Κρουαζιέρα θα σε πάω
- 9 ΙΟΥΛ 2014
Πριν καλά καλά προλάβουμε να διαπιστώσουμε, τα πρωτάκια στην κρουαζιέρα, πόσο όμορφη ήταν η καμπίνα μας στο Louis Cristal, το μεγάφωνο μας τη χάλασε. "Παρακαλούνται οι επιβάτες να προσέλθουν στην άσκηση ετοιμότητας, φορώντας τα σωσίβια τους, μόλις ακούσουν τον χαρακτηριστικό ήχο".
“Τι εννοείς θα βάλουμε σωσίβια;” λέμε η μία στην άλλη γελώντας. Πάνω που σκεφτόμασταν να λουφάρουμε, βλέπαμε τους πρώτους επιβάτες, ντυμένους πορτοκαλί, να παίρνουν δρόμο. Δε γινόταν να λείπουμε, βάλαμε τα σωσιβιάκια μας και ανεβήκαμε στο κατάστρωμα. Ήταν οι πρώτες μας στιγμές επάνω στο κρουαζιερόπλοιο και έδωσαν το στίγμα: αυτό που θα ακολουθούσε θα ήταν ανεπανάληπτο και σίγουρα κάτι που αξίζει να σου διηγηθούμε. Διάβασε, πάρε ιδέες και… ξεκίνα να ψάχνεις.
Μετά την εκπαίδευση, γυρίσαμε επιτέλους στην καμπίνα, η οποία δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από ένα δωμάτιο καλού ξενοδοχείου. Καθαρά, άνετα και με όλα τα κονφόρ. Ξάφνου χτυπάει πόρτα και γνωρίζουμε τον Ricky, τον άνθρωπο μας τις τρεις μέρες που θα διαρκούσε το ταξίδι μας. Θα μας εντυπωσίαζε συχνά πυκνά με τα “δωράκια” – τσιμπολογήματα στην καμπίνα, τη σοκολάτα στο μαξιλάρι και τα σχέδια με τις πετσέτες.
Το πλοίο ξεκίνησε με προορισμό Μύκονο, Κουσάντασι, Σάμο και Μήλο. Καθώς δεν είχαμε πάει ποτέ σε όλα αυτά τα μέρη, ξέραμε ότι μας περίμεναν πολλά ωραία και το ρίξαμε στην ξεκούραση. Ξυπνώντας είπαμε να πάμε για ένα κοκτέηλ στον 9ο όροφο. Εγώ επέλεξα zorbatini, το οποίο περιείχε ούζο, βότκα και ελιές για βούτημα. Πρωτότυπο και ελληνικό μου έκανε μια χαρά παρέα όσο μπροστά μας το προσωπικό είχε αναλάβει τη ψυχαγωγία μας. Παιχνίδια με τραγούδια και χορό έκαναν το απόγευμα διαφορετικό και σίγουρα μας χάρισαν χαμόγελα.
Η Μύκονος απλώθηκε στα πόδια μας λίγο αργότερα. Δεν είχε απλά αεράκι, είχε πολύ, δυνατό αέρα αλλά τι να σου πουν και οι αέρηδες όταν βλέπεις τόσο υπέροχα ασπρογάλανα τοπία. Μείναμε περίπου 6 ώρες, που ήταν αρκετές για να αγαπήσουμε το νησί. Ήταν η ώρα του μπάνιου, οπότε δεν γινόταν χαμός.
Σε όσα μαγαζιά μπήκαμε, το προσωπικό ήταν πολύ φιλόξενο. Ανηφορήσαμε για τους Μύλους και μπήκαμε στο Βoutique Hotel Mykonos Theoxenia.
Το βράδυ νανουριστήκαμε από τα μποφόρ και το επόμενο πρωί ανοίξαμε τα μάτια μας στην Τουρκία. Είπαμε να δοκιμάσουμε τις γεύσεις τις γείτονας και έτσι πήραμε το πρωινό μας σε ένα καφέ, κάπου μέσα στην αγορά του Κουσάντασι.
Μας έκανε εντύπωση το ότι ο γλυκός κύριος που μας το ετοίμασε, το έντυσε με λαδόκολλα. Επίσης, αντί για ζαμπόν φάγαμε κάτι κοντά σε σαλάμι αέρος, αλλά δεν ήταν άσχημα. Πήραμε δυνάμεις και ξεκινήσαμε τις βόλτες για να κάνουμε καμιά αγορά. Genuine Fake παντού! Όσο για το πέρασμα μας, σάλος γινόταν. Δεν υπήρχε πωλητής που να μη μας μιλήσει, ενώ οι περισσότεροι όταν καταλάβαιναν ότι είμαστε Ελληνίδες, άρχιζαν τα “Μαρία, Μανταλένα, καλημέρα, τι κάνεις”.
Γυρίσαμε με κάτι σακούλες παραπάνω και ανεβήκαμε στο κατάστρωμα. Σε λίγο θα φτάναμε στη Σάμο. Αξιοποιήσαμε το κενό τρώγοντας, γιατί στο πρόγραμμα είδαμε ότι έχει και επίσκεψη στο Μουσείο Σαμιακού Οίνου. Αποδείχτηκε ότι σκεφτήκαμε πανέξυπνα: τα κρασιά της Σάμου ήταν Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α και δε χάσαμε ευκαιρία, φυσικά τα δοκιμάσαμε.
Μετά πήγαμε στο Κοκκάρι, ένα όμορφο παραθαλάσσιο μέρος όπου φάγαμε έναν αυτοσχέδιο γύρο, τον οποίο μας υποσχέθηκε ο κύριος που μας υποδέχτηκε. Μπύρα και φύγαμε για Πυθαγόρειο, όπου εκτός από τον καφέ μας απολαύσαμε και το άγαλμα του Πυθαγόρα.
Το βράδυ ήταν τόσο όμορφο όσο η Σάμος: ΠΟΛΥ. Το πλοίο έχει καθημερινά ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα και το βράδυ που κάναμε την έξοδο είχε στην αίθουσα MUSES ένα ξεχωριστό show με μελωδίες από 70s, μπορεί και 80s. Τραγούδια, κέφι και στο τέλος η πίστα δινόταν στο κοινό.
Μόλις τελείωσε, περάσαμε μέσα σε 5 λεπτά σε μια άλλη πραγματικότητα, αφού σε άλλη αίθουσα του πλοίου η βραδιά ήταν Ελληνική. Χορός, μπουζούκι, ένας υπάλληλος από την Κούβα να τραγουδάει “Απορώ με την καρδιά μου”. Εικόνες αξέχαστες, που εκτυλίσσονταν ενώ κάποιοι επέλεγαν να δοκιμάσουν την τύχη τους στο καζίνο. Μάλλον κανείς δε κοιμόταν το βράδυ εκείνο στο πλοίο.
Η τρίτη και τελευταία μέρα μας βρήκε στη Μήλο. Νομίζω το με το “στόμα ανοιχτό” θα περιέγραφε καλύτερα τις φάτσες μας όταν είδαμε τη φυσική ομορφιά αυτού του νησιού με τα μάτια μας. Δεν γυρίσαμε πολύ τη χώρα, αλλά ανεβήκαμε στον “Καπετάν Γιάγκο” και χορτάσαμε (αν χορταίνονται δηλαδή) τις θάλασσες της.
Ανεβήκαμε με μισή καρδιά και ξεκινήσαμε για Λαύριο. Πνίξαμε τον πόνο μας στις λιχουδιές του μπουφέ, ήπιαμε και ένα ακόμα κοκτέηλ και κοιμηθήκαμε.
Όταν σηκώνεσαι πρωί και επιστρέφεις στην καθημερινότητα μετά από τόσες όμορφες εικόνες, το μόνο που μπορεί να σε παρηγορήσει είναι ότι το έζησες. Αντί να ζηλεύεις, δοκίμασε το και εσύ. Η κρουαζιέρα είναι μοναδική εμπειρία και όχι τόσο ακριβή όσο φαντάζεσαι.