ΠΑΣΧΑ

Ιστορίες Πάσχα που μας έμειναν αξέχαστες (για καλό ή για κακό)

Ανήμερα Πάσχα σήμερα και πολύ πιθανόν να διαβάζεις αυτές τις γραμμές στην αυλή του εξοχικού σου (μπράβο έχεις εξαιρετικό σήμα wifi), σε κάποια παραλία ενός νησιού ή ανάσκελα στον καναπέ γιατί θέλεις να αποφύγεις οποιαδήποτε επαφή με τα σόγια. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να γλεντάς ήδη και να σπας το ένα αυγό μετά το άλλο. Αρκεί να περνάς καλά, αυτό έχει σημασία.

Στο θέμα μας τώρα, το οποίο φυσικά έχει να κάνει με όλες εκείνες τις άβολες/ κακές/ αστείες/ κουλές στιγμές που έχουμε ζήσει κάποια στιγμή αυτές τις μέρες. Ξέρεις ποιες λέω γιατι σίγουρα έχεις μια χ, ψ ιστορία που διηγείσαι και γελάς (ή κλαις, αναλόγως τι πέρασες). Μαλλιά που έχουν καεί το βράδυ της Ανάστασης, τσακωμοί με συγγενείς και θείες που ρωτάνε ''εσύ πότε θα παντρευτείς/ πάρεις πτυχίο'' είναι μόνο μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές.

Προσωπικά περνάω εξαιρετικά το Πάσχα, γιατί α) είμαι από τη Λιβαδειά οπότε τρώμε ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ, β) γιατί μου φτιάχνει (ακομα) τσουρέκι η θεία μου και γ) γιατί μπορώ να φάω αυγά. Όπως καταλαβαίνεις για μένα Πάσχα= φαΐ, για αυτό και όταν αναγκάστηκα, πριν κάποια χρόνια, να περάσω την Κυριακή του Πάσχα αγκαλιά με μια κούπα χαμομήλι γιατί το στομάχι μου ήταν κόμπος και δεν μπορούσα να φάω ούτε ψωμί δεν πέρασα ΚΑΘΟΛΟΥ ΚΑΛΑ. Παρακάτω, λοιπόν, θα βρεις ένα μικρό δείγμα από τέτοιες ανάλογες ιστορίες, με τις οποίες ενδεχομένως θα ταυτιστείς.

Η Κυριακή του Πάσχα με τα χρυσά “αυγά” για την Μάριον Παλιούρα

“Έχει έρθει εκείνος ο τρίτος σου ξάδερφος, θέλω να φανείς ψύχραιμη”, μου είπε η μαμά μου ενώ με ξυπνούσε την Κυριακή του Πάσχα. Είχαμε πάει – όπως κάθε χρόνο στο χωριό – απλά εκείνη τη χρονιά είχαμε έναν επιπλέον καλεσμένο, τον – νομίζω πως τον λένε – Κώστα. Ένας τριτοτέταρτος ξάδερφος (#διπλής), τον οποίο είχα δει μόλις λίγες μέρες πριν σε ένα βίντεο – ρεπορτάζ ξένου καναλιού για τη Χρυσή Αυγή. Όχι, δεν ήταν ο ρεπόρτερ, ήταν ένας από τους ψηφοφόρους και μέλη του κόμματος – και δε θυμάμαι τι ακριβώς έλεγε στην κάμερα, πάντως δεν ήταν κάτι για το οποίο ένιωσα περήφανη έστω και ως μακρινή ξαδέρφη.

Δεδομένου ότι όλη η Πασχαλινή, οικογενειακή γιορτούλα είναι ούτως ή άλλως ένα δράμα για μένα (σιχαίνομαι το αρνί και το σούβλισμα – έλεος δηλαδή), το να συμφάγω με έναν Χρυσαυγίτη, έκανε τα πράγματα ανυπόφορα. Μέχρι τη στιγμή που η γιαγια μου θέλησε να θυμήσει στον Κώστα, ποια είμαι (είχε χρόνια να με δει).

Γιαγιά: Η εγγονή μου είναι δημοσιογράφος

ΧΑ: Δημοσιογράφος; Απαπαπα

Εγώ: Γιατί τέτοια απέχθεια;

ΧΑ: Δεν τους συμπαθώ τους δημοσιογράφους. Κάναμε τις προάλλες ένα βίντεο και δε μας είχαν πει ότι τραβάνε κι εμείς λέγαμε διάφορα.

Εγώ: Α ναι, το έχω δει. Δε φάνηκε να ντρέπεσαι πάντως για όσα έλεγες.

ΧΑ: Όχι βεβαια, αίμα, τιμή, Χρυση Αυγή. (με ρυθμό και νάζι)

Γιαγιά: Εντάξει τώρα, ας μη μαλώσουμε μέρα που είναι.

Τουλάχιστον είχε στο τραπέζι μπόλικο κρασί.

Το τραύμα της Μεγάλης Πέμπτης για τον Θέμη Καίσαρη

Όλες τις Μεγάλες Εβδομάδες (και καλοκαίρια και Χριστούγεννα) της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας τις έχω περάσει στο χωριό της μάνας μου, με παππού, γιαγιά και θείους. Και η Μεγάλη Εβδομάδα ήταν αυτό ακριβώς. Μεγάλη. Η γιαγιά δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της και μάντεψε ποιος ήταν ο πρώτος που αποχωρούσε απ’την μπάλα που παίζαμε κάθε απόγευμα. Εγώ, απ’την πρώτη καμπάνα, για να πάω σπίτι, να ετοιμαστώ και να είμαστε στην ώρα μας στην εκκλησία. Το “στην ώρα μας” για τη γιαγιά μου και την εκκλησία είναι το ίδιο με αυτό των οργανωμένων στο ντέρμπι. Δύο ώρες πριν τη σέντρα είναι καλά και η γιαγιά θεωρούσε ντέρμπι όλα τα ματς, ακόμα κι αυτό της Μεγάλης Δευτέρας, που δεν πάει κανείς.

Το μαρτύριο είχε την κορύφωσή του τη Μεγάλη Πέμπτη. Τα δώδεκα ευαγγέλια. Η τομή στον χωροχρόνο, εκεί που τα λεπτά μοιάζουν αιώνες, εκεί που για να περάσει η ώρα μπορείς να παίξεις μια όλοκληρη ποδοσφαιρική σεζόν στο μυαλό σου και όταν τελικά σηκώνεις το πρωτάθλημα βλέπεις πως έχει ακόμα άλλα 3-4 ευαγγέλια. Η πιο ατελείωτη νύχτα του χρόνου, η μέρα που ξυπνούσες και έλεγες “απόψε πρέπει να φανώ δυνατός”.

Το Πάσχα στο χωριό ήταν και είναι πάντα υπέροχο, τα κουλουράκια της γιαγιάς ήταν και είναι ακόμα φανταστικά, το αρνί της Κυριακής εκπληκτικό όσο και οι ίδιοι τσακωμοί των δύο θείων που επαναλαμβάνονται εδώ και τρεις δεκαετίες. Αλλά η Μεγάλη Πέμπτη στην εκκλησία θα είναι πάντα ένα τραύμα.

Το πρόβλημα με τη νηστεία για την Νίκη Μπάκουλη

Πάσχα, για όλα τα σχολικά μου χρόνια μέχρι το λύκειο, σήμαινε φόρτωμα του Autobianchi, Γιάννης Πάριος ή Αντώνης Βαρδής στο κασετόφωνο (άντε και Μπέσυ Αργυράκη, με τη μάνα μου να επιμένει για κάποιο λόγο, να μάθω τις… δεύτερες), στάση στα Τέμπη, άναμμα κεριού στην Αγία Παρασκευή, το κλείσιμο του -ο Θεός να το κάνει- ηχοσυστήματος έως την άφιξη στην Κατερίνη. Εκεί, το “θες να φας… το τάδε ή το δείνα;” που είχα μπροστά μου, σερβιρισμένο, πριν προλάβω να απαντήσω (το “όχι” δεν ήταν ποτέ απάντηση, στα ζητήματα του φαγητού), γινόταν “θα φας αυτό”. Όπου “αυτό” ήταν ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ κάτι που επιτρεπόταν σε περίοδο νηστείας. Γιατί δεν σου είπα, ήθελα/δεν ήθελα, νήστευα, διότι (ήθελα/δεν ήθελα) θα πήγαινα να κοινωνήσω, το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης.

Μέχρι κάποια ηλικία, ακολουθούσα το πρόγραμμα κατά γράμμα -για κάποιο λόγο που δεν θυμάμαι και μάλλον είχε να κάνει με το γεγονός ότι όλοι κάναμε τα ίδια. Κάπου στην εφηβεία, θυμάμαι μια Μεγάλη Τετάρτη να με είχε… κόψει τέτοια λόρδα που είχα αποφασίσει ότι το “if you don’t know, it won’t hurt you” ήταν μονόδρομος. Εξυπακούεται πως την επομένη θα πήγαινα να λάβω τη θεία κοινωνία… κυρία ούσα, διότι έτρεμα και μόνο στη σκέψη να εξηγήσω γιατί θα ήταν καλύτερο να το αποφύγω.

Δεν ήμουν μόνη σπίτι (και όχι, δεν μπορούσα να φύγω, γιατί θα πηγαίναμε στην εκκλησία -ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ). Γεγονός που σήμαινε ότι έπρεπε να κινηθώ με αστραπιαίες κινήσεις, αν ήθελα να φάω κάτι (ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ), χωρίς να γίνει αντιληπτή η αμαρτία μου. Μόλις βρήκα την ευκαιρία, έτρεξα στο ψυγείο, το μισοάνοιξα (μη δώσουμε και στόχο), άρπαξα ένα μεγάλο κομμάτι από… κάτι που παρέπεμπε, οπτικώς, σε χαλβά και το έβαλα βιαστικά στο στόμα μου. Το δευτερόλεπτο που το έκλεισα (το στόμα) κατάλαβα πως κάτι έχει πάει ΠΟΛΥ λάθος. Αυτό που είχα “κλέψει” ήταν φρέσκια μαγιά. Έχει δοκιμάσει ποτέ; Όχι. ΜΗΝ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ, ΓΙΑ ΚΑΝΕΝΑ ΛΟΓΟ. Έγινε τέτοια απαλλοτρίωση του ουρανίσκου, που για το προσεχές 48ωρο τι έτρωγα παντεσπάνι, τι έτρωγα πορτοκάλι, ήταν μία η άλλη. Στα αρνητικά, ακόμα και σήμερα, όταν θυμάμαι αυτήν την -ατυχή, θα λέγαμε- στιγμή, ανατριχιάζω. Στα θετικά, από την επόμενη χρονιά, έτρωγα ό,τι ήθελα και δεν κοινωνούσα. Συμπέρασμα: ο Θεός βλέπει και τιμωρεί.

Οι κατσαρίδες δεν κάνουν Πάσχα σύμφωνα με τον Χρήστο Χατζηιωάννου

Έχω περάσει σίγουρα τις καλύτερες διακοπές Πάσχα στη ζωή μου, με τους φίλους μου το 2010 στη Τζια. Με τις μαγειρίτσες μας, τα ποτά μας, τα σουβλίσματά μας, όλα προβλεπέ για μια παρέα που φεύγει να το ζήσει παραδοσιακά σε ένα νησί. Έλα όμως που είμαστε από εκείνους που κλείνουμε το τελευταίο καράβι επιστροφής κι έτσι αφήσαμε την Τζια στις 06:45 το πρωί της Τρίτης. Ο καθένας για να πάει στη δική του δουλειά, εγώ για να πάω σε μια φωτογράφηση για το περιοδικό MAX, μια φωτογράφηση που δεν είχα πολυσκεφτεί τύπου Dirty Jobs, πολύ πριν ο Σπύρος Σούλης ασχοληθεί. Οι δουλειές περιλάμβαναν εκείνη του μακιγιέρ νεκρών, του καθαριστή της ψαραγοράς, του καθαριστή στο Αττικό Ζωολογικό Πάρκο, του αλιευτή δολωμάτων για ψάρεμα και φυσικά του βοθρατζή.

Από πού να ξεκινήσουμε φωτογράφε μου στις 09:00 το πρωί; Από του βοθρατζή. Έρχεται ο ειδικός, ανοίγει το καπάκι του βόθρου και ξεχύνονται μιλιούνια κατσαρίδες, με διάφανο δέρμα, από εκείνες που δεν τις έχει δει ποτέ ο ήλιος. Κάποιες βγαίνουν έξω στο φως ως άλλοι πλατωνικοί φιλόσοφοι στην αλληγορία του σπηλαίου κι άλλες τρέχουν πανικόβλητες στα τοιχώματα. Ο τύπος μου λέει “έλα, βούτα μέσα”. Κι εγώ βούτηξα. Ποια ηλιοβασιλέματα στο Γυαλισκάρι, ποιες ξάπλες στο σπίτι, ποια ποτά στο Βινύλιο; Ξεχάστηκαν όλα μονομιάς στα σκοτάδια και τη μυρωδιά του βόθρου.