Δυνατή γυναίκα σε έναν δίκαιο κόσμο: Οι ευνοϊκές διατάξεις για τα δικαιώματά μας και τα προβλήματα εφαρμογής τους
- 8 ΜΑΡ 2022
Το να είσαι γυναίκα είναι υπέροχο και ταυτόχρονα σέρνει μαζί του ένα τσουβάλι με δυσκολίες, εμπόδια, στερεότυπα και προκαταλήψεις με τα οποία πρέπει είτε να συμφιλιωθείς, είτε να παλεύεις κάθε μέρα να ξεπεράσεις. Όσο μεγαλώνω και οι καιροί αλλάζουν, είναι όλο και πιο ξεκάθαρο στα μάτια μου, ότι οι κοινωνικές ανισότητες οξύνονται και γίνονται όλο και βιαιότερες. Εκεί που εμείς πέφτουμε, δυστυχώς ο νόμος δύσκολα μας σηκώνει. Κι αυτό γιατί οι «τρύπες» του, μας αφήνουν πολύ συχνά εκτεθειμένες στην έμφυλη βία, το σεξισμό, την αδικία. Σε αυτές μας τις «σαβούρες», το σημαντικότερο είναι να έχουμε η μία την άλλη. Να μην είναι καμία, ποτέ ξανά μόνη. Για να μπορέσουμε να σηκωθούμε όλες ξανά μαζί.
Για όλες αυτές τις διατάξεις και τις «τρύπες» του ελληνικού, νομικού συστήματος που αφήνουν εκτεθειμένη τη γυναίκα, μιλήσαμε με την Μαρίνα Φαρμακίδη, δικηγόρο-συνεργάτη του Κέντρου Διοτίμα. Πώς θα μπορούσε αλήθεια να έρθει η πραγματική ενδυνάμωση;
Κατά την διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους ως μητέρες και εργαζόμενες καθώς και κατά την προσφυγή τους στις αστυνομικές και δικαστικές αρχές σε περίπτωση τελέσεως εις βάρος τους πράξεων βίας, οι γυναίκες έχουν ως σύμμαχό τους πολλές και σημαντικές ευνοϊκές νομοθετικές διατάξεις, αλλά και αρκετές μη ευνοϊκές. Ταυτόχρονα, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που τα πρακτικά προβλήματα εφαρμογής των νόμων είναι πολλά και σημαντικά, σε βαθμό μάλιστα που να υπονομεύεται τελικά το ίδιο το θετικό αποτέλεσμα που επιχειρείται να διασφαλιστεί.
Το εργατικό δίκαιο
Ξεκινώντας από τον χώρο της εργασίας, το εργατικό δίκαιο εντάσσεται στο πλέγμα νομοθετικών διατάξεων που περιέχουν ευνοϊκές προβλέψεις για τις γυναίκες. Εξαγγέλλει πλέον με διάφορα νομοθετήματα, με αναλυτικό τρόπο και κατηγορηματικά ότι οι διακρίσεις λόγω φύλου απαγορεύονται.
Αναφορικώς με την παρενόχληση και την σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας, οι οποίες συγκεντρώνουν τελευταία ιδιαίτερο ενδιαφέρον, (δηλαδή αφενός την ανεπιθύμητη συμπεριφορά με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας της εργαζόμενης και την δημιουργία εκφοβιστικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος και αφετέρου την οποιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης λεκτικής, ψυχολογικής ή σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα με το ίδιο ως άνω αποτέλεσμα), οι δυνατότητες της εργαζομένης είναι, ανάλογα με τις περιστάσεις, την βαρύτητα και επαναληπτικότητα της συμπεριφοράς, πολλές. Μπορεί να αρνηθεί δικαιολογημένα να παρέχει την εργασία της και να θέσει σε υπερημερία τον εργοδότη της, να θεωρήσει την παρενοχλητική συμπεριφορά ως βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της, να καταγγείλει την σύμβαση εργασίας με σπουδαίο λόγο και να αξιώσει αποζημίωση ζητώντας χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη.
Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι ο εργοδότης δεν υποχρεούται μόνον ο ίδιος να απέχει από πράξεις που συνιστούν παρενόχληση, αλλά και να διασφαλίζει ότι τέτοιες πράξεις δεν θα λαμβάνουν χώρα ούτε οριζοντίως μεταξύ των εργαζομένων.
Όσον αφορά στην ισότητα της αμοιβής ανδρών και γυναικών, ο νόμος προβλέπει ισότητα αμοιβής για όμοια εργασία ή εργασία ίσης αξίας ανεξαρτήτως φύλου. Η σύγκριση μεταξύ των δύο μισθών μπορεί να είναι και νοητή, δηλαδή όχι μόνον με έναν υπαρκτό εργαζόμενο, αλλά και με έναν υποθετικό εργαζόμενο. Η αξίωση για ίση αμοιβή ικανοποιείται με καταβολή της διαφοράς της αμοιβής και εμπεριέχει εξίσωση προς τα πάνω. Η παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης διακρίσεων στην αμοιβή συνιστά παράβαση του εργατικού δικαίου, ενώ για την εναρμόνιση των άνισων μισθών έχουν δικαίωμα να παρέμβουν και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις. Η εργαζόμενη που λαμβάνει χαμηλότερο μισθό από συνάδελφό της που παρέχει όμοια ή ίσης αξίας εργασία μπορεί να ζητήσει και αποζημίωση για την ηθική και υλική ζημία της. Εξάλλου, η γυναίκα που δεν προάγεται, κατά παράβαση της αρχής της μη διάκρισης, έχει αγώγιμη αξίωση για προαγωγή ή ανάθεση καθηκόντων στην προσήκουσα θέση.
Η απαγόρευση της διάκρισης λόγω φύλου είναι καθολική και εφαρμόζεται σε κάθε έκφανση του επαγγελματικού βίου, από την πρόσληψη μέχρι και την απόλυση. Απαγορεύονται δε, όχι μόνον οι διακρίσεις λόγω φύλου, αλλά και οι διακρίσεις λόγω οικογενειακής κατάστασης, ενώ θεωρείται παράνομη τόσο η μη πρόσληψη όσο και η απόλυση εγκύου. Γενικότερα παράνομη είναι η μη πρόσληψη, η μη προαγωγή και η καταγγελία συμβάσεως εργασίας λόγω φύλου. Ακόμη διασφαλίζεται νομοθετικά το δικαίωμα της γυναίκας να καταλαμβάνει, μετά την επιστροφή της από την άδεια μητρότητας, ισοδύναμη θέση με τους ίδιους επαγγελματικούς όρους και συνθήκες και ο χρόνος απουσίας της να μην είναι λόγος χειροτέρευσης της θέσης της.
Σε περίπτωση παραβιάσεως της αρχής της μη διάκρισης λόγω φύλου στον χώρο εργασίας η εργαζόμενη μπορεί επίσης να προβεί σε καταγγελία στον Συνήγορο του Πολίτη, ο οποίος παρέχει συνδρομή προς τα θύματα διακρίσεων λόγω φύλου, διαμεσολαβώντας για την αποκατάσταση της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών. Εφόσον η διαμεσολάβηση αυτή δεν επιφέρει ικανοποιητικά αποτελέσματα, ο Συνήγορος του Πολίτη διαβιβάζει το πόρισμα του στον καθ` ύλην αρμόδιο φορέα για την άσκηση της πειθαρχικής ή και κυρωτικής αρμοδιότητας, ενώ σημαντική ελεγκτική δράση στο ζήτημα της εφαρμογής της αρχής της ισότητας των φύλων διαθέτει και το Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας.
Προκειμένου να διευκολυνθεί η εργαζόμενη που θέλει να κινήσει τις νόμιμες διαδικασίες σε περίπτωση παραβιάσεως της αρχής της μη διάκρισης λόγω φύλου δεν χρειάζεται πλέον να αποδείξει πλήρως ότι η διάκριση έλαβε χώρα λόγω φύλου, αλλά αρκεί να παράσχει στοιχεία που οδηγούν στην πιθανολόγηση της παραβάσεως και στην συνέχεια είναι ο εργοδότης αυτός που φέρει το βάρος να αποδείξει ότι με την πράξη του δεν προέβη σε παραβίαση της αρχής της μη διάκρισης λόγω φύλου.
Παρατηρούμε συνεπώς ότι στον τομέα της απασχόλησης ο νόμος παρέχει αρκετούς εξασφαλιστικούς μηχανισμούς για την προστασία των εργαζομένων από διακρίσεις λόγω φύλου. Ωστόσο, τα προβλήματα ανακύπτουν κατά την απόδειξη ότι μία διάκριση έχει πράγματι λάβει χώρα λόγω φύλου και όχι για την εξυπηρέτηση αντικειμενικών αναγκών της επιχείρησης βάσει ευλόγων κριτηρίων. Η απλή πιθανολόγηση που απαιτεί ο νόμος, ναι μεν απαλλάσσει την εργαζόμενη από το πλήρες βάρος απόδειξης, της επιρρίπτει όμως αναγκαστικά ένα μέρος αυτού. Δυστυχώς στις περιπτώσεις αυτές, συχνά δεν υπάρχουν αποδεικτικά μέσα, όπως μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, μάρτυρες, άλλα έγγραφα ή μαρτυρίες άλλων εργαζομένων που δέχτηκαν παρεμφερή συμπεριφορά, ενώ από τον φόβο απολύσεως οι εργαζόμενες δεν καταγγέλλουν εύκολα τέτοια συμβάντα.
Επιπροσθέτως, οι δύσκολες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες και η αδυναμία εξεύρεσης εργασίας ευνοούν πολλές φορές αυθαίρετες και καταχρηστικές συμπεριφορές από την πλευρά των εργοδοτών.
Από την άλλη πλευρά, μία εμπεριστατωμένη καταγγελία, λόγω της συνθετότητας και της αμφισημίας των εκάστοτε εξωτερικών περιστάσεων και της ανάγκης να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο τεκμηριωμένη για να θεμελιώσει την παραβίαση, χρειάζεται κατάλληλη νομική καθοδήγηση, κάτι που ενίοτε λόγω οικονομικών δυσκολιών μία εργαζόμενη δεν μπορεί να αναζητήσει. Τέλος, ο Συνήγορος του Πολίτη, παρά την ευαισθησία του και την μεγάλη εμπειρία σε ζητήματα διακρίσεων στον χώρο εργασίας, έχει μόνον εποπτικό και όχι κυρωτικό ρόλο.
Ενδοοικογενειακή βία
Το πρόβλημα της υπάρξεως επαρκούς νομοθετικού οπλοστασίου, αλλά ταυτοχρόνως της παρουσίας δυσκολιών στην εφαρμογή του, παρουσιάζεται και σε άλλους τομείς. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η ενδοοικογενειακή βία όπου ο νόμος 3500/2006 που την διέπει αποτελεί ένα σχετικά πλήρες και πρωτοποριακό για την εποχή του νομοθέτημα. Κατά την εφαρμογή του όμως παρουσιάζονται προβλήματα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στην περίπτωση μηνύσεως λόγω περιστατικού ενδοοικογενειακής βίας, πολλές φορές δεν παραγγέλλεται από την αστυνομία διενέργεια ιατροδικαστικής εξέτασης παρά μόνον εάν η παθούσα το ζητήσει.
Επίσης, όταν παραγγέλλεται, μπορεί να μην προκύψουν ευρήματα καθώς η ενδοοικογενειακή βία εκδηλώνεται όχι μόνον με σωματική, αλλά και με μη ιατρικώς ανιχνεύσιμη ψυχολογική βία, ενώ ακόμη και η σωματική βία συχνά δεν οδηγεί σε εμφανείς βλάβες. Ακολούθως, εάν η υπόθεση φτάσει να εκδικασθεί στο ακροατήριο, ενδέχεται κατά την αποδεικτική διαδικασία να ζητηθούν περισσότερα στοιχεία πέραν της καταθέσεως της παθούσης, τα οποία συχνά απουσιάζουν, όπως μάρτυρες και άλλα ιατρικά έγγραφα. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει αναπόδραστα ότι ο δράστης θα αθωωθεί, αλλά παρουσιάζεται μία εγγενής δυσκολία κατά τα διάφορα στάδια της ποινικής διαδικασίας, η οποία συνίσταται στην έλλειψη αποδείξεων. Αυτή αποτελεί σύμφυτο πρόβλημα με τον χαρακτήρα της βίας ως ενδοοικογενειακής, η οποία τελείται πάντοτε εν κρυπτώ. Έτσι, η αφήγηση της επιζήσασας καθίσταται το μοναδικό μέσο επιβεβαίωσης της τελεσθείσης βίας και θα πρέπει για τον λόγο αυτόν να είναι πολύ εμπεριστατωμένη, κάτι που επιβάλλεται να ενθαρρύνουν οι λειτουργοί της δικαιοσύνης με τον τρόπο διενέργειας της διαδικασίας.
Δυστυχώς όμως κάποιες φορές η διαδικασία διεξάγεται με τρόπο επιθετικό και εμφανώς επιφυλακτικό απέναντι στην αλήθεια των ισχυρισμών της γυναίκας, με αποτέλεσμα η τελευταία να επαναθυματοποιείται και να εμποδίζεται στην διήγησή της.
Παρ’ όλες τις δυσκολίες δεν παύει βασική αρχή και συμβουλή στις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας να είναι ότι θα πρέπει να καταγγέλλεται για να μπορεί να τύχει επικλήσεως. Μία χαρακτηριστική άλλωστε ερώτηση που απευθύνεται σε επιζώσες ενδοοικογενειακής βίας είναι το «γιατί δεν απευθυνθήκατε στην αστυνομία;».
Και εδώ συνεχίζεται η αλυσίδα των πρακτικών προβλημάτων: Η προσφυγή στην αστυνομία μπορεί να είναι ενδεδειγμένη, αλλά ενέχει το πρόβλημα της μετέπειτα στέγασης της επιζήσασας. Με απλά λόγια δεν μπορείς να έχεις ασκήσει μήνυση και να έχει ενδεχομένως κινηθεί και η διαδικασία της επ’ αυτοφώρω συλλήψεως του δράστη, εάν εξακολουθείς να διαμένεις μαζί του. Οπότε με την σειρά του ανακύπτει το ζήτημα της στέγασης των γυναικών και των παιδιών τους που επιθυμούν να απομακρυνθούν από τον σύντροφό τους. Σε περίπτωση που η γυναίκα δεν έχει οικονομική ανεξαρτησία και υποστηρικτικό περιβάλλον, είναι αδύνατη η φιλοξενία της ή η άμεση ανεύρεση στέγης και η καταβολή των σχετικών εξόδων, ενώ από την άλλη ένα οποιοδήποτε διαμέρισμα δεν παρέχει ασφάλεια στην γυναίκα.
Οι προβλεπόμενοι για την κάλυψη του κενού αυτού ξενώνες που λειτουργούν στην Ελλάδα δεν επαρκούν για την στέγαση τόσων επιζωσών ενδοοικογενειακής βίας με αποτέλεσμα να πρέπει αυτές να περιμένουν προκειμένου να καταγγείλουν το περιστατικό και να αναβάλλουν διαρκώς την απομάκρυνσή τους από την οικογενειακή στέγη κάτι που φυσικά παρατείνει τον κίνδυνο στον οποίο αυτές και τα παιδιά τους τελούν.
Ακολούθως σε περίπτωση απομάκρυνσης της γυναίκας από το οικογενειακό περιβάλλον, εάν υπάρχουν παιδιά, άλλο ένα πρόβλημα που απαντάται είναι ότι για να ληφθεί υπ’ όψιν η ενδοοικογενειακή βία από το αστικό δικαστήριο που θα δικάσει τις ταχύτατα προσδιοριζόμενες εκατέρωθεν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων επιμέλειας και επικοινωνίας, θα πρέπει να έχει προηγουμένως εκδοθεί οριστική, καταδικαστική απόφαση. Ωστόσο, μία τέτοια απόφαση, εάν δεν έχει κινηθεί η διαδικασία του αυτοφώρου κατά την κατάθεση της εγκλήσεως, αργεί δυσανάλογα πολύ σε σχέση με την γρήγορη απονομή δικαιοσύνης κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
Και σαν να μην αρκούσαν όλα τα παραπάνω, ο νέος νόμος για την συνεπιμέλεια απονέμει αυξημένα, σε επίπεδο χρονικής διάρκειας, δικαιώματα επικοινωνίας του συντρόφου με τα παιδιά (1/3 του χρόνου), ενώ διευρύνει σε σχέση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς τα ζητήματα που υπάγονται σε υποχρεωτική συναπόφαση των δύο γονέων.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η μητέρα να αναγκάζεται να συνεχίζει μετά την διάσταση να έρχεται σε συνεχή επαφή με τον άνθρωπο από τον οποίο θέλησε να απομακρυνθεί. Η απομάκρυνση τότε καθίσταται μόνον χωρική και όχι συνολική και ουσιαστική.
Το διαζύγιο
Αλλά και ανεξαρτήτως συνδρομής ενδοοικογενειακής βίας πριν την διάσταση των γονέων, η υποχρεωτική συναπόφασή τους για πολλά θέματα τα οποία μέχρι πρότινος επιλύονταν από τον έχοντα την επιμέλεια γονέα, δημιουργεί σε περιπτώσεις συγκρουσιακής σχέσης, περισσότερα προβλήματα και πρόκειται να αυξήσει την προσφυγή στην δικαιοσύνη. Αυτή η κατάσταση θα αφαιμάξει οικονομικώς τις γυναίκες που έχουν την επιμέλεια των παιδιών τους και θα τις καταβάλει ψυχικά, με πιθανή συνέπεια να αποτρέπονται εκ των προτέρων από την διάσταση ή το διαζύγιο.
Σε αυτές τις δυσκολίες, θα πρέπει να προστεθεί και η εξαιρετικά χαμηλή διατροφή που συχνά επιδικάζεται από τα δικαστήρια στους μη διαμένοντες με το παιδί γονείς, η οποία δεν καλύπτει παρά ελάχιστες ανάγκες των παιδιών, με τους υπόχρεους σε διατροφή να προσκομίζουν ανακριβείς φορολογικές δηλώσεις, ενίοτε και μηδενικές, κατ’ απόκρυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων.
Στον κατάλογο των δυσκολιών που δυστυχώς παρατίθενται, συμπεριλαμβάνεται και η ανάγκη για νομική υποστήριξη και εκπροσώπηση των γυναικών σε περίπτωση κινήσεως των παραπάνω ποινικών και αστικών διαδικασιών, καθώς τα προκαταβλητέα έξοδα για την παράσταση στο δικαστήριο είναι σημαντικά, ενώ η δωρεάν νομική βοήθεια που παρέχεται παρουσιάζει εγγενή προβλήματα λειτουργίας και αμεσότητας διορισμού δικηγόρου.
Παρά όμως τα παραπάνω προβλήματα, μία γυναίκα που δέχεται ενδοοικογενειακή βία καλείται να φροντίσει με κάθε δυνατό τρόπο να απομακρυνθεί από το περιβάλλον που εγκυμονεί βία για την ίδια και ενδεχομένως και για τα παιδιά της παίρνοντάς τα μαζί της και ασκώντας στην συνέχεια τα προβλεπόμενα ένδικα βοηθήματα για την ανάθεση της επιμέλειάς τους σε αυτήν.
Δυστυχώς η επίκληση ενδοοικογενειακής βίας αντιμετωπίζεται σε κάποιες περιπτώσεις, ευτυχώς όχι συχνά, ευθέως ή εμμέσως από τους λειτουργούς της δικαιοσύνης με πολλή επιφύλαξη. Δεν εννοούμε ότι δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται οι δικονομικοί κανόνες απόδειξης, αλλά ότι η εφαρμογή των κανόνων δεν θα πρέπει να εκκινεί από την καταφανή αμφισβήτηση των περιστατικών βίας, αλλά επιβάλλεται να περιορίζεται στην διερεύνησή τους.
Ο βιασμός
Παρόμοια αποδεικτικά προβλήματα αντιμετωπίζονται και σε περίπτωση καταγγελίας βιασμού. Ενώ αυτήν την στιγμή ο ορισμός του βιασμού, ο οποίος περιλαμβάνει και την τέλεση γενετήσιων πράξεων χωρίς συναίνεση, είναι νομοθετικά πλήρης, εντούτοις, στην χώρα μας οι Ιατροδικαστικές Υπηρεσίες έχουν ωράριο λειτουργίας δημοσίων υπηρεσιών και δεν εφημερεύουν, ενώ αν το συμβάν τελεστεί σε περιοχή που δεν διαθέτει Ιατροδικαστική Υπηρεσία, η πρόσβαση σε αντίστοιχη υπηρεσία σε όμορο νομό γίνεται με επιμέλεια και έξοδα του θύματος. Εξάλλου, οι καθυστερήσεις στην ποινική διαδικασία είναι συστηματικές, συμβάλλοντας στην αποθάρρυνση των επιζωσών και στη δημιουργία γενικότερου κλίματος ατιμωρησίας, ενώ οι γυναίκες καλούνται ξανά και ξανά από τις αρμόδιες αρχές για συμπληρωματικές καταθέσεις.
Κατά την αντιπαραβολή των νομοθετικών διατάξεων και της εφαρμογής τους στην πράξη έρχεται κανείς αντιμέτωπος με τις αντιφάσεις και τις αντινομίες που εμπεριέχονται στο νομικό μας σύστημα: έτσι καλείται αφενός να αναδείξει τους νόμους και τα δικαιώματα που αυτοί παρέχουν στις γυναίκες κατά την επιτέλεση του σύνθετου ρόλου των γυναικών ως συντρόφων, μητέρων και εργαζομένων και αφετέρου να μην παραβλέψει αλλά να υπογραμμίσει τις δυσκολίες που κατά την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών θα ανακύψουν. Στο φιλοσοφικό ερώτημα τι πρέπει να τονισθεί περισσότερο ώστε από την αντιπαραβολή να εξαχθεί ένα συμπέρασμα, να γεννηθεί μία προτροπή και οι γυναίκες να βοηθηθούν στις αποφάσεις τους, η απάντηση δεν είναι εύκολη. Μία γυναίκα πρέπει να γνωρίζει και τι μπορεί να κάνει και τι δυσκολίες θα αντιμετωπίσει όταν το κάνει. Με όση απαισιοδοξία και αν περιέχεται στις στηλιτεύσεις των κακώς κειμένων του συστήματος, ας αποτελέσουν αυτές μία εποικοδομητική κριτική-αυτοκριτική, με την ευχή τα κενά να οδηγήσουν σε εγρήγορση, περαιτέρω ενημέρωση, ευαισθητοποίηση όλων των πλευρών και όχι μόνον των γυναικών.
Ευχαριστούμε θερμά τη Μαρίνα Φαρμακίδη, δικηγόρο-συνεργάτη του Κέντρου Διοτίμα.
*Η 24 MEDIA στέκεται στο πλευρό των γυναικών διαρκώς. Σε κάθε τους μάχη για την ισότητα, την αυτοδιάθεση, τη συμπεριληψιμότητα, την ορατότητα και την ενδυνάμωση της θέσης τους στον κόσμο, με την κατάρριψη κάθε στερεοτύπου. Τη φετινή, λοιπόν, Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, θέλουμε να θυμίσουμε τις υπόλοιπες 364 ημέρες του χρόνου, που μπορεί να μην λέγονται ημέρες της γυναίκας, αλλά οφείλουν να είναι. Δες την κοινή, ετήσια αναδρομή περιεχομένου εδώ.