ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Τέσσερις καλλιτέχνες που ζουν στην Ελλάδα μας μιλούν για το ρατσισμό

Η 21η Μαρτίου είναι μία ημέρα με πολλές σημασίες. Για πολλούς είναι συνυφασμένη στο μυαλό τους ως η πρώτη επίσημη ημέρα της Άνοιξης, για άλλους είναι ταυτισμένη με την ποίηση, για άλλους με τις μονογονεϊκές οικογένειες, για κάποιους άλλους με το σύνδρομο Down. Είναι μια απλή ημέρα που κάποιος αποφάσισε να την κάνει παγκόσμια ημέρα για διάφορα πράγματα. Για το γεγονός όμως ότι καθιερώθηκε και ως παγκόσμια ημέρα κατά του ρατσισμού και των φυλετικών διακρίσεων, υπήρχε σοβαρός λόγος.

Στις 21 Μαρτίου του 1960 η αστυνομία της ρατσιστικής Νοτίου Αφρικής πυροβόλησε εν ψυχρώ κατά μιας διαδήλωσης φοιτητών στην πόλη Σάρπβιλ, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 70 άνθρωποι που διαμαρτύρονταν ειρηνικά. Η 21η Μαρτίου έγινε από τον ΟΗΕ η ημέρα που όλες οι φωνές ενώνονται για τα θύματα του ρατσισμού, των φυλετικών διακρίσεων, της ξενοφοβίας και της μισαλλοδοξίας. Μη γελιέσαι. Όσο και αν προοδεύουμε ο ρατσισμός υπάρχει ακόμα. Η αντιμετώπιση του ξένου ή του διαφορετικού σαν κάτι απειλητικό ή κάτι που πρέπει να το λοιδωρήσουμε, δεν έχει ξεριζωθεί ακόμα από τις ανθρώπινες κοινωνίες. Σε αυτές βάλε και την δική μας. Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα κατά του ρατσισμού και των φυλετικών διακρίσεων ζητήσαμε από μερικούς πολύ αγαπημένους και πολύ αναγνωρίσιμους καλλιτέχνες που βίωσαν τον ρατσισμό είτε λόγω του χρώματός του δέρματός τους, είτε λόγω του ότι απλά δεν γεννήθηκαν στην Ελλάδα, να μοιραστούν το δικό τους μήνυμα για αυτή τη σημαντική ημέρα. Ο Στέφανος Μουαγκιέ, ο Jerome Kaluta, η Shaya Hansen και η Ειρήνη Παπαδοπούλου μοιράστηκαν τις εμπειρίες τους και τα βιώματά τους και αυτές είναι οι ιστορίες τους.

Στέφανος Μουαγκιέ

NDP Photo Agency

Οι γονείς του ήρθαν στην Ελλάδα από την Uganda γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν εδώ και να που ήρθε και ο Στέφανος που πρώτη φορά τον είδες στη σειρά «Γ4» όπου υποδυόταν τον Άμπντελ, ένα παιδί μεταναστών που όπως και ο ίδιος έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ελλάδα. Τα χρόνια πέρασαν από τότε αλλά συνεχίζεις να τον βλέπεις στην τηλεόραση στην σειρά «Πέτα τη φριτέζα». Με κάθε ευκαιρία θα τον ακούσεις να μιλάει για την γειτονιά του τον Βύρωνα που τόσο αγαπά και όπου μεγάλωσε έχοντας την αποδοχή όλων.

«Γεννήθηκα στο Χολαργό και μεγάλωσα στον Βύρωνα. Η μάνα μου ήρθε 12 ετών στην Ελλάδα το 1974, ο πατέρας μου ήρθε το 1979. Γνωρίστηκαν εδώ. Μεγάλωσα σε μία γειτονιά που ιστορικά είναι προσφυγική, οπότε δεν είχα θέματα ρατσισμού αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αντιλαμβανόμουν επεισόδια ρατσισμού. Είμαστε ανοιχτοί σαν κοινωνία αλλά δυστυχώς στην χώρα μας έχουμε ακόμα αρκετές εκφάνσεις του ρατσισμού πέρα από τις φυλετικές».

«Στον κοινωνικό μου κύκλο που ήταν και αυτοί πρόσωπα ξενικής καταγωγής από μικρός αντιλαμβανόμουν πώς έπεφταν θύματα αστυνομικής βίας ή ρατσιστικών σχολίων. Εγώ δεν έχω προσωπική ιστορία αλλά έχω ως παράδειγμα αυτή της μητέρας μου που τελείωσε νοσηλευτική – μαιευτική και σε αυτό εργάστηκε και όταν είχε βραδινή βάρδια μία νύχτα συνάντησε αστυνομικά όργανα που τη ρώτησαν αμέσως από τη στιγμή που την είδε να κυκλοφορεί βράδυ ποιο είναι το οικονομικό αντίτιμο που παίρνει ως ιερόδουλη. Δεν με σημάδεψαν τέτοια περιστατικά γιατί η παιδεία που μας έδιναν οι γονείς μας από μικρή ηλικία ήταν τέτοια που μας έδιναν να καταλάβουμε ότι και σε εσένα τον ίδιο να συμβεί κάτι δεν πρέπει να σε αφήσει πίσω. Και οτι η διαφορετικότητά σου δεν είναι μειονέκτημά σου, ίσα ίσα μπορεί να είναι και ατού σου. Δεν με σημάδεψε κάτι, ακόμα και στα χρόνια που ήμουν αθλητής του ποδοσφαίρου που είχα ακούσει άθλια πράγματα από αυτά που συνηθίζεται να ακούγονται στο γήπεδο, δεν νομίζω ότι με στιγμάτισαν».

«Αν είχα παιδιά θα προσπαθούσα από την πρώτη στιγμή που θα μπορούσα να κάνω διάλογο μαζί τους, να τους δώσω να καταλάβουν ότι η πολυπολιτισμικότητα μόνο αρετή μπορεί να είναι. Η πολυπολιτισμικότητα κάνει τον κόσμο να γυρνάει και το έχουμε δει και ιστορικά αυτό. Υπάρχουν πολλές χώρες που τις χαρακτηρίζει η πολυπολιτισμικότητα και έχουν πάει πολύ μπροστά, για παράδειγμα η Αμερική που το 99,9% δεν είναι γηγενείς κάτοικοι. Βλέπουμε μια χώρα που, με τα στραβά της μεν,  κινεί τον κόσμο. Όσο κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε οι Ευρωπαίοι».

«Πάντα ήμουν ενεργός σε όλα αυτά με διάφορες ομάδες και ΜΚΟ όπως το Αsante και το Generation 2O. Διοργανώναμε διαπολιτισμικούς διαλόγους σε σχολεία της Αττικής όπου πήγαινα και μιλούσα με τους μαθητές “εκμεταλλευόμενος” την αναγνωρισιμότητά μου μέσα από ρόλους. Με την ομάδα μου ”Μορφέας” που κάναμε θέατρο δρόμου μας επέλεξαν να κάνουμε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα να παρουσιάσουμε το υλικό μας γιατί είχε θέματα που έκαναν προβολή και στον ρατσισμό και γενικά ως προσωπικότητα προσπαθώ όπου μπορώ να δίνω το “παρών” σε πράγματα που και ρομαντικά νομίζω ότι μπορούν να αλλάξουν σε σχέση με τον ρατσισμό. Είναι καθαρά θέμα ανατροφής αυτό. Αν το έβλεπα προσωπικά, εγώ είμαι από τους τυχερούς της Ελλάδος που είχα ελληνική υπηκοότητα από τα 9 μου, τότε που ακουγόταν αστείο να έχει ένας μαύρος ελληνική υπηκοότητα. Θα μπορούσα να μείνω σε αυτό και να μην ασχολούμαι για φίλους μου που παίζαμε, τρώγαμε μαζί που είχαν τα προβλήματά τους. Όμως έβλεπα ότι δεν νοείται να έχουμε γεννηθεί και οι δύο στην ίδια χώρα και εγώ να έχω την πολυτέλεια να κάτσω έναν χρόνο πριν δώσω πανελλήνιες και να σκεφτώ τι να κάνω και εκείνος έπρεπε με το που πάει 18 χρονών να πληρώσει ένα παράβολο 1500 ευρώ και να μπει αναγκαστικά σε μία σχολή για να παραμείνει στην Ελλάδα και να βρει και μία δουλειά με ένσημα γιατί δυστυχώς το πολιτικό μας σύστημα έχει συνδέσει την άδεια παραμονής με τα ένσημα. Βλέποντας μόνο και μόνο αυτό από τα φιλαράκια μου δεν μπορούσα να μείνω στο ότι εγώ είμαι εξασφαλισμένος και δεν ασχολούμαι. Δεν ήταν στην ιδιοσυγκρασία μου και δεν με είχαν μεγαλώσει κι έτσι».

Όλοι μαζί μπορούμε να πορευτούμε. Κανείς δεν μπορεί να θεωρείται ότι είναι παράταιρος και δεν χρειάζεται ή δεν πρέπει να είναι εδώ.

«Πιστεύω πάρα πολύ στη νέα γενιά. Στο σίριαλ που παίζω τώρα είναι μεγάλη μου ευτυχία που λαμβάνω μηνύματα από μητέρες που τα παιδιά τους είναι 7,8,9,10, 12 ή 13 ετών και λατρεύουν το δικό μου χαρακτήρα. Άρα αυτή η γενιά όταν μεγαλώσει και γίνει 18 ετών, το άτομο που τους έκανε και γέλαγαν θα το θυμούνται και πολύ δύσκολα θα πάνε σε ακροδεξιές παρατάξεις. Γιατί το μυαλό τους έχει ανοίξει. Δεν με ξεχωρίζουν από το σύνολο του σίριαλ και είμαι ο αγαπημένος τους που εξωτερικά έχουμε τόσες διαφορές από όλα αυτά τα παιδάκια. Άρα η ελπίδα είναι στα μικρά παιδιά».

Ειρήνη Παπαδοπούλου

 

Η Ειρήνη Παπαδοπούλου γεννήθηκε στο Καζακστάν από Έλληνες γονείς. Μαζί τους ήρθε στην Ελλάδα σε νεαρή ηλικία. Εκείνοι είχαν βιώσει τον ρατσισμό και στο Καζακστάν όπου ως Έλληνες ήταν και πάλι ξένοι. Μια από τα ίδια συνέβη εδώ στην μικρή Ειρήνη που κατάφερε να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο και να χαράξει με επιτυχία την δική της πορεία στο τραγούδι.

Ερχόμενοι στην Ελλάδα από το Καζακστάν, αντιμετωπίσαμε κάποιο είδος ρατσισμού, αλλά και στο Καζακστάν επίσης βιώσαμε τον ρατσισμό ως Έλληνες μετανάστες, σε ξένη χώρα.

«Στα πρώτα σχολικά χρόνια, συγκεκριμένα στην Α’ και Β’ δημοτικού, λόγω, μάλλον επειδή δεν μιλούσα καλά τα ελληνικά, δεν με “παίζανε” τα άλλα παιδιά! Θυμάμαι, έκανα στενή παρέα με ένα κοριτσάκι που ήταν κι αυτή Πόντια, με γονείς που είχαν έρθει από τα “ξένα” λίγο νωρίτερα από εμάς. Όταν άλλαξα σχολείο και περιοχή, στην Γ’ δημοτικό, δεν το ένιωσα αυτό. Γνώριζα πια και την γλώσσα αλλά και τα παιδιά εκεί, ήταν διαφορετικά από το προηγούμενό μου σχολείο. Πέρασα πολύ ωραία στις υπόλοιπες τάξεις στο δημοτικό».

«Αν μπήκα στη διαδικασία να κρύψω το ότι γεννήθηκα αλλού όταν ξεκίνησα την καριέρα μου;Δεν είχα σκεφτει να το αποκρύψω αλλά σίγουρα, θυμάμαι στιγμές που μπορεί να προσπάθησα να το απόφυγω, όχι επειδή ντρεπόμουν, αλλά για να μην μπαίνω στη διαδικασία του εξηγήσω όλη την ιστορία μου».

«Το δικό μου μήνυμα για την ημέρα αυτή είναι ότι η μοναδικότητα και η διαφορετικότητα είναι το μοναδικό όπλο ενάντια στον ρατσισμό. Αν υπάρχει αλληλοσεβασμός και αγάπη τότε δεν θα υπάρχει ρατσισμός και φυλετική διάκριση».

Jerome Kaluta

 

Είναι μουσικός, συνθέτης και performer. Είναι γεννημένος και μεγαλωμένος στην Ελλάδα κι έχει την πιο γλυκιά και ευγενική φωνή που μπορείς να φανταστείς. Άλλοι τον γνώρισαν μέσα από την μουσική του, άλλοι από την συμμετοχή του στην ομάδα Σπείρα Σπείρα, άλλοι από το θέατρο όπου μετά το «Μάνα θα πάω στο Hollywood» τώρα βρίσκεται επί σκηνής στο «Έπος της Μαλάμως». Το σίγουρο είναι ότι όποιος τον γνώρισε σίγουρα δεν τον ξεχνά ποτέ.

«Γεννήθηκα εδώ στο νοσοκομείο Αλεξάνδρας. Οι γονείς μου κατάγονται από το Κονγκό και είναι εδώ, η μητέρα μου δηλαδή, τουλάχιστον 3 δεκαετίες εδώ. Επειδή είμαι παιδί των 90’s και πήγα σχολείο στα τέλη της δεκαετίας του 1980, υπήρχε μια κατάσταση τότε που ήταν πολύ σπάνιο το φαινόμενο. Δεν είμαι πολύ αντικειμενικός σε αυτό, γιατί είχα τέλειους δάσκαλους, τέλειους συμμαθητές, δέχθηκα την πιο πολλή αγάπη που θα μπορούσα να δεχθεί άνθρωπος. Υπήρχαν άνθρωποι που με πρόσεχαν πάρα πολύ όντας ξεχωριστός αλλά όχι ως κάτι ξεχωριστό. Ήμουν ένας από όλους ήμουν φίλος σχεδόν με όλους και υπήρχαν κάποιοι που δεν ήταν φίλοι μαζί μου, αλλά όχι γι’ αυτόν τον λόγο. Το πράγμα λυνόταν τότε. Είναι όπως τώρα αν πας εκτός Αθήνας που αν ξεπεράσουν το παρουσιαστικό που μπορεί να φαίνεται περίεργο σε αυτούς, είναι ανοιχτοί, σε δέχονται και αν βρείτε τρόπο να συνεννοηθείτε δεν στέκονται καν σε αυτό. Σε ανθρώπινο επίπεδο λοιπόν δεν το συνάντησα αυτό, αλλά σε ότι έχει να κάνει με την πολιτεία αυτό υπήρξε. Οι διαδικασίες που έχουν να κάνουν με τις άδειες παραμονής και όλα αυτά πέρα από το ότι είναι ανούσια χρονοβόρες είναι και ψυχοφθόρες. Γιατί δεν έχει να κάνει μόνο με κανόνες που οσο προχωράμε φτιάχνονται, έχει να κάνει και με την προσωπική άποψη του καθενός. Η άποψη του καθενός έχει να κάνει με το που έχει μεγαλώσει, τι πιστεύει και τι δικαιώματα μπορεί να πιστεύει ότι μπορείς να έχεις εσύ ως πολίτης μιας χώρας κλπ. Έχω συναντήσει από ατάκες “Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ” μέχρι αδιαφορία στο να γίνει η δουλειά».

Στον δρόμο μέχρι στιγμής και λόγω της δουλειάς μου μόνο καλά πράγματα ακούω και αυτό είναι συγκινητικό όταν συμβαίνει.

«Γιατί μπορεί κάποιος να έχει δει κάποια παράσταση να έχει ακούσε κάποιο τραγούδι, και αυτό πάντα λειτουργεί διαφορετικά. Λένε οι καλλιτέχνες είναι “άλλοι” άνθρωποι γιατί όντως όταν είναι κάποιος στη σκηνή όλα τελειώνουν. Δεν έχει σημασία το χρώμα του, το βάρος του, τίποτα από όλα αυτά που χωρίζουν τον κόσμο σε κατηγορίες. Πάνω στη σκηνή όλα αυτά λίγο εκλείπουν».

«Σε πρώτη φάση πάντα μέσω της δουλειάς μου ό,τι μπορώ να κάνω για να ευαισθητοποιήσω τον κόσμο σε κάποια πράγματα το κάνω. Αν μπορούσα να ξεχωρίσω μία στιγμή ήταν όταν πήγα πριν από κάποια χρόνια και μίλησα στο TEDx στη Θεσσαλονίκη και το θέμα είχε να κάνει με τις γέφυρες, των ανθρώπων, των πολιτισμών, και ήταν πολύ ωραία στιγμή. Είναι λίγο αυτόματο αυτό δεν μπορώ να μην το κάνω. Είμαι στην ευχάριστη θέση να μπορώ να πω ότι κάτι που δούλευε για εμένα και ενέπνεε εμένα μικρό ξέρω ότι εμπνέει κι άλλους. Εγώ όταν ήμουν μικρός έβλεπα ανθρώπους που μου έμοιαζαν και με ενέπνεαν έλεγα μέσα μου “αυτό μπορώ να το κάνω”. Μακάρι να λειτουργεί έτσι αυτό που κάνω εγώ σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις».

«Κάθε αρρώστια, κάθε πληγή πρέπει να τη βρεις να την καθαρίσεις και αφού την καθαρίσεις να την φροντίσεις και με τον καιρό θα επουλωθεί. Αλλά δεν θα επουλωθεί μόνη της πρέπει να την προσέξεις. Αυτό είναι ο ρατσισμός, είναι μια πληγή, και αυτό πρέπει να κάνουμε. Ίσως πιο νέος να ήμουν πιο επιθετικός ή να θύμωνα πιο πολύ. Θυμώνω εξίσου αλλά θεωρώ οτι πρέπει να τονιστεί ότι είμαστε όλοι μας θύματα της πιο αρχαίας κομπίνας, που είναι το διαίρει και βασίλευε. Ότι νομίζουμε ότι μπορούμε να πετύχουμε περισσότερα πράγματα χώρια. Αυτό είναι το πιο μεγάλο ψέμα που μας έχουν πει εδώ και αιώνες και ακόμα μασάμε με αυτό. Πιο πολλά έχουμε να κερδίσουμε μαζί παρά χώρια».

Shaya Hansen

NDP Photo Agency

Τη Shaya που κατάγεται από τη Δανία και τη Γουιάνα και μετανάστευσε στην Ελλάδα σε ηλικία 11 ετών τη γνώρισες μέσα από το reality show popstars του Mega και την σύνθεση των Hi – 5 μέσα από αυτό. Η φωνή, η κίνηση, το ταλέντο, το πείσμα της την έκαναν να ξεχωρίσει και να συνεχίσει μια επιτυχημένη σόλο καριέρα μετά τη διάλυση του συγκροτήματος. Στο ξεκίνημά της όμως τα πράγματα δεν ήταν ρόδινα.

«Θα έλεγα ότι τον έχω βιώσει τον ρατσισμό, κυρίως από τις δισκογραφικές εταιρείες. Μετά την διάλυση των HI-5 μου έλεγαν από τις εταιρείες ότι οι Έλληνες είναι λίγο ρατσιστές, έχεις καεί επειδή έχεις περάσει από συγκρότημα… Μου έλεγαν να ισιώνω τα μαλλιά μου για να μοιάζω λίγο πιο Ευρωπαία, να με δεχτούν πιο εύκολα. Είχα τσαντιστεί. Είπα “και θα τραγουδήσω στα αγγλικά και θα δείτε ότι οι Έλληνες δεν είναι ρατσιστές” και εν τέλη δεν ήταν και ποτέ δεν θα είναι ρατσιστές. Στην πλειοψηφία οι Έλληνες δεν είναι ρατσιστές, πάντα σε όλες τις χώρες υπήρχαν και θα υπάρχουν ρατσιστές, δυστυχώς υπάρχουν και στην Ελλάδα κάποιες ρατσιστικές απόψεις και νοοτροπίες, αλλά όχι τόσο πολύ»

«Δεν θα έλεγα ότι έχει συμβεί κάτι που να μου σημαδέψει την προσωπικότητα μου. Θα έλεγα ότι ρατσισμό έχω βιώσει στα πρώτα χρόνια του τραγουδιού, κάτι που βιώνουν όλα τα νέα παιδιά πάνω κάτω σε ορισμένα σχήματα, στα πρώτα τους βήματα. Όμως όλα τα ξεπέρασα πολύ γρήγορα και προχώρησα μπροστά».

Όταν είσαι ρατσιστής είσαι Β΄κατηγορίας άνθρωπος, είσαι απολίτιστος και αναχρονιστικός.

«Δεν μπορούμε το 2019 να είμαστε ρατσιστές. Δεν μιλάω μόνο για το χρώμα, μιλάω για όλα. Εννοείται ότι θα εξηγήσω με κάθε τρόπο στο παιδί μου ότι όλοι είμαστε ίσοι και ότι πρέπει να αντιμετωπίζει τον συνάνθρωπο του με σεβασμό και αγάπη. Εγώ και ο Θοδωρής, μαζί με τις οικογένειες μας θα του δώσουμε όλα τα εφόδια για να γίνει πάνω απ΄όλα άνθρωπος και μετά όλα τα υπόλοιπα».

«Το μήνυμα μου για σήμερα; Δεν υπάρχει ρατσισμός, υπάρχει σεβασμός και αγάπη προς όλους και όλα…»

Exit mobile version