορίστηκε εισηγήτρια στο Συμβούλιο της Επικρατείας το 1982. Το 1988 προήχθη στον βαθμό του Παρέδρου και τοποθετήθηκε στο Γ’ Τμήμα, όπου χειρίστηκε υποθέσεις με θέματα ιδίως εκπαίδευσης, δημόσιας διοίκησης και τοπικής αυτοδιοίκησης.

Το 2000 προήχθη στον βαθμό του Συμβούλου και τοποθετήθηκε στο Ε’ Τμήμα, το οποίο ασχολείται κυρίως με υποθέσεις που αφορούν το δίκαιο του περιβάλλοντος. Στις 23 Οκτωβρίου 2015 προήχθη στον βαθμό του Αντιπροέδρου και τοποθετήθηκε στο Γ’ Τμήμα, ενώ στις 17 Οκτωβρίου 2018 επελέγη Πρόεδρος του Δικαστηρίου, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 11 Φεβρουαρίου 2020.

Ήταν η πρώτη γυναίκα που ανέλαβε την προεδρία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η Κατερίνα Σακελλαροπούλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 30 Μαΐου 1956, με καταγωγή, από την πλευρά της μητέρας της, Αλίκης Παρασκευά, από τη Σταυρούπολη Ξάνθης.

Ο πατέρας της, Νικόλαος Σακελλαρόπουλος, διετέλεσε αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου. Τα πρώτα οκτώ χρόνια της ζωής της έζησε στην Θεσσαλονίκη.

Το 1964 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Αρσάκειο Ψυχικού το 1974 και σπούδασε στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία έλαβε το πτυχίο της το 1978.

Άννα Ψαρούδα – Μπενάκη: Η πρώτη πρόεδρος της Βουλής

Στις 19 Μαρτίου του 2004 η Άννα Ψαρούδα – Μπενάκη εξελέγη Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων. Είναι η πρώτη Ελληνίδα που έγινε πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων από συστάσεως του ελληνικού κράτους και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τις 26 Σεπτεμβρίου του 2007.

Τον Οκτώβριο του 1996 ήταν η πρώτη γυναίκα που προτάθηκε ποτέ για το αξίωμα του προέδρου της Βουλής, ενώ την περίοδο 2000-2004 διετέλεσε Δ΄ αντιπρόεδρος.

Από τη θέση της προέδρου της Βουλής προώθησε την κοινοβουλευτική συνεργασία με κοινοβούλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ασίας, της Αφρικής, της Νότιας Αμερικής (Χιλή) και με τον Απόδημο Ελληνισμό. Παράλληλα, εκπροσώπησε το Ελληνικό Κοινοβούλιο κατά τη σύνταξη του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Γεννήθηκε στα Εξάρχεια στις 12 Δεκεμβρίου του 1934 και είναι κόρη του υποναυάρχου Ευάγγελου Ψαρούδα και της Αικατερίνης Αντωνίου. Από την πλευρά του πατέρα της κατάγεται από ιστορική οικογένεια θαλασσομάχων της Ύδρας.

Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συμπλήρωσε τις σπουδές της πάνω στο Ποινικό Δίκαιο στη Βόννη και στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας και έγινε Διδάκτωρ του Ποινικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Βόννης. Το 1962 ανέλαβε βοηθός της Β’ έδρας Ποινικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1971 εξελέγη υφηγήτρια του Ποινικού Δικαίου και στην συνεχεία έλαβε εντολή διδασκαλίας.

Το 1979 έγινε έκτακτη καθηγήτρια και το 1986 καθηγήτρια Α’ βαθμίδας του Ποινικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το έτος 1981 εξελέγη βουλευτής Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας και στη συνέχεια βουλευτής Α’ Αθηνών έως τον Σεπτέμβριο του 2009. Διετέλεσε αναπληρώτρια υπουργός Παιδείας (1989), υπουργός Πολιτισμού (1990-1992) και υπουργός Δικαιοσύνης (1992-1993).

Σε συνέντευξή της στο asisters.gr είχε αναφέρει: «Δεν είμαι ευτυχής για το ότι δεν έχουν καταλάβει τη θέση του Προέδρου της Βουλής περισσότερες γυναίκες. Προσδοκία και χαρά μου, πέραν όλων των άλλων, ήταν τότε και η αίσθηση, ότι με την ανάδειξή μου ανοίγει ο δρόμος για τις γυναίκες.

Ο ανταγωνισμός στην πολιτική είναι όμως και για τα δύο φύλα πολύ σκληρός, αλλά απέναντι στις γυναίκες είναι και άνισος. Οι πολλαπλοί ρόλοι που αναλαμβάνουν εκ των πραγμάτων οι γυναίκες -ρόλοι που κατά κανόνα τη βαρύνουν προσωπικά και δεν μετακυλίονται εύκολα σε άλλους- είναι δυσβάσταχτοι.

Χρειάζονται διέξοδοι προς την κατεύθυνση της συμβιβαστικής διαχείρισης των υποχρεώσεων, πράγμα καθόλου εύκολο στην σύγχρονη ανελαστικά ανταγωνιστική κοινωνία. Και επειδή ο λόγος περί ανταγωνισμού δεν πρέπει να λησμονούμε και την μεγάλη αριθμητική δυσαναλογία μεταξύ πολλαπλάσιων ανδρών σε σχέση με τις γυναίκες στην πολιτική».

Αλέκα Παπαρήγα: η πρώτη γυναίκα Γενική Γραμματέας του Κ.Κ.Ε.

Ήταν 27 Φεβρουαρίου του 1991 όταν η Αλέκα Παπαρήγα εξελέγη Γενική Γραμματέας του ΚΚΕ κατά τις εργασίες του 13ου Συνεδρίου του κόμματος. Η πρώτη γυναίκα γενική γραμματέας της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε., Αλέκα Παπαρήγα, ανέλαβε την ηγεσία του Κ.Κ.Ε. σε μία από τις δυσκολότερες περιόδους στην ιστορία του, που σημαδεύτηκε από τη διάσπαση στον χώρο της ελληνικής Αριστεράς και τις ραγδαίες εξελίξεις στις σοσιαλιστικές χώρες μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.

Δημοσίευμα της Καθημερινής ανέφερε τότε: «Με τέσσερις ψήφους διαφορά (57-53) και ύστερα από πρόταση του κ. Ορέστη Κολοζόφ, η συντηρητική πτέρυγα του ΚΚΕ επέβαλε τη θέλησή της στην Κεντρική Επιτροπή, που μετά από έξι ώρες συνεδρίαση, εξέλεξε στη θέση του γενικού γραμματέα την κ. Αλέκα Παπαρήγα.

Ο κ. Χαρίλαος Φλωράκης δήλωσε ότι είναι ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα, ενώ σε ερώτηση αν η εκλογή αυτή σημαίνει ρήξη με το Συνασπισμό, διαφώνησε και είπε ότι, αντιθέτως, θα αποβεί στην πράξη υπέρ της ενίσχυσής του».

Η Αλέκα Παπαρήγα παρέλαβε το Κ.Κ.Ε. στον απόηχο της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού και ήταν πολλοί εκείνοι που προέβλεπαν την επίσης κατάρρευση του κόμματος. Το 1991, σε κομματική συγκέντρωση στο Πεδίον του Άρεως θα πει στους συγκεντρωμένους συντρόφους της: «Δεν διαπραγματευόμαστε την αυτοτελή ύπαρξη του ΚΚΕ».

Τους διαψεύδει όλους εμφατικά. Στις εκλογές του 1993 το ΚΚΕ ανέβασε το ποσοστό του, η ίδια εδραίωσε τη θέση της και επανεξελέγη το 1996 και στα επόμενα συνέδρια. Στο συνέδριο του 2009 που ολοκληρώθηκε στις 22 Φεβρουαρίου, εξελέγη για άλλη μια φορά γραμματέας του κόμματος.

Η Αλέκα Παπαρήγα εκλεγόταν βουλευτής Β΄ Αθηνών με το Κ.Κ.Ε. από τις εκλογές του 1993 μέχρι το 2015. Έκτοτε, στις εκλογές Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 2015 και τον Ιούλιο του 2019 εξελέγη ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας το κόμματος.

Η Αλέκα Παπαρήγα γεννήθηκε στην Αθήνα στις 5 Οκτωβρίου του 1945. Γονείς της ήταν ο Νίκος και η Κική Δρόσου. Σπούδασε στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και κατόπιν εργάστηκε ως υπάλληλος σε επιχειρήσεις και ως εκπαιδευτικός. Το 1961 συμμετείχε στο Κίνημα Ειρήνης. Ήταν μέλος του γραφείου οργάνωσης της νεολαίας της Ε.Δ.Α. και γραμματέας του γραφείου Σπουδάζουσας της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη.

Το 1968 εντάχθηκε στο Κ.Κ.Ε. Το 1974 έγινε μέλος του γραφείου της Επιτροπής Πόλης της Κομματικής Οργάνωσης Αθηνών και ασχολήθηκε με το γυναικείο κίνημα. Υπήρξε μεταξύ των ιδρυτικών μελών της Ομοσπονδίας Γυναικών Ελλάδας και συμμετείχε στη διοργάνωση εκδηλώσεων για το Διεθνές Έτος της Γυναίκας.

Στην εκπομπή Top stories της ΕΡΤ το 2008 έδωσε στη Σεμίνα Διγενή μια από τις πιο προσωπικές συνεντεύξεις της. Η ευγλωττία της ήταν πάντοτε ένα από τα πιο δυνατά της σημεία.

«Θεωρώ απαράδεκτο, αντί να επικρίνονται προγράμματα, να επικρίνονται ιδιότητες προσώπων που κατά ανάγκη δεν είναι και αρνητικές. Αν είσαι νέος, να σε ειρωνεύονται γιατί είσαι νέος. Αν είσαι γυναίκα, να σε ειρωνεύονται γιατί είσαι γυναίκα. Αν είσαι όμορφος, να το λένε έτσι.

Σε καμία περίπτωση δεν θα κρίνω πολιτικά πρόσωπα για τα φυσικά τους χαρακτηριστικά, είναι ρατσιστικό. Εμείς ως κόμμα απαγορεύουμε τέτοιου είδους τοποθετήσεις. Δεν μπορείς αυτόν που που διαφωνείς να τον αντιμετωπίζεις με ένα ευτελή τρόπο και επιφανειακό τρόπο και πολύ περισσότερο ως πρόσωπο, γιατί είναι νέος, γέρος, όμορφος, άσχημος.

Γιατί να το κάνουμε αυτό; Είναι ρατσιστικό. Το έχουμε ζήσει. Αν το πει κάποιος από το κόμμα θα του κάνουμε κριτική. Γιατί εκθέτει το κόμμα και διαπαιδαγωγείς και τον κόσμο έτσι. Δεν στοχοποιούμε πρόσωπα, στοχοποιούμε κόμματα και πολιτικές.

Είναι μια ευκαιρία, μιλώντας εδώ, να πούμε ότι τα πράγματα σήμερα είναι πολύ πιο δύσκολα για τη νέα κοπέλα. Αυτό εμένα με στενοχωρεί πάρα πολύ. Γιατί σήμερα οι γυναίκες, μπορεί να μην έχουν αυτά που είχαμε εμείς, μια σειρά από προκαταλήψεις.

Έχουν φύγει οι προκαταλήψεις αλλά υπάρχει μια σειρά από νέα εμπόδια. Εγώ, είχα μια μεγάλη τύχη να μεγαλώσει σε μια οικογένεια που με ενθάρρυνε. Είχα τον άντρα μου που ποτέ δεν μπήκε εμπόδιο. Έχω μια κόρη που ποτέ δεν μου παραπονέθηκε. Ήμουν πάρα πολύ τυχερή. Είχα ένα περιβάλλον που δεν το είχαν άλλοι».

Μαρία Δαμανάκη: Η πρώτη γυναίκα αρχηγός κόμματος στην Ελλάδα

Η Μαρία Δαμανάκη υπήρξε πρόεδρος του Συνασπισμού από το 1991 έως το 1993. Ανέπτυξε δραστηριότητα εντός της Αριστεράς, στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Μέλος της Κ.Ν.Ε., έλαβε μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα. Μετά την πτώση της Χούντας εξελέγη βουλευτής, αρχικά του ΚΚΕ (1977, 1981, 1985) και εν συνεχεία με τον Συνασπισμό (Ιούνιος και Νοέμβριος 1989, 90, 93, 96, 2000).

Ο Συνασπισμός συμμετείχε στις εκλογές του Απριλίου του 1990, αλλά η πτωτική πορεία των ποσοστών του κόμματος συνέχισε. Έλαβε το 10,28% των ψήφων και εξέλεξε 19 βουλευτές. Μετά από πρόταση του Φλωράκη και με τη σύμφωνη γνώμη του Κύρκου, πρόεδρος εξελέγη τον Μάρτιο του 1990 η Μαρία Δαμανάκη.

Στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 10 Οκτωβρίου 1993, ο ΣΥΝ απέτυχε να περάσει το όριο του 3% και δεν κατάφερε να μπει στη Βουλή, με αποτέλεσμα την παραίτηση της Δαμανάκη από την ηγεσία. Νέος πρόεδρος εξελέγη ο Νίκος Κωνσταντόπουλος.

Το 1994, η Μαρία Δαμανάκη ήταν υποψήφια για τις δημοτικές εκλογές με τον Συνασπισμό και το 1998 με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και τον ΣΥΝ. Ηττήθηκε από τον Δημήτρη Αβραμόπουλο, ο οποίος είχε υποστηριχθεί από τη Νέα Δημοκρατία. Η ίδια διαφωνούσε με τις θέσεις του κόμματός της, ειδικά στο θέμα της συνεργασίας με το ΠΑ.ΣΟ.Κ.

Στις 10 Οκτωβρίου 2003, παραιτήθηκε από τον ΣΥΝ και από την βουλευτική της έδρα. Μετά την εκλογή του Γιώργου Παπανδρέου στην ηγεσία του ΠΑ.ΣΟ.Κ., η Μαρία Δαμανάκη αποφάσισε να ενταχθεί στο κόμμα αυτό και εξελέγη βουλευτής το 2004, 2007 και το 2009. Παραιτήθηκε από βουλευτής στις 9 Φεβρουαρίου 2010.

Λίνα Τσαλδάρη: Η πρώτη Ελληνίδα υπουργός

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1887 και υπήρξε κόρη του ιστορικού και πρωθυπουργού Σπυρίδωνα Λάμπρου. Το 1919 παντρεύτηκε τον Παναγή Τσαλδάρη. Μετά τον θάνατο του συζύγου της ανέπτυξε κοινωνική δράση ως πρόεδρος του ΠΙΚΠΑ.

Την περίοδο από το 1946 έως το 1949, ήταν «Εντεταλμένη Κυρία» του προγράμματος «Έρανος της Βασίλισσας», που αφορούσε την «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος» και λειτουργούσε υπό την προστασία της τότε Βασίλισσας Φρειδερίκης και δημιούργησε τις γνωστές «Παιδοπόλεις» που στέγασαν ορφανά παιδιά.

Το 1952, εκπροσώπησε τη χώρα μας στην Επιτροπή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τη Γυναίκα. Πάλεψε για την ισότητα των φύλων και έκανε ό, τι μπορούσε για την καθιέρωση των γυναικείων δικαιωμάτων. Από το ’55 έως το ’58, ανήκε κι επίσημα στην ελληνική αντιπροσωπεία του ΟΗΕ. Στις 29 Φεβρουαρίου του 1956, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, σχηματίζει την πρώτη του κυβέρνηση που προήλθε από εκλογές.

H Λίνα Τσαλδάρη γίνεται η πρώτη γυναίκα, Ελληνίδα, υπουργός στην ιστορία της χώρας, αναλαμβάνοντας το υπουργείο Πρόνοιας. Την ίδια περίοδο, χάρη στη συμβολή της, η ελληνική Βουλή ψηφίζει τον νόμο 2159/1952 που παραχωρεί ίσα πολιτικά δικαιώματα στις γυναίκες. Στις βουλευτικές εκλογές του 1956, οι γυναίκες ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα για πρώτη φορά.

Η Τσαλδάρη, ως Υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας, ανέπτυξε σημαντική δραστηριότητα, τόσο για τη βελτίωση της κοινωνικής μέριμνας, όσο και της αναβάθμισης του ρόλου της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία. Απεβίωσε σε ηλικία 94 ετών στην Αθήνα, στις 17 Οκτωβρίου του 1981, μια ημέρα πριν τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών.

Το αρχείο της που καλύπτει τη χρονική περίοδο από το 1914 έως το 1981, βρίσκεται στο ίδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», στο οποίο περιήλθε μετά από δωρεά της ανιψιάς της Έλλης Μαλάμου. Καλύπτει τη χρονική περίοδο από το 1914 έως το 1981 και αποτελείται από 56 φακέλους κι ένα κουτί, στο οποίο εμπεριέχονται οι τιμητικές της διακρίσεις.

Περιέχει στοιχεία που συντελούν στη διαφώτιση σημαντικών πτυχών της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της σύγχρονης Ελλάδος. Συγκροτείται από την προσωπική αλληλογραφία της και αποκόμματα εφημερίδων που αναφέρονται στην κοινωνική της δράση και σε θέματα κοινωνικής πρόνοιας στην Ελλάδα.

Σκιαγραφείται η δράση της στον τομέα της διεκδικήσεως και κατοχυρώσεως των δικαιωμάτων για τις γυναίκες στην Ελλάδα και στο διεθνή χώρο, της προστασίας του παιδιού, της συμμετοχής της στις Γενικές Συνελεύσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών καθώς και της δραστηριοποίησής της για την διεθνή προβολή του Κυπριακού ζητήματος. Ιδιαίτερη ενότητα αποτελούν Εφημερίδες των Συζητήσεων της Βουλής, υπηρεσιακά έγγραφα του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, σφραγίδες και φωτογραφίες.

Μαρία Δεσύλλα – Καποδίστρια: Η πρώτη εκλεγμένη γυναίκα Δήμαρχος στη σύγχρονη ελληνική ιστορία

Η Μαρία Δεσύλλα – Καποδίστρια ήταν δήμαρχος Κέρκυρας και δισεγγονή του Γεωργίου Καποδίστρια, αδελφού του Ιωάννη Καποδίστρια κυβερνήτη της Ελλάδας. Ήταν η πρώτη εκλεγμένη γυναίκα Δήμαρχος στη σύγχρονη ελληνική ιστορία σε αναπληρωματικές εκλογές.

Η Μαρία παντρεύτηκε πρώτα τον Κερκυραίο διπλωμάτη Λουδοβίκο-Σπυρίδωνα Σκάρπα, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες, αλλά χώρισε το 1928. Το 1935 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά με τον Σταμάτιο Δεσύλλα, Κερκυραίο βιομήχανο και δήμαρχο Κέρκυρας, τον οποίο αντικατέστησε στη δημαρχία το 1956 μετά τον θάνατό του.

Συγκεκριμένα στις αναπληρωματικές εκλογές που ακολούθησαν, εξελέγη με 5.365 ψήφους σε σύνολο 10.207. Στον δημαρχιακό θώκο παρέμεινε μέχρι το 1959. Όπως αναφέρει η Καθημερινή σε παλαιότερο δημοσίευμά της, η Μαρία Δεσύλλα – Καποδίστρια ως δήμαρχος δεν εισέπραξε ποτέ τη δημαρχιακή αποζημίωση, την οποία μοίραζε σε άπορους πολίτες της Κέρκυρας. Ωστόσο, το 1959 δεν επανεξελέγη.

Ως απόγονος της οικογένειας, και επειδή ο προπάππος της ήταν ο μοναδικός από τα αδέλφια που είχε αποκτήσει παιδιά, είχε στην κατοχή της την εξοχική κατοικία της οικογένειας στην θέση Κουκουρίτσα.

Το 1979 δώρισε το σπίτι στην Αναγνωστική Εταιρία Κερκύρας, τη Φιλαρμονική Εταιρία Κερκύρας και την Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών με σκοπό τη δημιουργία Μουσείου, το οποίο να στεγάζει τα διασωθέντα προσωπικά αντικείμενα του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδος, καθώς και προσωπογραφίες και έπιπλα εποχής, που ανήκαν στην οικογένεια. Έφυγε από τη ζωή στις 15 Αυγούστου του 1980.

Ελένη Σκούρα: Η πρώτη βουλευτής

Στις 18 Ιανουαρίου του 1953, εξελέγη η πρώτη Eλληνίδα βουλευτής στην ιστορία του ελληνικού κοινοβουλευτικού βίου. Η Ελένη Σκούρα εξελέγη βουλευτής στον νομό Θεσσαλονίκης με το κόμμα του Ελληνικού Συναγερμού. Ούσα η πρώτη εκλεγμένη γυναίκα στην ιστορία του ελληνικού κοινοβουλίου, η ίδια αμέσως μετά την εκλογή της δήλωσε:

«Θα προσπαθήσω να πράξω παν το δυνατόν διά να φανώ ανταξία της εμπιστοσύνης των ψηφοφόρων μου, τους οποίους θερμώς ευχαριστώ. Γνωρίζω ότι ως πρώτη και μοναδική γυναίκα εις την Βουλήν έχω μεγάλας ευθύνας και πολλά καθήκοντα. Είναι πολλά εκείνα που πρέπει να πράξωμεν υπέρ των Ελληνίδων, ιδίως εις τον τομέα της κοινωνικής μερίμνης».

Γεννήθηκε το 1896 στον Βόλο όπου και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές. Το 1915 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε φωνητική μουσική και το 1950 έλαβε το πτυχίο της Νομικής, δικηγορώντας στη συνέχεια στην ίδια πόλη με τον σύζυγό της, δικηγόρο, Δημήτριο Σκούρα.

Η Ελένη Σκούρα είχε αναπτύξει πλούσια κοινωφελή και πατριωτική δράση ιδιαίτερα κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο και στη Γερμανική Κατοχή ως Πρόεδρος της Στέγης της Φαλαγγίτισσας και επίσης της Φανέλας του Στρατιώτη. Το καλοκαίρι του 1942 συνελήφθη από τους Γερμανούς και φυλακίστηκε μαζί με τον σύζυγό της και τον αδελφό της, Απόστολο Παπαχρήστου.

Ενεργό δράση στην πολιτική αναλαμβάνει μετά τη θεσμοθέτηση της γυναικείας ψήφου το 1951, οπότε και αναλαμβάνει να οργανώσει το τμήμα γυναικών του Ελληνικού Συναγερμού στη Θεσσαλονίκη. Η Ελένη Σκούρα από μια τραγική αφορμή βρέθηκε υποψήφια στις βουλευτικές εκλογές της 16ης Νοεμβρίου του 1952.

Δυο μήνες πριν τις εκλογές, η Σκούρα δεν ήταν στη λίστα των υποψηφίων όμως ο αιφνίδιος θάνατος του Βασίλειου Μπακονίκα, βουλευτή Θεσσαλονίκης του κόμματος Ελληνικός Συναγερμός και η έλλειψη επιλαχόντων βουλευτών οδήγησε σε επαναληπτική εκλογή στη συγκεκριμένη περιφέρεια. Τον Μάρτιο του 1987, η Ελένη Σκούρα είχε μιλήσει στην Άντζυ Καρτσάτου και το περιοδικό ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ για εκείνο το περιστατικό.

«Το καλοκαίρι του ’52 οι Ελληνίδες άρχισαν να ψηφίζουν. Ήμουν σ’ ένα συνέδριο στις Σέρρες για το “Σπίτι του Παιδιού”, τον Δεκέμβρη, όταν έλαβα ένα τηλεφώνημα απ’ τον άντρα μου. Μου είπε ότι πέθανε ένας απ’ τους βουλευτές της Θεσσαλονίκης, ο γιατρός Μπακονίκας.

Κι ότι με πρότειναν απ’ τον “Συναγερμό” του Παπάγου, για υποψήφια στην αναπληρωματική εκλογή που θα γινόταν, με έναν βουλευτή υποψήφιο από κάθε κόμμα. Στεναχωρήθηκα πολύ. Γιατί ο άντρας μου, έντεκα χρόνια μεγαλύτερος από μένα, πάλευε να βγει βουλευτής.

Εγώ δεν είχα βλέψεις για την πολιτική. Μου ήρθε άξαφνα. Δεν ήταν ευχάριστο. Αισθάνθηκα ότι μπήκα στη θέση κάποιου που ήθελε να γίνει βουλευτής. Εγώ, σαν νεότερη απ’ τον άντρα μου, είχα καιρό, αν ήθελα να πολιτευτώ.

Μετά από μερικές ώρες, με κάλεσε ο ίδιος ο υπουργός. “Είσαι γνωστή, έχεις δράση φιλανθρωπική”. Ήμουνα, βλέπετε, στη Φανέλα του Στρατού, σε βρεφοκομεία, από 22 ετών, απ’ την ημέρα που παντρεύτηκα. Επειδή, έπειτα, εγώ δεν έκανα παιδιά, ο άντρας μου μού έλεγε “Εσύ όλη σου την ψυχή και την καρδιά τη δίνεις στα εργαζόμενα κορίτσια”».

Η Ελένη Σκούρα περιγράφοντας τις πρώτες της στιγμές στο ελληνικό κοινοβούλιο θα πει: «Ήμουν η μόνη γυναίκα. Δυστυχώς δεν έχω φωτογραφίες, που με υποδέχεται και με συγχαίρει ο Κανελλόπουλος κι όλοι οι βουλευτές όρθιοι με χειροκροτούσαν. Και πραγματικά, και οι βενιζελικοί και οι δικοί μας, με είχαν όπα-όπα στη Βουλή. Με πολλή αγάπη.

Όταν πρωτοκάθησα δίπλα στους βουλευτές, σεμνά, μ’ ένα ολόμαυρο ταγιεράκι, γράφτηκε στις εφημερίδες τότε: “Μια σοβαρή κυρία, χαριτωμένη, εμφανίστηκε στη Βουλή”».

Στις 31 Ιανουαρίου 1953 η Ελένη Σκούρα ορκίζεται και εκφωνεί τον παρθενικό της κοινοβουλευτικό λόγο. Ο πρόεδρος της Βουλής, Ιωάννης Μακρόπουλος, την προσφωνεί «κυρία βουλευτίδα», με αποτέλεσμα να προκληθεί συζήτηση, αν ο όρος αυτός είναι δόκιμος και θα καθιερωθεί για τις γυναίκες μέλη του ελληνικού κοινοβουλίου.

Ο βουλευτής Πλατής, ανέφερε: «Είπατε προηγουμένως, κ. πρόεδρε, την λέξιν “βουλευτίδα”. Ερωτώ, καθιερούται πλέον ο όρος αυτός διά τας γυναίκας αντιπροσώπους;». Ο Πρόεδρος της Βουλής, Μακρόπουλος, απάντησε: «Μετεχειρίσθην τον όρο του τύπου του γλωσσικού “βουλευτίς βουλευτίδος”, είναι ο δοκιμώτερος.

Δεν ανήκει εις εμέ ή την Βουλήν να καθιερώση τον γλωσσικόν όρον. Είναι έργον των λογίων, των λογοτεχνών και της Ακαδημίας Αθηνών αλλά και του γλωσσοπλάστου λαού». Ο βουλευτής Βασιλάτος, συμπλήρωσε: «Η ισότης επιβάλλει να λέγεται βουλευτίς».

Η Ελένη Σκούρα παρέμεινε βουλευτής έως το 1956 και ανέπτυξε κοινοβουλευτική δράση στους τομείς των κοινωνικών και γυναικείων θεμάτων. Τιμήθηκε με το Στρατιωτικό Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων και τον Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος Ευποιίας.

Πέθανε σε ηλικία 95 χρόνων, τον Φεβρουάριο του 1991, στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης. Το παράπονο που την ακολουθούσε μέχρι το τέλος ήταν ότι η Πολιτεία αν και της είχε υποσχεθεί τιμητική σύνταξη, δεν της την έδωσε ποτέ.

Οι οικονομικές δυσκολίες την οδήγησαν τα τελευταία χρόνια της ζωής της να πουλήσει τα παράσημα και τα μετάλλιά της για να εισαχθεί στο Χαρίσειο Γηροκομείο της Θεσσαλονίκης.

Ρένα Ασημακοπούλου: Η πρώτη πρόεδρος του Αρείου Πάγου

Η Ρένα Ασημακοπούλου γεννήθηκε στην κοινότητα Χατζή Πυλίας Μεσσηνίας το 1946. Έλαβε απολυτήριο εξαταξίου Γυμνασίου της Κοινότητας Χατζή Πυλίας Μεσσηνίας κατά το έτος 1964. Το ίδιο έτος (1964) εισήχθηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών.

Μετά την αποφοίτηση διορίσθηκε το 1969, βοηθός Εισηγητού Δικαστού και υπηρέτησε στο Πρωτοδικείο Καλαμάτας, Το 1972 έλαβε επιτυχώς μέρος ως βοηθός εισηγητού στις οικείες εξετάσεις και διορίσθηκε δικαστικός πάρεδρος στο Πρωτοδικείο Αθηνών και στη συνέχεια προήχθηκε.

Το 1974 στον βαθμό του πρωτοδίκη και υπηρέτησε στα Πρωτοδικεία: Μεσολογγίου, Πατρών, Κορίνθου και Αθηνών. Το 1985 στον βαθμό του προέδρου πρωτοδικών και υπηρέτησε στα Πρωτοδικεία Σπάρτης και Αθηνών.

Το 1990 στον βαθμό του Εφέτη και υπηρέτησε στο Εφετείο Θεσσαλονίκης στο τμήμα ενοχικού και εμπορικού δικαίου και στο Εφετείο Αθηνών στο τμήμα ενοχικού και εμπορικού δικαίου και σε τμήμα βουλευμάτων. Το 2003 στον βαθμό του προέδρου εφετών και υπηρέτησε στο Εφετείο Θεσσαλονίκης στο τμήμα βουλευμάτων και στο Εφετείο Αθηνών στο τμήμα του ενοχικού και εμπορικού δικαίου.

Το 2005 στον βαθμό του Αρεοπαγίτη, στο Α2 τμήμα του Αρείου Πάγου, Ενοχικό και Εμπορικό Δίκαιο και Αναγκαστική Εκτέλεση. Το 2010 στον βαθμό του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου στο ανωτέρο τμήμα. Στις 18 Ιουλίου του 2011 η Ρένα Ασημακοπούλου ανέλαβε πρόεδρος του Αρείου Πάγου και έγινε η πρώτη γυναίκα που αναλάμβανε αυτό το αξίωμα.

Η πρώτη της δήλωση μετά την εκλογή της ήταν ότι «οι δικαστές πρέπει να μιλάνε διά των αποφάσεών τους και όχι διά συνεντεύξεων ή δηλώσεων». Την επομένη της επιλογής της πήρε μέρος στη διάσκεψη που είχε προγραμματιστεί, ενώ τη μεθεπόμενη δεν πήγε στο γραφείο της, το οποίο γέμισε με λουλούδια συναδέλφων της. Η θητεία της διήρκεσε έως το καλοκαίρι του 2013.

Αγγελική Παναγιωτάτου: Η πρώτη γιατρός

«Είπαμε πως ο πατέρας μου ήτο προύχοντας. Πολυταξιδεμένος έμπορος, εγνώρισε τον κόσμο, μελέτησε πλατειά τους ανθρώπους κι’ απέκτησε τέτοια πείρα ώστε μπόρεσε να ευρύνη τον πνευματικό του ορίζοντα, να σταθή πάνω από προλήψεις, να γίνη προοδευτικός. Για τον λόγο αυτό δεν εδίστασε να επιτρέψη στα κορίτσια του να φοιτήσουν στο Πανεπιστήμιο».

Με αυτά τα λόγια η Αγγελική Παναγιωτάτου θα περιγράψει τον πατέρα της και την υποστήριξη που εκείνος παρείχε στην ίδια και την αδερφή της σε καιρούς που η επικρατούσα άποψη ήταν πως για τις γυναίκες «η μόνη επιστήμη είναι η μαγειρική».

Η Αγγελική Παναγιωτάτου και η Αλεξάνδρα ήταν Αρσακειάδες. Αποφοίτησε με άριστα και στη συνέχεια απέκτησε το απολυτήριο της Βαρβακείου Σχολής για να εισαχθεί στο Πανεπιστήμιο. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα (γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή το 1895) και ειδικεύτηκε στην μικροβιολογία.

Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, φοιτητής και ο ίδιος τότε, έγραψε στο περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων» σχετικά με τις συνθήκες φοίτησης των πρώτων φοιτητριών της Ιατρικής Σχολής: «Με τη δεσποινίδα Παναγιωτάτου ήμουν συμφοιτητής. Ενθυμούμαι ότι προς αποφυγήν ταραχών έμπαινεν εις το μάθημα ταυτοχρόνως με τον καθηγητήν. Αλλά οι φοιτηταί ήτο αδύνατον να κρατηθούν και το δαιμόνιον της ελληνικής βαρβαρότητος προκαλούσε πάντοτε μίαν στιγμιαίαν συμφωνίαν μπαστουνοκρουσίας.

Η κόρη αυτή εν τούτοις είχε την ανδρείαν να σπουδάση ποδοκροτουμένη επί τέσσερα χρόνια». Η Αγγελική Παναγιωτάτου δεν κάμπτεται και ολοκληρώνει τις σπουδές της με επιτυχία. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος την υποστήριξε, αποκαλώντας τη διδασκαλία της «σοφή», αλλά ούτε κι αυτό ήταν αρκετό για να την κρατήσει στην Ελλάδα και να της εξασφαλίσει μια θέση στο ελληνικό πανεπιστήμιο.

Εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο όπου και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Για το έργο της τιμήθηκε το 1902 με το παράσημο του Τάγματος του Νείλου. Έγινε υφηγήτρια επιδημιολογίας το 1908 και καθηγήτρια Υγιεινής το 1947 στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας και το 1950 εκλέχτηκε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Η πρώτη της παράδοση ως υφηγήτρια έγινε στις 10 Μαρτίου 1910 και στη διάρκειά της προκλήθηκαν επεισόδια από φοιτητές, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν για την παραβίαση του άγραφου πανεπιστημιακού «άβατου» από μία γυναίκα. Όταν βρέθηκε στο Παρίσι για να βραβευτεί από την Ακαδημία Επιστημών για το έργο της, «Εντερική αµοιβάδωσις και εξωεντερικές εντοπίσεις», την παρουσίασαν ως «σοφή Γαλλίδα».

Η Παναγιωτάτου τότε απάντησε: «Ευχαριστώ θερµά για την επαινετική προσφώνηση, αλλά δεν έχω την τιµή να είµαι Γαλλίδα. Είµαι Ελληνίδα». Η Αγγελική Παναγιωτάτου με το ψευδώνυμο Άνγκελ Ναγιώ κυκλοφόρησε το βιβλίο «Στα θάμβη των φαραώ» στην Αίγυπτο.

Το 1934 ίδρυσε (του οποίου υπήρξε πρόεδρος) το πρώτο ελληνικό φιλολογικό σαλόνι στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, τη Φιλολογική Συντροφιά Ελληνίδων Κυριών Αλεξανδρείας, το οποίο λειτούργησε μέχρι τον θάνατό της.

Πολύμνια Παναγιωτίδου: Η πρώτη Ελληνίδα φαρμακοποιός

Η Πολύμνια Παναγιωτίδου ήταν η πρώτη Ελληνίδα φαρμακοποιός αλλά και η πρώτη Ελληνίδα ιδιοκτήτρια φαρμακείου. Το πρώτο φαρμακείο ιδιοκτησίας γυναίκας φαρμακοποιού στην Ελλάδα ξεκίνησε τη λειτουργία του τον Δεκέμβριο του 1899 στη διασταύρωση των οδών Ζωοδόχου Πηγής και Ναβαρίνου στη Νεάπολη Εξαρχείων.

Η Πολύμνια Παναγιωτίδου γεννήθηκε στα Κόμανα του Πόντου. Μαζί με την οικογένειά της μετακόμισε στην Ελλάδα και διέμειναν στην Αθήνα. Η Πολύμνια φοίτησε στο Αρσάκειο και ήταν όνειρό της να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο. Παρακολούθησε κατ’ οίκον τα μαθήματα του Γυμνασίου, συμμετείχε στις εξετάσεις και αποκτώντας το απολυτήριο τον Σεπτέμβριο του 1895 ενεγράφη στη Φαρμακευτική σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου.

Η Πολύμνια Παναγιωτίδου έγινε η πρώτη γυναίκα φοιτήτρια στη συγκεκριμένη Σχολή. Η εφημερίδα «Εστία» έγραφε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1895: «Εις τας φοιτητρίας τής Ιατρικής και τής Φιλοσοφίας προστίθεται εφέτος και φοιτήτρια τής Φαρμακευτικής. Έλαβε το απολυτήριον τού γυμνασίου και θα καταταχθή εις το Πανεπιστήμιον η δεσποινίς Πολυμνία Παναγιωτίδου. Και ούτω μετά τινα έτη θα έχωμεν και επιστήμονα φαρμακοπώλιδα. Είνε και τούτο πρόοδος».

Στο history.arsakeio.gr δημοσιεύεται απόσπασμα από το αφιέρωμα της Εφημερίδας των Κυριών στην Πολύμνια Παναγιωτίδου. «[..] Απλή, ευγενής, αβρά, έφερεν υψηλά την σημαίαν τής επιστήμονος γυναικός. Δεν θα λησμονηθή δε βεβαίως το θάρρος της και κατά την διάρκειαν των σπουδών της και κατά τας διπλωματικάς εξετάσεις της, ως αποτελούν ωραίαν σελίδα τής ζωής της, και αι δύο ημέραι, καθ’ ας έμεινεν εις τον Ευαγγελισμόν ως εσωτερική φαρμακοποιός αυτού.

Όταν κληθείσα παρά τού Συμβουλίου έμαθεν ότι θα επληρώνετο δρχ. εκατόν, αντί των εκατόν πενήντα ας ελάμβανεν ο προκάτοχός της ανήρ, διότι ήτο ανήρ, η Πολύμνια απέθεσε την φαρμακευτικήν εμπροσθέλλαν της επί τής τραπέζης τού συμβουλίου και ανεχώρησε.

”Προκειμένου περί επιστήμης”, είπε, ”άνδρες και γυναίκες είναι ίσοι”. Μόνον αυτή η πράξις της θα ήρκει, ίνα χαρατηρίση και την κόρην και την επιστήμονα. Μόνον αυτό αρκεί, ίνα πιστοποιήση, ότι ήτο εκ των σθεναροτέρων σκαπανέων των νέων ιδεών, ότι ήξευρε να φέρη υψηλά και με χείρα στιβαράν την σημαίαν τής αξιοπρεπείας τού φύλου της και ότι, εάν έζη, πολλά ηδύνατο να επιτελέση υπέρ αυτού».

Χτυπημένη από τύφο η Πολύμνια Παναγιωτίδου φεύγει από τη ζωή στις 21 Ιανουαρίου 1900, ένα μήνα περίπου μετά το άνοιγμα του φαρμακείου της.

Σόνια Στεφανίδου: Η πρώτη Ελληνίδα αλεξιπτωτίστρια

«Ποθούσα πιο ζωντανά, πιο αποτελεσματικά να υπηρετήσω την Ελλάδα μου, που σαν ματοβαμμένη μάνα νόμιζα πως με καλούσε». Η Σόνια Στεφανίδου γράφει στο ημερολόγιό της εκφράζοντας την επιθυμία της να υπηρετήσει τη χώρα.

Η Στεφανίδου γεννήθηκε το 1907 στην Οδησσό και ήταν κόρη του γιατρού Φιλοποίμενα Στεφανίδη. Σε ηλικία 5 ετών, μετέβη στην Αθήνα, όπου ο πατέρας της, εθελοντικά, γίνεται γιατρός του Ελληνικού Στρατού, την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων. Η οικογένειά της ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης, το 1923.

Κατά την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Στεφανίδου, ήταν δημόσιος υπάλληλος. Μην μπορώντας να φοιτήσει σε σχολείο, οι γονείς της φρόντισαν με επιμέλεια να τη διδάξουν, όπως έκαναν και στην αδελφή της, Έλλη. Μετά από εξετάσεις, πήρε κανονικά το απολυτήριο Γυμνασίου. Κατόπιν, και αφού ήδη είχε μάθει γερμανικά και γαλλικά, το 1924, οι γονείς της τη στέλνουν στη Γαλλία, ώστε να συνεχίσει τις σπουδές της στη γαλλική γλώσσα.

Επέστρεψε στην Ελλάδα και έδωσε με επιτυχία εξετάσεις στο Υπουργείο Οικονομίας. Διορίστηκε στη Διεύθυνση Στατιστικής του Υπουργείου, ως μόνιμη υπάλληλος, με τον βαθμό του Γραφέως Β. Μετά την έναρξη του Πολέμου του ’40, η ίδια προσωπικώς, παρακαλεί, τον τότε Υπουργό, του Ιωάννη Μεταξά, Κοσμά Μπουρμπούλη, να γίνει δεκτή στον στρατό. Την κατατάσσουν, τέλη Νοεμβρίου, στον Ερυθρό Σταυρό, όπου εκπαιδεύτηκε στο 4ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο.

Πιο πριν είχε γραφτεί εθελοντικά στο Σχολείο Νοσοκόμων Παθητικής Αεράμυνας. Στις 15 Ιανουαρίου 1941, στέλνει κι άλλη επιστολή, ώστε να τη μεταφέρουν στην πρώτη γραμμή. Η μεταφορά της έγινε στις 7 Απριλίου του 1941 και, κατόπιν, παρουσιάστηκε στο 1ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων.

Μετά τη νικηφόρο κατάληξη που είχαν τα ελληνικά στρατεύματα, θα γράψει η Στεφανίδου στο ημερολόγιό της: «Εξετέλουν πάντοτε το καθήκον μου με χαράν, αφοσίωσιν και προθυμίαν, ήμην δε αποφασισμένη να δώσω τον ευατόν μου ολοκαύτωμα χάριν της πατρίδος μου». Μετά τη συνθηκολόγηση επέστρεψε στην Αθήνα, όμως το 1941 διέφυγε με βάρκα στη Μέση Ανατολή, μέσω Τουρκίας, αφού πρώτα είχε προσπαθήσει να διαφύγει, χωρίς να τα καταφέρει.

Έγραψε τότε: «Η θέα του αγκυλωτού σταυρού επάνω στην Ακρόπολη θανατώνει την ψυχή μου». Εκεί κατατάχθηκε, ως εθελόντρια νοσοκόμα, στο νοσοκομείο της Αλεξάνδρειας και της Χεντέρας στην Παλαιστίνη. Αργότερα, κατευθύνθηκε στο Κάιρο, για να βρει την ελληνική κυβέρνηση, του Εμμανουήλ Τσουδερού.

Κάνοντας κι άλλη αίτηση, στις 8 Απριλίου 1943, να καταταγεί σε μονάδα καταδρομών, εντάχθηκε στις Βρετανικές Υπηρεσίες. Πέρασε ένα στάδιο εκπαίδευσης στο όρος Καρμάλ, στη Χάιφα, στη Σχολή Αλεξιπτωτιστών της ΡΑΦ. Κι αφού απέκτησε το πτυχίο της, έγινε η πρώτη Ελληνίδα αλεξιπτωτίστρια και δη, σε πόλεμο. Μάλιστα, ο Άγγλος εκπαιδευτής της θα γράψει: «Η επίδοσις αυτής της εκπαιδευομένης ήτο υψηλού επιπέδου».

Με την επιστροφή της στην ελεύθερη Ελλάδα συνέχισε να εργάζεται για το Δημόσιο, αυτή τη φορά αποσπασμένη στο υπουργείο Εξωτερικών, στη Διεύθυνση Εθιμοτυπίας. Συνταξιοδοτήθηκε το 1967 έπειτα από 40 χρόνια υπηρεσίας. Στις 22 Αυγούστου του 1990 η Σόνια Στεφανίδου πεθαίνει σε ηλικία 83 ετών. Τελευταία της επιθυμία να ταφεί με τη στρατιωτική στολή και τα παράσημά της στο Α’ Νεκροταφείο.

Ιωάννα Στεφανόπολι: Η πρώτη φοιτήτρια ελληνικού πανεπιστημίου

Η Ιωάννα Στεφανόπολι ήταν κόρη του δημοσιογράφου Αντώνιου Στεφανόπολι, εκδότη της γαλλόφωνης εφημερίδας Messager d’ Athènes, γεννημένου στην Κορσική από οικογένεια με καταγωγή από τη Μάνη που είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχθηκε κατ’οίκον από τη θεία της, μετέπειτα διευθύντρια του Παρθεναγωγείου της Παλλάδος στην Κωνσταντινούπολη.

Σε ηλικία 10 ετών εισήχθη στο Ελληνικό Παρθεναγωγείο της Αικατερίνης Λασκαρίδη. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της επιθυμούσε να φοιτήσει σε γυμνάσιο όμως εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν Γυμνάσια Θηλέων. Ύστερα από διαβήματα της δόθηκε η άδεια να παρακολουθήσει στο σπίτι της μαθήματα του Γυμνασίου με αναγνωρισμένους καθηγητές οι οποίοι αργότερα κατέθεσαν σε ειρηνοδικείο πως είχαν διδάξει τα καθορισμένα από τον νόμο μαθήματα και της αναγνωρίστηκε απολυτήριο Γυμνασίου.

Τον Ιούνιο του 1889 συμμετείχε επίσης σε απολυτήριες εξετάσεις του Γυμνασίου όπου διακρίθηκε και πήρε τον υψηλότερο βαθμό ανάμεσα σε 60 μαθητές. Τον Σεπτέμβριο του 1890, σε ηλικία 15 ετών, ήταν μια από τρεις γυναίκες, μαζί με τις Φλωρεντία Φουντουκλή και Ελένη Ρούσσου, που έκαναν αίτηση για εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Τα μέχρι τότε ανάλογα αιτήματα γυναικών, που είχαν ξεκινήσει από το 1879, είχαν απορριφθεί με την αιτιολογία πως τα δευτεροβάθμια σχολεία Θηλέων στα οποία είχαν φοιτήσει δεν ήταν κανονικά Γυμνάσια και αντιστοιχούσαν στον κατώτερο κύκλο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και όχι τον ανώτερο.

Οι αιτήσεις των άλλων δύο απορρίφθηκαν αλλά το αίτημα της Στεφανόπολι παραπέμφθηκε από τη σύγκλητο του πανεπιστημίου στη Νομική Σχολή, η οποία απεφάνθη πως δεν υπήρχε νομικό κόλλημα για την αποδοχή της αίτησης της.

Η σύγκλητος όμως ήταν διχασμένη με τη Θεολογική Σχολή, σύμφωνα με αφήγηση της Στεφανόπολι, να θεωρεί πως το να διαβούν γυναίκες το κατώφλι του πανεπιστημίου θα ήταν ανοσιούργημα ανάλογο με το να διαβεί το κατώφλι του ιερού της εκκλησίας.

Τελικά παρέπεμψε το θέμα στο Υπουργείο Παιδείας, το οποίο, κατόπιν συζητήσεων, αποφάσισε να επιτρέψει στην Στεφανόπολι να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή. Η Στεφανόπολι φοίτησε ως επισκέπτρια για μερικούς μήνες και συνέχισε τις σπουδές της στο Παρίσι.

Καλλιρρόη Παρρέν: Η πρώτη εκδότης – δημοσιογράφος

Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο αλλά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Αρχικά φοιτά στη Σχολή Σουρμελή και στη συνέχεια στη γαλλική σχολή των καλογραιών στον Πειραιά. Το 1878 παίρνει το πτυχίο της δασκάλας από το Αρσάκειο.

Στη συνέχεια ανέλαβε διευθύντρια του Παρθεναγωγείου της ελληνικής κοινότητας Οδησσού. Μετά από μια διετία επέστρεψε στην Αθήνα και παντρεύτηκε τον Κωνσταντινοπολίτη Ιωάννη Παρρέν, γιο Γάλλου πατέρα και Αγγλίδας μητέρας, ο οποίος ήταν ο ιδρυτής του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων. Η Καλλιρρόη Παρρέν αποφασίζει να ακολουθήσει το επάγγελμα της δημοσιογραφίας.

Έτσι η πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια κατακτά και τον τίτλο της πρώτης Ελληνίδας δημοσιογράφου, εκδότριας και διευθύντριας όταν το 1887 άρχισε να εκδίδει την εβδομαδιαία εφημερίδα Εφημερίς των Κυριών, που συντάσσονταν αποκλειστικά από γυναίκες και απευθυνόταν σε γυναίκες κυρίως της Αθήνας και του Πειραιά.

Η εφημερίδα αυτή συνέχισε να εκδίδεται για τριάντα σχεδόν χρόνια μέχρι το 1918 όταν η Καλλιρρόη εξορίστηκε στην Ύδρα για τα πολιτικά της φρονήματα. Στόχος της εφημερίδας ήταν να εισάγει και στην Ελλάδα τους φεμινιστικούς προβληματισμούς που ήδη απασχολούσαν τις γυναίκες των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και να αφυπνίσει τις συνειδήσεις των γυναικών της τότε εποχής.

Η Καλλιρρόη Παρρέν ήταν ένα από τα πλέον φωτισμένα μυαλά του τόπου μας, η «μεγάλη μορφή του υγιούς φεμινισμού» όπως την είχε αποκαλέσει ο Ξενόπουλος. «Η συντροφιά σου είναι πολύτιμη. Το ήθος σου, η τόλμη σου και η γραφή σου θαύμα. Εύγε σου, δέσποινα τής φιλαλληλίας και τής προόδου. Στηρίζω τους αγώνες σου, των γυναικών τους αγώνες με όλη μου τη δύναμη» είχε επίσης αναφέρει.

Ο Βλάσσης Γαβριηλίδης τη θεωρούσε «κοινωνική δύναμη για την αλλαγή του καθεστώτος σχετικά με τη θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία». Η Καλλιρρόη Παρρέν αγωνίστηκε για τη δυνατότητα φοίτησης των Ελληνίδων στη μέση εκπαίδευση, ώστε να διεκδικήσουν έτσι «επί ίσοις όροις» την είσοδό τους στα πανεπιστήμια.

Διεκδίκησε ακόμη επαγγελματική εκπαίδευση για τις γυναίκες. Το 1892 με επιστολή της προς τον πρωθυπουργό της χώρας Χαρίλαο Τρικούπη, την οποία υπέγραφαν 2.850 Ελληνίδες, ζητούσε την ίδρυση δημοσίων λυκείων θηλέων και Πρακτική και Καλλιτεχνική Σχολή «διά να μαθαίνουν αι πτωχαί κόραι γυναικείας τέχνας και επαγγέλματα».

Και μην ξεχνάμε πως η Παρρέν ήταν επίσης η πρώτη που κίνησε το θέμα της παραχώρησης δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες ήδη από το 1890, που όμως δεν δέχτηκαν ούτε ο Βενιζέλος ούτε ο Παπαναστασίου. Η Καλλιρρόη Παρρέν έγραψε επίσης πολλά άρθρα, δοκίμια, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα με βασικό θέμα πάντα τη θέση της γυναίκας στα τότε κοινωνικά προβλήματα, όπως: Ιστορία της γυναικός (1889), Η μάγισσα (1901), Το νέον συμβόλαιον (1901), Η νέα γυναίκα, Η χειραφετημένη (1915) και Επιστολές Αθηναίας προς Παρισινή.

Στις 6 Ιουνίου 1992, πάνω από πενήντα χρόνια μετά τον θάνατό της, η Καλλιρρόη Παρρέν τιμήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία με τα αποκαλυπτήρια της προτομής της στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, αριστερά της εισόδου προ των μεγάλων μαυσωλείων. Προηγουμένως, στις 4 Νοεμβρίου του 1945, μια προτομή της αποκαλύφθηκε στον περίβολο χώρο του Λυκείου Ελληνίδων, προκειμένου να τιμηθεί η προσφορά της. Η Παρρέν υπήρξε μια ανακαινιστική δύναμη για την Ελλάδα.

Ήταν η πρώτη Ελληνίδα, που τιμήθηκε με τον ασημένιο και τον χρυσό Σταυρό του Φοίνικος του Τάγματος του Ταξιάρχη από τους βασιλείς Κωνσταντίνο και Γεώργιο Β’, το 1921 και το 1936 αντιστοίχως, καθώς και με το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών, το 1936, για την «υπέρ της Ελληνίδας εθνωφελή δράσιν» της.

Την ίδια χρονιά τιμήθηκε ακόμη με το Μετάλλιο του Δήμου Αθηναίων, «το πρώτον απονεμόμενον» σε γυναίκα και το Αργυρό Μετάλλιο του Ερυθρού Σταυρού, για το «μεγαλούργημα» της «Μάνας της νεωτέρας Ελληνίδας». Η Παρρέν είναι η πρώτη Ελληνίδα, η οποία κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη, όταν πέθανε, στις 16 Ιανουαρίου του έτους 1940.

Πιπίτσα Πεταλά: Η πρώτη Ελληνίδα χειρουργός

Η Πιπίτσα Πεταλά γεννήθηκε στην Πάτρα το 1888 και ήταν κόρη του γιατρού, Νικολάου Πεταλά. Υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα χειρουργός. Πήρε το πτυχίο της από την Ιατρική Σχολή Αθηνών το 1914 και διηύθυνε το Γαλλικό Νοσοκομείο.

Στη μάχη του Σκρα χειρουργούσε τραυματίες ασταμάτητα για 24 ώρες, «υπηρεσίες» για τις οποίες τιμήθηκε αργότερα με δύο ανώτερα γαλλικά μετάλλια κι ένα ελληνικό. Πέθανε στην Αθήνα την 24η Οκτωβρίου του 1975.

Ευγενία Ρακιτζή: H πρώτη Ελληνίδα ασυρματίστρια

Το 1974 η Ευγενία Ρακιτζή αποφασίζει να ακολουθήσει τον αρραβωνιαστικό της στα καράβια και γίνεται η πρώτη Ελληνίδα ασυρματίστρια. Η ίδια στο istorima.org, αφηγείται: «Είχα ακούσει πως υπήρχαν ανθυποπλοίαρχοι γυναίκες, άρχισαν να πηγαίνουνε, ασυρματιστές. Μου άρεσε η ιδέα.

Κι έτσι, αντί Ιατρική Γερμανία, πήγα στη Σχολή Ασυρματιστών στη Θεσσαλονίκη, στον Ευκλείδη. (…) Γύρισα Ελλάδα μετά, τελείωσα τη δεύτερη χρονιά. Από τις έξι γυναίκες, καμία δεν ταξίδεψε. Η μόνη που ταξίδεψα ήμουν εγώ. (…) Το πρώτο ταξίδι ήταν Jebel Dhanna, αραβικές χώρες. Ήμουν σαν δόκιμος ασυρματιστής, στο ίδιο πλοίο βέβαια με τον σύζυγο.

Φτάνω στο βαπόρι με πέντε δόκιμους μηχανικούς. Όταν είδαν γυναίκα, σου λέει: ”Ωχ”. Το πλοίο ήτανε ξεφόρτωτο, γιατί ήταν γκαζάδικο, κατοστάρι βαπόρι. Σου λέει: ”Τώρα πώς θα ανέβει;” Υπήρχε ανεμόσκαλα στην πρύμνη.

Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν η μισή σκάλα όμως, ήταν στον αέρα. Μου ρίχνουν βιλάι -σχοινί- για να δεθώ. Εννοείται ότι δεν το πήρα. Και σκαρφάλωσα έτσι, γιατί τώρα γυναίκα να θέλεις να σταθείς εκεί και να χρησιμοποιήσεις, ας πούμε, βοηθητικά μέσα, ε δεν στέκει με τίποτα. Αλλά δεν είχα και κανένα πρόβλημα εγώ».

Θεανώ Σιλελόγλου: Η πρώτη γυναίκα Α’ Μηχανικός σε εμπορικό πλοίο

Η Θεανώ Σιλελόγλου, η πρώτη γυναίκα Α’ Μηχανικός σε ελληνικό εμπορικό πλοίο γεννήθηκε στην Καστοριά και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Δεν προέρχεται από ναυτική οικογένεια, αλλά από μία οικογένεια με μία μάνα «προοδευτική», όπως τη λέει η ίδια, που στήριξε την επιλογή της κόρης της για μια καριέρα σε δύσκολα «νερά».

Σε συνέντευξή της στο LadyLike.gr είχε δηλώσει: «Από μικρή είχα δυο αγάπες, τον αέρα και τη θάλασσα. Αρχικά ήθελα να γίνω πιλότος της Πολεμικής Αεροπορίας, όπως ο θείος μου, αλλά με κέρδισε το υγρό στοιχείο. Στα 18 μου πέρασα στην Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού Ασπροπύργου. Τρία χρόνια μαθήματα, ένας χρόνος μπάρκο.

Το πρώτο μου δρομολόγιο ήταν Πάτρα- Ιταλία, υπήρχε μια ακόμα γυναίκα δόκιμος μηχανικός στο πλοίο και μερικές ακόμα σε άλλες επιστασίες. Το 2009, όταν μπήκα στη σχολή, υπήρχε όριο συμμετοχής για τις γυναίκες μηχανικούς, ήμασταν μόλις 18 ανάμεσα σε εκατοντάδες άνδρες. Σήμερα πλέον έχει καταργηθεί το όριο αυτό και οι γυναίκες έχουν αυξηθεί. Είναι μία δουλειά που ομολογουμένως δεν επιλέγεται τόσο από τις γυναίκες.

Το επάγγελμα είναι ανδροκρατούμενο και αναγκαστικά θα αντιμετωπίσεις κάποιες συμπεριφορές που δε θα σου αρέσουν, συν ότι σαν ναυτικός είσαι υποχρεωμένη να λείπεις για μεγάλα διαστήματα από το σπίτι και την οικογένειά σου.

Απαιτεί μεγάλες αντοχές, είτε είσαι επίκουρος, είτε καμαρότος, είτε εργάζεσαι στη γέφυρα ή όπου αλλού μέσα στο πλοίο. Ένας λόγος παραπάνω στο μηχανοστάσιο γιατί απαιτεί πολλή χειρωνακτική εργασία σε πόστα που παραδοσιακά καλύπτονται από άντρες. Για να κάνεις αυτή τη δουλειά δεν πρέπει να φοβάσαι να λερωθείς».

Αθηνά Πανουργιά: Η πρώτη Ελληνίδα χειριστής σε Απάτσι

«Από μικρή ονειρευόμουν να κάνω μία δουλειά που θα είχε δράση και αδρεναλίνη. Μου έλεγε ο πατέρας μου ιστορίες από τον στρατό- όπως συνηθίζουν οι άνδρες- και νομίζω ότι αυτός ήταν ο λόγος που κόλλησα το ”μικρόβιο”.

Η εκπαίδευση είναι πολύ απαιτητική. Πολλές ώρες διαβάσματος, λίγος ελεύθερος χρόνος. Το διάβασμα δεν σταματά ποτέ. Το γυναικείο φύλο έχει κάνει αισθητή παρουσία στον στρατό. Σίγουρα παραμένει περίεργη εικόνα για κάποιους να βλέπουν γυναίκες να κατεβαίνουν από το ελικόπτερο. Όμως, αναλαμβάνω τα ίδια καθήκοντα, έως τις ίδιες υποχρεώσεις και δικαιώματα.

Οι συνάδελφοί μου με αντιμετωπίζουν όπως ακριβώς και τους άνδρες». Αυτά δήλωσε στο ρεπορτάζ του Μega και του Star η Αθηνά Πανουργιά η οποία σε ηλικία 25 ετών έγινε η πρώτη Ελληνίδα χειριστής σε ελικόπτερο Απάτσι.

«Κάποιοι δικοί μου άνθρωποι, παιδικοί μου φίλοι το ξέρουν. Τους φαινόταν αρκετά περίεργο στην αρχή, αλλά πλέον το έχουν συνηθίσει. Με πειράζουν, όμως είναι περήφανοι για εμένα», λέει η Αθηνά η οποία κατάφερε να γράψει ιστορία.

*Η 24 MEDIA στέκεται στο πλευρό των γυναικών διαρκώς. Σε κάθε τους μάχη για την ισότητα, την αυτοδιάθεση, τη συμπεριληψιμότητα, την ορατότητα και την ενδυνάμωση της θέσης τους στον κόσμο, με την κατάρριψη κάθε στερεοτύπου. Τη φετινή, λοιπόν, Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, θέλουμε να θυμίσουμε τις υπόλοιπες 364 ημέρες του χρόνου, που μπορεί να μην λέγονται ημέρες της γυναίκας, αλλά οφείλουν να είναι. Δες την κοινή, ετήσια αναδρομή περιεχομένου εδώ

Exit mobile version