«Ο μπαμπάς μου ήταν 35 χρόνια μηχανοδηγός»: Η viral ανάρτηση, γροθιά στο στομάχι
- 2 ΜΑΡ 2023
Όπως έχει γίνει ήδη γνωστό, ο σταθμάρχης της Λάρισας που έστειλε το επιβατηγό τρένο στη λάθος γραμμή, συνελήφθη χθες 1 Μαρτίου, όπου και παραδέχτηκε το μοιραίο λάθος του. Σήμερα θα οδηγηθεί στον ανακριτή, καθώς είναι αντιμέτωπος με βαριές κατηγορίες. Από την άλλη, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε τη σύσταση ανεξάρτητης αρχής ώστε να εξεταστούν εις βάθος τα αίτια της τραγωδίας, καθώς και οι διαχρονικές καθυστερήσεις των έργων στο σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας.
Τη στιγμή που πολλοί επιρρίπτουν ατομικές ευθύνες, έχει ξεκινήσει ένας δημόσιος διάλογος σχετικά με την έλλειψη συστημάτων ασφαλείας και την καθυστέρηση εκσυγχρονισμού του σιδηροδρομικού δικτύου. Ο Νίκος Τσουρίδης, συνταξιούχος μηχανικός – εκπαιδευτής μηχανοδηγών που μίλησε στην ΕΡΤ με αφορμή την τραγωδία στα Τέμπη, σημείωσε ότι αν υπήρχε τηλεδιοίκηση στο σημείο της σύγκρουσης των τρένων, αυτήν τη στιγμή δεν θα θρηνούσαμε θύματα.
Ποια, λοιπόν, είναι η ευθύνη του σταθμάρχη και των μηχανοδηγών; Ποια η ευθύνη του κράτους και ποια η ευθύνη των αρμόδιων αρχών; Κάτι τέτοιες στιγμές, μαρτυρίες ανθρώπων που έχουν έμμεση ή άμεση επαφή με τον χώρο, είναι σημαντικές και ρίχνουν φως στο θολό τοπίο. Μια από αυτές τις μαρτυρίες, είναι και αυτή της Άννας Μορίκου η οποία είναι κόρη πρώην μηχανοδηγού.
Σύγκρουση τρένων στα Τέμπη: Η viral δημοσίευση που αποκαλύπτει τις συνθήκες εργασίας των μηχανοδηγών
Πιο συγκεκριμένα και με αφορμή τα Τέμπη, η Άννα Μορίκου, κόρη μηχανοδηγού, μίλησε για τις εργασιακές συνθήκες αυτών των ανθρώπων με μια ανάρτησή της στον προσωπικό της λογαριασμό στο Instagram. Συνθήκες που γνωρίζει εκ των έσω, καθώς ο μπαμπάς της ασκούσε το εν λόγω επάγγελμα επί 35 ολόκληρα χρόνια. Η δημοσίευσή της, δεν άργησε να γίνει viral.
«Ο μπαμπάς μου ήταν 35 χρόνια μηχανοδηγός.
Όταν ήμουν μωρό, αν χαλούσε ο καρβουνιάρης, γύριζε μαυρισμένος στο σπίτι, για να κάνει μπάνιο και να προλάβει να κοιμηθεί, για να ξαναγυρίσει στη δουλειά.
Όταν μεγάλωσα αργότερα και πήγαινα στο σχολείο, τον έβρισκα κάποιες μέρες καθισμένο στο τραπέζι της κουζίνας, ανάμεσα σε στοίβες χαρτιά. Με ρωτούσε πώς γράφεται αυτό και εκείνο, για να μην κάνει ορθογραφικά στις αναφορές που έγραφε, για να ενημερώσει για την επικινδυνότητα των γραμμών, όταν έβρεχε, όταν άφηναν τα δέντρα άκοπα και έμπαιναν τα κλαδιά στις γραμμές, όταν του ζητούσαν να ξαναπάει στη δουλειά μετά από 8 ώρες από την ώρα που σχόλασε, χωρίς να έχει σημασία μάλλον αν ένας άνθρωπος άυπνος, μπορεί να οδηγήσει ένα τρένο, γιατί δεν είχαν προσωπικό.
Όταν κατάφερνε να πάρει τα δύο ρεπό που δικαιούταν την εβδομάδα, έκλεινε το κινητό του, από φόβο, μήπως τον πάρουν και τον καλέσουν τελευταία στιγμή να του τα κόψουν, γιατί είχε κανονίσει να πάει να βοηθήσει τον παππού μου στο χωράφι.
Καμιά φορά, η μαμά του έλεγε μήπως να πει ναι, επειδή ήταν Κυριακή και θα έπαιρνε τα έξτρα της αργίας. Τα χρειαζόμασταν. Και εκείνος της απαντούσε ότι αν του πω ναι σήμερα που είναι Κυριακή, όταν θα με ξαναπάρει να μου κόψει το ρεπό καθημερινή, δεν θα μπορώ να του πω όχι. Κι εγώ δεν μπορώ μια ζωή να ζω για να δουλεύω.
Ο μπαμπάς μου είναι ρολόι ακριβείας. Τα τελευταία χρόνια στη δουλειά υπέφερε.
Ήταν συνεχώς νευρικός, γιατί κυκλοφορούσαν τρένα που θα έπρεπε να έχουν αποσυρθεί, γιατί το προσωπικό δεν ήταν αρκετό, γιατί σχεδόν κάθε μέρα υπήρχαν γκρίνιες από το επιβατικό κοινό για τις καθυστερήσεις.
Ο μπαμπάς μου πρόλαβε να βγει στη σύνταξη και τον πρώτο χρόνο κατά βάση κοιμόταν. Γιατί ήταν εξαντλημένος. Γιατί δούλευε πρωτοχρονιές, Πάσχα, Κυριακές, Πρωτομαγιές, νυχτερινά, μισή ζωή.
Σαν τον μπαμπά μου θα ήταν πολλοί ακόμα. Άκουσα πως ο ένας μηχανοδηγός ετοιμαζόταν να βγει στη σύνταξη. Αυτός δεν πρόλαβε.
Ούτε πολλά από τα φοιτητάκια που ήταν μέσα πρόλαβαν να ζήσουν, γιατί για το κράτος η ασφάλειά μας είναι ακριβή και οι ζωές μας ένα τίποτα.
Ας πενθήσουμε για άλλη μια φορά τους νεκρούς μας, όχι από φυσική καταστροφή, αλλά από κρατική αδιαφορία».