Ο Γλάρος: Βούτηξα στη λίμνη της ματαίωσης και βγήκα με το στόμα ανοιχτό
- 28 ΙΑΝ 2024
Στο σύμπαν του Άντον Τσέχωφ δεν περιμένεις να συντελεστεί κάτι συνταρακτικό. Οι ηρωές του συνήθως βρίσκονται στην επαρχία, εκεί όπου τίποτα δεν συμβαίνει πραγματικά, εκεί όπου οι ώρες αναλώνονται σε μία συγκεκριμένη ρουτίνα, προσώπων που θα συναντήσουν, συνηθειών που θα επαναλάβουν, ημερών που θα περάσουν και θα φύγουν. Ο Γλάρος του Άντον Τσέχωφ γράφτηκε το 1895 και παρουσιάστηκε το 1896 με αποτυχία, σαν αυτή που γεύεται στην ανολοκλήρωτη πρώτη παράστασή του ο Κοντσταντίν Τρέπλιεφ του έργου. Ο Στανισλάβσκι ανέλαβε να το σκηνοθετήσει 2 χρόνια αργότερα κι η παράσταση θριάμβευσε.
Ο Δημήτρης Καραντζάς σκηνοθετεί την παράσταση Ο Γλάρος στο θέατρο Προσκήνιο και με αυτήν ολοκληρώνει τη δική του τριλογία γύρω από το έργο του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα. Είχε ξεκινήσει τη μελέτη του στον Τσέχωφ με τις Τρεις Αδελφές (2020) και συνέχισε με τον Θείο Βάνια (2022- 2023). Ο Γλάρος στο θέατρο Προσκήνιο, που κλείνει την τριλογία αυτή, είναι μία μοναδική εμπειρία για τους θεατές. Μία βουτιά στα βαθιά αυτής της αθέατης λίμνης, γύρω από την οποία χορεύουν οι ήρωες της παράστασης -ο καθένας αφιερωμένος στην δική του αναζήτηση του ονείρου κι ο καθένας προορισμένος να ζήσει τη δική του ματαίωση-, από την οποία θα βγεις με το στόμα ανοιχτό.
Ο Γλάρος είναι μία παράσταση που αναρωτιέται για την ίδια τη θεατρική τέχνη και τη μπλέκει με τη ζωή των ηρώων της, που άλλωστε οι περισσότεροι προέρχονται από τον κόσμο της. Όπως έγραφε και ο Τσέχωφ, περιγράφοντάς τον, Ο Γλάρος έχει «πολλή συζήτηση για τη λογοτεχνία, λίγη δράση, τόνους αγάπης». Κι όλα αυτά τα είδαμε στη σκηνή του Θεάτρου Προσκήνιο. Είδαμε μαζί και το χιούμορ του Τσέχωφ (η μετάφραση ήταν της Ξένιας Καλογεροπούλου), τον έρωτα που μπορεί να είναι επωφελής για το ένα μέλος του και εντελώς καταστροφικός για το άλλο, είδαμε ανθρώπους να ονειρεύονται (μάταια) ότι μπορούν να αλλάξουν τη ζωή τους.
Ο Γλάρος έχει ήρωες που ζουν την απραξία ενός καλοκαιριού στην επαρχία με τρομερή εσωτερική ένταση. Μέσα τους συμβαίνουν τα πάντα.
Ο Κονσταντίν Τρέπλιεφ (Αινείας Τσαμάτης), αναζητά εμμονικά τις νέες φόρμες του θεάτρου, τον τρόπο να δείξει με την τέχνη του τη ζωή όχι όπως είναι, ούτε όπως θα έπρεπε να είναι αλλά «όπως μας φανερώνεται στα όνειρα». Ετοιμάζει γι’ αυτό μία παράσταση με σκοπό να εντυπωσιάσει τη μητέρα του, Αρκάντινα και τη συντροφιά της, αλλά και να παρουσιάσει την αγαπημένη του, Νίνα, και το ταλέντο της στον κόσμο.
Η Νίνα (Δήμητρα Βλαγκοπούλου), μεγάλωσε στη λίμνη και πασχίζει να ξεφύγει από αυτήν κι απο τον αυταρχικό πατέρα της και να γίνει ηθοποιός, πιστεύοντας με την αθωότητα της νεότητάς της ότι ο κόσμος θα της ανοιχτεί για να γευτεί μόνο χαρά. Η Αρκάντινα (Θεοδώρα Τζήμου), είναι μία πρωταγωνίστρια (και μία γυναίκα) που μεγαλώνει και βλέπει το καινούργιο να έρχεται απειλητικά να την βάλει στο περιθώριο.
Ο Τριγκόριν (Μανώλης Μαυροματάκης), φλέγεται από την αγωνία μην πέσει σε δημιουργικό κοινό. Η Μάσα (Νατάσα Εξηνταβελώνη) πάλι, φλέγεται από έναν έρωτα που ξέρει ότι δεν θα ζήσει. Ο Σόριν (Δρόσος Σκώτης), ήθελε να γίνει χίλια πράγματα και τελικά άφησε τη ζωή να κηλύσει. Η Πωλίνα (Μαρία Φιλίνη – στην παράσταση που είδα εγώ είχε αντικατασταθεί εκτάκτως από την Τζωρτζινα Δαλιάνη), περιμένει τον γιατρό Ντορν (Φιντέλ Ταλαμπούκα) να αποφασίσει να παραδεχτούν τον έρωτα που ζουν παράνομα για χρόνια. Ο δάσκαλος Μεντβεντένκο (Γιώργος Ζυγούρης), περιμένει μάταια η Μάσα να αγαπήσει εκείνον.
Ο Δημήτρης Καραντζάς, μοιάζει να αναρωτιέται μαζί με τον Τρεπλιέφ για τις νέες φόρμες του θεάτρου και ακολουθεί την αναρώτηση του ήρωα του Τσέχωφ και σκηνοθετικά. Μπροστά μας, βρίσκεται στο πρώτο μέρος ένα θέατρο με ανοιγμένα τα σωθικά του, μία σκηνή ανοιχτή ως το βάθος της, με τη δράση να απλώνεται στη σκηνή, στα παρασκήνια, στην πλατεία, στα μικρά παράθυρα που βλέπουν σε καμαρίνια. Οι ήρωές του, μιλούν για τη ζωή τους, ανταλλάζουν απόψεις για την τέχνη, καταλήγουν να χορεύουν σχεδόν εκστατικά όλοι μαζί μα ο καθένας στην απόλυτη μοναξιά του (κίνηση Τάσος Καραχάλιος).
Αυτό το «ανοιχτό» θέατρο, που μοιάζει με το όραμα του Τρέπλιεφ που ακόμα δεν έχει βρει έκφραση, στην τελευταία πράξη (2 χρόνια μετά την παράσταση στη λίμνη), μετατρέπεται σε ένα κλασικό σκηνικό (υπέροχη δουλειά από τον Κωνσταντίνο Σκουρλέτη), που σηματοδοτεί ότι τα όνειρα έχουν πια ματαιωθεί κι οι ήρωές του έχουν (σχεδόν) συμβιβαστεί με την χωρίς συγκινήσεις ζωή τους. Η κάψα για τις νέες φόρμες του Τρέπλιεφ, έχει γίνει μία μικρή εσωτερική φλόγα που καίει τόσο όσο για να μη σβήσει στην καρδιά του πάντα ανικανοποίητου καλλιτέχνη που πλέον έχει εκδόσει τα πρώτα του συγγραφικά πονήματα.
Ο Αινείας Τσαμάτης, είναι εξαιρετικός στον ρόλο του νέου καλλιτέχνη, του νέου άντρα που πασχίζει να απογαλακτιστεί, αλλά που λαχταρά πάντα την αγάπη, το χάδι και την αναγνώριση μίας μητέρας που μισεί να αγαπά.
Η Θεοδώρα Τζήμου είναι μία συναρπαστική Αρκάντινα, μία ντίβα, μία ναρκισσίστρια, μία θεατρίνα που καταλαβαίνει ότι πρέπει να επιστρατεύσει κάθε «κόλπο» για να κρατήσει στη σαγήνη της τον γιο της αλλά και τον εραστή της και τελικά σαγηνεύει πρώτα και κύρια εμάς, τους θεατές.
Η Νατάσα Εξηνταβελώνη υποδύεται μοναδικά μία Μάσα, που προσγειωμένη, ζει τη δυστυχία της και με γενναιότητα την εκφράζει στη σκηνή, κουλουριάζεται και ρουφά καπνό και πίνει βότκα, απελευθερωμένη από κάποια ανάγκη να προσποιηθεί ότι είναι καλά, διατηρώντας απόλυτα την επίγνωση του μάταιου έρωτά της, με μία ζωή που σέρνει πίσω της σαν την ουρά του φορέματός της (κοστούμια Ιωάννα Τσάνη), όπως λέει. Η θλίψη ποτέ δεν έμοιαζε τόσο γοητευτική όσο στο πρόσωπο της ηθοποιού.
Ο Μανώλης Μαυροματάκης στον ρόλο του Τριγκόριν, είναι ο μόνος που μοιάζει να έχει τον δικό του ξεχωριστό ρυθμό. Ήρεμος, όπως ο φαινομενικά διακριτικός ήρωάς του, που καταγράφει κάθε κίνηση των υπολοίπων, που εμπνέεται από τα δικά τους πάθη και που τελικά, ξεπλένοντας τον εαυτό του από κάθε κρίμα, τους ποδοπατά.
Όλος ο θίασος του Δημήτρη Καραντζά υπηρετεί το έργο με αφοσίωση και καταγράφει εξαιρετικές στιγμές επί σκηνής. Η μεγαλύτερη μεταμόρφωση όμως ανήκει (εκτός από το σκηνικό), στη Νίνα της Δήμητρας Βλαγκοπούλου, που ξεκινά το έργο ως ένα αθώο πλάσμα της λίμνης και γίνεται μία γυναίκα που έχει ωριμάσει, βλέποντας όλα της τα όνειρα να έχουν διαψευστεί. Ο Γλάρος που κάποιος σκότωσε για να διασκεδάσει τη βαρεμάρα του, όπως προφητικά προβλέπει στις σημειώσεις του ο Τριγκόριν, κάνει ένα αδέξιο πέταγμα με τσακισμένα φτερά, μα προχωράει. Και η Δήμητρα Βλαγκοπούλου αποδίδει τον ασταθή ψυχισμό της Νίνας συγκλονιστικά στο τέλος της παράστασης.
Στον Γλάρο του Δημήτρη Καραντζά στο Θέατρο Προσκήνιο χάνεσαι στο σύμπαν του Τσέχωφ, βλέπεις τους ήρωές του συμπονετικά, γελάς μαζί τους, θυμώνεις μαζί τους, πληγώνεσαι μαζί τους, ματαιώνεσαι μαζί τους, με λίγα λόγια συμπάσχεις. Κι αυτό δεν μπορεί παρά να σε κάνει να φεύγεις από το θέατρο Προσκήνιο, λίγο πλουσιότερος.
*Info: Ο Γλάρος, Θέατρο Προσκήνιο, Τετάρτη στις 19.00, Πέμπτη στις 20.00, Παρασκευή στις 21.00, Σάββατο στις 18.00 και 21.15 και Κυριακή στις 20.00. Εισιτήρια εδώ.