Ο “Αστακός” του Γιώργου Λάνθιμου είναι πολύ διαφορετικός για τις γυναίκες
- 22 ΟΚΤ 2015
Αυτό υποτίθεται πως πρέπει να είναι ένα κείμενο για να σε κάνει να πας στο σινεμά να δεις τον Αστακό, τη νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, για την οποία μιλούν μέχρι κι οι τοίχοι όλων των φεστιβάλ στο εξωτερικό.
Φυσικά στις ακόλουθες αράδες, κάθε προσπάθεια για κινηματογραφική κριτική εγκαταλείφθηκε από τον πρόλογο κιόλας, για δύο βασικούς λόγους:
1. είχα μισήσει τον ”Kυνόδοντα”, αλλά αγαπώ τα παλιά βιντεοκλίπ του Σάκη Ρουβά – αυτό δε με κάνει καθόλου αντικειμενική σε πρώτη φάση
2. έφυγα από την ταινία μουντζουρωμένη από μάσκαρα και eyeliner και δεν σκουπίστηκα μέχρι να μου δώσει μια κυρία στο μετρό μια μπατονέτα. Οι προσπάθειες της φίλης Μυρτώς να μου επισημάνει τα χάλια μου έπεφταν στο κενό, αφού εγώ είχα κολλήσει σε μια λούπα που άκουγε στο ερώτημα ”Γιατί γιατί γιατί” με ένα διακριτικό σνιφάρισμα που εμπόδιζε κάθε εξωτερικό ήχο να ερεθίσει τα εγκεφαλικά μου κύτταρα. Σε αυτή τη δεύτερη φάση, ήμουν ακόμα λιγότερο αντικειμενική.
Αυτή ήταν η κατάστασή μου βγαίνοντας από τον Δαναό. Και ήταν 12.30 το μεσημέρι, δεν ήταν πως είχα επηρεαστεί από τη νύχτα ας πούμε και με πήραν τα ζουμιά. Ας τα πάρω όμως από την αρχή για να έχει και κάποιο νόημα ο χρόνος που ξοδεύεις διαβάζοντας αυτό το κείμενο.
Ο Γιώργος Λάνθιμος μαζί με τον Ευθύμη Φιλίππου έγραψαν ένα σενάριο, ένα πολύ διαφορετικό σενάριο, που όμως το περιμένεις γνωρίζοντας τους συντελεστές αυτούς. Ο Λάνθιμος έχει δείξει την αγάπη του στο περίεργο και το ιδιόμορφο. Ο Κυνόδοντας, αλλά και οι Άλπεις, δεν ήταν σε καμία περίπτωση ταινίες που ακολουθούν την πεπατημένη.Ήταν απ’ αυτά τα έργα που φεύγοντας τα σκέφτεσαι ακόμα. Τα επεξεργάζεσαι, απορείς, νιώθεις άβολα, τα λατρεύεις ή τα μισείς.
Ο Αστακός έχει το δυνατότερο καστ από θέμα ονομάτων σε σχέση με τις παλιότερες ταινίες του Λάνθιμου, ενώ είναι και το διεθνές ντεμπούτο του Έλληνα σκηνοθέτη. Η ιστορία απέχει αρκετά από αυτό που θα αποκαλούσαμε το comfort zone μας. Φαντάσου έναν κόσμο που δε σε αποδέχεται αν είσαι μόνος. Σε θέλει απαραιτήτως ζευγάρι. Οι ”μόνοι” στέλνονται υποχρεωτικά σε ένα ξενοδοχείο όπου και πρέπει να βρουν το άλλο τους μισό σε ενάμησι μήνα, αλλιώς θα μετατραπούν σε ζώα. Αν κάποιος δε θέλει να πάει στο ξενοδοχείο, ζει σαν αγρίμι στο δάσος, κυνηγώντας το φαγητό του και καμουφλάροντας τη μοναξιά του.
Σε μια κυνική, ψυχρή κοινωνία που δε δέχεται τη μονάδα σαν κομμάτι της, ένας εξαιρετικός Colin Farrell, ψάχνει άγαρμπα και βιαστικά να ερωτευτεί, προτού μετατραπεί σε αστακό.
Aκροβατώντας ανάμεσα στην παντελή έλλειψη έκφρασης οποιουδήποτε συναισθήματος και στο κυνήγι της αγάπης σαν άλλο αγαθό πρώτης ανάγκης, η συνειδητοποίηση έρχεται αναπόφευκτα ”Είναι δυσκολότερο να δείξεις ότι είσαι ερωτευμένος όταν δεν αισθάνεσαι τίποτα, παρά να κρύψεις ότι είσαι ερωτευμένος όταν αισθάνεσαι κάτι”.
Χωμένο κάπου ενδιάμεσα ψυχρό, βρετανικό, αποστειρωμένο περιβάλλον και στους εντελώς επιφανειακούς ανθρώπους που στέκονται κυριολεκτικά σε ένα κοινό χαρακτηριστικό για να ερωτευτούν τον διπλανό τους, υπάρχει ένα άβολο, αταίριαστο ψήγμα ρομαντισμού. Μια βαθιά ανάγκη για παραμυθένιο τέλος που – φευ – δεν έχει καμια θέση στον κόσμο του Λάνθιμου. Όμως κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως σ’ αυτή την ταινία, ακριβώς αυτή η απουσία κάθε αισθηματικής διάθεσης και αγαπησιάρικου μοτίβου είναι που σου βγάζει στην επιφάνεια διογκωμένη επί 10, τη ρομαντική σου πλευρά. Σε κάνει να αλλάζεις διαρκώς θέση στην καρέκλα σου, αλλά όχι επειδή τρομάζεις, ούτε επειδή αηδιάζεις. Ούτε καν επειδή βαριέσαι. Περισσότερο επειδή ακόμα κι όταν γελάς με τις έξυπνα αστείες ατάκες των ηθοποιών, ταρακουνιέσαι που τα όσα ακούς δε μοιάζουν τελικά τόσο βγαλμένα από σενάριο σχεδόν επιστημονικής φαντασίας.
Στα ατού της ταινίας μια τρομερά ταλαντούχα στρατιά ηθοποιών, που ακούν στα ονόματα Ben Whishaw, Lea Seydoux, Rachel Weisz, Αγγελική Παπούλια, John C. Reilly και Ariane Labed.
Επιρρίπτω σε όλους τους ευθύνες που με έφεραν προ απροόπτου με αλήθειες που δεν ήμουν έτοιμη ν’ ακούσω. Ή να συνειδητοποιήσω.
Δε θα ομολογήσω τι γίνεται στο τέλος, κι αν ο Colin Farrell μετατρέπεται σε αστακό, αλλά θα σου πω μόνο τούτο: εγώ, η πιο ορκισμένη εχθρός του Λάνθιμου και της weird wave σχολής του, παρακολούθησα το δεύτερο μέρος της ταινίας έχοντας ακουμπήσει τους αγκώνες μου στα γόνατα και στηρίζοντας το κεφάλι στις γροθιές μου. Ναι, αυτή τη θέση που παίρνουν οι άνθρωποι όταν θέλουν να τους ρουφήξει η οθόνη ή να ρουφήξουν εκείνοι όσες περισσότερες εικόνες μπορούν.
Για κάποιο λόγο όλη αυτό το παράλογο, το αλλόκοτο και το αντικανονικό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια σου, είναι κάτι τόσο συνηθισμένο, γνώριμο και φυσιολογικό.
Προφανώς και θα ανησυχήσεις αν ταυτιστείς με έναν άνθρωπο που επιλέγει, αν τυχόν δεν καταφέρει να αγαπήσει, να γίνει αστακός. Όπως και να ‘χει και εγώ και η Μυρτώ συμφωνήσαμε σε ένα πράγμα: Μόνο οι γυναίκες μπορούν να συγκινηθούν βαθιά με αυτή την ταινία. Eίναι ας πούμε ένα απρόσμενο πατ – πατ στον καταρακωμένο ώμο των πραγματικά ρομαντικών κοριτσιών που πιστεύω πως είναι κάπου καλά κρυμμένα εκεί έξω.
Δες τον ”Αστακό” στις αίθουσες από τις 22 Οκτωβρίου.