CELEBRITIES

Αλίκη – Δημήτρης: Το αιώνιο love story

Και τι μ’ αυτό ; Εκεί, πάνω στο πανί θα είναι πάντα όμορφοι, νέοι, γελαστοί, χαρούμενοι, ερωτευμένοι, θα δίνουν φιλιά, θα παντρεύονται κάτω μια αψίδα από σπαθιά και η αγάπη τους θα βάφει ροζ το ασπρόμαυρο φινάλε. Εκείνη κι εκείνος, η Αλίκη και ο Δημήτρης. Μαζί.

Τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ τον συνάντησα μόλις δυό φορές, πριν «φύγει», στα τελευταία, «καλά», θεατρικά του χρόνια – μια το 1999, παραμονές του ανεβάσματος του «Η Ήρα και το παγόνι», στο «Βρετάνια» και το 2001, μια στα παρασκήνια του «Μπρόντγουεϊ», την εποχή που έκανε πρόβες για το «Τρείς φορές ζωή», της  Γιασμίν Ρεζά.

Θυμάμαι έντονα τα μάτια του : έξυπνα ζωηρά, τρυφερά, εφηβικά, με κείνο το bluest blue, που είχε κάνει και την Αλίκη, να  «λαχταρήσει», όταν τον είχε πρωτοδεί στο φουαγιέ της σχολής του Εθνικού. Θυμάμαι και τις γυναίκες – στρατιές από γυναίκες, ηθοποιούς, ταμίες, κορίτσια του κυλικείου, που τον πλησίαζαν, τον χάιδευαν,τ ον ρωτούσαν αν έφαγε, αν πονάει, αν κρυώνει. Οι γυναίκες, υποθέτω, ήταν πάντα μέρος της ζωής του. Τον είχαν λατρέψει και πονέσει, τις είχε πολεμήσει και προδώσει, με το ίδιο άφθαρτο, αβυσσαλέο αγαπο-μίσος. Σε κείνες τις συνεντεύξεις στο Down Town, μου ‘χε μιλήσει για τις μακριές περιόδους στη ζωή του, που αισθανόταν απέραντη μοναξιά, που κοιμόταν ή ξυπνούσε ξαφνικά κλαίγοντας, μην αντέχοντας την απώλεια – της Αλίκης πρώτα απ’ όλα.

«Κατά βάθος, όσο εγωιστικό και αν ακούγεται αυτό, πιστεύω πως η Αλίκη δεν αγάπησε ποτέ κανέναν άλλον, όσο αγάπησε εμένα», μου είχε πει. «Κι εγώ, δεν αγάπησα καμία γυναίκα, όσο αγάπησα την Αλίκη».

Aλήθεια; Ψέματα; Εκείνος, μια φορά, το πίστευε. Η πικρή αλήθεια είναι πως η σχέση του με την Αλίκη, με την οποία γνωρίζονταν από τη Σχολή του Εθνικού, παρέπαιε εξαρχής ανάμεσα στην έλξη και την αντιπαλότητα, το πάθος και την σφοδρή, αμοιβαία αντιπάθεια. Η εκρηκτική τους χημεία είχε εκδηλωθεί από την πρώτη τους  συνάντηση – όταν η Αλίκη είχε μάθει ότι ο Παπαμιχαήλ ήταν από τον Πειραιά, είχε σουφρώσει τη μύτη της,

«Μμμμ, από το Χατζηκυριάκειο

«Γιατί δεν σας αρέσει δεσποινίς; Εσείς από πού είστε;»

«Από τον Άγιο Παύλο»

«Ε, χειρότερο είναι εκεί, δίπλα στα τρένα»

«Βρε άι από εδώ», του απάντησε εκείνη, γυρνώντας του την πλάτη.

«Με τον Παπαμιχαήλ, δεν συμπαθιόταν τότε η Αλίκη», γράφει η συμμαθήτριά της στη σχολή, Άννα Πολυτίμου σο βιβλίο της «Η Αλίκη και οι Άλλοι». «Ίσως γιατί είχαν και οι δύο τη στόφα της βεντέτας». Η ίδια διηγείται μια ιστορία, για κείνη τη φορά που η Αλίκη είχε αγοράσει μια μεγάλη σοκολάτα, την πήγε στην τάξη και τους κάλεσε όλους να τη φάνε μαζί « Είχε κάποιο ευχάριστο επαγγελματικό νέο και ήθελε να το γιορτάσει μαζί μας. Μόλις καθίσαμε να τη μοιράσουμε, πηγαίνει κρυφά ο Δημήτρης από πίσω, της βουτάει τη σοκολάτα και φεύγει μακριά μας για να τη φάει μόνος του. Η Αλίκη έγινε θηρίο. Τον έλεγε «Πειραιώτη αλήτη» και τον έβριζε».

Η ίδια κόντρα θα αναβίωνε κι αργότερα, στις πρώτες ταινίες που γύρισαν  μαζί. Είναι γνωστό πως το «μυθικό  ζευγάρι» της μεγάλης οθόνης, οι σταρ της «Αστέρως», της «Μανταλένας», ο ταλαντούχος  «κ.Φλωράς» και η «εθνική» «Λίζα Παπασταύρου» , στα παρασκήνια, μετά βίας άντεχαν ο ένας τον άλλο.  Τόσο που, για χρόνια πολλά, η Αλίκη θα διηγιόταν, εν είδει ανεκδότου, την ιστορία με την τούρκικη βερσιόν του «Χτυποκάρδια στο Θρανίο», με πρωταγωνιστή τον Ορχάν Γκιουνσεράι.

«Όταν πήγαινα στο γύρισμα», έλεγε, «ο Γκιουνσεράι με περίμενε πάντα με ένα μπουκέτο λουλούδια κι ένα χειροφίλημα. Ο Δημήτρης μου έλεγε «Αι στο διάολο, πάλι άργησες!».

Έρωτας επί σκηνής

Αλλά όλα αυτά θα άλλαζαν, το καλοκαίρι του ’64, το καλοκαίρι που ανακοίνωσαν την πρώτη συνεργασία τους και στο θέατρο, (θα ανέβαζαν την «Κολόμπ» του Ανούιγ, στο «Κεντρικόν»), και που βρέθηκαν στην Ιταλία, κάνοντας γυρίσματα για τη «Μοντέρνα Σταχτοπούτα». Ήταν ένας ζεστός Αύγουστος, με μακριές, αφέγγαρες νύχτες που τις περνούσαν βολτάροντας και μιλώντας στα ερωτικά σοκάκια της Ρώμης. Δυό μήνες αργότερα η «ρωμαϊκή σπίθα»,  θα γινόταν φωτιά πάνω στην σκηνή του «Κεντρικόν», ορατή σε όλους –βεβαίως και στην ίδια τη Δέσπω Διαμαντίδου, η οποία συμμετείχε στο θίασο. (σ.σ. Ως γνωστόν, Παπαμιχαήλ είχε δεσμό χρόνων με τη Διαμαντίδου. Λέγεται, μάλιστα πως η – τότε – «κολλητή» της Δέσπως, Μελίνα, προβλέποντας τις εξελίξεις, είχε συμβουλέψει τη φίλη της να «πάρει τα μέτρα της», χωρίς, ωστόσο, να εισακουστεί…).

Θρυλείται πως η Διαμαντίδου έπαθε μεγάλο σοκ βλέποντας τον Παπαμιχαήλ και τη Βουγιουκλάκη,( που τότε, επισήμως είχε δεσμό με τον κορυφαίο οπερατέρ των ελληνικών studios, Ντίντη Καρύδη-Φουκς) να φλερτάρουν «ανοιχτά». Όσο για τα φιλιά, που αντήλλασσαν on stage οι δυό πρωταγωνιστές για τις ανάγκες του έργου, ήταν, λένε, τα πιο καυτά που έχουν δοθεί, από καταβολής ελληνικού θεάτρου. Τόσο, που στην πρόβα τζενεράλε της «Κολόμπ», η Αλίκη είχε γυρίσει και είχε πει του Δημήτρη: «Δεν νομίζεις ότι παίζεις περισσότερο αληθινά από ό,τι πρέπει; Τα φιλιά στο θέατρο εγώ έχω μάθει να τα δίνω εικονικά».

«Εγώ, σαν καλός ηθοποιός, τα δίνω αληθινά, της απάντησε εκείνος». Και την ξαναφίλησε.

aliki 1.jpg 

Ο έρωτάς τους, στην αρχή, ήταν ένα τρυφερό μυστικό – όμως, σε μια πόλη σαν την Αθήνα των glam ‘60’s, λίγα ερωτικά μυστικά έμεναν κρυφά για πολύ. Ο Δημήτρης, που στα βραδινά τραπέζια του θιάσου δήλωνε  – μεταξύ σοβαρού κι αστείου – πως ήταν «καιρός να βρει ένα μαζεμένο κορίτσι και να παντρευτεί», έβγαινε μεταμεσονύχτια μυστικά ραντεβού με την Αλίκη, σε απόμερα καφέ και ταβερνάκια. Και η Δέσπω το ‘μαθε…

Το ποιά ήταν – ανεπισήμως – η αντίδρασή της, δεν είναι γνωστό. Επισήμως, η θεατρική ιστορία κατέγραψε πως την πρώτη μέρα που έγινε γνωστή η σχέση των δύο σταρ – μετά από κείνον, τον περίφημο «μυστικό αρραβώνα», πάνω στη σκηνή του «Κεντρικόν» – κατέφθασε στο καμαρίνι της Αλίκης μια τεράστια ανθοδέσμη από λουλούδια και στάχια, με ένα ευγενικό μπιλιέτο: «Να ζήσετε ευτυχισμένοι. Δέσπω Διαμαντίδου». Κυρία μεγάλη κάτω τα φώτα της σκηνής – ακόμα, όμως μεγαλύτερη στην αυλαία της…

«Ποια ταινία γυρίζουμε;»

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ παντρεύτηκαν στις 18 Ιανουαρίου του 1965, ημέρα Δευτέρα, μετά από τέσσερις μήνες σχέσης. Ο γάμος τους έγινε στον Άγιο Νικόλαο, στους Δελφούς, με κουμπάρους τον θεατρικό επιχειρηματία Τάκη Μακρίδη και τους κινηματογραφικούς παραγωγούς Θεοφάνη Δαμασκηνό και Βίκτωρα Μιχαηλίδη (σ.σ. ήταν η εποχή που η Αλίκη είχε φύγει από τον Φίνο). Οι Δελφοί, είχαν επιλεγεί, προκειμένου –υποτίθεται-  το ζευγάρι να αποφύγει τη μεγάλη δημοσιότητα, τα πλήθη, την υστερία των θαυμαστών.

aliki 2.jpg 

Στην πράξη, φυσικά, αυτό ήταν αδύνατο. Χιλιάδες άνθρωποι συνέρρευσαν στην εκκλησία – με αυτοκίνητα, λεωφορεία, φορτηγάκια, μοτοσικλέτες, ακόμα και γαϊδουράκια από τα γύρω χωριά – προκειμένου να δει το «μυθικό» ζευγάρι του σινεμά, να παντρεύεται σε live performance, την Αλίκη να φτάνει, τυλιγμένη μες στο υπέροχο haute couture  αμπίρ νυφικό της, σε σχέδιο Givenchy (ραμμένο στην Ελλάδα, από τον διαπιστευμένο οίκο «Νίτσα»), κρατώντας μια ανθοδέσμη από μιγκέ και γελώντας ντροπαλά. «Όταν φτάσαμε στους Δελφούς και άφησαν λευκά περιστέρια να πετάξουν, είπα από μέσα μου «ποια ταινία γυρίζουμε;» θα θυμόταν αργότερα εκείνη.

Πενήντα αστυφύλακες και πέντε αξιωματικοί είχαν κληθεί για να επιβάλλουν την τάξη, αλλά ο συνωστισμός ήταν πρωτοφανής. Λέγεται πως ο Παπαμιχαήλ έγινε έξαλλος εξαιτίας της παρουσίας των αμέτρητων φωτογράφων και του κόσμου που έκανε την ατμόσφαιρα, μέσα στην εκκλησία, ασφυκτική. Το ίδιο εκείνο, το πρώτο βράδυ του γάμου τους – και ενώ τους περίμεναν στο γαμήλιο τραπέζι – η Αλίκη και ο Δημήτρης καυγάδισαν τόσο πολύ, που εκείνος, παραλίγο να την πετάξει από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου τους! «Με έδειρε την πρώτη νύχτα του γάμου μας», θα παραδεχόταν η σταρ– μια ιστορική δήλωση, που πολλά χρόνια αργότερα θα γινόταν πρωτοσέλιδο, στις εφημερίδες.

Blue Valentine

Η συνέχεια είναι γνωστή : ο μεγάλος έρωτας της Αλίκης και του Δημήτρη, ο ανταγωνισμός τους για τη μαρκίζα, το θέατρο, τα κασέ, τις επιλογές των έργων τους, οι ομηρικοί τους καυγάδες. Εκείνος, λένε, δεν ξεχνούσε ποτέ πως ήταν Πειραιώτης, άντρας, βαρύς, γνήσιο αρσενικό, από κείνα που ήθελαν τη γυναίκα τρυφερή, υποταγμένη, σιωπηλή, εξαρτημένη.  H Aλίκη δεν ήταν έτσι. Είχαν και καλλιτεχνικές διαφωνίες– ο Δημήτρης, προσπαθούσε να τη «σύρει» σε έργα ποιότητας, στο κλασικό ρεπερτόριο, σε απαιτητικούς, μεγάλους  ρόλους .

Δυστυχώς, όσες φορές δοκίμαζαν να παίξουν κάτι τέτοιο, (με το «Ο κόσμος της Σούζι Βόγκ» ή το «Οι Φυλακισμένοι της 2ας Λεωφόρου») οι προσπάθειές τους έπεφταν στο κενό. Το θέατρο δε γέμιζε. Το κοινό της Αλίκης, την προτιμούσε σε έργα χαριτωμένα, εύπεπτα, κωμωδίες και μπουλβάρ, ήθελε να βλέπει και να ξαναβλέπει το «Αλικάκι», την τσαχπίνα μαθήτρια με την μπλε ποδιά και το ακατάβλητο κέφι για ζωή. Και ο Δημήτρης το έφερε βαρέως. 

«Εγώ είχα ξεκινήσει για να παίξω Άμλετ και να τι με βάζεις να κάνω!» της φώναξε σε έναν από τους καυγάδες τους. Αργότερα, το ίδιο βράδυ, όταν ξάπλωσαν, την άκουσε, μέσα στον ύπνο του να μιλάει στο τηλέφωνο με τον σεναριογράφο της ταινίας «Η αγάπη μας» και να του μεταφέρει το διάλογό τους, ο οποίος τελικά, θα έμπαινε και στην ταινία.  Άλλωσε, στο σινεμά, εκείνη ήταν πάντα η σταρ, η πιο λαμπερή, η πιο εμπορική  – κι αυτό,  ο Δημήτρης, το ταλέντο με το «άριστα» του Εθνικού, δεν το ανεχόταν.

«Με κοντράριζε συνέχεια», θα ομολογούσε η Αλίκη στην Τίνα Πολίτη. «Ό,τι έκανα εγώ, ήθελε να το κάνει κι αυτός. Τραγουδούσα εγώ, τραγουδούσε κι αυτός. Χόρευα εγώ, χόρευε κι εκείνος!»

Όπως και να ΄χει, οι φήμες, για τριβές ανάμεσα στο ζευγάρι, για σωματική βία και ομηρικούς καυγάδες που ξημέρωναν στα αστυνομικά τμήματα, ήταν το πιο καυτό gossip της Αθήνας εκείνη την περίοδο. Και η περηφάνια της Αλίκης επαναστατούσε…

«Αλικάκι μου λέγεται πως ο Δημήτρης σε δέρνει», της είπε κάποτε στο τηλέφωνο μια άλλη πρωταγωνίστρια, άσπονδη φίλη της.  «Είναι αλήθεια χρυσό μου;». «Άκουσε», ήρθε αμέσως η πληρωμένη απάντηση, «αν με δέρνει και μένω μαζί του, είμαι άξια της τύχης μου. Αν με δέρνει και μ’αρέσει έχω βρει τον άνθρωπό μου».

aliki 4.JPG

«Ο αγώνας για το ποιος θα επικρατήσει» διηγιόταν αργότερα η ίδια η Αλίκη στη Μαλβίνα Κάραλη «εκφράστηκε για αρκετό καιρό μέσα από την ιστορία της βέρας. Στον παραμικρό καυγά, στην παραμικρή απαρέσκεια, έβρισκα τη βέρα του στο κομοδίνο. Τίποτα, ούτε το ξύλο, ούτε οι σοβαροί τσακωμοί μπορούσαν να με κάνουν πιο χάλια από το θέαμα αυτής της παρατημένης βέρας…»

Ούτε και η γέννηση του παιδιού τους, του Γιάννη, στις 4 Ιουνίου 1969, (μια γέννηση που καλύφθηκε πανηγυρικά από τον Τύπο, με εξώφυλλα και συνεντεύξεις, αφού είναι γνωστό πως η Αλίκη είχε σοβαρά γυναικολογικά προβλήματα, τρείς αποβολές και είχε ταλαιπωρηθεί πολύ στην εγκυμοσύνη της)  δεν κατάφερε να καλυτερέψει τα πράγματα. Άλλωστε τότε, ο Δημήτρης είχε παχύνει αρκετά, δεν φορούσε σχεδόν καθόλου τη βέρα του. Και η Αλίκη δεν είχε φροντίσει να την αντικαταστήσει…

Προς το τέλος του ’73 τα δημοσιεύματα για την κρίση στο γάμο τους και οι φήμες για διαζύγιο μαζεύονταν γύρω τους σαν απειλητικά σύννεφα . Η Αλίκη, τότε έβγαινε ανοιχτά με τον εκδότη της «Απογευματινής» Νίκο Μομφεράτο – σε ένα, μάλιστα, από τα scoop της εποχής, οι paparazzi τους είχαν «τσακώσει»  να χορεύουν ένα τρελό σέικ στην Υδρα. Όσο για τον Δημήτρη ;

«Στα γυρίσματα του «Παπαφλέσσα» γνώρισα την Κάτια Δανδουλάκη», θα εξομολογούνταν, στον Μάκη Δελαπόρτα. «Ζήσαμε ένα τρυφερό ειδύλλιο που κράτησε αρκετό διάστημα. Εξάλλου η Αλίκη είχε σχέση με άλλο άνδρα. Ουσιαστικά, ο γάμος μας είχε τελειώσει από το 1971. Για τρία χρόνια ζούσαμε χωριστά».

Διαζύγιο και τέλος

Το γκραν φινάλε του γάμου τους, γράφτηκε τελικά το καλοκαίρι του ’74. Εκείνο τον μακρινό Ιούλιο, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων αφιέρωναν τον μισό τους χώρο στην πτώση της χούντας και την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο και τον άλλο μισό στο διαζύγιο Βουγιουκλάκη- Παπαμιχαήλ. Ήταν ένα πικρό, αιματηρό διαζύγιο. Εκτός από τις μάχες για την επιμέλεια του παιδιού τους, (σ.σ. που τελικά κέρδισε εκείνη) ο Δημήτρης, διεκδικούσε αντικείμενα αξίας από το σπίτι τους, στη Στησιχόρου, το ήμισυ του θέατρου «Αλίκη» καθώς και το ήμισυ της αξίας της βίλας, που είχαν φτιάξει μαζί στο Αη Γιάννη το Θεολόγο.

Μάλιστα, σε μια από τις major drama πράξεις του διαζυγίου τους, λέγεται πως εκείνος πήγε και – κρυφά από την Αλίκη-  σήκωσε όλα τα έπιπλα του εξοχικού τους, μέχρι και τα μαξιλαράκια από τα φερ φορζέ. Της άφησε μόνο δυό καρέκλες κήπου και το τηλέφωνο. Η σταρ το ανακάλυψε τυχαία, την άνοιξη του ’75.  πηγαίνοντας στο σπίτι με τον Κλεισθένη, τον φωτογράφο, για να κάνει μια φωτογράφηση για περιοδικό της εποχής. Λέγεται πως όταν άνοιξε την πόρτα  και είδε το άδειο σπίτι, λύγισε, γονάτισε και έκλαψε πικρά…

Στα χρόνια που ακολούθησαν από το ’75 ως το ’85, ο Δημήτρης δεν έχανε την ευκαιρία, στις συνεντεύξεις τους, να μιλάει πικρά για την Αλίκη. Εκείνη, σιωπούσε. Οι σχέσεις τους, θα περνούσαν διάφορες φάσεις. Το ΄85, θα ξαναβρίσκονταν επί σκηνής με το έργο «Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα» και μετά με το «Φιλουμένα Μαρτουράνο» – αλλά ήδη η ζωή τους είχε πάει πολύ μακριά, σε άλλους δρόμους, συντρόφους, αγκαλιές. Τον Απρίλιο του 1996 – σε άλλη μια από τις κρίσεις τους – ο Παπαμιχαήλ, σε μια συνέντευξή του στην εκπομπή του Πάνου Παναγιωτόπουλου, μίλησε πάλι απαξιωτικά για κείνη, απείλησε  με μια αυτοβιογραφία που θα έλεγε όλη την «πικρή αλήθεια» για τις σχέσεις τους. Η εκπομπή γράφτηκε , όμως στο διάστημα από την εγγραφή μέχρι την προβολή της ο Δημήτρης έμαθε πως η Αλίκη ήταν βαριά άρρωστη. Κίνησε λένε, τότε, γη και ουρανό για να σταματήσει την εκπομπή, να μην προβληθεί, αλλά δεν τα κατάφερε. Η εκπομπή, παίχτηκε. Και η Αλίκη, βαριά άρρωστη, την είδε.

Η τελευταία πράξη της σχέσης τους θα παιζόταν μες στο δωμάτιο του Ιατρικού Κέντρου, λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο – ο Ιούλιος ήταν πάντα μοιραίος,  και για τους δύο. Ο Ιούλιος και ο καρκίνος.  Αυτή τη φορά, ήταν ο Δημήτρης που θα λύγιζε και θα έχυνε πικρά δάκρυα, πάνω στο κρεβάτι της γυναίκας που είχε αγαπήσει, ποθήσει, μισήσει, λατρέψει. «Σήκω ρε  «Πίπη» να φύγουμε….» . Τον άκουσε, λένε, και το πρόσωπό της «άνοιξε».  Δεν θα την ξανάβλεπε ζωντανή. Στις 23 Ιουλίου 1996, τρείς μέρες μετά τα γενέθλιά της, η Αλίκη- Πίπης,  θα το ΄σκαγε για τον ουρανό.

Οκτώ χρόνια αργότερα, στις 8 Αυγούστου 2004, την ακολούθησε και ο Δημήτρης. «Οξυ έμφραγμα του μυοκαρδίου και πνευμονικό οίδημα», ήταν η διάγνωση. Εκείνο το πρωινό, κι ενώ εδώ, κάτω στη γη, οι τηλεοράσεις  του έπαιζαν ασπρόμαυρα αφιερώματα στον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, κάπου στον ουρανό, ο Πάνος Φλωράς, ο δόκιμος Δέγλερης, ο καθηγητής Παπαδόπουλος, ο Δημήτρης συναντούσε πάλι την Λίζα, την Αλίκη του, την αιώνια μαθήτρια της εβδόμης με την μπλε ποδιά. «Με αγαπάς βρε μούργο ;» «Σε λατρεύω ζωούλα μου…»