Short bios
- 13 ΑΠΡ 2021
Είναι καμιά δεκαριά μέρες τώρα που κάθε βράδυ κολλάει το μάτι μου σε έναν λεκέ στο χαλί. Είναι κάτω από το τραπεζάκι του σαλονιού, μπροστά στην τηλεόραση, μια σκούρα κηλίδα από μικρά κοκκινοκαφέ νησάκια που τις πρώτες μέρες επέλεγα να αγνοώ. Αφού δε θυμάμαι να έγινε και δεν καταλαβαίνω πώς έγινε, μάλλον δεν έγινε. Αυτός ήταν πάνω κάτω ο τρόπος σκέψης μου που πιθανότατα αντικατοπτρίζει ένα συνολικότερο τρόπο σκέψης. Την τέταρτη ή πέμπτη μέρα έσκυψα κάτω από το τραπέζι και τον άγγιξα. Ήταν κάπως σαγρέ, λογικά αν είχε στάξει κάτι ήταν κάτι πηχτό και κολλώδες, σαν αίμα που έπηξε. Αλλά δεν μπορεί να είναι αίμα. Αποκλείεται.
Φυσικά το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στην Αγγελική. Κάτι έκανε στο τραπεζάκι του σαλονιού την ώρα που δεν κοιτούσα, έχυσε κάτι στο πάτωμα, επέλεξε να κρατήσει αυτή την πληροφορία για τον εαυτό της, τώρα στέγνωσε, κέρωσε, δε βγαίνει με τίποτα, υπέθεσα. Οπότε συνέχισα να τον αγνοώ. Δε τη ρώτησα καν. Ούτε προσπάθησα να τον καθαρίσω. Τις τελευταίες μέρες του ρίχνω κλεφτές ματιές την ώρα που βλέπω τηλεόραση ή χαζεύω στο κινητό και όταν αυτά κλείνουν κάποια στιγμή και πριν πάω για ύπνο, τον κοιτάω αρκετή ώρα. Σαν να περιμένω να μου πει εκείνος από πού ήρθε.
Συνήθως βρίσκω παρηγοριά παρατηρώντας ανθρώπους, όχι λεκέδες, αλλά κι αυτοί είναι οκ όταν είσαι κλεισμένος σπίτι. Κρατάω ένα αρχείο με ανθρώπους που συναντάω, στο μυαλό μου ή σε σημειώσεις. Σαν short bios. Κι από αυτά νομίζω κάπως ασυναίσθητα διαλέγω ποιούς θα «προσλάβω» στη ζωή μου.
Άνθρωποι που όταν κάποιος τους κορνάρει λένε “σκάσε” και άλλοι που λένε “γεια σας!”.
Είναι κάπως της μόδας τα short bios τελευταία -κυρίως από τότε που βγήκε το τουίτερ και μας ανάγκασε να επινοήσουμε ένα για τον εαυτό μας με 140 χαρακτήρες και μετά να συνεχίσουμε να μιλάμε ως αυτό. Πριν λίγους μήνες οι αρχισυντάκτες των New York Times γέμισαν το πρωτοσέλιδο τους με τα ονόματα 1000 ανθρώπων που είχαν πέσει θύματα του κορωνοϊού στις ΗΠΑ. Πλάι σε κάθε όνομα, ήταν η ηλικία τους, ο τόπος τους και μια φράση για εκείνους. Ενα short bio. «Δεν ήταν απλώς ονόματα σε μια λίστα. Ήταν εμείς».
Μου θύμισε τις λίστες μου. Ευτυχώς οι δικές μου έχουν κυρίως ζωντανούς -ή τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω. Έχω ανθρώπους με ωραίες μύτες, που ζωγραφίζουν ωραία τα δέντρα, που παίζουν γοητευτικά ή αμήχανα με μακριά τσουλούφια. Που προφέρουν το λάμδα σαν γάμα όταν το ακολουθεί οποιοδήποτε ι -το γιώτα, το η του ήλιου, ή το υ του υποβρύχιου, όπως λέει η δασκάλα της Αγγελικής. Άνθρωποι που όταν κάποιος τους κορνάρει λένε “σκάσε” και άλλοι που λένε “γεια σας!”.
Έχω ένα κύριο που γυρνάει εδώ στην Κυψέλη και όποιον συναντάει του λέει «να κάνω μια ερώτηση;» αλλά δεν κάνει. Έναν που σταμάτησε πριν χρόνια κατακαλόκαιρο στο φανάρι του Φιξ ενώ ήταν πράσινο για να ποτίσει με νερό Λουτρακίου ένα φυτό που είχε φυτρώσει ανάμεσα στις πλάκες. Έναν κύριο στο σινεμά όταν έβλεπα το Lalaland που πήγε τουαλέτα πριν διακόψει για διάλειμμα και όταν γύρισε περίμενε να ξημερώσει στην ταινία για να βρει τη θέση του. Μια κοπέλα στο γραφείο που ποτέ δεν είχα καταλάβει τι δουλειά κάνει και γελούσε τρανταχτά κάθε απόγευμα στις 7.15. Έναν επιστήμονα στην ατζέντα μου καταχωρημένο με το όνομα «ο κύριος που νομίζει ότι είναι Τετάρτη». Σε περίοπτη θέση εκείνον τον κύριο που ενώ περιμέναμε επί ώρες καμιά 20αριά άτομα στην αίθουσα αναμονής του παθολόγου να γράψουμε φάρμακα χημειοθεραπείας πήγε κι έφερε ρυζόγαλα από το γαλακτοπωλείο απέναντι και τα φάγαμε. Έναν σημαντικό ογκολόγο στο νοσοκομείο που νοσηλευόταν η μητέρα μου που τον πέτυχα μια φορά στο προαύλιο να λέει στο τηλέφωνο με απόγνωση «μήπως δε με θες, Γεωργία;»
Ένα κορίτσι στον ΗΣΑΠ που στις 30 Αυγούστου πριν 25 χρόνια, είπε χρόνια πολλά στον κύριο με το καροτσάκι που μπήκε να ζητιανέψει γιατί παρατήρησε ότι η κάρτα στο πέτο του έλεγε Αλέξανδρος. Εναν γιατρό στα επείγοντα του Ιπποκράτειου που πήγα πριν χρόνια με κρίση πανικού και αφού προσπαθούσα επί 15 λεπτά να του εξηγήσω τι έχω, με σταμάτησε ήρεμα και είπε «δεσποινίς, είστε πολύ λυπημένη». Αυτά μεταξύ πολλών άλλων. Μερικά από τα καλύτερα (σύντομα) βιογραφικά της χώρας.
Την Πρωτοχρονιά είπα στην Αγγελική ότι η ανθρωπότητα κέρδισε. Ένιωθα ότι έπρεπε, αλλά και γιατί πάντα προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι ισχύει -against all odds. Σχεδόν ένα χρόνο ήδη ζούσε μια πρωτόγνωρη συνθήκη που επειδή είναι 4,5 χρονών ίσως να μην της φαινόταν τόσο πρωτόγνωρη. Ίσως θεωρούσε ότι γενικώς οι άνθρωποι είμαστε τόσο φοβισμένοι, τόσο ανυπεράσπιστοι, τόσο μόνοι, ότι είμαστε πάντα έτσι ηττημένοι. Της είπα ότι ο κορωνοϊός προπορεύτηκε στο σκορ, αλλά η ανθρωπότητα και το σπουδαιότερό της κατόρθωμα, η επιστήμη, παίρνει κεφάλι. Μπορεί να χάσαμε λίγο το βηματισμό μας, όμως το 2021, Αγγελικούλα, της είπα, κερδίζουμε. Ανθρωπότητα-κορωνοϊός 1-0, φώναξε ενθουσιασμένη.
Τι θα λέει το δικό μου short bio; «Ήταν ξινή, αλλά προσπαθούσε»; «Εμένα μου αρέσεις πάντως», είπε, πριν προκάμω να απαντήσω
Είχα συγκινηθεί γιατί το πίστευα κι εγώ. Τώρα, κάθε φορά που λέει «μαμά, όταν τελειώσει ο κορωνοϊός θα πάμε εκεί;» νιώθω ότι την κορόιδεψα. Όχι γιατί δε νίκησε η επιστήμη, αυτή νίκησε σίγουρα. Ένα εμβόλιο σε λιγότερο από ένα χρόνο και μάλιστα τόσο αποτελεσματικό και με ελάχιστες παρενέργειες, είναι ένα θαύμα. Οι άνθρωποι, όμως, χάσαμε. Χάσαμε γιατί ό,τι εμπιστευτήκαμε μας πρόδωσε. Η κυβέρνηση από την οποία περιμέναμε κάτι παραπάνω, ακόμη κι αυτοί που δεν την ψηφίσαμε, μας πρόδωσε. Αν χρειάζεται να σας εξηγήσω το γιατί, μάλλον ζείτε σε άλλη χώρα. Η αντιπολίτευση μας πρόδωσε, η Ε.Ε μας πρόδωσε. Είμαστε μόνοι μας, εμείς και οι άνθρωποι μας, να κάνουμε πλέον ό,τι καταλαβαίνουμε. Φοβισμένοι, κουρασμένοι, βαθιά θλιμμένοι με αναλαμπές ελπίδας, όμως, που έρχονται πάντα από άλλους ανθρώπους, σαν αυτούς αυτής της λίστας. Αυτή είναι η δική μου ανθρωπότητα. Και αυτή στο μυαλό μου πάντα θα νικάει.
«Μαμά, σου αρέσω;», με ρώτησε casually χθες η Αγγελική, όσο πιτσιλούσε νερομπογιές στο μπλοκ της, τα ρούχα της και το καλό ξύλινο τραπέζι. «Πιο πολύ από όλους», της απάντησα. «Εσύ σου αρέσεις;» συνέχισε, χωρίς οίκτο. Δίστασα. Πάγωσε το χαμόγελο στο στόμα. Εκείνη συνέχισε να πιτσιλάει σαν 4χρονος Πόλοκ όλη την οικοσκευή. Τι πρέπει να απαντήσω; Πριν μισή ώρα της έβαλα τις φωνές γιατί για τρίτη μέρα δεν έτρωγε ακτινίδιο. Τι θα λέει το δικό μου short bio; «Ήταν ξινή, αλλά προσπαθούσε»; «Εμένα μου αρέσεις πάντως», είπε, πριν προκάμω να απαντήσω. «Αλλά το ακτινίδιο δε θα το φάω».
Fair enough.