Ένας δράκος τον Αύγουστο (κι άλλα παραμύθια παραλίας…)
- 14 ΑΥΓ 2015
"Γιάννηηηηηη…. Γιάννηηηηη… Εδώ μπροστά… Μην πας μακριά, εδώ, να σε βλέπωωωωω…"
Η φωνή – στριγκιά, διαπεραστική, στεγνή μαμαδίστικη υστερία – της τρύπησε τ’αυτιά. Ανακάθισε, ζεσταινόταν, ο ιδρώτας έτρεχε στο λαιμό της. Για λίγο, δεν ήξερε πού βρισκόταν, της φάνηκε πως είχε αποκοιμηθεί στην ξαπλώστρα. Aύγουστος. Το καλοκαίρι έσκαγε στα βραχάκια σαν βόμβα, έλιωνε το μεσημέρι, μύριζε θάλασσα, αρμυρίκι, καρπούζι, φτηνό αντιηλιακό. Και πατάτες. Φρέσκες τηγανιτές πατάτες. Έριξε μια ματιά στο ρολόι της. Δώδεκα η ώρα, η παραλιακή ταβέρνα θα’χε πιάσει δουλειά. Έγειρε πίσω – πάλι η ίδια η ανησυχητική, μετέωρη αίσθηση. Σαν να ονειρευόταν, σαν να βρισκόταν ταυτόχρονα εκεί κι αλλού. Σε ένα άλλο, παλιό καλοκαίρι, σε μια άλλη, δικιά της, (δικιά της;) ξένη ζωή. Πατάτες. Καλοκαίρι στο χωριό με τη γιαγιά.
Το χωριό της ήταν μεγάλο, ζεστό, πεδινό. Από τη μια μεριά, έφτανε ως τα ριζά του βράχου, που ίσκιωνε τα ερείπια μιας βυζαντινής καστροπολιτείας. Από την άλλη, απλωνόταν ο κάμπος με τα λιόδεντρα και τους πορτοκαλαιώνες. Καρπερό χώμα, ευλογημένο, όλο κήπους και περιβόλια – τα καλοκαίρι τα ποτίζανε νύχτα μέρα οι χωριανοί, όλοι με τη σειρά, “κόβοντας” και “ανοίγοντας”, τα “περάσματα” στις νεροσυρμές.
Εκεί μέσα, στο περιβόλι της γιαγιάς, χωνόταν κι έπαιζε με τις ώρες. Καλοκαίρι στο χωριό ίσον χώμα ζεστό, τζιτζίκια, παιχνίδια, τρεχαλητά κι ένα διαρκές μουρμουρητό στ’ αυλάκι. Και η πηγή στην ανηφόρα, που πήγαινε με τη μεγάλη τη νταμιτζάνα, του κρασιού, κάθε πρωί – πρωί πρωί, “πριν μεσιάσει ο ήλιος”, αλλιώς φώναζε η γιαγιά – να κουβαλήσει νερό. Χαλάλι ο κόπος. Ήταν αλλιώτικο εκείνο το νερό, σου γέμιζε το στόμα, το λαιμό, τα ρουθούνια. Είχε γεύση.
Όλα στο χωριό είχαν γεύση: το βούτυρο, το ψωμί, η ντοματοσαλάτα, τα σύκα του μπαρμπα-Δημήτρη, που τα ‘τρωγε κι έσκαγε και πόναγε η κοιλιά της. Ακόμα και τα μεσημέρια είχαν γεύση. Γεύση και οσμή – μύριζαν αυγά και γάλα, τον φρέσκο τραχανά που ξέραινε η γιαγιά σε κρεβάτια, ντιβάνια, μπαούλα και σοφράδες. Και τηγανιτές πατάτες. Φρέσκες, νόστιμες, τραγανές, ούτε μια ιδέα λαδερές. Οι καλύτερες που έφαγε ποτέ της.
Το άλλο “καλύτερο” εκείνων των καλοκαιριών – εκτός από τις βόλτες, τα παγωτά και τις ποδηλατάδες, καλά, αυτό εννοείται – ήταν οι ιστορίες. Με το που σουρούπωνε, βγαίναν οι μεγάλοι στην πλατεία, κάθονταν στις πεζούλες και κάνανε “γειτονιά”. Κι άμα βαριόντουσαν τα νέα και τα κουτσομπολιά, πιάνανε τα άλλα, τα παλιά, πράγματα που ‘χαν ακούσει κι εκείνοι από τους παππούδες τους. Ντόπιους θρύλους, φήμες απίθανες, ιστορίες για νεράιδες, βρικολάκους, δράκους και στοιχειά, που άμα τα ‘βλεπες, έπρεπε, λέει, να κάνεις κύκλο, να μπεις μέσα και να κάνεις το σταυρό σου. Γιατί μες στον κύκλο το στοιχειό δεν πάταγε.
Τ’ άκουγε κι ανατρίχιαζε. Γύριζε μετά μονάχη στο σπίτι – σκοτάδι, πήχτρα ο δρόμος – κι αφουγκραζόταν την καρδιά της που βρόνταγε στο στήθος της και την ανάσα του δράκου στο σβέρκο της. Στα εκατό μέτρα από την πόρτα της, έριχνε μια τρεχάλα, μα τι τρεχάλα – να τρέξει, να προλάβει, να μην την πιάσει ο δράκος, να ξεφύγει, να προλάβει, να προλάβει. Καμιά φορά – όπως τώρα – τιναζόταν στον ύπνο της. Ακόμα έτρεχε.
Γιάνννηηηηηηη….. Δεν ακούς παιδί μου ; Γύρνα πίσω αμέσως, αλλιώς δεν έχει διακοπές…
Η ίδια φωνή, ο ίδιος τόνος – αυτή τη φορά την αναγνώρισε : ήταν η φωνή της. Και η ίδια, η γνωστή απειλή : “αλλιώς, δεν έχει διακοπές”. Όχι, αν δεν διαβάσεις, αν δεν φας, αν δεν κοιμηθείς, αν δεν ησυχάσεις. Και μετά, στο νησί, πάλι τα ίδια, πάλι “όχι”, πάλι “μη”. “Μην τρέξεις”, “μην παίξεις”, “μην πέσεις”, “μην ιδρώσεις”. “Πλύνε τα χέρια σου με οινόπνευμα”, “είσαι ιδρωμένος, έλα να αλλάξεις”. “Μην βουτήξεις, όχι βαθιά, όχι βουτιές, όχι στον ήλιο χωρίς καπέλο”. “Όχι παγωτά, θα πονέσει η κοιλιά σου”, “όχι πατάτες και ψωμιά, θα γίνεις χοντρός”. “Μην πας μακριά, να σε βλέπω”. “Έλα να καθίσεις, κάτσε να διαβάσεις”, “πάρε μαζί σου τα βιβλία σου, τ’ απόγευμα θα κάνουμε επανάληψη μαθηματικά -πως θα πας σχολείο του χρόνου, όλα τα ξέχασες”. “Μαζέψου, δεν χορταίνεται το παιχνίδι, μπάνιο και νωρίς για ύπνο”. Ένα παιδί είχε – πήγαινε και για δεύτερο, αλλά το ΄χασε – κι είχε πέσει απάνω του. Μην της κακοπάθει, μην της αρρωστήσει, μην της πονέσει. Και ήταν καλό παιδί ο Γιάννης της, όλο ζωή, χαρούμενος και καλοδιάθετος – λίγο δειλός βέβαια, λίγο άβουλος, ήσυχος και φοβητσιάρης σαν ποντίκι. Παιδί της μαμάς.
Γύρισε και τον κοίταξε, έτσι όπως καθόταν πλάι της. Δεν του άρεσε και πολύ η θάλασσα, σιχαινόταν την άμμο. Τις βουτιές τις φοβόταν. Προτιμούσε, έλεγε, την ξαπλώστρα και το ηλεκτρονικό του. Ξαφνικά, σαν τον λυπήθηκε. “Αλλιώς δεν έχει διακοπές” – για δες κρίμα, ο γιός της δεν θα ΄χε να θυμάται καλοκαίρια χρωματιστά, μίκυ μάους το μεσημέρι που οι μεγάλοι κοιμούνται, παιχνίδια στα περιβόλια, πλατσουρίσματα σε νερά, σύκα γινωμένα, γλυκά, ματωμένα γόνατα και νουάρ ιστορίες. Ο γιός της δεν θα’ τρεχε. Εκείνον, ο δράκος τον είχε προλάβει.