Ο Γιάννης Δρυμωνάκος αποδεικνύει πως όταν θες μπορείς τα απίστευτα
- 10 ΣΕΠ 2015
"Με παίρνεις σε λίγο, γιατί είμαι σε μια δουλειά;" μου είπε ο Γιάννης Δρυμωνάκος, στην πρώτη μου απόπειρα να τον προσεγγίσω για συνέντευξη. Αρκετά "κοφτός", ομολογώ ότι μάλλον με τρόμαξε λίγο και μου άφησε την εντύπωση ότι φυσικά και θα κανονίζαμε, αλλά μάλλον δε θα ήταν τόσο ευχάριστη η εμπειρία.
Το πρώτο μου τρομαγμένο και υπερβολικό “ωχ”, όμως, ήταν το μοναδικό. Ευτυχώς, διαψεύστηκα και ο πρωταθλητής κολύμβησης αποδείχτηκε μια εξαιρετική παρέα και ένας άντρας που έχει να πει πολλά και κυρίως να δώσει μαθήματα. Όχι μόνο αθλητισμού, αλλά και ζωής.
Καθίσαμε σε ένα καφέ στον Χολαργό και πήρε χυμό. “Έχω ήδη πιει τρεις καφέδες” μου είπε χαμογελώντας. Γενικά, από τότε που γύρισε στις πισίνες κυνηγώντας χρόνους, προσπαθεί να προσέχει. “Συγκριτικά με παλιότερα, έχω αλλάξει διατροφή, συνήθειες και η προπόνηση έχει βελτιωθεί σε θέματα που είχαν μείνει πίσω” σημειώνει.
“Θεωρούμαι μεγάλος για κολυμβητής. Είμαι 31 και η καλύτερη ηλικία θεωρητικά είναι από 21-22 μέχρι 26-27” μου λέει, παραδεχόμενος ουσιαστικά ότι στο Ρίο θα είναι…παππούς.
Γιατί, ναι. Ο Γιάννης Δρυμωνάκος δε στέκεται στα μετάλλια που έχει πάρει κολυμπώντας από τα 16. Έχει κλείσει χρόνια τώρα την παρένθεση της υπόθεσης ντόπινγκ. Άλλαξε γνώμη για την απόσυρση που είχε αποφασίσει λόγω οικονομικών δυσκολιών. Και είναι εδώ, διεκδικώντας μια συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016 και μια θέση στους πιο πεισματάρηδες του χώρου του, θα πω εγώ.
Στις πισίνες από τα 5, λόγω μιας… γυναίκας
Προφανώς δε θα πάλευε τόσο, με αντιξοότητες, “κλισέ” αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό, αν δεν αγαπούσε το νερό και το κολύμπι. Είναι μια σχέση που ξεκίνησε να χτίζεται, όταν εκείνος ήταν σε πολύ μικρή ηλικία.
Πίσω από την πρώτη του βουτιά στην πισίνα “κρύβονται” οι γονείς του, που έψαχναν για τα παιδιά τους, μια καλή γυμναστική δραστηριότητα. Βρίσκεται επίσης και ο… Μαρκ Σπιτς. Η μητέρα του Γιάννη, ήταν θαυμάστρια του γοητευτικού κολυμβητή και ήταν ένας παραπάνω λόγος να γράψει τους γιους της, στο κολυμβητήριο.
“Μπήκα στα 5 και μετά δεν ξαναβγήκα. Μέχρι τα 12 ήμουν πολύ μέτριος. Μου άρεσε να πηγαίνω, να βρίσκω τους φίλους μου” θυμάται ο Γιάννης. Άρχισε να βελτιώνεται σταδιακά. Όπως μου λέει, μπορεί και η δυσλεξία του να έπαιξε ρόλο. “Δε ξέρω, δεν είμαι ψυχολόγος” σημειώνει αλλά ίσως ήταν αυτό που τον οδήγησε στο να είναι κάπου καλός, αφού δε μπορούσε στο σχολείο.
“Στα 16 άρχισα να πηγαίνω καλά σε αγώνες και έτσι ήρθε το Σίδνεϊ” θυμάται. Ήταν ο νεότερος της αποστολής τότε. Κι όσο υπέροχο κι αν είναι γενικά, ένας αθλητής να πηγαίνει σε Ολυμπιακούς Αγώνες, μάλλον εκείνος δεν είχε συνειδητοποιήσει τι γινόταν.
“Με έπαιρναν οι φίλοι μου, που ήταν διακοπές και ήθελα να γυρίσω Αθήνα. Ήμουν δευτέρα Λυκείου και είχα μπει σε εντατική προπόνηση. Με έπιαναν τα ψυχολογικά μου” παραδέχεται.
Όλα άλλαξαν, όταν ξεκίνησαν οι Αγώνες, όμως. “Μετά την τελετή έναρξης, αποφάσισα να το κάνω πιο σοβαρά, πιο σωστά. Όταν έβλεπα μεγάλα ονόματα να κερδίζουν μέσα στην Αυστραλία, να τους χειροκροτά τόσος κόσμος, δε γινόταν να μην το αποφασίσω” σημειώνει.
Μετά, το ένα έφερε το άλλο κάπως… αυτόματα. “Ήμουν από τους τυχερούς. Τον πρωταθλητισμό δεν τον διάλεξα, με διάλεξε” αναφέρει. Από τα 16 μέχρι σήμερα, μετράει πολλά χρόνια πειθαρχίας και στερήσεων.
Το πιο δύσκολο κομμάτι στις προετοιμασίες του, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, είναι το πολύ πρωινό ξύπνημα και οι προπονήσεις στο κρύο. “Έχω ζήσει να χιονίζει, να έχει θερμοκρασία -3 βαθμούς Κελσίου και εγώ να κάνω προπόνηση 6 το πρωί. Ήθελα να μπω στο αμάξι και να γυρίσω στο πάπλωμα” μου λέει. Γενικα πάντως, δε θεωρεί ότι πέρασε δύσκολα.
Δεν είχα άγχος. Κάθε μου αγώνας ήταν και μια γιορτή.
“Ήμουν ένας κολυμβητής που δεν τα έκανα και όλα όπως μου τα έλεγαν. Και στο φαγητό ξέφευγα και στα ξενύχτια. Ήμουν νορμάλ” λέει αν και παραδέχεται ότι τα ταξίδια τον κούραζαν.
“Από το 2005 μέχρι το 2010 ήμουν… πιλότος. Ταξίδευα συνέχεια, για προετοιμασία και αγώνες” θυμάται, αναφερόμενος σε μια περίοδο που σημείωνε νέα προσωπικά ρεκόρ και συνέχιζε με επιτυχίες σε Ευρωπαϊκό επίπεδο και παγκόσμιο. Το 2008, κατέκτησε την κορυφή και έγινε ο γρηγορότερος Ευρωπαίος στην ιστορία των 200 μ. πεταλούδα.
Η παρένθεση
Ήταν, όμως, την ίδια χρονιά που το όνομα του ακούστηκε στην τηλεόραση και όχι για καλό του. Υπόθεση ντόπινγκ, τον έκανε “περιζήτητο” στους δημοσιογράφους και ο ίδιος έφυγε για λίγες μέρες, εκτός της Ελλάδας και συγκεκριμένα στην Αμερική. Είχε βρεθεί θετικός σε απαγορευμένη ουσία και τιμωρήθηκε αγωνιστικά για δύο χρόνια.
“Θα πήγαινα έτσι και αλλιώς Αμερική, για την αποφοίτηση του ξαδέρφου μου. Απλά, τελικά έμεινα περισσότερες μέρες. Δεν ήξερα ούτε πως να το χειριστώ, ούτε πως θα με επηρέαζε ψυχολογικά το κυνήγι των δημοσιογράφων” θυμάται.
“Όλο αυτό που έγινε, είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε έναν αθλητή. Θα έκανα τα πάντα να αποτρέψω έναν αθλητή που θεωρεί ότι ο εύκολος δρόμος είναι αυτός που οδηγεί στην επιτυχία” αναφέρει.
Στην κουβέντα επάνω, δείχνει τη δυσαρέσκεια του για το ότι τα Μέσα, δεν έκαναν τόσο “θόρυβο” στις επιτυχίες του. Αλλά, επίσης, και για όσους θυμούνται αυτή την υπόθεση, αγνοώντας το πόσα πράγματα έχει πετύχει πριν και μετά από αυτή.
Η κουβέντα μας πήγε στο ότι γενικά έχουμε γίνει καχύποπτοι, με τους χρόνους που συνεχώς βελτιώνονται. Με τα ρεκόρ. “Είναι άδικο να λένε για κάθε αθλητή που φέρνει επιτυχίες, ότι παίρνει απαγορευμένες ουσίες” μου απαντάει. “Είναι η λογική των loosers. Α, αυτός πετυχαίνει γιατί έχει πάρει ή εκείνος πάει καλά γιατί έχει μέσο”, συμπληρώνει.
Όσο μου μιλάει για αυτή την υπόθεση, σκέφτομαι για ακόμα μια φορά, πόσο θάρρος θέλει και δύναμη για να τα αφήσει όλα πίσω και να συνεχίσει. Να είναι εδώ, απέναντι μου και να μιλάμε για Ολυμπιακούς Αγώνες, κόντρα σε όλους όσους αμφισβήτησαν την αξία του και σε άλλους που τον κατασπάραξαν και τον έβαλαν απλά κάτω από μια ενότητα “ντόπινγκ”.
Του το λέω, ότι ο βασικός λόγος που ήθελα να κάνουμε αυτή τη συνέντευξη ήταν ότι συνεχίζει, παρά αυτή την ιστορία. Γελάει ευγενικά και μου εξηγεί ότι για τον ίδιο δεν είναι τίποτα περίεργο, όσο και αν πολλοί απορούν για τη ψυχοσύνθεση ενός αθλητή μετά από μια τέτοια διαδικασία. Μου λέει ότι το έχει αφήσει πίσω του, σαν μια κακή παρένθεση. “Ήξερα ότι μπορώ να ξαναφτάσω εκεί που ήμουν και πως ότι είχα καταφέρει δεν ήταν λόγω ουσιών. Οπότε πήγαν όλα καλά. Ήταν μια κακή παρένθεση στην όλη πορεία” αναφέρει.
Δικαίωση με αποχωρισμό
Ο Γιάννης, δικαιώθηκε στο δικαστήριο τότε, σχετικά με το ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να προμηθευτεί την ουσία η οποία εντοπίστηκε στο δείγμα του. Αλλά όταν αναφέρθηκα σε αυτό, δε στάθηκε στα δικαστήρια.
Δικαιώθηκα επειδή επανήρθα. Δικαιώθηκα σαν αθλητής. Αλλάζοντας τα πάντα όταν ξεκίνησα πάλι.
Και δεν έχει άδικο να μιλά για δικαίωση. Έχουν περάσει περίπου 8 χρόνια και κολυμπά ακόμα, στοχεύοντας σε Ολυμπιακούς αγώνες. “Θεωρώ μεγάλη τιμή για έναν αθλητή να συμμετέχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αναγνωρίζονται αθλητές που δεν ασχολούνται μόνο με το μπάσκετ ή το ποδόσφαιρο” αναφέρει.
Από την επαναφορά του και μετά, μόνο… συνταξιούχο της κολύμβησης δε μπορεί να τον πει κανείς. Το 2010 πήρε το πρώτο του μετάλλιο μετά την τιμωρία. Τρίτη θέση στο ευρωπαϊκό της Βουδαπέστης, στα 200 μ. πεταλούδα. Το 2011, τρίτος σε μίτινγκ της Ρώμης. Πήγαινε καλά, αλλά ο ίδιος αποφάσισε να σταματήσει.
“Ήταν η πρώτη φορά που είχα άγχος. Στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου και κυρίως για συναισθηματικούς λόγους. Σταματούσα τον πρωταθλητισμό, συνειδητά. Τα έξοδα ήταν περισσότερα από τα έσοδα” θυμάται.
Όταν του ζητάω να μου πει αν τελικά πρέπει να είσαι πλούσιος για να ασχολείσαι με αθλήματα που δεν είναι τόσο δημοφιλή, απαντάει καταφατικά. “Πρέπει να εχεις backround που να σε στηρίζει συνέχεια. Η 5η θέση στο κοσμο έχει 0 ευρώ, αν θες να σου δώσω ένα παράδειγμα”, αναφέρει.
“Ήμουν αποφασισμένος. Μη βλέπεις που με ξελόγιασαν και μπήκα πάλι στο τριπάκι” μου λέει. Ένας άνθρωπος συγκεκριμένα τον έπεισε να μην τα παρατήσει. Κατάλαβα ότι δε θέλει να μου πει πολλές λεπτομέρειες, όνομα κλπ.
“Είναι ένας φίλος, συναθλητής. Αρχίσαμε να βγαίνουμε, να κάνουμε παρέα. Όταν κατάλαβε ότι ο λόγος που σταμάτησα δεν ήταν γιατί κουράστηκα, βαρέθηκα κλπ αλλά οικονομικός, το θεώρησε άδικο. Θεώρησε άδικο προς τα ελληνικά χρώματα, προς ένα παιδί που ακόμα το έχει, να σταματάει γιατί πρέπει να σταθεί οικονομικά στα πόδια του” αναφέρει.
Αυτός ο άνθρωπος τον στηρίζει, λοιπόν, ως προς το οικονομικό κομμάτι. Με λίγα λόγια, μπορεί στην πισίνα να είναι μόνος του, αλλά εκτός αυτής, έχει μια ομάδα την οποία πιστεύει πολύ. “Είναι άνθρωποι που δεν είχα, ούτε στο κομμάτι της διαφήμισης, ούτε στο οικονομικό, ούτε σε πρακτικό επίπεδο. Το ότι μπορώ να τους έχω δίπλα μου είναι πολύ σημαντικό” παραδέχεται.
Με αυτή την ομάδα, κατάφερε πριν λίγο καιρό, να περάσει τον Μάικλ Φελπς στον τελικό των 200μ. πεταλούδα. Σε λίγο διάστημα από τώρα, πιστεύει ότι θα κατοχυρώσει τον χρόνο που θα του δώσει το εισιτήριο για Βραζιλία.
Kι από ζωή;
Η συζήτηση μας, είχε πάρα πολλή ώρα μετάλλια, προπονήσεις κλπ αλλά κάπου “έχανα” την άλλη ζωή. Αυτή που δεν κυλάει μέσα σε πισίνες, σε στόχους χρόνου και πρωταθλητισμό. Προς μικρή μου έκπληξη, διαπίστωσα ότι η πισίνα και η θάλασσα είναι η ζωή του Γιάννη Δρυμωνάκου. Σε όλη μας την κουβέντα, ένιωθα σχεδόν δίπλα στο κύμα. Μέχρι και αλάτι μπορεί να μου φάνηκε ότι μύρισα.
Όταν δεν προπονείται, είναι δάσκαλος στο Okeanos Sport Center στο Πικέρμι και στο σχολείο Saint Catherine. “Στα 28, όταν αποφάσισα να σταματήσω τους αγώνες, ξεκίνησα δουλειά στο Sport Center και μετά να δουλεύω ως δάσκαλος σε σχολεία” σημειώνει.
Μου λέει ότι τα παιδιά που κάνει μάθημα είναι δημοτικού και αμέσως γουρλώνω τα μάτια, στον θόρυβο που φαντάζομαι ότι φτάνει καθημερινά στα αυτιά του. Γελάει και εκείνος, αλλά παραδέχεται πως όσο δύσκολο είναι, άλλα τόσο είναι και διασκεδαστικό.
“Μέχρι μια ηλικία το κολύμπι πρέπει να είναι παιχνίδι και στο μάθημα μου κοιτάω τα παιδιά να μάθουν παίζοντας” εξηγεί. Μιλώντας για παιδιά, τον ρωτάω ποιο ήταν το όνειρο του, τι ήθελε να γίνει όταν ήταν μικρότερος; Η απάντηση, πάλι έχει να κάνει με το υγρό στοιχείο.
Ήθελα να ασχοληθώ με τη θαλάσσια βιολογία, κάτι που τελικά σπούδασε ο αδερφός μου. Ήθελα να μελετήσω τα θηλαστικά, τα δελφίνια, τις φώκιες, τις χελώνες. Έχω μεγάλη τρέλα.
Μου αποκαλύπτει ότι τα καλοκαίρια, περιμένει ώρες απλά να σταθεί σε σημείο που κολυμπάνε δελφίνια. Να βουτήξει στα ίδια νερά, να τα χαζέψει πως κινούνται ή πως κάνουν κόλπα.
Κάτι κοντά στο επαγγελματικό του όνειρο, που οι συγκυρίες το άφησαν ανεκπλήρωτο. Είχε μια πρόταση με υποτροφία από Πανεπιστήμιο της Αμερικής, για αυτό το πεδίο, όμως είπε όχι. “Αν έφευγα στα 18-19, θα το έκανα. Δεν είχα πρόβλημα να φύγω γιατί θα έκανα κάτι που μου άρεσε πολύ. Αλλά ήταν 2002 τότε που έγινε η πρόταση, δηλαδή δύο χρόνια πριν την Ολυμπιάδα στην Αθήνα. Ήθελα να κάνω σωστή προετοιμασία. Και έτσι δεν πήγα”, εξηγεί.
Σήμερα, δε θα έφευγε εύκολα από την Ελλάδα. “Τώρα στα capital controls, ήμουν Ουγγαρία για αγώνες. Όταν γύρισα, με έπιασε πανικός. Ήμουν έτοιμος να στείλω mails να φύγω για εξωτερικό. Πασχίζω από μικρός, παλεύω, για να ζω όλα αυτά; Αλλά την αγαπώ αυτή τη χώρα. Δεν κρύβομαι, δύσκολα θα έφευγα. Πρέπει να φτάσω στο αμήν για να πω φεύγω. Βέβαια, δε ξέρω πόσο γρήγορα θα με φτάσουν στο αμήν”, σημειώνει χαρακτηριστικά.
Γενικά ενημερώνεται, αλλά τελευταία το αποφεύγει. “Μετά τις αρχές Αυγούστου σταμάτησα, δεν μπορώ. Είμαι πολύ σταθερός σαν άνθρωπος” μου λέει και όλο αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα, τον αποσυντονίζει.
Προτιμάει να πηγαίνει για kite. “Μου αρέσει όποιο σπορ έχει αδρεναλίνη. Πάντα με εξιτάρει πιο πολύ να πάω ένα τριήμερο να κάνω snowboard παρά να μου πεις πήγαινε σε κλαμπ ή σε μπουζούκια”.
Το kite surfing μου αρέσει ακόμα περισσότερο από το κολύμπι!
Το ύψος του, 1.90, δεν τον ευνοεί για πολλά κόλπα ή… πρωταθλητισμό στο kite, αλλά ο ίδιος κάνει με κάθε ευκαιρία. Έχει σπάσει τα πλευρά του στο wakeboard και το πόδι του στο kitesurf. “Όποτε έχω χρόνο ακολουθώ τον αέρα. Και τώρα. Παρ’ όλο που είμαι σε προετοιμασία, αν μπορέσω το Σαββατοκύριακο θα φύγω, μου έχει λείψει” λέει χαρακτηριστικά.
Όσο μιλάμε για πράγματα που δεν αφορούν την κολύμβηση, παρατηρώ ότι το κινητό του δεν το έχει πάνω στο τραπέζι. “Δεν είμαι κολλημένος, το χρησιμοποιώ ως τηλέφωνο” μου απαντάει όταν τον ρωτάω.
Δεν του αρέσει αυτή η εμμονή με τα κινητά. Ούτε στους άντρες, ούτε στις γυναίκες, παραδέχεται. Στις γυναίκες γενικότερα, του αρέσει το απλό, να είναι ο εαυτός τους. Όταν τον ρωτάω για θαυμάστριες, δε μοιράζεται κάποιο περίεργο περιστατικό.
“Έχει τύχει να με φέρουν σε αμηχανία, αλλά δε θεωρώ ότι γίνεται χαμός. Είμαι λίγο κλειστός σε αυτά και πιο πολύ ντροπαλός οπότε μαζεύομαι αμέσως εγώ”, προσθέτει.
Θαυμάζει τις δραστήριες γυναίκες. Θαυμάζει τη μητέρα του, επειδή τα βγάζει πέρα με εκείνον, μου λέει προσθέτοντας χαρακτηριστικά: “είμαι δύσκολο παιδί”. Γενικά, θαυμάζει όλες τις γυναίκες που μπορούν και συνδυάζουν πολλά πράγματα ταυτόχρονα.
Η Μαρίνα Κουταρέλλη, είναι από αυτές, σημειώνει παίρνοντας την ευκαιρία να αναφερθεί στο Spetses Mini Marathon. Αυτή η διοργάνωση πλησιάζει και ο ίδιος, προετοιμάζει άτομα που θέλουν να αναμετρηθούν με τις δυνάμεις τους, κολυμπώντας Σπέτσες- Κόστα.
“Ο καθένας είναι ήρωας για τα δικά του θέλω. Το σώμα έχει πολλές δυνατότητες. Πολλοί Έλληνες έχουν επιλέξει να μην αλλάζουν τη ρουτίνα τους. Άλλοι όχι. Είναι πιο εύκολο να πιεις μπύρα από το να μπεις σε προετοιμασία για μαραθώνιο” σημειώνει.
Ας μιλήσουμε για μέλλον
Έχοντας μιλήσει για όλα, η κουβέντα μας δε μπορούσε να κλείσει με τίποτα άλλο πέρα από το “μέλλον”.
“Το ανεκπλήρωτο όνειρο είναι να φτάσω τελικό. Δεν τα έχω καταφέρει σε Ολυμπιάδα. Αν τα καταφέρω και μπω, η λογική μετά είναι ότι όλα παίζονται” αναφέρει, με το βλέμμα στους Ολυμπιακούς του Ρίο.
Αργότερα και αφού αποχωρήσει από την… ενεργό δράση, θα χαρεί να βοηθήσει αν μπορεί με κάποιο τρόπο, στο κομμάτι ενημέρωσης για το ντόμπινγκ. Επίσης, σίγουρα θα τρέχει πολύ και ίσως να έχει δική του οικογένεια. Δεν αισθάνεται πίεση, αλλά δε θέλει να φτάσει 40 χρονών για να κάνει παιδιά.
Σε κάθε περίπτωση, ένα είναι σίγουρο. Το κολύμπι θα είναι στη ζωή του. “Νομίζω ότι θα κολυμπάω μια ζωή. Όχι όπως τώρα, αλλά τη βουτιά μου θα την κάνω. Είναι κάτι που ταιριάζει στη φιλοσοφία μου και εμένα. Ξεχνάω τα πάντα όταν μπαίνω στο νερό”.