Φεστιβάλ Βενετίας: Η πρεμιέρα του A Star Is Born με πρωταγωνίστρια τη Lady Gaga
- 1 ΣΕΠ 2018
Δεν έχουμε Διαγωνιστικό σήμερα, καθώς μερικές συνεντεύξεις μου έβγαλαν από το πρόγραμμα τους νέους Coen (που θα δω σήμερα οπότε θα γράψω για την επόμενη ανταπόκριση), έχουμε όμως δύο από τις πιο πολυαναμενόμενες ταινίες του Φεστιβάλ, αμφότερες εκτός Διαγωνιστικού. Η μία του Orson Welles, η άλλη του Bradley Cooper. Η μία με τη Lady Gaga, η άλλη με τον John Huston. Η μία τρίτο ριμέικ διαχρονικής ιστορίας, η άλλη ολοκληρωμένη εκδοχή ενός χαοτικού φιλμ που βρισκόταν σε στάδιο αρχειακού υλικού για δεκετίες. Φίλες, φίλοι, για αυτά αγαπάμε τα Φεστιβάλ και το σινεμά γενικότερα.
Αποστολή στη Βενετία: Θοδωρής Δημητρόπουλος
A STAR IS BORN
Η προηγούμενη ταινία του Bradley Cooper: Καμία. Ντεμπούτο alert! Το πρότζεκτ ξεκίνησε με τον Clint Eastwood ο οποίος ήθελε να το γυρίσει με τη Beyonce και από τη στιγμή που είδα την ταινία δε μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι πώς θα ήταν εκείνη η εκδοχή, και τι έχει απομείνει από τη δουλειά του Eastwood το οποίο χρησιμοποίσε ο Cooper.
Ενιγουέι, η ουσία είναι πως ο τίτλος δε λέει ψέμματα επειδή με χαρά και θαυμασμό έχει να αναφέρω πως πράγματα, σήμερα στη Βενετία….. ένα αστέρι…… γεννήθηκε……
H καινούρια: Τρίτο ριμέικ του ομώνυμου φιλμ του 1937. Το ‘54 το είδαμε ως μιούζικαλ με τη Judy Garland, το ‘76 ως ροκ μιούζικαλ με Streisand-Kristofferson, και τώρα ως (κάντρι/ποπ;) μιούζικαλ με τη Lady Gaga και τον Bradley Cooper. Αφηγείται την τόσο-iconic-που-δεν-χαλάει-ποτέ ιστορία μιας νεαρής ταλαντούχας τραγουδίστριας την οποία ανακαλύπτει ένας άντρας που σύντομα καταλήγει εμπόδιο στα όνειρά της.
Και πώς είναι: Δεν είναι τυχαία η διαχρονικότητα αυτής της ιστορίας: για όσο καιρό η ανθρωπότητα θα ζει με το όνειρο ενός συνδυασμού ταλέντου, διασημότητας και υπαρξιακού άγχους για το αν θα προλάβουμε να πούμε ό,τι έχουμε να πούμε για όσο διάστημα είμαστε ακόμα εδώ, μια τέτοια αφήγηση θα πετυχαίνει πάντα φλέβα. Ο Cooper στήνει τη βερσιόν του ολοκληρωτικά πάνω στη Lady Gaga η οποία περισσότερο από πρωταγωνίστρια είναι το μοντέλο πάνω στο οποίο είναι στημένη η ταινία, παίζοντας μια παράλληλη εκδοχή του εαυτού της. Από την πρώτη κιόλας σκηνή, όταν η ηρωίδα της, η Ally, τραγουδάει στο πλαίσιο μιας drag show lip sync βραδιάς και οι υπόλοιπες queens λένε πως “κανονικά δε θα αφήναμε μια γυναίκα να τραγουδήσει, αλλά αυτή είναι…” η ταινία προσκαλεί το θεατή να συμπληρώσει “…είναι η Lady Gaga”.
Οι συνειρμοί δε σταματούν ποτέ σε όλη τη διαδρομή της ανόδου της Ally προς το mainstream stardom και ο Cooper αποτυπώνει κάθε μεταπήδηση σε νέο κεφάλαιο της πορείας της ηρωίδας δίχως άτσαλα κομμάτια επεξηγήσεων, δίχως χαζές έριδες, δίχως τεχνητές ενδείξεις- παρά μόνο αφήνοντας την κάμερα να αγκαλιάσει τόσο την ίδια τη Gaga (το πώς κινείται, το πώς αντιδρά, το πώς μιλάει) όσο και τον ήρωα που ο ίδιος υποδύεται, έναν σταρ μουσικό που αφήνει τον αλκοολισμό του και το τεράστιό του κενό να τον καταπιούν ζωντανό. Η Ally τον φέρνει ξανά στη ζωή κι αυτό δε χρειάζεται κανένα κομμάτι διαλόγου να μας το πει, το βλέπουμε καθώς η κάμερα τον κοιτά να την κοιτά.
Ο Cooper, εκπληκτικός ερμηνευτικά, διαθέτει τρομερό έλεγχο του υλικού του ως πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης. Προσδίδει στο σκελετό της αφήγησης μια νατουραλιστική χροιά (στις κοντινές στιγμές του ζευγαριού, στη ρεαλιστική απόδοση συναυλιακών σκηνών), την οποία παρατά εξ ολοκλήρου σε τακτικά τοποθετημένες μελοδραματικές εξάρσεις, σαν η ταινία να ανέβασε ξαφνικά πυρετό, σαν μουσικό ρεφρέν που σε προσκαλεί να αφήσεις πίσω το πεζό κουπλέ και να το ακολουθήσεις σε ένα αποθεωτικό ξέσπασμα.Οι συναισθηματικές μεταβάσεις έρχονται με τα δικά τους χρώματα, τους δικούς τους ήχους, της δική τους γλώσσα του σώματος.
Και τα δικά τους τραγούδια φυσικά- το ‘Shallow’ το μουρμουράει το μισό Λίντο όλη μέρα και είναι το είδος της legit κομματάρας που χρειάζεται μια τέτοια ιστορία για να έχει γερή βάση. Μια μελοδραματική όπερα για την αναζήτηση μιας ενστικτώδους, βαθιάς αλήθειας μπροστά στο φόβο της φθοράς και του πλαστού. Εδώ τα βλέμματα κι η μουσική δε λένε ποτέ ψέματα.
Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: H πρώτη λάιβ εμφάνιση της Ally όταν ο Jack (του Cooper) την προσκαλεί στη σκηνή να τραγουδήσουν μαζί. Ο Cooper κινηματογραφεί την ενέργεια ανάμεσα τους και το πώς αντιδρά ο ένας στον άλλο. Νιώθεις το κοινό, νιώθεις την αρένα να πάλλεται, αλλά ζεις τη στιγμή μέσα από τα μάτια της Ally- επειδή η κάμερα παραμένει σταθερά και απολύτως αφοσιωμένη στην ηρωίδα της. H σκηνή αυτή είναι βασικά κι ο σκελετός του φοβερού τρέιλερ, το οποίο εννοείται τώρα έχω δει 10 φορές σε ριπίτ. Ανατριχίλες, συγγνώμη, δεν ελέγχονται αυτά τα πράγματα.
Πώς θα τη δούμε; Στις αίθουσες 4 Οκτωβρίου από την Tanweer.
THE OTHER SIDE OF THE WIND
Η προηγούμενη ταινία του Orson Welles: Η τελευταία του ολοκληρωμένη ταινία ήταν το ‘F for Fake’, μετακύ ντοκιμαντέρ και φιλμικού δοκιμίου πάνω στην αυθεντικότητα και την σημασία της τέχνης. Κυκλοφόρησε το 1974, όταν ο Welles είχε ήδη γυρίσει το μεγαλύτερο μέρος του ‘The Other Side of the Wind’, του οποίου τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν σε διάφορα στάδια από το 1970 ως το 1976. Αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα και ένα σωρό εμπόδια και ατυχίες, ο Welles δεν κατάφερε ποτέ να ολοκληρώσει την ταινία, ζητώντας σαν χάρη από τον Peter Bogdanovich (που πρωταγωνιστεί κιόλας) να την τελειώσει εκείνος αν ο ίδιος πέθαινε.
H καινούρια: Ξεπερασμένος σκηνοθέτης κάνει πάρτυ για τα 70ά γενέθλιά του όπου προβάλλει στους καλεσμένους την ανολοκλήρωτη ταινία με την οποία επιχειρεί να αναζωογονήσει την καριέρα του, στοχεύοντας σε επιπλέον χρηματοδότηση που θα του επιτρέψει να την ολοκληρώσει.
Και πώς είναι: Γυρισμένο σε mockumentary στυλ και μονταρισμένο με τη μανία και τον παροξυσμό που θα χαρακτήριζε έναν πραγματικό χολιγουντιανό has-been, το θρυλικό φιλμ μοιάζει άλλοτε με άθλο κι άλλοτε σχεδόν είναι άθλος το να καταφέρεις να επιβιώσεις εντός του, όμως ακόμα κι οι τρανταχτές του ατέλειες μοιάζουν θεματικά συνεπείς. Ο κεντρικός ήρωας είναι ο Jack Hannaford, τον παίζει ο John Huston και είναι εμπνευσμένος από τον Ernest Hemingway και τον θάνατό του. Ως σάτιρα πάνω σε ένα κάποιο τέλος μιας χολιγουντιανής εποχής (του ας πούμε κλασικού Χόλιγουντ), με τον 70χρονο κεντρική σκηνοθέτη-ήρωα να προσπαθεί να μιμηθεί τον Antonioni στην ταινία-μες-στην-ταινία, ο φρενήρης ρυθμός υπογραμμίζει την απόγνωση και την κυρίαρχα fake διάσταση αυτού του κόσμου. (Ο δεσμός με το “F for Fake‘ είναι ισχυρός.)
Ο Welles ήθελε να παρουσιάσει την ιστορία μέσα από ένα mockumentary στυλ, υπό τη σύμβαση πως οι πάντες κινηματογραφούν διαρκώς το συμβάν (το γκλάμουρ πάρτι γενεθλίων) και ό,τι βλέπουμε είναι μια μετέπειτα μονταρισμένη εκδοχή της βραδιάς. Ως εκ τούτου, το φιλμ απολαμβάνει τον κατακερματισμένο του χαρακτήρα, στυλιστικά και θεματικά. Ασπρόμαυρο και έγχρωμο, κουνημένο και στατικό, και έναν εξωφρενικά μεγάλο αριθμό edits, το φιλμ μοιάζει περισσότερο με σάτιρα μασκαρεμένη ως ντελιριακός εφιάλτης πάνω στον πανικό του τέλους που έρχεται.
Η meta διάσταση είναι συγκινητική- το πάρτυ των παρατρεχάμενων θαμώνων-θεατών μετακινείται από το ένα δωμάτιο στο άλλο κι από μια έπαυλη σε ένα drive-in σινεμά σε μια επίμονη προσπάθεια του Hannaford να δει το -νομοτελειακά ατελές- φιλμ ως το τέλος του, την ώρα που έρχεται αντιμέτωπος με διαχρονικά καταπιεσμένες πτυχές του εαυτού του.
Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: «Παίζεις τις μπομπίνες με λάθος σειρά», λέει στον προβολατζή προς το τέλος του φιλμ. «Τι διαφορά κάνει;», του απαντά εκείνος.
Πώς θα τη δούμε; 2 Νοεμβρίου στο Netflix.
Πηγή: PopCode
*Κάθε πρωί ως τις 8 Σεπτεμβρίου μπορείτε να συντονίζεστε στο PopCode για ομοίως αποκλειστικό και καθηλωτικό #content από τη Βενετία όπου διεξάγεται το 75ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου.