ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Patrizia Reggiani: Η γυναίκα που δολοφόνησε τον Gucci

H Patrizia Reggiani, την ημέρα της σύλληψής της. ALAMY/VISUALHELLAS.GR

Η γυναίκα που έχει πει πως «σίγουρα τα λεφτά δεν μπορούν να αγοράσουν την ευτυχία, αλλά είναι πολύ καλύτερα να κλαις μέσα σε μια Rolls Royce από το να είσαι χαρούμενη σε ένα ποδήλατο» είναι η πρωταγωνίστρια μιας ταινίας και ενός documentary που θα προβληθούν φέτος, στην επέτειο των 100 χρόνων ύπαρξης της Gucci. Είναι αυτή που πέρασε 18 χρόνια στη φυλακή, ως ιθύνων νους της δολοφονίας του τελευταίου Gucci που διετέλεσε αφεντικό του luxury brand.

Η Patrizia Reggiani είναι ελεύθερη από τον Απρίλιο του 2014 και η Lady Gaga θα την ενσαρκώσει στην ταινία “House of Gucci”, που αναμένεται να βγει στους κινηματογράφους τον Νοέμβριο. H Reggiani δήλωσε την ενόχλησή της για την αδιαφορία που έδειξε η Lady Gaga προς το πρόσωπό της, μέσω του ιταλικού πρακτορείου ειδήσεων ANSA. Εκεί είπε πως ο ελάχιστος σεβασμός επίτασσε αυτήν τη συνάντηση. «Και δεν το λέω γιατί περίμενα να πληρωθώ. Δεν θα πάρω σεντ από την ταινία. Ήταν θέμα σεβασμού» επέμεινε.

H Patrizia Reggiani με τον Maurizio Gucci, τον Ιούνιο του 1972.

Πριν δούμε τι είχε στο μυαλό της η Reggiani, πριν γίνει πρωταγωνίστρια σε αυτό που έχει χαρακτηριστεί ως «η πιο σκοτεινή ιστορία της μόδας» ας δούμε πώς «φτιάχτηκε» η Gucci.

Στο βιβλίο, με τίτλο Dynasties: Fortune and Misfortune in the World’s Great Family Businesses αναφέρεται ότι ο ιδρυτής του brand, Guccio Giovanbattista Giacinto Dario Maria Gucci ήταν γιος ενός τεχνίτη δέρματος που ζούσε και εργαζόταν στη Φλωρεντία. To 1896, όταν ο Guccio ήταν 15 χρόνων άφησε το σπίτι του και έφυγε με αρχικό προορισμό το Παρίσι, πριν εγκατασταθεί στο Λονδίνο, για να δουλέψει στο Savoy Hotel, ως αχθοφόρος. Όχι γιατί ήταν η μόνη δουλειά που βρήκε. Υπήρχε συγκεκριμένο πλάνο.

Όπως παραλάμβανε τις αποσκευές των ευκατάστατων πελατών του ξενοδοχείου, για να τις μεταφέρει από την είσοδο στα δωμάτιά τους -και τούμπαλιν- μελετούσε τις προτιμήσεις τους, όπως σημείωνε και το status, τα trends και την ποιότητα των υφασμάτων. Δεν παρέλειπε να τους ρωτά για τα ταξίδια τους, ώστε να σημειώνει και τις κακουχίες στις οποίες υποβάλλονταν οι αποσκευές και μαζί πόσο έχουν «ανταποκριθεί».

Τέσσερα χρόνια αργότερα είχε ολοκληρώσει την πρώτη φάση της έρευνας του. Άρχισε τη δεύτερη: παραιτήθηκε από το ξενοδοχείο και έπιασε δουλειά στην Compagnie des Wagons-Lits, τη σιδηροδρομική εταιρία που εξειδικευόταν σε πολυτελή ταξίδια αναψυχής. Όταν μάζεψε κι εκεί τις πληροφορίες που ήθελε, έγινε βοηθός κατασκευαστή δερμάτινων αποσκευών. Για την ακρίβεια, του καλύτερου που υπήρχε στο Μιλάνο (Franzi). Το 1920 ήταν έτοιμος πια, να γίνει αφεντικό του εαυτού του.

Επέστρεψε στη Φλωρεντία, δανείστηκε χρήματα και άνοιξε ένα κατάστημα (του έδωσε το όνομα Azienda Individuale Guccio Gucci), στο οποίο αρχικά διέθετε εισαγόμενα δερμάτινα είδη. Δεν άργησε να ξεκινήσει να φτιάχνει τα δικά του. Δημιούργησε εργαστήριο και προσέλαβε τεχνίτες που εκτελούσαν τις ιδέες του. Η επιτυχία ήταν τέτοια που σύντομα ενοικίασε ολόκληρο σπίτι, για να στεγάσει τους 60 μάστορες που είχε πια για υπαλλήλους.

Η εισβολή του Μουσολίνι στην Αιθιοπία (1935) και το εμπάργκο που είχε επιβάλει η Société des Nations (ο πρώτος παγκόσμιος διακρατικός οργανισμός, με στόχο τη διατήρηση της ειρήνης) στο εμπόριο με την Ιταλία έκανε αδύνατη την πρόσβασή του στο δέρμα. Αναζήτησε εναλλακτικές, πειραματιζόμενος και με άλλα υλικά που δεν ήταν απαραίτητα μόνο υφάσματα -χρησιμοποίησε ας πούμε, ξύλο.

Mεταξύ των πρωτοπόρων ιδεών του ήταν το μοτίβο με τους ρόμβους που πια ξέρουμε όλοι. Έγινε σήμα κατατεθέν της επιχείρησής του. Ακολούθησε η ανάπτυξη τεχνικής χρωματισμού που έδινε το χρώμα του «λαδωμένου δέρματος». Το πρόσθεσε και αυτό στα trademarks. Όταν άρχισε να φτιάχνει τσάντες (1937) είχε έτοιμα τα βασικά στοιχεία της επιτυχίας.

Το logo και το «η ποιότητα μένει για πολλά χρόνια, αφότου ξεχαστεί η τιμή»

Ενόσω εξέλισσε τη δουλειά του, έγινε σύζυγος και πατέρας. Όλα τα μέλη της οικογενείας δούλευαν στο μαγαζί. Ο γιος του, Aldo ήταν εκείνος που έδειξε να ενδιαφέρεται περισσότερο. Ήταν κι αυτός που έπεισε τον Guccio να κάνει την επέκταση στη Ρώμη. Αυτή έγινε το 1938. Εκεί παρουσίασε για πρώτη φορά τα γάντια, τις ζώνες, τα πορτοφόλια και τις κλειδοθήκες της εταιρίας. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προστέθηκαν στον κατάλογο οι μπότες, τις οποίες δημιούργησε ο ιδρυτής για τον στρατό και οι τσάντες από καραβόπανο -ύφασμα που ήταν ανθεκτικό και μπορούσε να καλύψει το κενό του δέρματος που είχε γίνει πια, είδος προς εξαφάνιση. Σε αυτές πρόσθεσε τα δύο G (αρχικά του ονόματός του), τα οποία «αγκάλιαζαν» δυο πράσινες και μια κόκκινη λωρίδα. Mετά τον πόλεμο, το logo της Gucci με την ασπίδα και τον ιππότη με την πανοπλία (είχε κορδέλα με το όνομα της οικογενείας) έγινε συνώνυμο με την πόλη της Φλωρεντίας.

Τότε ήταν που o Guccio μοίρασε τις μετοχές της επιχείρησης στους τρεις γιους του, Aldo, Vasco και Rodolfo. Ο τελευταίος εργαζόταν ως ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου, έως τότε (δεν έχασε ποτέ το πάθος του για τον κινηματογράφο -φέρεται να έφτιαξε την πιο ακριβή ταινία όλων των εποχών που αφορούσε τη δυναστεία Gucci).

Όλοι μαζί λάνσαραν το 1947 την τσάντα από μπαμπού και το moto «η ποιότητα μένει για πολλά χρόνια, αφότου ξεχαστεί η τιμή». Τα θρυλικά loafers έκαναν ντεμπούτο το 1952. Ένα χρόνο μετά, ο Guccio πέθανε (2/1/1953). Έως το τέλος του 1953 τα δύο G είχαν φτάσει μέχρι την Αμερική και σιγά σιγά κατακτούσαν όλον τον κόσμο. Σύντομα άρχισε η κατολίσθηση.

Τα παιδιά και τα εγγόνια του επιδόθηκαν σε μάχες εξουσίας που έκαναν -ακόμα- πιο πλούσιους τους καλύτερους δικηγόρους της χώρας. Ο μοχθηρός και εκδικητικός τρόπος που διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους, ενώπιον δικαστών, τους εξέλιξαν σε παγκόσμια ντροπή της ιταλικής κουλτούρας. Οι προστριβές άρχισαν το 1969. Η λευκή σημαία «σηκώθηκε» το 1982, με την είσοδο του ομίλου στο χρηματιστήριο και τη θραύση στην αγορά ως οικογενειακή επιχείρηση.

Τον Μάιο του 1983 πέθανε ο Rodolfo. Είχε δώσει όλο του το είναι στο να πείσει το μοναδικό του γιο, Maurizio πως ο θείος του, Aldo δεν ήταν φίλος, αλλά ο «εχθρός» που έπρεπε να νικήσει, για να πάρει όλη τη δύναμη στα χέρια του. Μαζί με τον Aldo έπρεπε να ελέγξει και τους τρεις γιους που είχε αποκτήσει (ο ένας, ο Paolo ήταν σχεδιαστής της εταιρίας). Παρεμπιπτόντως, ο Maurizio έγινε κάτοχος του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών, όταν πέθανε ο πατέρας του. Έως τότε δεν είχε περάσει μια ώρα στην οικογενειακή επιχείρηση στην Ιταλία, έκανε μεγάλη ζωή στις ΗΠΑ. Ήταν δισεκατομμυριούχος ως κάτοχος του 50% της παγκόσμιας Gucci και ιδιοκτήτης διαμερισμάτων και σπιτιών στα καλύτερα θέρετρα του πλανήτη. Οι ερευνητές έχουν πει πως δεν ήξερε πόσα χρήματα είχε.

Τουναντίον, ο Aldo έχει “περάσει” στην ιστορία ως αυτός που έκανε την Gucci διεθνή κολοσσό.

Η απειρία του Maurizio σε συνδυασμό με «δεν υπάρχει οικογενειακή επιχείρηση, αλλά μόνο εγώ» τον οδήγησαν σε σειρά λαθών που απείλησαν την ύπαρξη της επιχείρησης -η οποία βρισκόταν ήδη σε όλη την Ευρώπη και είχε επεκταθεί στις ΗΠΑ. Προ του τέλους, πούλησε στην Investcorp, τράπεζα επενδύσεων από το Μπαχρέιν, για 120 εκατομμύρια δολάρια. Υπό τις οδηγίες του νέου αφεντικού, Domenico De Sole (Ιταλός δικηγόρος, απόφοιτος του Harvard, εξειδικευμένος στα φορολογικά -μέσω των οποίων ανέλαβε την Gucci στις αρχές του ’80, πριν αναλάβει τα της Αμερικής το 1984) και ενός νεαρού σχεδιαστή που λεγόταν Tom Ford, η άνθηση ήταν άμεση.

«Εκείνη την εποχή ήμουν οργισμένη για πολλούς λόγους με τον Maurizio. Ο πρώτος ήταν ότι έχασε την οικογενειακή επιχείρηση. Ήταν ηλίθιο. Αποτυχία. Είχα γεμίσει θυμό, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Δεν έπρεπε να μου συμπεριφερθεί όπως μου συμπεριφέρθηκε” εξήγησε χρόνια αργότερα η Patrizia Reggiani, στην Guardian. Στην Corriere della Sera ομολόγησε πως «δεν τον μισούσα. Ποτέ δεν τον μίσησα. Αυτό που αισθανόμουν ήταν εκνευρισμός».

Γιατί όμως, είχε νεύρα η Reggiani: ο Maurizio πούλησε την Gucci αφότου είχε «πουλήσει» τη σύζυγό του. Δεκαοκτώ μήνες αργότερα και ενώ είχε αρχίσει την προσπάθεια να φτιάξει ξανά την καριέρα του -με επενδύσεις σε καζίνο της Ελβετίας-, ήταν νεκρός.

Πώς έμαθε η Patrizia Reggiani πως χωρίζει με τον Maurizio

Έπειτα από 12 χρόνια γάμου, το 1985 ο Maurizio κίνησε για ένα επαγγελματικό ταξίδι. Δεν επέστρεψε ποτέ στην οικογενειακή οικεία. Αυτό που έκανε ήταν να στείλει φίλο του να πει στη Reggiani πως χωρίζουν. Έκτοτε ζούσε στο σκάφος του, με διάφορες γυναίκες, πριν συνάψει σχέση με την Paola Franchi, διακοσμήτρια εσωτερικών χώρων.

Η εγκαταλειμμένη έλεγε πως θέλει να τον σκοτώσει, όπου στεκόταν και όπου βρισκόταν. Όπως είχε πει ο Giusi Ferrè, δημοσιογράφος μόδας του Μιλάνο, είχε νιώσει πως έχασε ό,τι την προσδιόριζε. Έως τότε ήταν γνωστή ως Lady Gucci. Αυτό δεν υπήρχε πια. Όπως δεν υπήρχαν τα χρήματα με τα οποία είχε συνηθίσει να ζει. Επιπροσθέτως, ζήλευε τις σχέσεις του άνδρα της.

Η Patrizia γεννήθηκε το 1948 σε μια μικρή πόλη, έξω από το Μιλάνο. Η μητέρα της ήταν σερβιτόρα. Ο -πολύ μεγάλος σε ηλικία- πατέρας της είχε κάνει περιουσία με φορτηγά. Η οικογένεια δεν άνηκε στους υψηλούς κύκλους του Μιλάνο, εν τούτοις η Reggiani έκανε τα δέοντα για να βρει τρόπο να μπει σε αυτούς, αφού είχε ως στόχο να παντρευτεί μέλος της ελίτ της ιταλικής κοινωνίας. Ήταν κάτι που έλεγε σε όποιον την πλησίαζε. Σε ένα κάλεσμα, στις αρχές του 1970, ο playboy Maurizio ζήτησε από έναν φίλο του να του συστήσει «τη γυναίκα που μοιάζει με την Elizabeth Taylor». Ο τέντζερης είχε βρει το καπάκι.

Ο πατέρας του Maurizio είχε ακούσει όσα έλεγε η Reggiani πριν γνωρίσει τον γιο του και δεν ήθελε ούτε να τη βλέπει -επέμενε πως ήθελε τα λεφτά του και όχι τον ίδιο. Εξέφρασε την ένστασή του σε αυτόν τον γάμο (έγινε το 1973, παρουσία 500 καλεσμένων), δια της απουσίας του. Το ζευγάρι είχε φύγει για τη Νέα Υόρκη και ο Maurizio επέμενε πως δεν ήθελε ούτε καλημέρα με τον πατέρα του, έως ότου δεχθεί τη σύντροφό του.

Οι σχέσεις αποκαταστάθηκαν μετά τη γέννηση της πρώτης κόρης του ζευγαριού και τις καθημερινές επισημάνσεις της Reggiani στο σύζυγό της πως «είσαι Gucci και τα παιδιά μας πρέπει να είναι Gucci», ώστε να τα ξαναβρεί με τον πατέρα του. Το ζευγάρι επέστρεψε στο Μιλάνο που είχε αρχίσει να γίνεται αυτό που είναι σήμερα, πρωτεύουσα της μόδας, με σχεδιαστές όπως οι Gianni Versace, Giorgio Armani και Gianfranco Ferre να έχουν εγκατασταθεί εκεί. Με τη βοήθεια του Maurizio η Patrizia σχεδίασε μια σειρά πολυτελών κοσμημάτων, που κυκλοφόρησε με το όνομα Oro Coccodrillo -είχε το pattern κροκόδειλου και διατίθεντο στις μπουτίκ της Gucci. Οι τιμές ήταν όμως, τόσο υψηλές που δεν τα αγόραζε κανείς.

Aπό Lady Gucci σε Black Widow

Η πρώτη προσπάθεια να βρει κάποιον να κάνει τη δουλειά ήταν άκρως αποτυχημένη. Έκανε την πρόταση σε μια γυναίκα που δούλευε στο σπίτι της. Εκείνη έσπευσε να ενημερώσει τον Maurizio που δεν έδωσε σημασία. Το πλήρωσε με τη ζωή του.

Στις 27 Μαρτίου του 1995, ενώ ανέβαινε τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην είσοδο του κτιρίου όπου ήταν το γραφείο του (Via Palestro 20), κρατώντας κάτι περιοδικά στα χέρια, δέχθηκε τρεις σφαίρες. Τον σκότωσε η τελευταία που «καρφώθηκε» στο κεφάλι του. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Δυο σφαίρες δέχθηκε και ο πορτιέρης του κτηρίου, Giuseppe Onorato που ήταν δίπλα. Η κατάθεσή του στο δικαστήριο ήταν καταδικαστική για τους υπεύθυνους της εγκληματικής πράξης.

Η διατράνωση της επιθυμίας της να σκοτώσει τον σύζυγό της ήταν ο λόγος που η Patrizia Reggiani έγινε αμέσως η κύρια ύποπτη για τη δολοφονία. Η αστυνομία ωστόσο, δεν κατάφερε να βρει ένα στοιχείο που να το αποδεικνύει αυτό μέσα σε δυο χρόνια. Μια πληροφορία που έλαβαν οι αρχές το 1997 (άνδρας ονόματι Ivano Savioni δήλωνε πως είχε πάρει μέρος στη δολοφονία) τα άλλαξαν όλα. Η αστυνομία «παγίδευσε» το τηλέφωνό του και άκουσε τον άνδρα που πάτησε τη σκανδάλη να ομολογεί τα πάντα. Ο Benedetto Ceraulo συνελήφθη την επομένη και «έδωσε» τη Reggiani.

Στη δίκη που άρχισε το 1998 εμφανίστηκαν ντοκουμέντα, σύμφωνα με τα οποία η Reggiani είχε προσλάβει τέσσερις ανθρώπους για αναλάβουν την αποστολή: την προσωπική της αστρολόγο (μόνη φίλη που της είχε απομείνει γιατί όλοι κουράστηκαν να την ακούν να βρίζει και να καταριέται τον Gucci) Pina Auriemma, η οποία βρήκε εκείνον που είχε πρόσβαση σε πληρωμένους δολοφόνους (έναν υπάλληλο πιτσαρίας με χρέη), αυτός «έκλεισε» τον hitman και την «ομάδα δράσης» ολοκλήρωσε ο οδηγός του αυτοκινήτου διαφυγής. Στο -Cartier- ημερολόγιο της η Partizia είχε γράψει τη μέρα του εγκλήματος μόνο μια λέξη: παράδεισος. Καταδικάστηκε ως αυτή που διέταξε το φόνο, σε 29 χρόνια φυλάκισης.

Οι κόρες της Alessandra και Allegra -21 και 17 χρόνων τότε- κατέθεσαν έφεση, αναφέροντας πως ο καλοήθης όγκος που είχε εντοπιστεί στον εγκέφαλο της Reggiani είχε αλλοιώσει τη συμπεριφορά και την προσωπικότητά της. Εκείνη μέχρι σήμερα λέει πως είναι αθώα και ότι η Auriemma τα έκανε όλα. Είπε πως της είχε δώσει 365.500 δολάρια κατόπιν εκβιασμού, πριν συμπληρώσει «άξιζε κάθε σεντ», όπως είχαν γράψει οι New York Times. «Μετά 22 μήνες πλήρους απομόνωσης κατάλαβα πως με ξεγέλασε αυτή η γυναίκα, που ήθελε να ζήσει μέσω εμού τη μεγάλη ζωή. Υπήρξα αφελής. Βρέθηκα μπλεγμένη, χωρίς να είμαι ποτέ συνεργός».

Αυτός που κρατούσε το όπλο και το χρησιμοποίησε καταδικάστηκε σε ισόβια. Η Auriemma σε 25 χρόνια.

Η Patrizia Reggiani αποφυλακίστηκε -υπό όρους-, βάσει προγράμματος εργασίας που τελικά, δέχθηκε στις αρχές του 2014. Βλέπεις, όταν της το πρότειναν αρχικά, το 2011 είχε απαντήσει «δεν έχω δουλέψει ούτε μια μέρα στη ζωή μου. Δεν σκοπεύω να το κάνω τώρα». Η εταιρία κοσμημάτων του Μιλάνο, Bozart την προσέλαβε για σύμβουλο. Η Alessandra Brunero, εκ των ιδιοκτητών του brand είχε ομολογήσει πως αυτή η συνεργασία δεν ήταν ό,τι πιο εύκολο είχε ζήσει. «Με καλεί στο γραφείο της για να συζητήσουμε κάτι και μου δίνει την εντύπωση πως πρόκειται για κάτι σοβαρό. Και μου κάνει πλάκα».

Σε μια από τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις της, μετά την αποφυλάκιση και ενώ την ακολουθούσε κατά πόδας ένα τηλεοπτικό συνεργείο, σταμάτησε για να ακούσει τι ήθελαν να τη ρωτήσουν. Ήταν το «γιατί δεν σκότωσες μόνη τον Maurizio». Απάντησε «η όρασή μου δεν ήταν καλή και δεν ήθελα να αστοχήσω». Άλλη ατάκα που ανήκει σε αυτές που πέρασαν στην ιστορία ήταν το «δεν υπάρχει έγκλημα που δεν μπορούν να αγοράσουν τα λεφτά».

Όπως είχε γράψει στο blog της η Irina Brination πολλοί προσπάθησαν να καταλάβουν γιατί έκανε ό,τι έκανε. Ουδείς είχε ξεκάθαρη υπόθεση. Οι περισσότεροι συμφώνησαν πως υπήρξε θύμα των φιλοδοξιών της, της εμμονής με την κοινωνική ζωή και τα πολλά λεφτά. Οι δικηγόροι της Patrizia Reggiani είχαν δηλώσει το 2000 πως «παραμένει μυστήριο ακόμα και για εμάς που την υπερασπιστήκαμε».

Υπολόγιζε πως θα ζήσει με τα χρήματα που είχε εξασφαλίσει από την περιουσία του Maurizio (860.000 δολάρια τον χρόνο) και τα 22.612.000 δολάρια που της επιδικάστηκαν, ως αποζημίωση για τα χρόνια της κράτησής της. Τα διεκδίκησαν δικαστικά οι κόρες της, οι οποίες διέκοψαν κάθε επαφή μαζί της. Κέρδισαν τη μια υπόθεση, όχι όμως και τη δεύτερη. Εκείνη δήλωσε πως «οι κόρες μου μού έκοψαν την οικονομική ενίσχυση. Δεν έχω τίποτα. Δεν μπορώ να δω καν τους δυο εγγονούς μου”. Η Alessandra και η Αllegra ζουν στην Ελβετία και πριν λίγα χρόνια κατηγορήθηκαν για φοροδιαφυγή. Τελικά, απαλλάχθηκαν.

Exit mobile version