Αντίο κύριε Κουτσομύτη…
- 11 ΜΑΡ 2016
Άρχοντας. Ένας άντρας ψηλός, κιμπάρης, ευθύς, κακουργηματικά, σχεδόν, ειλικρινής. Γοητευτικός. Eίναι παράξενο, αλλά πιο πολύ απ’όλα, σήμερα θυμάμαι τα μάτια του – μάτια έξυπνα, αεικίνητα, σκούρα σαν μαύρα πηγάδια και πολύ διαπεραστικά. Σου έδιναν την εντύπωση πως δεν τους ξέφευγε τίποτα. Εξίσου εντυπωσιακή ήταν και η ανυπόκριτη ευγένειά του -καθόλου δεδομένη για τους σημαντικούς ανθρώπους, (όπως θα με μάθαιναν τα χρόνια και η πορεία μου στα έντυπα) αλλά ούτε και για τον ίδιο. Ο Κώστας Κουτσομύτης ήταν ευγενικός με τους ευγενείς, τους αδύναμους, τους φιλομαθείς, τους πραγματικούς καλλιτέχνες, τους γνήσιους ανθρώπους, τους ευφυείς, τους καλούς. Για τους υπόλοιπους, δεν είχε χρόνο.
Τον γνώρισα στις αρχές των ‘90s, όταν με τίμησε με μια συνέντευξη για το περιοδικό Symbol. Ήταν η εποχή που έκανε την πρώτη, (για την ακρίβεια, την πρώτη στην ιδιωτική τηλεόραση) σαρωτική επιτυχία, με τον ”Κίτρινο Φάκελο” του Μ.Καραγάτση. Θα ακολουθούσαν κι άλλες πολλές, ένα πλούσιο έργο βασισμένο, κυρίως, σε διασκευές μυθιστορημάτων για τη μικρή οθόνη : Βαμμένα κόκκινα μαλλιά, Η εκτέλεση, Πρόβα Νυφικού, Η αγάπη άργησε μια μέρα, Ο Μεγάλος Θυμός, Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες, Τρεις χήρες, Τα παιδιά της Νιόβης, Οι μάγισσες της Σμύρνης, Τυφλόμυγα, Ματωμένα Χώματα – το δικό του magnus opus. Σειρές που, στην πλειοψηφία τους, αγκαλιάστηκαν θερμά από το κοινό και του χάρισαν τον τίτλο του ”σκηνοθέτη που έφερε τη λογοτεχνία στην τηλεόραση”.
Στενός τίτλος. Άχαρος. Πιθανόν ανακριβής, ιδίως αν λάβει κανείς υπ’όψη του, πως μεταφορές τέτοιων βιβλίων ήταν κοινός τόπος στην κρατική τηλεόραση – μια παράδοση που κι εκείνος υπηρέτησε πιστά, από αγάπη αληθινή για τη λογοτεχνία, το γερό, στιβαρό κείμενο, τους μεγάλους, μυθιστορηματικούς ήρωες και ηρωίδες. Διότι, πάνω απ΄όλα, ο Κώστας Κουτσομύτης ήταν ένας αληθινός Διανοούμενος. Καλλιτέχνης. Δημιουργός. Και βαθιά πολιτικό ον. Αυτοί οι τίτλοι θα του ταίριαζαν καλύτερα.
Το παράδοξο είναι πως αυτός, ο σπουδαίος άνθρωπος της τηλεόρασης, τηλεόραση δεν πολυέβλεπε – ειδήσεις μόνο, εκπομπές πολιτικές, ντοκιμαντέρ, καλές ταινίες, σπανιότατα σειρές. Ούτε καν τις δικές. Πίστευε – και έλεγε γελώντας- πως δεν κάνει τηλεόραση ”αλλά σινεμά πολλών ωρών”.
O ANΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΓΙΝΟΤΑΝ ”ΚΟΚΟΤΑΣ”
Λάτρευε το σινεμά, πεινούσε πάντα για εικόνες. Κι ας σπάνιζαν στα Γρεβενά όπου γεννήθηκε, στην Κοζάνη όπου μεγάλωσε. Ο πατέρας του, ο οποίος δούλευε στην Αγροτική Τράπεζα, στους συνεταιρισμούς, ονειρευόταν να τον δει γιατρό. Αντί γι’αυτό μπήκε στα 19 του σε ένα τρένο για να πάει στη Βιέννη και να γίνει ”κοκοτάς” (!) – έτσι τον αποκάλεσε η γιαγιά του η Ευαγγελία, κάτοικος Λαρίσης, όταν της ανακοίνωσε πως θα σπούδαζε ”σκηνοθεσία”.”Και τι είναι αυτό;”. ”Να, θα λέω στους ηθοποιούς τι να κάνουν”. ”Πω πω ντροπή, κοκοτάς θα γίνεις;;;” Εύλογη η απορία – στην επαρχία, το’60, τους ηθοποιούς, τους έλεγαν ”κοκότες”.
Στη Βιέννη έμεινε μέχρι το 1965 – ίσως τα καλύτερα, τα πιο ανέμελα χρόνια της ζωής του. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Κινηματογράφου.Τα αδέλφια του σπούδαζαν επίσης. Ένας στη Βιέννη και ένας στη Γερμανία. Ο ένας μηχανικός, ο άλλος αρχιτέκτονας. Πήγαινε το πρωί στην Ακαδημία, και έφευγε στις 10 το βράδυ. «Τρώγαμε στη Μένσα, βλέπαμε σινεμά, διαβάζαμε τα μαθήματα, πηγαίναμε σε κλαμπάκια, ξέρεις τώρα, φλερτάκια, έρωτες και όλα αυτά τα κλασικά», θα πει χρόνια αργότερα, σε μια συνέντευξή του στα ”Νέα” και τη Μαρία Νταλιάνη. Έμεινε εκεί πέντε χρόνια. Για να βοηθήσει την οικογένεια, που είχε να σπουδάσει τρεις γιους, τα καλοκαίρια δούλευε εργάτης στη βαριά βιομηχανία, στα διαφορικά της Φολκσβάγκεν.
Στη Βιέννη άκουσε Μότσαρτ, ερωτεύτηκε για πάντα την τζαζ (αφού είδε τον Λούις Άρμστρονγκ να παίζει live, στο στάδιο του Πράτερ) είδε για πρώτη φορά στη ζωή του τηλεόραση και εντυπωσιάστηκε – αργούσε όμως ακόμα η ώρα, που θα έμπαινε και κείνος, με τη σειρά του μέσα στο «μικρό μαύρο κουτί».
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, το 1965 – εν μέσω χούντας – εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη στη Φίνος Φιλμ (με συμμετοχές σε ταινίες που έκαναν πάταγο, όπως το ”Υπολοχαγός Νατάσα” και «Ορατότης Μηδέν»), γύρισε τη μικρού μήκους ταινία του ”Το δωμάτιο” και μαζί με τον Βασίλη Βασιλικό έγραψε το σενάριο «Θύματα ειρήνης» βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του συγγραφέα.
Έλεγαν για κείνον πως ήταν ένας άνθρωπος που ”συζούσε με την επιτυχία”. Και η αλήθεια είναι πως, πριν την ιδιωτική συνέδεσε το όνομά του, με μερικά από τα μεγαλύτερα ”σουξέ” της κρατικής τηλεόρασης, ξεκινώντας από τον εμβληματικό ”Άγνωστο Πόλεμο” (τον οποίο συν-σκηνοθετούσε με τον Νίκο Φώσκολο), για να ακολουθήσουν οι σειρές ”Εκείνος κι Εκείνος”, ”Παράξενος Ταξιδιώτης”, ”Τερέζα Βάρμα ντα Κόστα”, ”Καπνισμένος Ουρανός”, ”Κόντρα στον Άνεμο”, ”Κατάδικος”. Τότε, περίπου, ξέμπλεξε μια για πάντα με τη ματαιοδοξία.
«Το κόμπλεξ της θεαματικότητας – θα ομολογούσε αργότερα στις συνεντεύξεις του – το έχω περάσει από την αρχή, όταν ξεκινούσα στην τηλεόραση. Διότι πριν από τριάντα χρόνια έκανα θεαματικότητες που σταμάταγε η κυκλοφορία. Τώρα γελάω με αυτά. Δηλαδή, πώς να μιλήσω για θεαματικότητα μετά τον “Παράξενο Ταξιδιώτη” και τον “Άγνωστο Πόλεμο”; Όταν σταμάταγε η κυκλοφορία σε όλη την Ελλάδα… τι να πω τώρα για θεαματικότητα, είναι γελοίο πλέον, κατάλαβες;».
Κι ωστόσο, όταν έλεγε πως ”κάνω τηλεόραση για τo λαό και όχι για την AGB”, δεν το έκανε από έπαρση. Βαθιά, μέσα του, ο ”αιώνιος ρομαντικός” της αριστεράς, Κώστας Κουτσομύτης πίστευε και διαλαλούσε σε όλους τους τόνους πως ο πολιτισμός είναι επανάσταση. Πως ένας – μορφωμένος – άνθρωπος μπορεί, ίσως, να σώσει τον κόσμο.
”Τι κάνει τον πολιτισμό; Η παιδεία, η ποιότητα ζωής», δήλωνε στο ”Βήμα”. ”Δεν βλέπω τίποτα ν’ αλλάζει. Η παιδεία παραπαίει, η ποιότητα ζωής γίνεται χειρότερη. Το τσιμέντο και το κιτσαριό έχει πνίξει τις μεγαλουπόλεις. Το μόνο που υπάρχει είναι οι ατομικές εξάρσεις. Το ότι έγινε το Μέγαρο Μουσικής ήταν ατομική έξαρση. Τέτοια πρέπει να γίνουν, στη Θεσσαλονίκη, σε άλλες πόλεις. Να μπει η μουσική, το θέατρο, ο κινηματογράφος στην παιδεία. Ο πολίτης θα γίνει καλύτερος όταν διδαχθεί να διαβάζει την εικόνα. Σήμερα περισσότερο βλέπει εικόνα παρά διαβάζει. Από τον συρφετό των εικόνων που δείχνουν στο παιδί, το σχολειό πρέπει να το μάθει να διαλέγει το καλό από το κακό. Πώς θα το κάνει όμως όταν είναι αναλφάβητο της εικόνας; Συνηθίζει σε ό,τι του δίνουν. Βλέπει μια πλαστή κοινωνία της οποίας επιδιώκει να γίνει μέλος. Αποτέλεσμα; Βγαίνουν άνεργοι γιατί δεν ξέρουν ποιες είναι οι πραγματικές ανάγκες. Για ποιο πολιτισμό να μιλήσουμε, όταν ένας νέος θέλει να δουλέψει και δεν του επιτρέπεται; Για μένα αυτή είναι η μεγαλύτερη κατάντια μιας κοινωνίας και μιας πολιτείας”,
Ναι, ήταν αριστερός – μάλιστα ο ”Κλοιός”, η μοναδική μεγάλου μήκους ταινία του, που τιμήθηκε με τέσσερα βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1987, βραβείο καλύτερου σεναρίου, ήχου
βραβείο ερμηνείας για τους έξι νέους πρωταγωνιστές και εθνικό βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας, είχε θέμα, δανεισμένο από την μεγάλη δεξαμενή της αριστερής μυθολογίας. Κυρίως, όμως ήταν καλλιτέχνης. Άνθρωπος με αισθητική. Παθιασμένος, τελειομανής στην αναπαράσταση της αλήθειας, της λεπτομέρειας. Ερωτευμένος με την ιδέα, τα χρώματα, την ποίηση που πρέπει να «εκπέμπει» κάθε εικόνα, τους ηθοποιούς του.
Οι οντισιόν του ήταν ολοήμερες, εξαντλητικές. Έψαχνε με μανία ”έξυπνους ηθοποιούς”, ανήσυχους, πεινασμένους να εξελιχτούν. Από όλους τους χώρους. Την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη την ”ανακάλυψε”στο θέατρο. Τον ιδανικό του ”Λούη” στα ”Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά” τον έψαχνε σχεδόν έναν χρόνο. Μάλιστα, κάποια στιγμή είχε απογοητευτεί και είπε στον συγγραφέα Κώστα Μουρσελά: ”Κώστα, δεν βλέπω να μπορώ να το κάνω”. Συμπτωματικά είδε τον Γιώργο Νινιό – παντελώς άγνωστο τότε – σε μία ταινία μικρού μήκους στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Και αμέσως τον ”αναγνώρισε”.
Όσοι πέρασαν από τα ”χέρια” του, από την νέα και την παλιά φουρνιά των ταλαντούχων – η Πέγκι Τρικαλιώτη, η Φιλαρέτη Κομνηνού, ο Άγγελος Αντωνόπουλος, ο Γρηγόρης Βαλτινός,κ.α – κάνουν λόγο για έναν άνθρωπο γλυκό, προσηνή, μειλίχιο. ”Θέλω να έχω ερωτική σχέση με τους συνεργάτες μου. Ο έρωτας είναι πολιτισμός. Ένα λουλούδι, ένα χαμόγελο, ένα καλό φαγητό, μια καλή παρέα, η φιλία είναι έρωτας. Είναι όμορφο να είσαι με ανθρώπους που εκτιμάς, μιλάς, τσακώνεσαι, προβληματίζεσαι” είχε πει σε συνέντευξή του στο «Βήμα» και την Τίνα Πολίτη,το 1998.
Ήθελε πάντα να κάνει κι άλλα, να κάνει πολλά, Ανυπομονούσε για το παραπέρα, το επόμενο έργο, το επόμενο πλάνο. ”Τι θα πει επιτυχία; Εγώ προσωπικά δεν θεωρώ ότι έχω κάνει επιτυχία, αφού ουσιαστικά δεν έχω πραγματοποιήσει ούτε το 10% όσων επιθυμώ, δηλαδή δεν έχω κάνει σχεδόν τίποτα. Εγώ εκφράζομαι με εικόνες και προσπαθώ να είμαι έντιμος σε αυτό που κάνω. Βλέπω κάτι ηλίθιους ηθοποιούς που ικανοποιούνται με ένα εξώφυλλο και θεωρούν τους εαυτούς τους επιτυχημένους. Μα αν πιστέψεις ότι έφθασες στην επιτυχία, στο απόλυτο, τότε παύεις να δημιουργείς”.
Μες στη ζωή του χώρεσε και ο αληθινός έρωτας. Έκανε δυό γάμους, απέκτησε έναν γιό, τον Γιάννη Κουτσομύτη – σκηνοθέτη επίσης, παραγωγό, δεξί του χέρι στις μεγάλες του τηλεοπτικές επιτυχίες. Τα τελευταία χρόνια, ζούσε στο σπίτι του, στη Ραφήνα, πάνω στο βουνό, παρέα με τη γυναίκα του Ρένα και τα σκυλιά του. Η τελευταία του εμφάνιση, ήταν σε μια εκπομπή για τα πενηντάχρονα της ΕΡΤ. Πρόσφατα, συνέγραψε – μαζί με τον γιατρό και προσωπικό του φίλο Βαγγέλη Μαυρουδή – το βιβλίο ”Το κόκκινο τανγκό” (σ.σ. ένα έργο εμπνευσμένο από τη ζωή του Νίκου Ζαχαριάδη, που παρακολουθεί την πορεία του ηγέτη της αριστεράς από τη διθυραμβική επιστροφή του από το Νταχάου μέχρι τη μοναχική και απέλπιδα αυτοκτονία του στη Σιβηρία), το οποίο θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις ”Κέδρος”. Δυστυχώς, δεν κατάφερε να το δει ολοκληρωμένο, δεμένο, να το πάρει στα χέρια του, να μυρίσει το χαρτί του. Αλλά ίσως και να μην τον ένοιαζε τόσο.
”Αυτό που θέλω πάνω από όλα, – έλεγε – είναι να έχω το μυαλό και την υγεία μου και να πεθάνω στο πλατό. Θα ήθελα να δημιουργώ μέχρι την τελευταία στιγμή. Από την άλλη λέω στον εαυτό μου “θα κάνεις αυτές τις ταινίες”. Και μετά βλέπω και άλλα πράγματα που με κεντρίζουν και τελικά δεν τελειώνει ποτέ και λέω κάποιες στιγμές πως ίσως, πάνω από όλα, αυτό που μετράει είναι να είμαστε ερωτικοί άνθρωποι”.
Αντίο κύριε Κώστα Κουτσομύτη. Ευχαριστούμε για τον έρωτα. Τα αισθήματα. Την ποίηση.