#ΤΟΖΗΣΑΜΕ

Είδα την Κωνσταντίνα Μιχαήλ να ζει σαν Αμαζόνα στα ’50s (και το τίμημα) στη Σεβάς Χανούμ

Κωνσταντίνος Ρήγος

Στη σκηνή του Θεάτρου Σημείο μάς περίμενε η Σεβάς Χανούμ, με το κορμί και το πρόσωπο της Κωνσταντίνας Μιχαήλ, που την ενσαρκώνει στην παράσταση που σκηνοθετεί ξανά ο Κωνσταντίνος Ρήγος 11 χρόνια μετά το πρώτο της ανέβασμα. Μας περίμενε με την προσμονή που έχει κάθε μοναχικός άνθρωπος ένα αυτί πρόθυμο να τον ακούσει να αφηγείται τις περιπέτειες της ζωής του, τα περασμένα μεγαλεία του, μία αφήγηση που θα του επιτρέψει να ενδυθεί και πάλι την ταυτότητα που τον καθόριζε. Μας περίμενε για να μας ταξιδέψει στη λαϊκή Ελλάδα των ’50s, ’60s και ’70s, μία Ελλάδα τόσο κοντά μας που μας φαντάζει ταυτόχρονα τόσο μακρινή.

Κάποια στιγμή στην παράσταση, η Σεβάς Χανούμ μιλά για τις ρίζες και τα θεμέλια, που είναι φωνές όπως η δική της για το ελληνικό τραγούδι. Όπως είπε μετά την παράσταση η Κωνσταντίνα Μιχαήλ, σε μία κατ’ ιδίαν συνομιλία, εμείς είμαστε οι ρίζες και τα θεμέλια που οφείλουμε να μιλήσουμε για αυτή την Ελλάδα και τους ανθρώπους της στην επόμενη γενιά. Εμείς όλοι μας. Εκείνη μιλάει μέσα από την παράσταση του Κωνσταντίνου Ρήγου για τη Σεβάς Χανούμ, έναν από τους ανθρώπους του χθες, έναν από τους σπουδαίους ανθρώπους που με τη φωνή τους, τα τραγούδια τους, τις εμφανίσεις τους, μπόρεσαν να κάνουν έναν ολόκληρο λαό να ξεχαστεί από τα βάσανα των πολέμων που είχαν προηγηθεί, από τη φτώχεια και την πείνα και να τους τραγουδήσουν κυρίως για τον έρωτα, για την καψούρα, για τα συναισθήματα που και τους ίδιους τους παρέσυραν.

Η Σεβάς Χανούμ ήταν μία γυναίκα της εποχής της, που έζησε τις δυσκολίες και τους περιορισμούς του να είσαι γυναίκα, αλλά που ταυτόχρονα δεν άφησε καμία δυσκολία να την εμποδίσει από αυτό που είχε καημό να κάνει. Από παιδί ήθελε να τραγουδάει και το διεκδίκησε με δυναμισμό σπάνιο. Έτρωγε ξύλο αλύπητο για να σταματήσει. Κι όμως δεν σταμάτησε κι ας χρειάστηκε να έρθει σε ρήξη με τους γονείς της και να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της. Κατέβηκε από τη Δράμα στην Αθήνα με ένα όνειρο και βήμα βήμα από τις κεντρικές πλατείες των Αθηνών, βρέθηκε να πιάνει το μικρόφωνο και να κάνει εκείνο για το οποίο προοριζόταν μία ζωή. Σχεδόν με άγνοια κινδύνου, με μόνη πυξίδα την αγάπη της για το τραγούδι, πορεύτηκε ζώντας το παρόν και μόνο.

Συνεργάστηκε με τα σπουδαιότερα ονόματα του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού, διεκδίκησε τη θέση της βάζοντάς τα ως και με τη «βασίλισσα» Μαρίκα Νίνου, κάθισε στην καρέκλα της μαζί με τις ορχήστρες, γέμισε μαγαζιά, είδε τη «χαρτούρα» μπροστά της, δοκίμασε τα «άνθη του κακού», ερωτεύτηκε πολύ και κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά ξέχασε να δισκογραφήσει. Από τους έρωτές της, αυτός που ξεχώρισε ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης που κόντεψε να την παντρευτεί, αλλά προτίμησε να αφεθεί στα χέρια και τον έλεγχο της μάνας του, Γεσθημανής και στην ασφάλειά της.

Η Σεβάς Χανούμ ήθελε να αγαπηθεί και να τραγουδήσει. Τραγούδησε αλλά κυρίως για το κοινό που την άκουγε ζωντανά κι αγαπήθηκε κυρίως από αυτό. Όταν παρήλθε η ακμή της σχεδόν «ξεχάστηκε», αφού οι ελάχιστες ηχογραφήσεις της δεν άφηναν περιθώρια σε έναν λαό που δεν αγαπά και τόσο τη μνήμη και το παρελθόν του, εκτός από το αρχαίο που τον γεμίζει εθνική περηφάνεια.

Η Σεβάς Χανούμ είναι μία παλιά Ελλάδα που στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο μακρινή, είναι οι γιαγιάδες μας. Μία Ελλάδα που έφτασε μέχρι την Γ’ δημοτικού. Είναι μία παλιά γυναίκα που έπρεπε να δείξει τα δόντια της για να κρατηθεί σε μία θέση που μόλις και μετά βίας της παραχωρούσε ο ανδροκρατούμενος κόσμος γύρω της. Που έπρεπε να διεκδικήσει τα αυτονόητα προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποδείξει ότι είναι «αγνή», ότι είναι «σοβαρή», που φορούσε ταγέρ για να καλύψει την Αμαζόνα μέσα της. Μία γυναίκα που ονειρεύτηκε μεγάλα όνειρα και που τα κατέκτησε, αλλά που τελικά δεν τα αντιμετώπισε σαν να είχαν τόση σημασία για εκείνη όσο η ελευθερία του να ζει το τώρα, να αφήνεται στην ορμή της ζωής και των παθών της.

«Η ιστορία η δική μου, της Σεβάς, Σεβάς Χανούμ, Σεβαστής Παπαδοπούλου: Ποντία είμαι. Από τον Εύξεινο Πόντο, από τη Σαμψούντα είμαι. Το γέννημά μου είναι Μακεδόνα. Μακεδόνα είμαι! Γεννήθηκα το 1931, ημέρα Τετάρτη, ανήμερα στα γενέθλια της Παναγίας 8 Σεπτεμβρίου, στις 9 το πρωί», λέει η Σεβάς Χανούμ στον ποιητή κι εκδότη Γιώργο Χρονά που βρέθηκε απέναντί της την Πρωτομαγιά του 1983 στη Θεσσαλονίκη. Όσα του είπε έγιναν το μονόπρακτο που θα δεις στη σκηνή του Θέατρου Σημείου.

Η Κωνσταντίνα Μιχαήλ μοιράζεται τη σκηνή με τον μουσικό Ιάσονα Χρόνη, που υποδύεται τον δημοσιογράφο και που είναι εκείνος που ακούει την ιστορία της Σεβάς Χανούμ μαζί μας και παίρνει τα τραγούδια της και τα μετατρέπει σε μπαλάντες του σήμερα με την ποίηση των λόγων του χθες, μία αδιόρατη μουσική κλωστή που ενώνει τους δύο αυτούς χρόνους. Στο σήμερα είναι που φέρνει την αφήγησή της και η πάντα μοναδική αισθητική κι η σκηνοθετική ματιά του Κωνσταντίνου Ρήγου που χρησιμοποιεί ένα λιτό σκηνικό και τους φωτισμούς του Χρήστου Τζιόγκα για να αναδείξει τους σημαντικούς σταθμούς της ζωής της Σεβάς Χανούμ.

Η Κωνσταντίνα Μιχαήλ είναι καθηλωτική ως Σεβάς Χανούμ, ενδύεται απόλυτα την υπόσταση μίας λαϊκής γυναίκας, που μιλά με απλή γλώσσα και αμεσότητα, μίας γυναίκας που έχει την αγωνία να προλάβει να πει τα πάντα σε κάποιον που της ξαναδίνει ζωή ακούγοντάς τη, που διηγείται αναμνήσεις που αναδύονται ως κύματα μίας τρικυμισμένης ύπαρξης, που είναι φιλόξενη, που δίνει την ψυχή της, που προστατεύει από την άλλη την αυτοεικόνα της, που θέλει να μείνει στη μνήμη του κόσμου ως η Αμαζόνα που υπήρξε, που ζει ξεχασμένη και πληρώνει ουσιαστικά το τίμημα της επιλογής της να ζήσει τόσο τα όνειρα όσο και τα πάθη της ως το μεδούλι. Που ζητά να μην ξεχαστεί. Που εκλιπαρεί γι’ αυτό.

Η Σεβάς Χανούμ υπήρξε ένα κεφάλαιο στην ελληνική μουσική σπουδαίο και περίμενε τον Γιώργο Χρονά, όπως η Κωνσταντίνα Μιχαήλ περίμενε ενσαρκώνοντάς την τον Ιάσονα Χρόνη κι εμάς να την ακούσουμε, για να διηγηθεί την εντυπωσιακή ιστορία της. Κι είναι υπέροχο που μπορεί σήμερα, 12 χρόνια μετά, να ακούγεται ξανά αυτή η ιστορία από τον Πόντο, τη Δράμα, στην Αθήνα, στου Τζίμη του Χονδρού, στην Πλατεία Βάθης, στην Ομόνοια, στην Τριάνα του Χειλά, πίσω στη Δράμα μαζί με τον Καζαντζίδη, ξανά στην Αθήνα, στο Λονδίνο, στα νοσοκομεία, στη Θεσσαλονίκη, στο τέλος.

Φεύγοντας από το Θέατρο Σημείο χαιρόμουν με αυτό που είχα δει, με την ερμηνεία της Κωνσταντίνας Μιχαήλ, με τη μουσική του Ιάσονα Χρόνη, με την ιστορία που είχα μόλις ακούσει και που φώτισε για μένα μία προσωπικότητα που σε αντίθεση με άλλες πιο προβεβλημένες της εποχής της, μου ήταν γνωστή μόνο ως όνομα. Μέσα στο μυαλό μου δεν έπαιζε ωστόσο, κανένα ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά το Eleanor Rigby.

“All the lonely people/ Where do they all belong?”, τραγουδούσαν κάποτε οι Beatles. Και ήρθε στο μυαλό μου και κόλλησε γιατί η Σεβάς Χανούμ, εκτός από διάσημη τραγουδίστρια του ’50, εκτός από σπουδαία λαϊκή φωνή, ήταν στο τέλος της ένας άνθρωπος μόνος. Κι αυτό είναι που όποτε και να ανέβει αυτή η παράσταση, σε όποιον κι αν μιλάει, είτε ξέρει είτε δεν ξέρει το ψευδώνυμο Σεβάς Χανούμ και τη φωνή πίσω αυτό, είναι ταυτόχρονα και η φωνή μίας μόνης κυρίας Σεβαστής Παπαδοπούλου.

Αν μη τι άλλο, μέσα από αυτή τη χειμαρρώδη αφήγησή της στον Γιώργο Χρονά η Σεβαστή Παπαδοπούλου ή Σεβάς Χανούμ κατάφερε να κρατήσει την ψυχή της ζωντανή για πάντα και κοινώνησε τις περιπέτειες και τα συναισθήματά της με ανθρώπους που έζησαν δεκαετίες μετά από εκείνη. Αυτή την ψυχή, που μιλά χωρίς μελοδραματισμό, με αλήθεια κι αμεσότητα, είναι που ρίχνει μπροστά στα πόδια μας η Κωνσταντίνα Μιχαήλ στο Θέατρο Σημείο. Κι αξίζει όλο το χειροκρότημα.

Info: Κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 21.00 και Κυριακή στις 20.00 στο Θέατρο Σημείο. Εισιτήρια εδώ.

Exit mobile version