Εκνευριστικά ντοκιμαντέρ, ανανεωμένα μαλλιά, επαναστατικά μπιστρό και πώς να παίξεις το παιχνίδι της ζωής (και να κερδίσεις)
- 12 ΔΕΚ 2022
Ψήθηκα. Αυτό έκανα -με μια λέξη- τις μέρες που απουσίασα από εδώ, αλλά και από τους τηλεοπτικούς δέκτες, και ήταν κάπως παρήγορο το ότι το παρατηρήσατε κι εσείς ότι έλειψα και μου στέλνατε μηνύματα να δείτε αν ζω ή αν ψόφησα. Όχι, δεν ψόφησα, αν και φάνταζε ρεαλιστικό σενάριο να συμβεί μέσα στην παραζάλη του H1N1 και του 39,5. Όχι πως ήταν μια απρόσμενη εξέλιξη, βέβαια: όταν κοιμάσαι μια εβδομάδα αγκαλιά με ένα άρρωστο παιδί – θερμοφόρα, το να κολλήσεις είναι σχεδόν το ίδιο βέβαιο με το ότι ο ήλιος θα ανατείλει το πρωί. *Τιμή και δόξα στο Tamiflu, το φάρμακο που κατάφερε να με σηκώσει από το κρεβάτι του πόνου, ούτως ώστε να επανέλθω στην ενεργό δράση και να κάνω διάφορα ενδιαφέροντα, όπως τα παρακάτω.
Την εβδομάδα που μας πέρασε…
Εκνευρίστηκα χαζεύοντας το επιτηδευμένο, γλυκανάλατο και εντελώς βαρετό Harry & Meghan στο Netflix, μια κουραστική επανάληψη όλων όσων ήδη ξέραμε για αυτή την ιστορία, μέσα από το αυτοαναφορικό, ναρκισσιστικό πρίσμα του ζευγαριού. Τρία επεισόδια γεμάτα παθητικοεπιθετικές σποντίτσες, ύποπτα ντοκουμέντα «προσωπικών στιγμών» (που αναρωτιέσαι πώς διάολο κατεγράφησαν, εφόσον ήταν τόσο προσωπικές) και μια διάχυτη έλλειψη αυτοκριτικής και αδυναμίας ανάληψης οποιασδήποτε ευθύνης για τα γεγονότα που τους οδήγησαν στην οριστική ρήξη με τις οικογένειές τους. Όχι πως περίμενα κάτι πολύ διαφορετικό, αλλά πραγματικά ένιωθα τα δέκατα να μου ανεβαίνουν, όσο έβλεπα αυτό το show θυματοποίησης να εκτυλίσσεται στην οθόνη μου. Στο προτείνω να το δεις; Αν έχεις γρίπη, είσαι χωμένη κάτω από κουβέρτες και θέλεις κάτι βρετανικό να συνοδέψεις το τσάι σου, ναι. Αλλά μόνο υπό αυτές τις συνθήκες, διαφορετικά μιλάμε για φοβερό χάσιμο χρόνου, ώρες από τη ζωή σου που κανείς δεν πρόκειται ποτέ να σου δώσει πίσω.
Έφαγα, επιτέλους, την πολυσυζητημένη πίτσα του Lucinda. Πιστή ακόλουθος του Αντώνη Δρακουλαράκου εδώ και χρόνια, είχα παρακολουθήσει στενά την πορεία του προς τη δημιουργία του καλύτερου sushi bar της Αθήνας (που δεν είναι άλλο από το Sushimou στην οδό Σκούφου), η οποία ξεκίνησε από την Ιαπωνία, όπου πήγε και έμεινε για καιρό, μέχρι να μάθει την τέχνη από πρώτο χέρι. Τι σχέση έχει το sushi με την πίτσα; Φαινομενικά καμία, αλλά επί της ουσίας έχει και παραέχει, διότι είδα το θαύμα να επαναλαμβάνεται: ο Αντώνης και οι συνέταιροί του άρχισαν να κάνουν τα ταξιδάκια τους στη Νάπολι για να πάρουν και αυτή τη γνώση από την πηγή, όσο εμείς «χτίζαμε» όρεξη για το αποτέλεσμα. Το οποίο επιβεβαιώνω πως είναι λαχταριστό – μια πίτσα με εξωφρενικά καλό ζυμάρι, τέλειο ψήσιμο (και ας είχα την «ατυχία» να την φάω σε delivery, όπου σίγουρα υποβαθμίζεται ποιοτικά σε σχέση με το να την φας καυτή, απευθείας από τον ξυλόφουρνο στο πιάτο σου) και θαυμάσια toppings.
Συστήνω ανεπιφύλακτα και τις δύο που δοκίμασα, την Pizza Melanzane (με San Marzano, μελιτζάνα, κρεμμύδι, τραγανό κρεμμύδι, παρμεζάνα, πεκορίνο) και την Pizza Mortadella & Pistachio (με Fior di latte, μοτσαρέλα burratta, μορταδέλα, κρέμα φυστικιού και τριμμένα φυστίκια Αιγινης). Αν, ωστόσο, είσαι περιεργο-παράξενος με τις γεύσεις, πάρε απλά μια κλασική Μαργαρίτα – σου εγγυώμαι πως θα είναι μια από τις καλύτερες που θα έχεις δοκιμάσει.
Είδα ξανά την Φρικαντέλα, την Μάγισσα Που Μισούσε Τα Κάλαντα, το κλασικό, πλέον, χριστουγεννιάτικο παραμύθι του Ευγένιου Τριβιζά. Μπαίνοντας στο parking του Christmas Theater, η Ισαβέλλα αναφώνησε «το θυμάμαι αυτό το μέρος! Έχουμε ξαναδεί εδώ την Φρικαντέλα!» και κάπως με έπιασε μια συγκίνηση, αλλά και μια θλίψη, γιατί αυτό το «θυμάμαι» είναι 3 χρόνια πριν -σχεδόν στη μισή της ζωή πίσω, δηλαδή- τα Χριστούγεννα του 2019. Τότε που δεν είχαμε ιδέα τι επρόκειτο να επακολουθήσει, δεν ξέραμε ότι αυτή θα είναι μια από τις τελευταίες παραστάσεις που θα δει η τετράχρονη, τότε, κόρη μου, δεν ξέραμε ότι έρχεται εγκλεισμός, ζωή με μάσκες, ζωή χωρίς θέατρα και μουσεία. Και όλα τώρα μοιάζουν να είναι πάλι κανονικά, μα τίποτα δεν είναι πια ίδιο, έχοντας τη γνώση ότι το «κανονικό» μπορεί να ανατραπεί από στιγμή σε στιγμή.
Ανακάλυψα φανταστικά κολάν για τα κορίτσια από το φρέσκο, ελληνικό brand Teeter Totter, τα οποία, εκτός από πολύ καλόγουστα είναι και πολύ ανθεκτικά, γιατί -πίστεψε με- αυτά τα κορίτσια κάνουν «βαριά» χρήση στα κολάν τους, τρέχουν, πηδάνε, σκαρφαλώνουν, κυλιούνται στα χώματα και στα πατώματα. Δεδομένου, μάλιστα, ότι υπάρχει και άλλο ένα ελληνικό brand που ξεχωρίζω εδώ και καιρό για τους ίδιους λόγους, τα υπερχαριτωμένα Miss Flamingo, νομίζω πως δεν υπάρχει λόγος να ξαναψωνίσω ποτέ παιδικά κολάν από brands του εξωτερικού.
Κούρεψα τις μικρές Ραπουνζέλ (δηλαδή όχι εγώ προσωπικά, οι ευγενέστατες κομμώτριες) στο απίθανο παιδικό κομμωτήριο Dancing Scissors. Ευχαριστήθηκαν τόσο πολύ την εμπειρία (πραγματικά, το μέρος είναι ασύλληπτα όμορφο και fun), είναι τόσο χαρούμενες με το νέο τους μαλλί και είμαι, με τη σειρά μου, τόσο ευτυχισμένη κι εγώ με την προοπτική του ευκολότερου, λιγότερο επίπονου ξεμπερδέματος που απορώ γιατί δεν το είχαμε κάνει νωρίτερα. Επιπλέον, ζήλεψα και συζητάω με τον εαυτό μου κι εγώ ένα μακρύ καρέ, αλλά λέω να το αναβάλλω για το νέο έτος.
Έφαγα στο πολυ-ινσταγκραμαρισμένο Ami, το νέο, γαλλικού προσανατολισμού εστιατόριο που άνοιξε στη θέση της σοκολατερί που υπήρχε στη συμβολή των οδών Βουλής και Απόλλωνος στο κέντρο της Αθήνας (στην περιοχή που παλιά ονομαζόταν «Ροδακιό» και εκτεινόταν από την Καραγιώργη Σερβίας μέχρι την Ναυάρχου Νικοδήμου).
Είναι ένα όμορφο μπιστρό με ευρωπαϊκές γεύσεις with a twist (δοκιμάστε τη φίνα τάρτα με καπνιστή πανσέτα και μοσχοκάρυδο και το ριζότο με κολοκύθα, λουκάνικο και μανταρίνι), το οποίο μπορεί να μην έκανε τρομερή αίσθηση εάν άνοιγε πχ στο Κολωνάκι ή στην Κηφισιά, αλλά ακριβώς εκεί, στην πιο multi-culti γευστική γειτονιά, εκεί που οι Αθηναίοι διεύρυναν την γευστική παλέτα τους και πρωτογνωρίστηκαν με το salmon tataki του αξέχαστου Furin Kazan, το κορεάτικο bbq του Dosirak, το burger μπακαλιάρου του Nolan, τα Bao buns του Pink Flamingo του Βασίλη Καλλίδη, τα γιαπωνέζικα Sandos του Birdman και τόσα, μα τόσα άλλα, ε, το να τρως μια απλή, καλοφτιαγμένη μανιταρόσουπα, το λες σχεδόν επαναστατικό. Plus τα χαλαρά τραπεζάκια έξω, σε κάνουν όντως να αισθάνεσαι σαν να βρίσκεσαι σε γρήγορη στάση για φαγητό, προτού συνεχίσεις το tour στα μαγαζιά και στα αξιοθέατα στο Παρίσι.
Έπαιξα με τα κορίτσια το παλιό μου επιτραπέζιο «Το Παιχνίδι της Ζωής» (υπάρχει ακόμα στην αγορά, απ’ ό,τι βλέπω, αλλά εντελώς αγνώριστο) και διασκέδασα απερίγραπτα, αφενός λόγω της non stop νοσταλγίας που ένιωθα από την αφετηρία μέχρι και τον τερματισμό και αφετέρου γιατί το έπαιξα πρώτη φορά ως ενήλικας – και αυτό ήταν ένα πολύ, πολύ παράξενο συναίσθημα. Παίζοντας το ως παιδί, το παιχνίδι είναι ένα ταμπλό αμέτρητων δυνατοτήτων και πιθανοτήτων για το πώς μπορεί να εξελιχθεί η ζωή σου στο μέλλον, ένα μεγάλο Que Sera, Sera (μτφ.: ό,τι είναι να συμβεί, θα συμβεί).
Παίζοντας το ως μεγάλος, είναι μια ολότελα άλλη εμπειρία: μια γλυκόπικρη παρτίδα αναμέτρησης με αυτά που όντως συνέβησαν, αυτά που, καλώς ή κάκως, δεν συνέβησαν και αυτά που θα μπορούσαν να είχαν συμβεί ή που, ίσως, μπορεί να συμβούν ακόμα (Να μου φάει μια κατσίκα τις τουλίπες; Ναι. Να γίνω εκατομμυριούχος με άλογα ιπποδρομίας; Όχι.). Για κάποιες ευκαιρίες που άδραξα, χαμογέλασα («σπούδασες Δημοσιογράφος! Μισθός 10.000») για κάποιες «ζαριές» που έχασα, λυπήθηκα. Κατάλαβα, πάντως, πως ο μόνος τρόπος για να κερδίσεις το παιχνίδι στα σίγουρα, είναι ο εξής: να απολαύσεις την παρτίδα, ό,τι κι αν φέρει (για την ιστορία, πάντως, έκανα από νωρίς δυο κόρες και, πολύ αργότερα, έναν γιο. Απλά λέω.)
Και μιας που το ανέφερα, το soundtrack του παιχνιδιού, αλλά και όλης της παιδικής μου ηλικίας (αφού ήταν το τραγούδι με το οποίο με έβαζε για ύπνο ο πατέρας μου) είναι αυτό:
When I was just a little girl
I asked my mother, what will I be
Will I be pretty? Will I be rich?
Here’s what she said to me
Qué será, será
Whatever will be, will be
The future’s not ours to see
Qué será, será
What will be, will be
Καλή εβδομάδα σε όλους!
Yours, Eliana