Διάβασε πρώτη ένα απόσπασμα από το νέο βιβλίο της Colleen Hoover, Αναζητώντας την ελπίδα
- 22 ΣΕΠ 2023
Αν αγάπησες την ιστορία που με τη γνωστή μαεστρία της δημιούργησε η Colleen Hoover, στο μυθιστόρημα Χωρίς Ελπίδα, σου έχω πολύ καλά νέα. Η καθηλωτική συνέχεια είναι εδώ. Το νέο μυθιστόρημα της Colleen Hoover έχει τίτλο Αναζητώντας την ελπίδα κι αποτελεί τη συνέχεια της ιστορίας του Χόλντερ, που έγινε #1 best seller στη λίστα των New York Times.
Η Colleen Hoover είναι πολυγραφότατη κι έχει αναδειχθεί σε ένα από τα πιο ηχηρά ονόματα της σύγχρονης λογοτεχνίας. Τα μυθιστορήματα και οι νουβέλες της έχουν αναρριζηθεί στην πρώτη θέση των New York Times κι έχουν γίνει παγκόσμια best sellers.
Για εκείνη το γράψιμο είναι διέξοδος και η μεγαλύτερη πηγή χαράς της. Και έχει τον τρόπο ψάχνοντας για τη δική της διέξοδο να κατασκευάζει ολόκληρους κόσμους γεμάτους συναίσθημα στους οποίους παρασύρει τους αναγνώστες της, από το 2011 όταν κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο Slammed μέχρι σήμερα.
Οι εκδόσεις Διόπτρα θα κυκλοφορήσουν το νέο της βιβλίο Αναζητώντας την ελπίδα (μετάφραση Νέλλα Γιατράκου), προσεχώς. Μέχρι τότε, σού εξασφάλισα ένα αποκλειστικό απόσπασμα του βιβλίου για να διαβάσεις πριν προπαραγγείλεις το δικό σου αντίτυπο. Από τις εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφορούν επίσης τα ρομαντικά μυθιστορήματα της Colleen Hoover, Πληγωμένες καρδιές, Το ημερολόγιο της Βέριτι, Νοέμβρης 9, Σκοτεινή αγάπη, Τελειώνει με εμάς και Αρχίζει με εμάς.
Η υπόθεση του βιβλίου
Η Colleen Hoover μάς αφηγείται το σκοτεινό παρελθόν του γοητευτικού Ντιν Χόλντερ. Ξαναζούμε τον έρωτά του με τη Σκάι, αλλά αυτή τη φορά από τη δική του οπτική. Τελικά ο Χόλντερ δεν είναι απρόσιτος… είναι απλώς ένας άνθρωπος γεμάτος ενοχές. Το παρελθόν του, οι τύψεις του τον κυκλώνουν. Έχει περάσει όλη τη ζωή του προσπαθώντας να διώξει από πάνω του το τραύμα…
Στην προσπάθειά του να βρει τη χαμένη του ελπίδα, αποφασίζει να κοιτάξει το παρελθόν του κατάματα. Μερικές φορές στη ζωή, αν θέλουμε να προχωρήσουμε, πρέπει πρώτα να σκάψουμε βαθιά στο παρελθόν μας και να επανορθώσουμε. Στο Αναζητώντας την ελπίδα η συγγραφέας αποκαλύπτει τι συνέβαινε μέσα στο μυαλό του Χόλντερ κατά τη διάρκεια όσων συνέβαιναν στο πρώτο βιβλίο. Θα καταφέρει τελικά ο ήρωάς μας να κερδίσει τη γαλήνη που χρειάζεται απεγνωσμένα;
Διάβασε πρώτη ένα απόσπασμα από το βιβλίο Αναζητώντας την Ελπίδα, της Colleen Hoover
Κεφάλαιο ένα
Η καρδιά μου που χτυπάει ανεξέλεγκτα, με προειδοποιεί να απομακρυνθώ. Η Λες μού έχει θυμίσει πολλές φορές ότι δεν με αφορά. Όμως εκείνη δεν είναι αδελφός. Δεν έχει ιδέα πόσο δύσκολο είναι να παρακολουθώ χωρίς να παρεμβαίνω. Και γι’ αυτό ακριβώς, αυτή τη στιγμή αυτό το κάθαρμα είναι η πρώτη προτεραιότητά μου.
Γλιστράω τα χέρια μου στις πίσω τσέπες του τζιν μου και ελπίζω να καταφέρω να τα κρατήσω εκεί. Στέκομαι πίσω από τον καναπέ και τον κοιτάζω. Δεν ξέρω πόσος χρόνος θα περάσει μέχρι να προσέξει ότι βρίσκομαι εκεί. Από τον τρόπο που σφίγγει την κοπέλα που κάθεται πάνω στα πόδια του συμπεραίνω ότι θα είναι αρκετός. Μένω πίσω τους για αρκετά λεπτά, ενώ το πάρτι γύρω μας συνεχίζεται και κανείς δεν ξέρει ότι είμαι έτοιμος να χάσω την ψυχραιμία μου. Θα έβγαζα το κινητό μου για να έχω και αποδεικτικά στοιχεία, αλλά δεν μπορώ να το κάνω αυτό στη Λες, δεν χρειάζεται να δει αυτή την εικόνα.
«Γεια», λέω τελικά αδυνατώντας να μείνω σιωπηλός έστω και για μια στιγμή παραπάνω. Αν τον δω να πιάνει άλλη μια φορά το στήθος της κοπέλας επιδεικνύοντας παντελή έλλειψη σεβασμού για τη σχέση του με τη Λες, θα του ξεριζώσω το χέρι.
Ο Γκρέισον ξεκολλάει το στόμα του από το δικό της, γέρνει πίσω το κεφάλι του και με κοιτάζει με γυάλινα μάτια. Συνειδητοποιεί ότι τελικά εμφανίστηκε ο τελευταίος άνθρωπος που περίμενε να δει εδώ απόψε και τον κυριεύει ο φόβος.
«Χόλντερ», λέει σπρώχνοντας την κοπέλα από τα πόδια του. Σηκώνεται με προσπάθεια όρθιος, αλλά στέκεται με το ζόρι. Με κοιτάζει ικετευτικά δείχνοντας την κοπέλα, που τώρα ισιώνει τη σχεδόν ανύπαρκτη φούστα της. «Δεν είναι… δεν είναι αυτό που φαίνεται».
Βγάζω τα χέρια από τις τσέπες μου και τα σταυρώνω μπροστά στο στήθος μου. Τώρα η γροθιά μου βρίσκεται πιο κοντά του και τη σφίγγω, ενώ σκέφτομαι πόσο ωραία θα ένιωθα, αν του έριχνα μια μπουνιά στα μούτρα.
Χαμηλώνω το βλέμμα στο πάτωμα και παίρνω μια ανάσα. Και μετά άλλη μία. Και μία ακόμα για επίδειξη, γιατί πραγματικά απολαμβάνω να τον βλέπω τρομαγμένο. Κουνάω το κεφάλι μου και σηκώνω το βλέμμα μου κοιτάζοντάς τον.
«Δώσε μου το τηλέφωνό σου».
Η έκφρασή του θα μου φαινόταν κωμική, αν δεν ήμουν τόσο εκνευρισμένος. Γελάει και πάει να κάνει ένα βήμα πίσω, αλλά πέφτει πάνω στο τραπεζάκι. Βρίσκει την ισορροπία του ακουμπώντας το χέρι του στο τζάμι και σηκώνεται. «Να πάρεις δικό σου τηλέφωνο», μουρμουράει. Περνάει γύρω από το τραπεζάκι χωρίς να με κοιτάξει. Κάνω ήρεμα τον γύρο του καναπέ, τον σταματάω και απλώνω το χέρι μου.
«Δώσε μου το τηλέφωνό σου, Γκρέισον. Τώρα».
Από άποψη σωματικού όγκου δεν βρίσκομαι σε πλεονεκτική θέση, αφού έχουμε τον ίδιο περίπου σωματότυπο. Ωστόσο έχω σίγουρα το πλεονέκτημα, αν λάβεις υπόψη πόσο θυμωμένος είμαι, και είναι φανερό ότι ο Γκρέισον το καταλαβαίνει αυτό. Κάνει ένα βήμα πίσω, κίνηση που μάλλον δεν είναι έξυπνη, αφού θα βρεθεί από μόνος του στριμωγμένος στη γωνία του σαλονιού. Σκαλίζει την τσέπη του και βγάζει τελικά το τηλέφωνό του.
«Τι στον διάολο το θέλεις το τηλέφωνό μου;» ρωτάει. Το αρπάζω από τα χέρια του και πληκτρολογώ το νούμερο της Λες χωρίς να το καλέσω. Του το δίνω.
«Τηλεφώνησέ της. Εξήγησέ της τι κάθαρμα είσαι και τελείωσέ το».
Ο Γκρέισον κοιτάζει πρώτα το κινητό του και μετά εμένα.
«Άντε πηδήξου», λέει περιφρονητικά.
Παίρνω μια ανάσα για να ηρεμήσω, γυρίζω το κεφάλι μου δεξιά αριστερά και κάνω κρακ στον αυχένα μου. Αφού ούτε αυτό κάνει την επιθυμία να τον δω να ματώνει να κα- ταλαγιάσει, απλώνω το χέρι, τον αρπάζω από τον γιακά, τον κολλάω με δύναμη στον τοίχο και τον ακινητοποιώ βάζοντας τον πήχη μου στον λαιμό του. Θυμίζω στον εαυτό μου ότι, αν τον χτυπήσω πριν την πάρει τηλέφωνο, η υπομονή που έκανα τα τελευταία δέκα λεπτά θα αποδειχτεί μάταιη.
Σφίγγω τα δόντια μου, το σαγόνι μου είναι σφιγμένο και νιώθω τον σφυγμό μου να χτυπάει στο κεφάλι μου. Δεν έχω μισήσει κανέναν περισσότερο από ό,τι τον μισώ αυτή τη στιγμή. Η επιθυμία μου να τον βλάψω είναι τόσο μεγάλη, που τρομάζει ακόμα κι εμένα.
Τον κοιτάζω άγρια στα μάτια και του εξηγώ πώς θα εξελιχθούν τα επόμενα λεπτά. «Γκρέισον», λέω με σφιγμένα δόντια. «Εκτός κι αν θέλεις να κάνω αυτό που στ’ αλήθεια θέλω να σου κάνω αυτή τη στιγμή, θα βάλεις το τηλέφωνο στο αφτί σου, θα τηλεφωνήσεις στην αδελφή μου και θα το τελειώσεις. Μετά θα κλείσεις το τηλέφωνο και δεν θα της ξαναμιλήσεις ποτέ». Πιέζω πιο δυνατά τον πήχη μου στον λαιμό του και παρατηρώ ότι το πρόσωπό του έχει γίνει πιο κόκκινο και από την μπλούζα του από την έλλειψη οξυγόνου.
«Εντάξει», γρυλίζει προσπαθώντας να απελευθερωθεί από τη λαβή μου. Όταν κοιτάζει την οθόνη και πατάει Κλήση, τραβάω το χέρι μου και αφήνω την μπλούζα του. Πλησιάζει το τηλέφωνο στο αφτί του εξακολουθώντας να με κοιτάζει καθώς στεκόμαστε ακίνητοι και περιμένουμε να απαντήσει η Λες.
Ξέρω τι θα της κάνει αυτό, αλλά δεν έχει ιδέα τι κάνει πίσω από την πλάτη της. Όσες φορές κι αν το ακούσει από τρίτους, αυτός καταφέρνει κάθε φορά να εισβάλει πάλι στη ζωή της. Όχι αυτή τη φορά όμως. Όχι, αν περνάει από το χέρι μου. Δεν θα μείνω άπραγος να τον κοιτάζω να φέρεται έτσι στην αδελφή μου.
«Γεια», λέει στο τηλέφωνο. Προσπαθεί να γυρίσει από την άλλη για να της μιλήσει, αλλά του κολλάω τον ώμο στον τοίχο. Μορφάζει. «Όχι, μωρό μου», λέει νευρικά. «Είμαι στο σπίτι του Τζάκσον». Ακολουθεί μια μεγάλη παύση, ενώ την ακούει να του μιλάει. «Ξέρω ότι αυτό σου είπα, αλλά ήταν ψέματα. Γι’ αυτό σε πήρα, Λες. Νομίζω… ότι χρειαζόμαστε λίγο χώρο». Κουνάω το κεφάλι μου για να καταλάβει ότι ο χωρισμός πρέπει να είναι οριστικός. Δεν θέλω να δώσει στην αδελφή μου χώρο. Θέλω να της δώσει οριστικά την ελευθερία της.
Μορφάζει και μου κάνει κωλοδάχτυλο με το ελεύθερο χέρι του. «Χωρίζουμε», λέει ανέκφραστα. Μένει σιωπηλός και την αφήνει να μιλάει. Δεν φαίνεται να έχει μετανιώσει για τίποτα και αυτό αποδεικνύει τι άκαρδο καθοίκι είναι. Τα χέρια μου τρέμουν και το στήθος μου σφίγγεται ξέροντας τι περνάει αυτή τη στιγμή η Λες. Μισώ τον εαυτό μου που οδήγησα τα πράγματα σε αυτό το σημείο, αλλά της αξίζει κάτι καλύτερο, ακόμα κι αν δεν το πιστεύει η ίδια.
«Θα κλείσω», της λέει.
Του σπρώχνω πάλι το κεφάλι στον τοίχο αναγκάζοντάς τον να με κοιτάξει. «Ζήτησέ της συγγνώμη», λέω χαμηλόφωνα, για να μη με ακούσει η Λες. Κλείνει τα μάτια του, αναστενάζει και σκύβει το κεφάλι.
«Συγγνώμη, Λέσλι. Δεν ήθελα να το κάνω αυτό». Κατεβάζει το τηλέφωνο από το αφτί του και τελειώνει απότομα το τηλεφώνημα. Κοιτάζει την οθόνη για αρκετά δευτερόλεπτα.
«Ελπίζω να είσαι ευχαριστημένος», λέει κοιτώντας με. «Γιατί μόλις ράγισες την καρδιά της αδελφής σου».
Δεν προλαβαίνει να μου πει τίποτε άλλο. Η γροθιά μου τον βρίσκει στο σαγόνι και σωριάζεται στο πάτωμα. Τινάζω το χέρι μου, απομακρύνομαι και πηγαίνω προς την έξοδο. Πριν καν προλάβω να φτάσω στο αυτοκίνητο, νιώθω το κινητό μου να δονείται μέσα στην κωλότσεπη. Το βγάζω και απαντάω χωρίς καν να κοιτάξω την οθόνη.
«Γεια», λέω προσπαθώντας να ελέγξω τη φωνή μου, που τρέμει από τον θυμό μου, μόλις την ακούω να κλαίει. «Έρχομαι εκεί, Λες. Όλα θα πάνε καλά, έρχομαι».
Έχει περάσει μία ολόκληρη μέρα από το τηλεφώνημα του Γκρέισον και εξακολουθώ να αισθάνομαι ένοχος, κι έτσι προσθέτω τρία χιλιόμετρα στη διαδρομή που τρέχω το βράδυ για να με τιμωρήσω. Δεν περίμενα να τη δω σε αυτή την κατάσταση χτες το βράδυ.
Τώρα συνειδητοποιώ ότι εκείνο το τηλεφώνημα που τον ανάγκασα να κάνει δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος να χειριστώ την κατάσταση, αλλά δεν μπορούσα να τον βλέπω να την κοροϊδεύει και να μην κάνω τίποτα.
Το απρόσμενο στην αντίδραση της Λες είναι ότι δεν θύμωσε μόνο με τον Γκρέισον, αλλά και με ολόκληρο τον αντρικό πληθυσμό. Πηγαινοερχόταν μέσα στο δωμάτιό της αποκαλώντας συνεχώς τους άντρες «άρρωστα καθάρματα», ενώ εγώ καθόμουν και την κοιτούσα να εκτονώνεται. Τελικά κατέρρευσε, σύρθηκε στο κρεβάτι της και αποκοιμήθηκε κλαίγοντας. Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ, γνωρίζοντας ότι κατά κάποιον τρόπο εγώ ήμουν εκείνος που της ράγισε την καρδιά. Έμεινα όλη νύχτα στο δωμάτιό της. Εν μέρει για να βεβαιωθώ ότι ήταν εντάξει, αλλά κυρίως επειδή δεν ήθελα να πιάσει το κινητό και να τηλεφωνήσει στον Γκρέισον σε μια στιγμή αδυναμίας.
Όμως είναι πιο δυνατή από ό,τι θεωρώ. Δεν επιχείρησε να του τηλεφωνήσει ούτε χτες τη νύχτα ούτε σήμερα το πρωί. Δεν κοιμήθηκε πολύ χτες το βράδυ και πριν το μεσημεριανό πήγε στο δωμάτιό της να ξαπλώσει. Όλη μέρα σταματάω έξω από την πόρτα της για να βεβαιωθώ ότι δεν μιλάει στο τηλέφωνο, κι έτσι ξέρω ότι δεν επιχείρησε να του τηλεφωνήσει. Τουλάχιστον όχι όσο ήμουν σπίτι. Μάλιστα έχω αρχίσει να πιστεύω ότι το άκαρδο τηλεφώνημά του χτες το βράδυ ήταν αυτό που χρειαζόταν για να δει επιτέλους ποιος πραγματικά είναι.
Βγάζω τα παπούτσια μου στην πόρτα και πηγαίνω στην κουζίνα για να βάλω νερό. Είναι Σάββατο βράδυ και κανονικά θα έβγαινα έξω με τον Ντάνιελ, αλλά του έστειλα ήδη μήνυμα για να του πω ότι θα μείνω μέσα απόψε. Η Λες δεν θέλει να βγει έξω, για να μην πέσει τυχαία πάνω στον Γκρέισον, γι’ αυτό της υποσχέθηκα ότι θα έμενα μαζί της. Είναι τυχερή που είναι φοβερή, γιατί δεν ξέρω πολλούς δεκαεφτάχρονους που θα θυσίαζαν το σαββατόβραδο για να δουν κοριτσίστικες ταινίες με την αδελφή τους. Βέβαια, τα περισσότερα αδέλφια δεν μοιράζονται αυτό που μοιραζόμαστε εγώ και η Λες. Δεν ξέρω αν η σχέση μας είναι τόσο δυνατή επειδή είμαστε δίδυμα.
Είναι η μοναδική αδελφή μου, οπότε δεν έχω μέτρο σύγκρισης. Εκείνη ίσως έλεγε ότι είμαι υπερπροστατευτικός και ίσως υπάρχει μια δόση αλήθειας σε αυτό, αλλά δεν σκοπεύω να αλλάξω σύντομα. Ή ποτέ.
Ανεβαίνω τρέχοντας τα σκαλιά, βγάζω την μπλούζα μου και ανοίγω την πόρτα του μπάνιου. Ανοίγω τη βρύση, διασχίζω τον διάδρομο και χτυπάω την πόρτα της. «Μπαίνω να κάνω ένα γρήγορο ντους, θα παραγγείλεις πίτσα;» Ακουμπάω το χέρι μου στην πόρτα και σκύβω να βγάλω τις κάλτσες μου. Γυρίζω και τις πετάω στο μπάνιο και μετά ξαναχτυπάω την πόρτα. «Λες!»
Όταν δεν απαντάει, στρέφω το βλέμμα μου στο ταβάνι αναστενάζοντας. Αν του μιλάει στο τηλέφωνο, θα εκνευριστώ. Βέβαια, αν μιλάει μαζί του, θα της έχει πει ότι ο χωρισμός ήταν δική μου ιδέα, και θα έχει εκνευριστεί εκείνη. Σκουπίζω τις παλάμες στο σορτς μου και ανοίγω την πόρτα του δωματίου της έτοιμος για μια ακόμα οργισμένη διάλεξη για το ότι θα πρέπει να κοιτάζω τη δουλειά μου.
Μπαίνω στο δωμάτιο, βλέπω τη Λες στο κρεβάτι και μεταφέρομαι αμέσως στην εποχή που ήμουν μικρό αγόρι. Πίσω στη στιγμή που με άλλαξε. Που τα άλλαξε όλα μέσα μου. Που άλλαξε τα πάντα στον κόσμο γύρω μου. Ο κόσμος μου, που μέχρι τότε ήταν ζωγραφισμένος με ζωηρά φωτεινά χρώματα, βάφτηκε με ένα μουντό άψυχο γκρίζο. Ο ουρανός, το χορτάρι, τα δέντρα… όλα όσα κάποτε ήταν όμορφα έχασαν το μεγαλείο τους τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι ήμουν υπεύθυνος για την εξαφάνιση της καλύτερης φίλης μας, της Χόουπ.
Δεν είδα ποτέ ξανά τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο. Δεν είδα ποτέ ξανά τη φύση με τον ίδιο τρόπο. Δεν είδα ποτέ ξανά το μέλλον μου με τον ίδιο τρόπο. Όσα πριν είχαν νόημα, σκοπό και λόγο ύπαρξης έγιναν μια υποδεέστερη εκδοχή αυτού που θα έπρεπε να είναι η ζωή. Ο κάποτε χαρούμενος κόσμος μου έγινε ξαφνικά μια θολή, γκρίζα, άχρωμη φωτοτυπία.
Σαν τα μάτια της Λες. Είναι ανοιχτά και, έτσι όπως είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι, είναι στραμμένα πάνω μου.
Αλλά δεν είναι δικά της.
Το χρώμα έχει φύγει από τα μάτια της. Αυτή η κοπέλα είναι ένα γκρίζο, άχρωμο φωτοαντίγραφο της αδελφής μου.
Της Λες μου.
Δεν μπορώ να κουνηθώ. Θέλω να ανοιγοκλείσει τα μάτια της, να γελάσει με το αρρωστημένο αναθεματισμένο αστείο της εις βάρος μου. Περιμένω να αρχίσει να χτυπάει πάλι η καρδιά μου και να λειτουργήσουν πάλι τα πνευμόνια μου. Περιμένω να ανακτήσω πάλι τον έλεγχο του σώματός μου, γιατί δεν ξέρω ποιος τον έχει αυτή τη στιγμή. Σίγουρα όχι εγώ. Περιμένω και περιμένω και αναρωτιέμαι πόση ώρα μπορεί να κρατήσει κάποιος ανοιχτά τα μάτια του, πόση ώρα μπορεί να κρατήσει την ανάσα του, πριν υποκύψει το σώμα του στην ανάγκη για αέρα.
Πόση ώρα μέχρι να μπορέσω να κάνω κάτι για να τη βοηθήσω;