WOMEN TODAY

Khalida Popal: Η ιστορία της σχεδιάστριας της πρώτης αθλητικής χιτζάμπ

Η Khalida Popal ρίσκαρε τη ζωή της, για να αποκτήσει το δικαίωμα στις επιλογές της. Στα 16 εγκατέλειψε οικογένεια και φίλους, προκειμένου να γλιτώσει από τους Ταλιμπάν. Το έγκλημα της ήταν πως ήθελε να αθληθεί σε μια χώρα, στην οποία οι γυναίκες δεν μπορούν να 'χουν αξιώσεις. Αυτό είναι κάτι που προσπαθεί να αλλάξει η σχεδιάστρια της πρώτης αθλητικής χιτζάμπ, η οποία στα 29 δηλώνει πως ''αν δεν με σταμάτησαν στη χώρα μου, προφανώς και δεν θα με σταματήσει ο Trump''.

Από την Ανδρονίκη Μπάκουλη

Το 2004 ήταν που οι Ταλιμπάν αφαίρεσαν από τις γυναίκες το δικαίωμα να ασχολούνται με τον αθλητισμό. Αφαίρεσαν και αυτό της παρουσίας σε αγώνες, ως θεατές, στις εξέδρες. Στην Καμπούλ χρησιμοποιούσαν το γήπεδο, για τις δημόσιες εκτελέσεις. Η Khalida ήταν 16 χρόνων και έπαιζε ποδόσφαιρο, άθλημα που έμαθε από την -γυμνάστρια- μητέρα της, η οποία είχε μεταδώσει στην κόρη της τη φιλοσοφία πως τα σπορ δεν ήταν μόνο για διασκέδαση, αλλά μπορούν να προσφέρουν δύναμη και κίνητρα.

Με την αλλαγή των δεδομένων, το 2004, συνήθιζε να συναντά τις φίλες της και συμπαίκτριές της, σε ένα απομονωμένο γήπεδο, κρυμμένο πίσω από ψηλούς τοίχους. Υπήρχε μόνο ένας κανόνας: να μην κάνουν φασαρία, ώστε να μη γίνουν αντιληπτές. Αν τις έπιαναν να αθλούνται, η τιμωρία ήταν ο λιθοβολισμός. Σιγά σιγά αυξάνονταν τα κορίτσια που εμφανίζονταν στις προπονήσεις. Στις προσθήκες ήταν και πολλές νεαρές γυναίκες που δεν είχαν όνειρο να παίξουν ποδόσφαιρο, αλλά απολάμβαναν την ηρεμία που τους πρόσφερε η απόδραση από την  πραγματικότητα. Κάποια στιγμή, η ομάδα αυτή ένιωσε αρκετά δυνατή, ώστε να διεκδικήσει το δικαίωμα της, με μια προπόνηση σε ανοιχτό γήπεδο.

Η αντίδραση των Ταλιμπάν ήταν άμεση και άκρως επιθετική. Εκπρόσωποι από τη βάση του ΝΑΤΟ ήταν μάρτυρες στο συμβάν και για να σώσουν τα κορίτσια, πρότειναν να γίνονται οι προπονήσεις στο δικό τους γήπεδο. Αρκεί να εγκατέλειπαν όταν προσγειωνόταν ελικόπτερο.

Η Popal έγινε το πρόσωπο της εθνικής ομάδας του Αφγανιστάν, κάτι που σε άλλες χώρες είναι τιμή. Στη δική της είχε ως συνέπεια να δεχθεί ουκ ολίγες απειλές για τη ζωή της.

Aντί για το όνομα της, άκουγε από όποιον περνούσε δίπλα της ”σκύλα”, ”πόρνη”, διότι -λέει- διακύβευε την τιμή της οικογένειας της και της κουλτούρας του έθνους. Μαζί με το περιβραχιόνιο ήταν σαν να την έδωσαν έναν στόχο να βάλει στην πλάτη της. Της πετούσαν σκουπίδια στο δρόμο και οι απειλές δολοφονίας επεκτάθηκαν στους οικείους της.

Όπως εξήγησε στην Guardian ”το πρόβλημα μου δεν ήταν οι Ταλιμπάν που είχαν όπλο στα χέρια, αλλά αυτοί με τη γραβάτα και το κοστούμι, όσοι είχαν τη νοοτροπία των Ταλιμπάν και ήταν ενάντια των γυναικών”. Μια μέρα, τον Απρίλιο του 2010, κατάλαβε πως η μόνη επιλογή που είχε, ήταν να φύγει ”διαφορετικά θα με δολοφονούσαν”. Δεν το είπε σε κανέναν ”μόνον στους γονείς μου”, δεν ήξερε τι να βάλει στη βαλίτσα (”πήρα τα ρούχα μου, laptop και μια φωτογραφία της ομάδας”) και εξαφανίστηκε.

 

”Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτήν την ημέρα. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Έπρεπε να τα αφήσω όλα πίσω, για να σώσω τη ζωή μου. Δεν είχα την ευκαιρία να πω αντίο στην οικογένεια μου ή τις συμπαίκτριες μου. Δεν τους είχα πει τι τραβάω, γιατί δεν ήθελα να φοβηθούν και να εγκαταλείψουν”.

Για δυο μήνες ζούσε σε καταφύγια και κατευθυνόταν προς τα σύνορα με το Πακιστάν και την Ινδία. Ομολογεί πως η απόδρασή της αφορούσε και ανθρώπους που ρίσκαραν τη ζωή τους, για να σωθεί εκείνη. Όταν έφτασε στην Ινδία έκανε αίτηση για άσυλο στη Δανία, με τη βοήθεια της Hummel, εταιρία αθλητικού εξοπλισμού της χώρας. Το αίτημα έγινε αποδεκτό και μετακόμισε σε κέντρο φιλοξενίας. Τότε ήταν που το μυαλό της γέμισε με τις εικόνες και τα συναισθήματα του ταξιδιού της.

Ήταν η χειρότερη περίοδος της ζωής μου. Έπαθα κατάθλιψη, δεν μιλούσα σε άνθρωπο και στα όνειρα μου έβλεπα πως κάποιος ερχόταν να με δολοφονήσει. Κάθε μέρα σκεφτόμουν πως δεν ρίσκαρα τα πάντα, για να ζω σε ένα κουτί.

Αναρωτιόταν ποιο μπορεί να είναι το μέλλον της, βλέποντας πολλούς ανθρώπους να περιμένουν για χρόνια να πάρουν χαρτιά νόμιμης διαμονής. Με τη συμπλήρωση ενός χρόνου τη δέχθηκε το κράτος. Πριν ένα χρόνο, κάλεσε κοντά της τους γονείς της ”οι οποίοι υπέφεραν, εξαιτίας της δικής μου απόφασης να φύγω”. Τους σύστησε αμέσως την οικογένεια που την έσωσε, με τις συχνές επισκέψεις της στο κέντρο διαμονής. Ήταν οι άνθρωποι που την έκαναν να νιώσει ασφαλής, να αισθανθεί πως υπάρχουν κάποιοι που τη θέλουν, που την αγαπούν. Σημείωση: είχε δοκιμάσει να παίξει ποδόσφαιρο στην τοπική ομάδα, αλλά υπέστη τραυματισμό στο γόνατο, από αυτούς που ”τελειώνουν” καριέρες.

Ζήτησε τη βοήθεια ειδικού, πήρε αντικαταθλιπτικά χάπια και κάποια στιγμή συμβιβάστηκε με τα νέα δεδομένα της ζωής της. Από τις πρώτες αποφάσεις ήταν να ενοικιάσει ένα διαμέρισμα, κοντά στην οικογένεια που τη βοήθησε και να ”χτίσει” εκ νέου τη ζωή της.  Άρχισε να αθλείται, δούλευε με άλλες γυναίκες στο κέντρο διαμονής και τις ενθάρρυνε να γυμναστούν, για να νιώσουν καλύτερα, αλλά και για να σκεφτούν κάτι διαφορετικό από τη δύσκολη καθημερινότητα και τον πόνο.

Από τη στιγμή που δεν με σταμάτησαν οι Ταλιμπάν, δεν θα με σταματήσουν εκατό Trump.

”Ακόμα και όταν ήμουν άρρωστη, έβλεπα γυναίκες που ήταν σε χειρότερη κατάσταση από εμένα και ήθελα να τις βοηθήσω. Πηγαίναμε για βόλτες και τους ζητούσα να κλοτσήσουν την μπάλα που είχα μαζί μου”. Έπειτα από λίγη ώρα, έβλεπε το χαμόγελο στα χείλη τους και ένιωθε να κερδίζει ζωή. Κάπως έτσι, της ήλθε η ιδέα να δημιουργήσει τη δική της οργάνωση, με το όνομα Girl Power: βρίσκει εθελοντές προπονητές όλων των σπορ για να δουλέψουν με τους πρόσφυγες και να τους βοηθήσουν να ”χτίσουν” γέφυρα με τους κατοίκους της Δανίας. Το πρόγραμμα της έφτασε μέχρι και τις ΗΠΑ ”όπου δεν μπορούμε να πάμε ξανά, γιατί δεν μας αφήνει ο Πρόεδρος τους. Αλλά να σου πω και κάτι; Από τη στιγμή που δεν με σταμάτησαν οι συμπατριώτες μου, προφανώς και δεν θα με σταματήσει όχι ένας Donald Trump, αλλά εκατό”. Πέρυσι δούλεψε με τη Hummel, επί του σχεδιασμού της πρώτης αθλητικής χιτζάμπ. Πριν λίγες ημέρες σε αυτήν τη λίστα προστέθηκε και η Nike.

 

Η Popal διευκρίνισε ευθύς εξ αρχής, ότι ”όντως, ο αθλητισμός δεν είναι εναντίον της όποιας θρησκείας ή κουλτούρας, αλλά η χιτζάμπ είναι για εμάς ο τρόπος να δείξουμε στις οικογένειες μας πως σεβόμαστε τις πεποιθήσεις τους”. Στα 29 της έχει τιμηθεί από ουκ ολίγους φορείς, ως πρόσωπο που προωθεί το δικαίωμα των γυναικών να κάνουν πολλά περισσότερα πράγματα, από το να πλένουν πιάτα ή να μένουν σπίτια τους. Προωθεί το δικαίωμα των γυναικών, στην επιλογή. ”Να κάνετε θόρυβο, να ζητάτε αυτά που θέλετε, να είστε η φωνή για εκείνες που δεν μπορούν να μιλήσουν. Να θυμάστε πως ουδείς θα αναγνωρίσει τα δικαιώματα σου, αν δεν τα διεκδικήσεις και τελικά τα πάρεις”.