ΤΟ Α

Η Μαίρη θέλει να πάει απόψε σινεμά

outnow.ch

Όταν οι γονείς μου χώρισαν ήμουν περίπου 13 χρονών. Όταν μου το ανακοίνωσαν δεν μου έκανε εντύπωση, ωστόσο έκρινα απαραίτητο να λυπηθώ. Θυμάμαι ακριβώς τη σκηνή. Καθόμασταν στο σαλόνι, η μαμά μου στον καναπέ κι εγώ δίπλα της όρθια. Δεν ξέρω αν εκείνη ή εγώ είχαμε αποφασίσει ότι αυτή η συζήτηση δε θα κρατούσε πολύ.

Έκλαψα λίγο, γνήσια, όμως δεν ξέρω αν ήταν εκείνη η στιγμή που στενοχωρήθηκα. Μάλλον όχι, απλώς ήταν η στιγμή που έπρεπε να το δείξω. Για πολλά χρόνια, όσο θυμόμουν τον εαυτό μου, οι γονείς μου ήταν ξένοι. Δεν τσακώνονταν, δεν μισιούνταν, απλώς δεν επικοινωνούσαν. Το σπίτι χωριζόταν σε δύο τμήματα, στο ένα ζούσε εκείνη (κι εγώ) και στο άλλο εκείνος. Μεγάλωσα θεωρώντας ότι έτσι είναι οι σχέσεις. Σιωπηλές, παγωμένες, ανύπαρκτες.

Αφού χώρισαν, εγώ και η μητέρα μου πήγαμε να ζήσουμε μόνες μας. Εκείνη, στα 50 της περίπου, είχε ήδη πάρει τη μειωμένη σύνταξη που προβλεπόταν τότε για τις μητέρες με ανήλικα τέκνα, αλλά προφανώς δεν της έφτανε ούτε για ζήτω, οπότε εργαζόταν και σε άσχετες εργασίες από τη βασική της δουλειά τόσα χρόνια που ήταν ιδιαιτέρα γραμματεύς σε μεγάλες επιχειρήσεις. Μια από αυτές, για ένα διάστημα, ήταν πωλήτρια σε μια κυριλέ μπουτίκ της Κηφισιάς.

Οι υπάλληλοι ήταν υποχρεωμένες να στέκονται όρθιες όλη μέρα, ακόμη κι αν το κατάστημα ήταν άδειο και φυσικά να εξυπηρετούν οριακά με δουλοπρέπεια τις συνήθως πλούσιες πελάτισσες. Θυμάμαι πολλές από τις ιστορίες που διηγόταν η μητέρα μου στην αδελφή της όταν γυρνούσε από τη δουλειά. Μια δεν θα την ξεχάσω ποτέ.

Το μαγαζί διέθετε και μοδίστρες για μεταποιήσεις. Αν κάποια πελάτισσα επέλεγε ένα ρούχο το οποίο ήθελε πιο κοντό, πιο στενό, πιο φαρδύ στα μανίκια, η μπουτίκ αναλάμβανε τη δουλειά και οι πωλήτριες ήταν υποχρεωμένες να «σημαδεύουν» τα ρούχα με καρφίτσες προς διευκόλυνση της μοδίστρας. Εκείνη την ημέρα μια γυναίκα γύρω στα 30 είχε μπει αναζητώντας μια πλισέ φούστα. Η μητέρα μου την εξυπηρέτησε εως ότου επέλεξαν μια. Ήταν μια όμορφη, πληθωρική φούστα, σε χρώμα σμαραγδί, την οποία η κυρία πρόβαρε για ώρα στον καθρέφτη, όταν αποφάσισε πως ίσως θα την ήθελε πιο κοντή.

«Αχ σας ταλαιπωρώ κι εσάς τώρα, αλλά ξέρετε γιατί το κάνω; Θέλω να κουραστώ για να κοιμηθώ το μεσημέρι».

Η μητέρα μου γονάτισε και άρχισε να καρφιτσώνει -όχι την κυρία, τη φούστα. Καρφίτσωσε μόνο το μπροστινό της μέρος γιατί δεν είναι ανάγκη να σας πω πόσο δύσκολο είναι να σημαδεύεις μια πλισέ φούστα. Όμως η κυρία την ήθελε καρφιτσωμένη σε όλη την περίμετρο, «για να είναι σίγουρη». Το έκανε. Όταν ολοκλήρωσε, η κυρία αποφάσισε πως τελικά ίσως ήταν πολύ κοντή έτσι και της ζήτησε να την κατεβάσει λίγο -πάλι σε όλη την περίμετρο. Για να μην τα πολυλογώ, αυτό το πάνω-κάτω στις καρφίτσες κράτησε περίπου 40 λεπτά. Θυμάμαι τα γόνατά της εκείνο το βράδυ, ταλαιπωρημένα από αυτό το περίεργο τάμα. Αυτό που δε θα ξεχάσω όμως είναι αυτό που είπε η κυρία στο τέλος του 40λεπτου. Κοιτώντας από ψηλά μια γυναίκα στα 55, εργαζόμενη από τις 8.30 το πρωί, γονατισμένη επί ώρα και με πολλές ακόμα ώρες δουλειάς μπροστά της, θέλησε να απολογηθεί και το έκανε ως εξής: «Αχ σας ταλαιπωρώ κι εσάς τώρα, αλλά ξέρετε γιατί το κάνω; Θέλω να κουραστώ για να κοιμηθώ το μεσημέρι».

Έχω σκεφτεί πολλές φορές πως αν ποτέ περιγράψω αυτό το στιγμιότυπο σε κάποιο παράδοξο, καθόλου κωμικό, stand-up comedy, στο κλείσιμο αυτής της ατάκας, ακολουθεί mic drop, αυλαία, γεια σας και καλά να περνάτε, μάθατε όσα χρειάζεται να ξέρετε για τη ζωή σήμερα. Χθες το βράδυ όμως είδα για δεύτερη φορά το Another Year του Μάικ Λι, αυτό το διώρο αριστούργημα όπου δεν γίνεται απολύτως τίποτα και τα πάντα, δηλαδή ό,τι γίνεται και στη ζωή και η θέαση του ισοδυναμεί με το να είσαι παρμπρίζ και να προσκρούσεις με 150 χλμ την ώρα πάνω σε μασίφ τσιμεντένιο τοίχο.

Δεν ενσωματώνεσαι εύκολα στις παρέες ζευγαριών ως χωρισμένη, μόνη, ή πιο παλιομοδίτικα γεροντοκόρη.

Ο Μάικ Λι μιλάει συχνά στις ταινίες του για την ταξική ανισότητα, είναι ένας καθαρόαιμος Βρετανός σκηνοθέτης που έχει ζήσει Θάτσερ. Δεν είναι όμως ταξική η ανισότητα με την οποία καταπιάνεται σε αυτή την ταινία. Δεν σχολιάζει την άνιση κατανομή του εισοδήματος, των ευκαιριών, της εργασίας αλλά την άνιση κατανομή της ευτυχίας. Και επίκεντρο αυτής βάζει το ζευγάρωμα, τη συντροφικότητα σε αντιδιαστολή με τη μοναξιά, όχι αυτή που θα ένιωθε απαραίτητα ένας άνθρωπος από μόνος του, όσο αυτή που σχεδόν του επιβάλλει να νιώθει ο περίγυρος.

Η μητέρα μου τολμώ πια να πω πως δεν ήταν μια ευτυχισμένη γυναίκα. Ήταν μια πανέμορφη, έξυπνη, αρκετά μορφωμένη γυναίκα, που παντρεύτηκε στα 35 της, αφού είχε ήδη κάνει μια ενδιαφέρουσα ζωή, έναν eligible bachelor της εποχής, που όμως σε μια λάθος στροφή της μοίρας έχασε τα πάντα σε μια χρεωκοπία. Οι πρακτικές και ψυχολογικές συνέπειες αυτής, διάβρωσαν τη σχέση τους, οι χαρακτήρες τους προφανώς δεν βοήθησαν και βρέθηκε στα 50 της, πολύ νέα ακόμα, ελεύθερη με ένα παιδί σχεδόν στην εφηβεία. Θα μπορούσε κάλλιστα να «ξαναφτιάξει» τη ζωή της, όπως λένε κωδικά οι άνθρωποι το να βρεις ένα σύντροφο, αλλά δεν το έκανε για λόγους που δεν έχουν τόση σημασία, όμως η επιλογή της αυτή της στοίχισε, όχι γιατί αναγκάστηκε να εξυπηρετεί πολλές κυρίες σαν την παραπάνω για να βγάλει τα προς το ζήν, αλλά γιατί περιθωριοποιήθηκε από το περιβάλλον της ως single σε μια ηλικία που αυτό έμοιαζε τότε, αλλά λυπάμαι που το λέω, μοιάζει και τώρα, σχεδόν ασυγχώρητο.

Δεν ενσωματώνεσαι εύκολα στις παρέες ζευγαριών ως χωρισμένη, μόνη, ή πιο παλιομοδίτικα γεροντοκόρη. Δεν είναι μόνο ο φόβος που έχει εμφυσήσει στις γυναίκες η πατριαρχία ότι η μόνη γυναίκα, όσο φίλη τους κι αν είναι, θα τους ξελογιάσει τον άντρα, ότι έχουν στις εργοστασιακές ρυθμίσεις τους να την ανταγωνίζονται. Είναι και η βολή. Έχω ακούσει από γνωστούς στο σήμερα, «φέρε και τον Ιάκωβο (τον κολλητό μου με τον οποίο μεγάλωσα τον πρώτο χρόνο της ζωής της την Αγγελική), να έχει με κάποιον να μιλάει και ο Κώστας». Είναι πιο άβολος ο μονός αριθμός στις κρατήσεις τραπεζιών ή δωματίων, τι να πω, πάντως οι προσκλήσεις που λαμβάνεις ως single σε αυτή την ηλικία από ζευγάρια είναι πολύ πιο περιορισμένες από αυτές που θα λάμβανες ως μέλος μια δυάδας.

Η Μαίρη του Μαικ Λι, η διαζευγμένη 55άρα με το πρόβλημα αλκοολισμού που προσκολλάται πάνω στο ευτυχισμένο μεσήλικο ζευγάρι θα πει κανείς πως είναι ίσως ένα ακραίο παράδειγμα.

Πόσω δε μάλλον όταν έχεις παιδί κι αυτό κάπως δυσκολεύει τις μετακινήσεις/εξόδους σου. Οι ίδιοι άνθρωποι που εντελώς ενοχλητικά κατά τη γνώμη μου, θα σου πουν πόσο σε θαυμάζουν για αυτό που κάνεις, πόσο ηρωίδα σε θεωρούν λες και ανακαλύπτεις καθημερινά το φάρμακο για τον καρκίνο, δεν φαίνονται τόσο πρόθυμοι τελικά στην πράξη να προσαρμόσουν τα προγράμματά ή τις επιλογές τους για να σε χωρέσουν. Είσαι σαν έκθεμα, πολύ ωραίο να το θαυμάζει κανείς, αλλά όχι να κάνει απαραιτήτως και παρέα μαζί του.

Η Μαίρη του Μαικ Λι, η διαζευγμένη 55άρα με το πρόβλημα αλκοολισμού που προσκολλάται πάνω στο ευτυχισμένο μεσήλικο ζευγάρι θα πει κανείς πως είναι ίσως ένα ακραίο παράδειγμα. Παραείναι ενοχλητική, παραείναι needy, παραείναι κλινική περίπτωση, μοιάζει καρικατούρα. Δεν είναι απαραίτητα, αλλά καταλαβαίνω την υπερβολή. Όμως η συγκατάβαση, η ουδετερότητα, τελικώς η αλαζονεία και η αδιαφορία, το φλεξάρισμα της ευτυχίας, με τα οποία την αντιμετωπίζουν ο Τομ και η Τζέρι (τρομερό pun του δημιουργού), είναι πέρα για πέρα αληθινά. Και τελικά αναρωτιέται κανείς. Τους χρειάζεται τόσο εκείνη για να νιώθει ότι κάπου ανήκει; Ή μήπως την χρειάζονται περισσότερο αυτοί για να αισθάνονται, αλλά και να φαίνονται, καλύτεροι;