Έναν κριτή στο/στα τέσσερα παρακαλώ…
- 26 ΜΑΡ 2014
Το ΄χει πει και ο Πέτρος Κωστόπουλος και θεωρώ πως – με εξαίρεση ίσως εκείνο το τεύχος του NIΤRO για το σεξ – αυτή η ατάκα είναι μια από τις μεγαλύτερες συνεισφορές του ανδρός στην ελληνική ποπ κουλτούρα: "Το να είσαι κριτής στην τηλεόραση είναι η καλύτερη δουλειά του κόσμου". Πας, κάθεσαι, σε ντύνουν, σε βάφουν, σε χτενίζουν, σε φωτίζουν, ποζάρεις στην κάμερά σου, τρως κανά καροτάκι, τρως κανά μαρουλάκι, και λες και καμιά μ@@@ία να περάσει η ώρα. Κι αποπάνω, πληρώνεσαι. Σούπερ.
Προφανώς, δεν είναι έτσι για όλους και – προφανέστατα – κάποιοι κάνουν και λίγο πιο σοβαρή δουλειά, εξαργυρώνοντας, ας πούμε τη γνώση και τη συσσωρευμένη εμπειρία τους σε ένα συγκεκριμένο field of expertise, όμως, ας το παραδεχτούμε: αυτοί είναι λίγοι. Κατά κανόνα, οι κριτές στα talent (ή στα άλλα, παρόμοια) shows δεν επιλέγονται με κριτήρια “καταλληλότητας”, αλλά με κριτήρια “τηλεοπτικότητας” – αν είναι ωραίοι, φωτογενείς, αν “τα λένε”, αν έχουν καλή ατάκα, αν “κάνουν θόρυβο” ή αν ξέρουν και μπορούν να υποστηρίξουν τις ισορροπίες του καναλιού. Διαφορετικά, πώς να το κάνουμε, δεν θα φώναζαν ποτέ τον Κωστόπουλο, να σχολιάσει τον χορό στον πάγο. Και η Κατερίνα Γκαγκάκη, προφανώς, δεν θα είχε θέση στην κριτική επιτροπή ενός show μεταμφιέσεων. Από κει ξεκινάει το πρόβλημα, που για μένα, στο φινάλε είναι να μην ξέρεις τι βλέπεις και με ποιον στόχο. Πάρτε για παράδειγμα το YFSF- αν υποθέσουμε πως ο στόχος του show είναι οι συμμετέχοντες να θυμίζουν όσο γίνεται περισσότερο τους σταρ που υποδύονται, τότε το παιχνίδι είναι άνισο. (Δεν υπάρχει π.χ. περίπτωση ο Λευτέρης Ελευθερίου να παίζει στην ίδια λίγκα με τον Κώστα Δόξα, η δε φωνή της Μαγγίρα, όσο καλή και αν είναι δεν θα πλησιάσει ποτέ την υπέροχη Σοφία Βόσσου, ούτε σε αυτή, ούτε σε καμιά άλλη ζωή…). Αν πάλι, ο σκοπός είναι να βάλουμε μια περούκα, να ακούσουμε κανά τραγουδάκι, να πούμε και καμιά χαζομάρα να περάσει η ζωή, τότε μάλλον δεν υπάρχει λόγος οι κριτές να συναγωνίζονται σε σοβαρότητα μεγαλείου και υπερβολή αποθεωτικών επιθέτων λες και στο μικρόφωνο ήταν ο Χορν και ο Βεάκης τον εξέταζε για το Εθνικό. (Please… ).
Εδώ που τα λέμε, γενικά αυτή η ιστορία, με το να βρίσκουν όλοι όλους “καταπληκτικούς”, πρέπει κάπου να σταματήσει – κυρίως γιατί είναι απίθανα πληκτική. (σ.σ. Προσοχή, από την παραπάνω πρόταση, εξαιρείται ο Αλέξανδρος Ρήγας). Και εντάξει, ας πούμε πως η κ.Γκαγκάκη, έχει – “εκ της θέσεώς της”, που λένε – συγκεκριμένο ρόλο και υποχρεώσεις, αλλά η Μπέσι Μάλφα; Είναι δυνατόν να συγκλονίζεται απανωτά; Να βρίσκει όλους τους καλλιτέχνες “ανατριχιαστικούς”; Να πιστεύει πως η Μπέτι Μαγγίρα τραγουδάει το ίδιο καλά – μπορεί και λίγο καλύτερα με την Beyonce; Nα θεωρεί “υπέροχη” τη φριχτή, καρναβαλίστικη μεταμφίεση του Καναράκη σε Χρηστάκη; Kαι ο Τάκης Ζαχαράτος; Ποιος άραγε απήγαγε το μάτι, την ντανιά, την σάτιρα, την τσουχτερή του γλώσσα και άφησε στη θέση τους αυτό το νερόβραστο, υπερ-ενθουσιασμένο android που κυλιέται στα πατώματα με το ταλέντο του Άρη Πλασκασοβίτη; (Please, Χαρίλαε, please..).
Απ’ όλα τα παραπάνω εξαιρώ επίσης την κριτική επιτροπή του φετινού The Voice που είναι η πληρέστερη (από πλευράς κατάρτισης) και, τηλεοπτικά, η πιο ενδιαφέρουσα από καταβολής talent shows – πράγμα αποτυπώνεται και στη δυναμική του παιχνιδιού. Το foul play, στη δική τους περίπτωση έχει να κάνει μόνο με τα κριτήρια που μπαίνουν στην επιλογή/προώθηση των “γνωστών” καλλιτεχνών (πρώην συναδέλφων, των παιδιών, των γυναικών, των ανιψιών και των πρωτοξαδέλφων τους), οι οποίοι εμφανίστηκαν στις οντισιόν. Αλλά κι αυτό το “έγκλημα” είναι, υποθέτω, απολύτως ελληνικό και “ιδιώνυμο” – όποιος και αν ήταν αυτός που εφηύρε το format του παιχνιδιού, προφανώς, είχε στο μυαλό του την Christina Aguilera και όχι την Μελίνα Ασλανίδου (Και άρα κάπως χλωμό να πήγαιναν στο παιχνίδι οι Μaroon 5, με τους οποίους συνεργάστηκε η σταρ πρόπερσι, όλο και κάποια δουλίτσα, θα ‘χαν κλείσει, σε κανά μαγαζάκι….). Αλλιώς, Αντώνη – μη σε πικράνω – την αλήθεια να την πούμε : η Βέρα Μπούφη ήταν καλύτερη…