4 ποιήματα του Νάνου Βαλαωρίτη για τον έρωτα, την αγάπη και την απώλεια
- 13 ΣΕΠ 2019
Ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές, ο Νάνος Βαλαωρίτης, έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 98 ετών. Την είδηση δημοσίευσε στο Facebook ο Ντίνος Σιώτης αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Χθες βράδυ χάσαμε τον Νάνο, τον Νάνο τον Βαλαωρίτη, τον Νάνο όλων μας, τον Νάνο που σημάδεψε όσο λίγοι, με τις πολλές του ιδιότητες, τα ελληνικά γράμματα. Έφυγε πλήρης ποίησης και ημερών στα 98 του χρόνια, αφού έζησε μια πλούσια σε πολλά αγαθά ζωή. Γενναίος, αιρετικός, απρόβλεπτος, όπως αρμόζει στους γνήσιους σουρεαλιστές, άφησε τα ίχνη του να τα ακολουθούμε όσο μπορούμε». Ακολούθησε και η ανακοίνωση της οικογένειάς του για τον θάνατό του.
Διάβασε κι αυτό: 6 ποιήματα για τον Σεπτέμβριο και το φθινόπωρο
Ο ποιητής με το τόσο ιδιαίτερο όνομα γεννήθηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας το 1921. Σπούδασε φιλολογία και νομικά στην Αθήνα, το Λονδίνο και τη Σορβόνη, μετέφρασε πρώτος στο Λονδίνο τους σπουδαίους Έλληνες ποιητές της γενιάς του ’30 (Σεφέρης, Ελύτης, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος κ.α.). Στο Λονίδνο εξέδωσε και τα πρώτα του ποιήματα. Έζησε στην Αγγλία από το 1944 ως το 1953 στη συνέχεια βρέθηκε στο Παρίσι όπου συναναστράφηκε καλλιτέχνες του Σουρεαλισμού. Συνέχισε να εκδίδει ποίηση και μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, και στα επόμενα χρόνια που τον βρήκαν να διδάσκει σε Πανεπιστήμιο στο Σαν Φρανσίσκο, και πάλι πίσω στην Ελλάδα όπου επέστρεψε μόνιμα το 2004 και μέχρι και το 2015 (Στο υποκύανο μάτι του Κύκλωπα).
Για την ποίηση του βραβεύτηκε το 1959 με το B’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το οποίο και αρνήθηκε, το 1982 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, και το 1998 με το Κρατικό Βραβείο Χρονικού – Μαρτυρίας. Επίσης έλαβε κι ένα βραβείο της Αμερικανικής Εταιρείας Ποίησης το 1996, ενώ έχει λάβει και το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το ποιητικό του έργο το 2006. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος Τιμής το 2006 και το 2009 τιμήθηκε με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Με όλες αυτές τις διακρίσεις κι όλο αυτό το έργο που άφησε πίσω του, λοιπόν, ο τρόπος που αρμόζει να τον θυμόμαστε, είναι μόνο μέσω στίχων, δικών του και πολύτιμων.
Διάβασε επίσης: Ο έρωτας, όνομα ουσιαστικό, πολύ ουσιαστικό. Ο αριθμός δικός σου
Without You- Χωρίς εσένα
στον ιδανικό απελπισμένο
Σακατεμένοι έρωτες το ηλιοβασίλεμα
ραγισμένες καρδιές χωρισμοί σπαρακτικοί
τραγικοί αποχαιρετισμοί, όνειρα τσακισμένα
απόπειρες αυτοκτονίας, οι ευτυχισμένες
στιγμές απομακρύνονται με πλοίο
ρίχνοντας γράμματα στη θάλασσα
τινάζοντας μαντίλια αποχαιρετιστήρια
συνοφρυωμένος ουρανός, αφόρητη μοναξιά
θα πεθάνουν χωρίς εσένα ένα πλήθος
άνθρωποι που ξυπνάνε για μιαν ακόμα
μελαγχολική αυγή χωρίς επαύριο
χαμένες ευκαιρίες πρόσωπα που σβήνουν
από την παγωμένη μνήμη σαν να μην
υπήρξαν ποτέ έξω απ’ το ψυγείο
αβάσταχτη πλήξη χωρίς εσένα
όταν άνοιξε η πόρτα του ταξί ήξερα
πως θα σε χάσω για πάντα
πήδηξες μέσα βιαστικά αθλητική
με βαλίτσα και αδιάβροχο
χωρίς κανένα χαμόγελο συμπόνιας
πόσες ακόμα βραδιές εβδομάδες μήνες
θα υπάρχω χωρίς εσένα
μ’ ένα μάτσο βιολέτες για παρηγοριά
ήσουν η προτελευταία ελπίδα μου
και τώρα την έχασα κι αυτή
είμαι μια μπάλα αδέσποτη που κυλάει
στο διαδίκτυο του μικρού συμφέροντος
σακατεμένοι ήρωες το ηλιοβασίλεμα
σκοτωμένος ουρανός μολυβένια θάλασσα
αμυδρές ανταύγειες προσώπων στα νερά
άγαλμα γυναικείο χωρίς
μνήμη με μάτια τυφλά
δεν κοιτάζει πουθενά
δεν βλέπει τίποτα
ένα δέντρο σαλεύει δεν ξέρει να μιλήσει
αμύθητα χαμένα πλούτη στην Ασία
γιατί να πεθάνει τόσο νέος
ο ωραίος ανήσυχος κατακτητής
μια μαύρη σελήνη μεσουρανεί
το τοπίο έχει αναληφθεί
μια τεράστια γομολάστιχα
έσβησε μέσ’ στην ομίχλη τα παιδιά
χωρίς εσένα τίποτα δεν υπάρχει
στον ανοίκειο κόσμο εδώ κάτω όλα είναι ξένα
χωρίς εσένα δεν θα μπορέσω να πεθάνω
ούτε να ξαναγράψω μια γραμμή
τι αγιάτρευτη θλίψη τι καημός
τι σπαραξικάρδια ατυχία
χωρίς εσένα χωρίς εμένα
χωρίς κανέναν
Ποια θάλασσα
Πες μου πού πήγε ο Αύγουστος με τα καμπαναριά του
Το γέλιο σου που γέμιζε το σπίτι μας βροχή
Τώρα μας δίνει ο άνεμος γυμνή την αγκαλιά του
Ω πρόσωπο που σκέπασε με μάρμαρο τη γη
Πόσα σβησμένα βλέμματα κοιτάνε όταν κοιτάζεις
Πόσα δεμένα στόματα μιλάνε όταν μιλάς
Ήταν του ήλιου η δύναμη το ρόδο που ωριμάζει
Κλειστά παραθυρόφυλλα τα στήθια που αγαπάς
Είναι καρδιές που μάθαμε σαν γράμματα ανοιγμένα
Είναι τραπέζια όπου κανείς δε θα καθίσει πια
Μια μουσική πανάκριβη που γράψανε για σένα
Τόσες χιλιάδες δάχτυλα για τελευταία φορά
Εσάς που πήρε ο θάνατος βαριά στα δάχτυλά του
Από τα μάτια σας η αυγή πηγάζει σαν νερό
Άστρα σε κάθε μέτωπο και φως τ’ ανάστημά του
Καμιά ζωή δε γράφεται χωρίς το δάκρυ αυτό
Ακουμπισμένες δυο εποχές η μια κοντά στην άλλη
Ω πρόσωπο που φώτισε μια μακρινή αστραπή
Ποια θάλασσα ποια θάλασσα θα `ναι αρκετά μεγάλη
Για να χωρέσει τον καημό που μάζεψ’ η ψυχή;
Σα μυθικό τριαντάφυλλο μια νύχτα ο κόσμος κλείνει
Είναι η πόρτα όπου κανείς δε θα περάσει πια
Είναι του δήμιου η ταραχή του ήρωα η γαλήνη
Δειπνοσοφιστές
Σώματα χωρίς πρόσωπα συγκεκριμένα
Πρόσωπα χωρίς σώματα σχηματισμένα
Που σβήνουν μόλις σβήσει ο ήλιος
Με το θόρυβο μιας γραφομηχανής
Με μπράτσα γυμνά ρωμαλέα στο πλάι τους
Αντρειωμένοι ροχαλίζουν στον ύπνο τους
Και βλέπουν πως το χάος τούς νίκησε
Στα σιδερένια σαλόνια του ύπνου
Εξαϋλωμένα αισθήματα στην παραλία
Των υπνοδοχείων της Μέσης Κατηγορίας
Καμωμένη από χρώματα και αρώματα
Η ωραία Ελένη ντυμένη της μόδας
Ρεμβάζει κι αναρωτιέται τί κάνει
Καθισμένη σ’ ένα τραπέζι με άλλους
Κοιτώντας νωχελικά το αργόσχολο
Πλήθος της ζέστης της άσπρης σεζόν
Κι εγώ προσπαθώ να την πείσω
Να κάνουμε μπάνιο τη νύχτα οι δυο μας γυμνοί
Αφήνοντας στην παραλία τα ρούχα μας
Και με ρωτάει αν το νερό θα’ ναι κρύο.
Ύστατο σονέτο
Τι παράξενη μοίρα αυτή να μην
παίρνομε είδηση ότι βρισκόμαστε
στους αντίποδες του εγώ και του εσύ
αφού μαζί περάσαμε ολόκληρη ζωή
απ’ την καλή και την ανάποδη ώσπου
μας διέγραψε του ποιήματος το τέλος.