ΤΟ Α

Μπρατσάκια έξω λοιπόν

Unsplash

Ο Β. μάς αφήνει στο μπαλκόνι να τσεκάρουμε τα παϊδάκια που ψήνονται. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, δεν υπάρχει περίπτωση να κάνουμε κάτι για αυτό δε πα να καίγονται, αλλά νιώθει μια ασφάλεια, όπως όταν λέμε σε έναν παντελώς άγνωστο στη στάση να μας φυλάει την τσάντα για να πεταχτούμε στο περίπτερο.

Έχει πιει ήδη 4 μπίρες οπότε λογικά πάει προς νερού του. Μπαίνει στην τουαλέτα και αντικρύζει το εξής: η συνομήλικη με την Αγγελική κόρη του είναι ανεβασμένη σε ένα σκαμπό μπροστά στο νιπτήρα και πίνει νερό από τη βρύση. Η Αγγελική δίπλα είναι ήδη μούσκεμα προφανώς από την ίδια δραστηριότητα και κρατάει το βρακί της στο χέρι.

Ο Β. επιστρέφει γελώντας και μας περιγράφει το σκηνικό. Σηκώνομαι παρότι βρίσκομαι στην καλύτερη φάση κατανάλωσης παγωτού χωνάκι με cookies και φράουλα. Μπαίνω στο μπάνιο και βρίσκω τα κορίτσια να έχουν ανταλλάξει θέσεις απλώς η Νατ δεν κρατάει το βρακί της. Αγγελική, γιατί πίνεις νερό από τη βρύση και πού είναι το βρακί σου; Μου αρέσει και το έβαλα. Το φόρεμά της μοιάζει λίγο στραβοβαλμένο κι έτσι το σηκώνω να επιβεβαιώσω ότι δεν κυκλοφορεί κομάντο. Το φούξια βρακί με τον μονόκερο είναι βαλμένο σαν ζώνη στο ύψος της κοιλιάς της.

Κανονικά δάκρυα τρέχουν από τα μάτια μου, γελάω όπως δεν έχω γελάσει εδώ και καιρό. Είναι μια σκηνή ανέλπιστα αστεία, κεφάτη και ανέμελη για όλους -ενήλικους και ανήλικους, μια σκηνή που ούτε μπορούσα να φανταστώ λίγες εβδομάδες νωρίτερα.

Πριν από ενάμισι μήνα όλα έμοιαζαν εντελώς μαύρα. Όχι άδικα. Πήγαινε ήδη ένας χρόνος αλλά σε εκείνη τη φάση κάτι είχε αλλάξει. Ο κλοιός στένευε και το κλίμα βάραινε. Φίλοι και γνωστοί νοσούσαν, έφτανε δίπλα σου η αρρώστια, ελαφριά ή βαριά, κάποιες φορές θανατηφόρα ακόμα και σε ανθρώπους που θεωρούσες ασφαλείς. Κάθε μέρα ένα τηλέφωνο, ένα ποστ «αρρώστησα κι εγώ», «αρρώστησε ο τάδε», «χθες βγήκαμε όλοι θετικοί».

Είχαμε χάσει. Είχε τελειώσει. Τώρα αναλάμβανε ο ιός και η καθαρή τύχη.

Οι κουβέντες είχαν αλλάξει, ακόμα κι όταν το χιούμορ έμενε, το συνόδευε ένα βαθύ σκοτάδι. Είχαν χρειαστεί 13 μήνες εκ των οποίων παραπάνω από τους μισούς σε λοκντάουν για να μας φτάσει ο ιός, να μπει στο σπίτι όλων, να μην μπορεί κανείς να πει πια «εγώ δεν ξέρω κανέναν να αρρώστησε». Και ταυτόχρονα να στοιβάζεται η κούραση, η έλλειψη, η μοναξιά, η θλίψη, η ανάγκη για επαφή, για μια απειροελάχιστη στιγμή ξενοιασιάς, αφεσίματος, αμνησίας, για πράγματα που κάποτε θεωρούσαμε δεδομένα.

Στα νοσοκομεία είχαν αρχίσει να διασωληνώνουν εκτός ΜΕΘ, να διαλέγουν ασθενείς, να διώχνουν αναγκαστικά άλλους. Είχαμε παλέψει όλοι προσωπικά με το δικό του τρόπο, το δικό του κόστος, τόσο καιρό, είχαμε κάνει τόσες θυσίες για να αποφύγουμε ακριβώς αυτό, αλλά guess what. Είχαμε χάσει. Είχε τελειώσει. Τώρα αναλάμβανε ο ιός και η καθαρή τύχη. Μπορεί να ήμασταν εμείς οι επόμενοι και δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα για αυτό. Βρισκόμασταν στο σημείο που αυτό ήταν πια οκ.

Ενάμισι μήνα αργότερα βρισκόμουν επιτέλους σε ένα άλλο σπίτι (σε εσωτερικό χώρο!) και έκανα Πάσχα με άλλους (έστω δύο ενήλικους) ανθρώπους. Πίναμε, τρώγαμε, γελούσαμε, σχεδιάζαμε το καλοκαίρι αραχτοί σε άνετες πολυθρόνες βεράντας, όχι όρθιοι σε ένα μίζερο αθηναϊκό πάρκο να μας τρώει τα αγιάζι με τη μάσκα και το αντισηπτικό ανά χείρας, να κυνηγάμε τα παιδιά μας να μην αγκαλιαστούν, να βάλουν τη μάσκα στην τσουλήθρα, να μην τα πατήσουν τα μηχανάκια που περνάγανε ανενδοίαστα από τους αστικούς πεζόδρομους.

Δέκα μέρες τώρα οι μισοί φίλοι και γνωστοί έχουν τους πιο χαρούμενους πυρετούς έως τώρα. Περνάνε τρένα από πάνω τους κι αυτοί γελάνε.

Μπορεί να είχαν χρειαστεί δύο πρώτες δόσεις εμβολίων (των συνδαιτημόνων μου), τρία προληπτικά rapid test το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου και ένα ευρύχωρο μπαλκόνι όπου θα περνούσαμε το περισσότερο της ημέρας, όμως ήταν ένα εντελώς διαφορετικό Πάσχα από αυτό που είχα φανταστεί, στο οποίο θα ήμασταν εντελώς μόνες σπίτι με την Αγγελική. Ήμουν εξαιρετικά απαισιόδοξη που το έβλεπα έτσι τότε; Θα μπορούσε κανείς να το υποστηρίξει γιατί δεν είμαι και η χαρά της ζωής. Όμως δεν είχα πέσει έξω. Ήταν ένας δύσκολος ενάμισι μήνας, μέσα στον οποίο πολλοί τελικά αρρώστησαν, κάποιοι ελαφριά άλλοι βαριά, όλοι ζορίστηκαν, πολλοί απελπίστηκαν και κάποιοι χάθηκαν. Δεν πρόλαβαν. Κι αυτό από μόνο του είναι το πιο σκληρό, για τους κοντινούς τους αβάσταχτο. Ακόμα και για αυτούς που πενθούν όμως, αλλά και για όλους τους υπόλοιπους, η ζωή συνεχίστηκε.

Δέκα μέρες τώρα οι μισοί φίλοι και γνωστοί έχουν τους πιο χαρούμενους πυρετούς έως τώρα. Περνάνε τρένα από πάνω τους κι αυτοί γελάνε. Μιλάμε τα μεσάνυχτα για πρώτα ραντεβού, λίγο διαφορετικά από αυτά που συζητούσαμε συνήθως, αλλά εξίσου συναρπαστικά και το μόνο διαβατήριο για ασφαλή άλλα. Κλαίμε από χαρά πάνω από ενέσεις. Βγάζουμε ίδιες αλλά εξίσου φανταστικές σέλφι με τα μπράτσα έξω. Κάνουμε σχέδια για πρώτη φορά μετά από μήνες. Κάνουμε Πάσχα. Έστω έτσι. Αλλά για πρώτη φορά όντως ελπίζουμε σε μια ανάσταση.

Στην αληθινή επιστροφή στη ζωή δηλαδή. Την κανονική, την ανθρώπινη, την κοινωνική, τη ζωή με παρέα. Χρησιμοποιούμε μια νέα καταπληκτική ευχή, που θα έμοιαζε εξαιρετικά δυσοίωνη πριν από δύο χρόνια, αλλά τώρα είναι μαγική και σίγουρα ακούγεται καλύτερα από το «καλή απόλαυση». Προτείνω να την καθιερώσουμε, να είναι η μόνη που θα μείνει από αυτά τα σχεδόν δύο εφιαλτικά χρόνια. Αυτή, το click in shop στα πολυκαταστήματα και την Ανάσταση στις 9. Πώς δεν τα είχαμε σκεφτεί νωρίτερα; Το μόνο που μένει τώρα είναι να καταφέρουμε να φτάσουμε υγιείς μέχρι τα εμβόλιά μας. Να αντέξουμε λιιιγο ακόμα. Να συνειδητοποιήσουμε ότι το μόνο νόημα που έχει η ζωή είναι ότι συνεχίζεται. Και να συνεχίσουμε. Μπρατσάκια έξω λοιπόν. Καλή ανοσία. Και ραντεβού εκεί έξω.