Γιατί δε μ’άρεσε το φινάλε του “True Detective” #pestenamefate
- 18 ΜΑΡ 2014
Χάπι έντ, αγκαλιές και πράσινη μπογιά στ’αυτιά ; Seriously;
Για
να μην παρεξηγηθώ – ανήκω κι εγώ σ’αυτούς
που θεωρούν το “True
Detective”
μια σειρά “που άλλαξε τα δεδομένα της
αμερικάνικης τηλεόρασης μπολιάζοντας
με στοιχεία υπαρξιακού τρόμου, σκοτεινιάς
και απόγνωσης το κλασικό buddy
cop
drama”.
Και, ΟΚ λάτρεψα τον τρόπο που
κινηματογραφήθηκε ο αμερικάνικος
εφιάλτης, την ψιλή ομίχλη που αγκάλιαζε
τα πλάνα, κάνοντας τους ήρωες να παραπαίουν
σε ένα θολό σύμπαν μεταξύ φαντασίας,
παραίσθησης και πραγματικότητας, κι
όλη την υγρή, βαριά υπνωτιστική, σκοτεινιά
των βάλτων της Λουϊζιάνας με τα βρώμικα
μυστικά. Επιπλέον, οι μουσικές ήταν ένα
αριστούργημα (Κασ.σ. ήδη έχω λιώσει το “Far
from
any
road”
και το “Αngry
river”
στο repeat)
όσο για το το υπερ-ανθρώπινο παίξιμο
των McConaughey
και Harrelson,
δεν χρειάζεται να πω τίποτα εγώ, πάω
στοίχημα πως θα μιλήσουν του χρόνου τα
EMMYs.
Κι
εδώ, κάπου, έρχεται το “αλλά”. Το “αλλά”
της ιστορίας, έχει να κάνει με τον απλό
τηλεθεατή που δεν έχει, ας πούμε,
εντρυφήσει στην αμερικάνικη μυθολογία
του τρόμου και του νέο-νουάρ, οπότε
καλείται να δει τη σειρά, χωρίς το
θεωρητικό “δεκανίκι” – clue
πως π.χ. ο δολοφόνος- τέρας της σειράς
και το παρανοϊκό του σύμπαν “πατάνε”
σε λογοτεχνικές αναφορές όπως π.χ. αυτή
του Robert
W.Chambers,
του “Κing
In
Yellow”
και της Carcosa,
της καταραμένης νεκρόπολης του Βασιλιά
με τα Κίτρινα.Για να σας το κάνω πιο
δύσκολο, ας υποθέσουμε επίσης πως αυτός
ο τηλεθεατής, δεν “κατεβάζει” απαραιτήτως
τη σειρά, άρα δεν θα δει και τα οχτώ
επεισόδια μονοκοπανιά.
Τι
του μένει λοιπόν ; Κατά βάση το απλό,
αστυνομικό αίνιγμα – αυτό, που δικαιολογεί
και ο τίτλος της σειράς. Το κλασικό
whodunit
που πρέπει να “υπακούει” σε μια -σχετικά- κατανοητή πλοκή, να “τροφοδοτείται”
διαρκώς με στοιχεία- αποκαλύψεις, να
σκοντάφτει σε ανατροπές, και, εν τέλει,
με κάποιο τρόπο να οδηγείται σε λύση.
Όλα αυτά, δηλαδή, που έτσι κι αλλιώς, το
‘True
Detective”,
δεν τα πολύ-είχε εξαρχής, (για βάλτα κάτω
: ένας τελετουργικός φόνος πριν 17 χρόνια,
οι εξαφανίσεις παιδιών και ένα κύκλωμα
παιδόφιλων σατανιστών, σκόρπιες,
ασύνδετες μαρτυρίες, εδώ κι εκεί, πάρα
πολλά πισωγυρίσματα, ένας παρανοϊκός
που μιλάει για μαύρα αστέρια και μετά
δολοφονείται από τον αστυνομικό, πάρα
πολλές διαβολοπαγίδες, πουλιά που πετάνε
σχηματίζοντας έλικες, και “πεταμένες”
ατάκες – clues
που υποτίθεται πως κάπως, κάποτε, έπρεπε
να εξηγηθούν. Γενικά, ένα μπέρδεμα…).
Εξ’ού και οι κριτικοί σχολίαζαν πως το
TD
δεν είναι το τυπικό αστυνομικό δράμα,
αλλά περισσότερο οι ιστορίες των δύο
αντι-ηρώων του, η περιπλάνηση στο δικό
τους μολυσματικό σκοτάδι, (darkness,
yeah,
yeah!)
ο τραχύς τους δρόμος ως την έξοδο, την
κάθαρση, την Χάρη.
Και
έτσι φτάσαμε στο φινάλε. Που πάνω κάτω
έμοιαζε να “πατάει” πάνω στο παλιότερο,
το πιο βαρετό αγκαθακριστικό κλισέ :
ένοχος είναι πάντα ο -άσχετος με την
πλοκή- λιγότερο ύποπτος και στο τελευταίο
κεφάλαιο, του τα φορτώνουμε όλα. (ΠΡΟΣΟΧΗ,
SPOILER
ALERT!).
Έτσι λοιπόν, τo
καταραμένο spaghetti
monster,
ο Mεγάλος
Φοβερός Μπαμπούλας της σειράς δεν είναι
παρά ο – περαστικός, δήθεν καλοκάγαθος-
επιστάτης που του ‘πεσε λίγη παραπάνω
μπογιά στ’αυτιά, την ώρα που περνούσε
δεύτερο χέρι την πρόσοψη (σ.σ. συγγνώμη,
αλλά αυτό μόνο εγώ το βρήκα γελοίο ;). Ο
Άγνωστος Μπάσταρδος, ο σημαδεμένος, ο
“χαλασμένος” αιμομίκτης, ο τύπος που
ζει στο δικό του χαοτικό-μυθοπλαστικό
σύμπαν απ’ όπου δανείζεται ταυτότητες
και προφορές. Ο Κανένας.
Οι δύο ήρωες θα
τον αντιμετωπίσουν μες στο τερατώδες
λημέρι του (σ.σ. έξοχη και αληθινά
εφιαλτική η τηλεοπτική απεικόνιση της
Carcosa
– αν δηλαδή έχεις πάρει χαμπάρι περί
τίνος πρόκειται… ) θα του τινάξουν το
κρανίο στον αέρα, θα επιζήσουν, (παρά το
σχεδόν ολοκληρωτικό ξεντέριασμα) και
στο γκραν φινάλε θα βαδίσουν αγκαλιασμένοι,
εγκαινιάζοντας, Λούι, την αρχή μιας
υπέροχης φιλίας. Ηθικόν δίδαγμα : ακόμα
και μες στην πιο σκοτεινή τρύπα, μπορείς
να κοιτάξεις προς τα πάνω, στ’αστέρια.
Το φως κερδίζει. Τύμπανα, μουσικές,
ανοίγει το πλάνο, τίτλοι τέλους. (;;;)
Παρακαλώ;
Δεν
ξέρω τώρα, μπορεί εγώ να είμαι διαβρωμένη
από βρωμερά, μονοδιάστατα (οπωσδήποτε
λιγότερα φιλοσοφικά, ψαγμένα και “προχώ”
υποπροϊόντα του αμερικάνικου νουάρ),
που θέλουν το τέλος να είναι τέλος, το
φως να σαρώνει τις σκοτεινές γωνιές, να
“καθαρίζει” τους γρίφους, να ξεμπλέκει
τους κόμπους και όλοι οι κακοί Τατλ που
βιάζουν παιδάκια να πηγαίνουν στην
Κόλαση, με μια μικρή στάση στη φυλακή
(Όχι, οι εξηγήσεις “έτσι είναι ο κόσμος,
δεν πειράζει, εμείς τουλάχιστον πιάσαμε
τον δικό μας”, δεν είναι για μένα…) Αυτό
ίσως εξηγεί γιατί το όλο concept
του τελευταίου επεισοδίου του TD
season
1 μου φάνηκε λίγο αφελές. Και λίγο
ασύνδετο. Σαν να έψαχνες όλον αυτό τον
καιρό από δω κι από κεί για τα γυαλιά
σου, που όμως ήταν κάτω από τη μύτη σου
– άσε που κι έτσι κι αλλιώς, το θέμα δεν
ήταν τα γυαλιά. Κι όλα αυτά τα “η ανατροπή
του φινάλε είναι η ελπίδα” και τα “ήθελα
να δώσω στους ήρωές μου μια πιθανότητα”
μου φάνηκαν λίγο μούφες δικαιολογίες
του Νικ Πιτζολάτο για το sequel
– ο καθηγητής-σεναριογράφος – παραγωγός-
showrunner
της σειράς διατηρεί όλα τα πνευματικά
δικαιώματα και ήδη, λένε πως έχει στα
σκαριά μια σειρά βιβλίων “Ραστ και
Κόουλ”. Ή, πάλι, μπορεί να είναι ψυχολογικό.
Σε ένα σύμπαν δύσκολο, σκονισμένο,
βρώμικο, χαοτικό όπου όλοι είναι ένοχοι
και τίποτα, ποτέ δεν λύνεται, θες μια
στο τόσο κάτι, ΚΑΤΙ να μπαίνει στη θέση
του. Έστω και στο φινάλε….