Ο Guardian αποθεώνει το ελληνικό θέατρο κι εμείς δεν σταματάμε να χειροκροτάμε
- 3 ΜΑΡ 2020
«Στον θρίαμβο από την τραγωδία» τιτλοφορείται άρθρο του Guardian που περιγράφει το πώς το ελληνικό θέατρο βγήκε βρυχώμενο από την κρίση. Το άρθρο -ανταμοιβή στους κόπους τόσων σύγχρονων καλλιτεχνών, υπογράφει ο Michael Billington, ο οποίος πέρασε 3 ημέρες -και παρακολούθησε 5 θεατρικές παραστάσεις– στην Αθήνα.
Ποιος είναι ο Michael Billington και οι πρώτες του εντυπώσεις στον Guardian
Σε περίπτωση που δεν ξέρεις τον Michael Billington, σου τον συστήνω λέγοντάς σου ότι είναι ο περισσότερα χρόνια ενεργός κριτικός θεάτρου της Βρετανίας. Επιπλέον, είναι συγγραφέας βιογραφιών και ερευνών που αφορούν το βρετανικό θέατρο και επίσημος βιογράφος του Harold Pinter. Όπως καταλαβαίνεις, το να αποθεώνει το θέατρο της χώρας σου ο Michael Billington μέσω του Guardian, δεν είναι καθόλου μικρή υπόθεση.
«Μετά από μια τριήμερη επίσκεψη, θα ήταν αλαζονικό να κάνω μια αξιολόγηση του αθηναϊκού θεάτρου, αλλά σε αυτό το μικρό διάστημα παρακολούθησα πέντε παραστάσεις, συνάντησα αρκετούς καλλιτέχνες και έμαθα πολλά», γράφει στο άρθρο του στον Guardian.
«Η πρώτη μου εντύπωση ήταν ότι η Αθήνα είναι μια κυψέλη θεατρικής δράσης: περίπου 1500 παραγωγές τον χρόνο που περιλαμβάνουν τα πάντα από τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή ως τον Pinter Και τον Albee. Ενδιαφέρον είναι πως τα μιούζικαλ είναι σχετικά σπάνια και τα νέα έργα, αν και άφθονα, δεν συνοδεύονται από την υποδομή που θα τα αναδείκνυε. Η Αθήνα είχε κάποτε το αντίστοιχο κτήριο του Royal Court στο Λονδίνο, αλλά το κτήριο τώρα λειτουργεί ως σούπερ μάρκετ.
Αυτό είναι σημαντικό γιατί το ζήτημα των χρημάτων είναι αναπόφευκτο στην Αθήνα. Η Ελλάδα έχει περάσει μια λεπτομερώς καταγεγραμμένη οικονομική κρίση που χοντρικά κράτησε από το 2009 ως το 2019. Παραδόξως, μία δεκαετία που περιγράφηκε σαν μια ελεγχόμενη καταστροφή, παρουσίασε μια θεατρική έξαρση, παρόλο που οι καλλιτέχνες δεν πληρώνονταν πάντα. Μπορείς να δεις σήμερα τις επιπτώσεις στο ότι τα λεφτά είναι λίγα αλλά οι τιμές των εισιτηρίων είναι χαμηλές», σημειώνει.
«Ο Δημήτρης Λιγνάδης είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, το οποίο ανεβάζει 15 παραγωγές ετησίως, σε πέντε θέατρα. Επιδοτείται κάθε χρόνο με 6 εκατομμύρια ευρώ, ο ανώτατος μισθός των ηθοποιών είναι 1.200 ευρώ τον μήνα, αλλά το ακριβότερο εισιτήριο είναι μόλις 25 ευρώ. Για τα αθηναϊκά δεδομένα ωστόσο, το Εθνικό Θέατρο είναι μια χαρά. Όπου και αν πήγα, συνάντησα καλλιτέχνες που δούλευαν για «ψίχουλα» παρότι έπαιζαν σε γεμάτα θέατρα» αναφέρει στη συνέχεια ο Michael Billington. Ο ίδιος συνεχίζει με τις παραγωγές που παρακολούθησε.
Νόρα – Θεόδωρος Τερζόπουλος
«Η πρώτη μου στάση ήταν το θέατρο Άττις, όπου πριν από δέκα χρόνια είχα παρακολουθήσει μια εκπληκτική παράσταση, που λεγόταν ”Alarme” και αφορούσε την αλληλογραφία μεταξύ της Ελισάβετ Α΄και της Μαρίας Α’ της Σκωτίας. Ήταν μια παράσταση του Θεόδωρου Τερζόπουλου. Τώρα είδα την εκδοχή του πάνω στο “Κουκλόσπιτο” του Ibsen, που τιτλοφορείται σκέτο “Nόρα”. Είναι μυστήριο για εμένα το γιατί αυτός ο σπουδαίος 75χρονος σκηνοθέτης είναι αναγνωρισμένος στη Ρωσία, την Κίνα, τη Γερμανία και τις Η.Π.Α. αλλά παραμένει άγνωστος στη Βρετανία. Όταν τον ρώτησα γιατί η δουλειά του δεν είχε φτάσει ποτέ στη Μεγάλη Βρετανία, μου είπε ότι δεν του ζητήθηκε ποτέ», γράφει ο Billington. Συνεχίζει περιγράφοντας το στιλ σκηνοθεσίας του Τερζόπουλου ως «τελετουργικό μινιμαλισμό».
«Στη Νόρα έχει μειώσει το κείμενο του Ibsen σε 70 λεπτά και τρεις χαρακτήρες: την εύθραυστη ηρωίδα που είναι εγκλωβισμένη μεταξύ δύο ανδρών, του άνδρα της Torvald και του εκβιαστή Krogstad. Ο Τερζόπουλος περιγράφει το έργο σαν μία μάχη μεταξύ “του φοβισμένου εγώ και του στραγκαλισμένου αληθινού εαυτού” και αυτή η απαραίτητη σύγκρουση ενσαρκώνεται ιδιοφυώς από τη Σοφία Χιλλ που παίζει με κάθε ίνα της ύπαρξής της», αναφέρει μεταξύ άλλων o κριτικός θεάτρου του Guardian.
«Ήταν μία Νόρα της οποίας η μπουρζουά επιφάνεια έκρυβε κάτι άγριο και υψηλά σεξουαλικό. Όταν είδα την Χιλλ να παίζει την Ελισάβετ Α’ στο Alarme, επένδυσε τον χαρακτήρα με μία παρόμοια σωματικότητα, κινούμενη στη σκηνή σαν να ήταν ένα θηρευτικό ερπετό. Με τη δύναμη εκείνη και της Νόρας της, θα έλεγα ότι η Χιλλ είναι μία από τις καλύτερες ηθοποιούς παγκοσμίως, που της αξίζει να γίνει γνωστή πολύ πιο πέρα από την Ελλάδα», σημειώνει.
Ευτυχισμένες Μέρες – Σάββας Στρούμπος
Η επόμενη παράσταση που είδε, ήταν η πρόβα της παράστασης «Ευτυχισμένες Μέρες» του Beckett στην σκηνή «Άττις – Νέος Χώρος». Εκεί ο Σάββας Στρούμπος σκηνοθετεί το έργο του Ιρλανδού συγγραφέα. «Νόμιζα ότι είχα δει κάθε πιθανή παραλλαγή Μπέκετ, αλλά κάτι παρόμοιο δεν είχα ξαναδεί ποτέ: ένα μείγμα μουσικής παράτασης και καλλιτεχνικού installation, όπου η Winnie δεν ήταν θαμμένη στη γη αλλά καθόταν σε μία λευκή καρέκλα με την εικόνα ενός κρεμάμενου πιστολιού», λέει ο κριτικός.
«Τα λόγια είναι του Μπέκετ αλλά απαγγέλλονται σωστά από την Αννέζα Παπαδοπούλου ως Winnie, που συνοδεύεται από το ορατό alter ego στη μορφή της Έλλης Ιγγλίζ. Ο Μπέκετ αποτυπώνεται με καθηλωτικό/τρομακτικό τρόπο αλλά μου έκαναν εντύπωση οι συνθήκες της παραγωγής. Ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί δουλεύουν από τον Σεπτέμβριο και ο ελάχιστος προϋπολογισμός ήταν μόλις 18.000 ευρώ. Ένα θέατρο αφιερωμένο στον περφεξιονισμό», συνεχίζει ο Michael Billington.
Άνθρωποι και ποντίκια – Βασίλης Μπισμπίκης
Σειρά είχαν οι «Άνθρωποι και ποντίκια» του Βασίλη Μπισμπίκη, που πέρσι έκαναν την απόλυτη αίσθηση στη θεατρική Αθήνα και φέτος συνεχίζονται με συνεχή sold out. «Η Αθήνα προσφέρει ένα θέατρο βίαιων αντιθέσεων. Μια νύχτα, ταξίδεψα σε μία αραιοκατοικημένη περιοχή, γεμάτη αποθήκες όπου ένα παλιό μαγαζί μηχανών έχει μετατραπεί στο θέατρο “Τεχνοχώρος Cartel”. Ο συνιδρυτής του Βασίλης Μπισμπίκης, είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης που περιγράφει τον εαυτό του σαν “επίδοξο αναρχικό”. Μπαίνοντας στον χώρο, αμέσως θυμήθηκα το Théâtre du Soleil της Ariane Mnouchkine στο Παρίσι και δεν εξεπλάγην όταν έμαθα ότι εκείνη ήταν πρότυπο του Μπισμπίκη. Επίσης, με εντυπωσίασε το γεγονός ότι το Cartel, μία μοναδική κολεκτίβα που δουλεύει σε ένα απομονωμένο μέρος της Αθήνας, τώρα προσελκύει ένα ευκατάστατο, μοδάτο κοινό», γράφει χαρακτηριστικά.
«Η παράσταση που είδα ήταν μια εκδοχή του “Άνθρωποι και ποντίκια” του Steinbeck, που διαδραματίζεται στη σύγχρονη Αθήνα. Σε αυτή οι αντίστοιχοι χαρακτήρες του George και του Lennie, είναι εργάτες σε ένα σμπαραλιασμένο εργοστάσιο και μένουν σε απομονωμένα κελιά. Αυτό ήταν θέατρο αντικαπιταλιστικής διαμαρτυρίας με στιλ ωμής σεξουαλικότητας και βίας. Η Νικολέτα Κοτσαηλίδου, ως σύντροφος του ιδιοκτήτη του εργοστασίου, με στενό σορτς και σκισμένο καλσόν, παρείχε μια μόνιμη πρόκληση για τη μάταιη λαγνεία των εργατών, πριν στραγγαλιστεί από τον Έλληνα Λένι. Κι όταν ένας από τους εργάτες προσβάλλει έναν μετανάστη υπάλληλο, οι συνάδελφοί του τον εκδικήθηκαν, χτυπώντας τον βάναυσα», αναφέρει.
«Καθισμένος στην πρώτη σειρά κανείς, ένιωθε τον συνεχή κίνδυνο από τις γροθιές και τα συγκρουόμενα κορμιά. Αλλά στην καρδιά της παράστασης, βρισκόταν η σφυρηλατημένη φιλία του Μπισμπίκη στον ρόλο του εύσωμου προστάτη και του Δημήτρη Δρόσου στον ρόλο του θλιμμένου, βιαστικού Lennie. Ήταν μια παραγωγή τεράστιας φυσικής δύναμης που έχει παιχτεί ήδη 170 φορές. Για μία ακόμα φορά, με εξέπληξε το πόσα πολλά επιτυγχάνονται στην Αθήνα για ένα οικτρό αντίτιμο: ένα project με κεφάλαιο 15.000 ευρώ και η τιμή του εισιτηρίου ήταν 12 ευρώ», σημειώνει ο κριτικός θεάτρου.
Δείπνο Ηλιθίων – Σπύρος Παπαδόπουλος & Μάκβεθ – Δημήτρης Λιγνάδης
Ο ίδιος σημειώνει ότι υπάρχει και το λεγόμενο «εμπορικό θέατρο» στην Αθήνα, αναφέροντας θετικά σχόλια για την «εκδοχή γεμάτη ζωντάνια» του «Δείπνου Ηλιθίων» που διανύει την τέταρτη χρονιά της. «Και εδώ ακόμα, ο παραγωγός, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής Σπύρος Παπαδόπουλος, μου λέει ότι το 75% των κερδών της παράστασης πάει υπέρ φόρων της κυβέρνησης», τονίζει.
Τελευταία παράσταση που παρακολούθησε ο Michael Billington ήταν ο «Μάκβεθ» που σκηνοθετεί στο Εθνικό Θέατρο ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του, Δημήτρης Λιγνάδης. Ο ίδιος κρατά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. «Ήταν ένα καλό παράδειγμα του Σαίξπηρ: η έμφαση δόθηκε στον αδιάρρηκτο δεσμό μεταξύ των Μάκβεθ, με περιστασιακές σουρεαλιστικές πινελιές όπως το ότι το ζεύγος κάθεται στους θρόνους που εξέχουν από έναν αιματοβαμμένο τοίχο. Ο Λιγνάδης, που κληρονόμησε χρέος ενός εκατομμυρίου ευρώ όταν ανέλαβε την επιχείρηση θεάτρου τον περασμένο Σεπτέμβριο, μου είπε πικρά: “Αισθάνομαι σαν να λειτουργώ, σε μικρότερη κλίμακα, την ελληνική κυβέρνηση”», ανέφερε.
Τα συμπεράσματά του για το αθηναϊκό θέατρο
Όπως συμπεραίνει ο διάσημος κριτικός θεάτρου το θέατρο στην Αθήνα προσπαθεί και πρέπει να επιβιώσει σε έναν κόσμο μετά την κρίση. «Όπου όμως κι αν πήγα, συνοδευόμενος από την ανεκτίμητη ξεναγό μου, Ιωάννα Μπλάτσου, ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Ένωσης Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών, εντυπωσιάστηκα από την ποσότητα δημιουργικής ενέργειας που παράγεται από ελάχιστους πόρους. Και αν και τα νέα έργα αγωνίζονται για να μπορέσουν να ακουστούν, μου είπαν για έναν δραματουργό τον Γιάννη Τσίρο που έχει ασχοληθεί με ερωτήματα που αφορούν την ελληνική ταυτότητα, το προσφυγικό και το τράφικινγκ», σημειώνει.
«Αν και η Ελλάδα, όπου το μέσο μηνιαίο εισόδημα θεωρείται πως είναι στα 800 ευρώ το μήνα, ακόμα παλεύει με την οικονομική δυσχέρεια, το θέατρο προσφέρει μια ανακούφιση, μία ψυχαγωγία και μερικές φορές ένα όχημα διαμαρτυρίας. Το αθηναϊκό θέατρο στο οποίο κυριαρχούν οι άνδρες παραγωγοί – σκηνοθέτες, μπορεί να μην είναι τέλειο, αλλά δείχνει ότι μικρά θαύματα μπορούν να επιτευχθούν με ελάχιστα χρήματα και ότι το ελληνικό κοινό έχει ακόμα μια ανεξέλεγχτη λαχτάρα για θέατρο», καταλήγει.