WATCHLIST

Οι ταινίες του “‘ΟΧΙ”

Την 28η Οκτωβρίου τα τηλεοπτικά κανάλια θυμούνται την εποχή της μαζικής παραγωγής "πατριωτικών" ταινιών, με θέμα τον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο, την κατοχή και την αντίσταση και προβάλλουν τις κλασικότερες από αυτές.

Θα μπορούσα να γράψω ένα βιβλίο για το συγκεκριμένο είδος ταινιών, οι περισσότερες από τις οποίες γυρίστηκαν και προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της 7ετούς δικτατορίας, επειδή “τόνιζαν το εθνικό φρόνημα” και ως εκ τούτου δε λογοκρίνονταν επί της ουσίας.

Να σημειωθεί ότι σχεδόν σε όλες τις ταινίες αυτού του είδους έπαιζαν οι Χρήστος Πολίτης (aka Γιάγκος Δράκος), Κώστας Καρράς και Λάκης Κομνηνός. Οι τελευταίοι (λόγω απόχρωσης μαλλιού) κατά 90% έπαιζαν Γερμανούς, ενώ ο Πολίτης σε άλλες κάνει τον πατριώτη, σε άλλες τον ναζί.

Θα περιοριστώ στο να σας προτείνω μερικές, τις χαρακτηριστικότερες του συγκεκριμένου είδους. Από αυτές εμπνεύστηκαν εν μέρει και οι δημιουργοί του ‘Το κλάμα βγήκε απ’ τον Παράδεισο”, δηλαδή το ζεύγος Παπαθανασίου – Ρέππα. Αυτή είναι η ταινία – παρωδία του ελληνικού κινηματογράφου που συνιστώ να δείτε αμέσως μετά από τις πιο κάτω δημιουργίες.

OXI

Ο Κώστας Πρέκας είναι Έλληνας υπολοχαγός, γιος πλουσίου, με μαλλί Μπιλ Κόσμπι circa 1970. Είναι αρραβωνιασμένος με την ελληνοϊταλίδα Στέλλα, την οποία υποδύεται η Βέρα Κρούσκα με τη βοήθεια του χρωμοσαμπουάν της “Glossy Blonde”. Ξεσπάει ο πόλεμος, ο Πρέκας φεύγει να πολεμήσει και μόλις οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα το σπίτι του επιτάσσεται από τον Γιάγκο Δράκο (Χρήστο Πολίτη), που παίζει τον Ναζί αξιωματικό Χέρμαν Φον Σβάιτσερ. Ο Πρέκας δεν ανέχεται τον κάθε Γιάγκο Δράκο να κοιμάται στο κρεβάτι του και να κάνει παπάρες στις σαλατιέρες του, οπότε αποφασίζει να οργανώσει ένα μεγάλο σαμποτάζ κατά των Γερμανών. Στο σαμποτάζ βοηθάει ενεργά το χρωμοσαμπουάν της Βέρας Κρούσκα, με την οποία στο μεταξύ έχει ξανασμίξει ο Πρέκας.

Η ταινία έχει ό,τι χρειαζόταν για να κρατήσει επί δύο ώρες την προσοχή του κοινού: δυο λόφους με κομπάρσους ντυμένους φαντάρους και εύζωνες να αλληλοπυροβολούνται, τρία τανκς πάνω στα βουνά (κανείς δεν κατάλαβε γιατί πάνω στα βουνά κι όχι μέσα στην πόλη), χιόνια, γυναίκες της Πίνδου να ανεφοδιάζουν τους Έλληνες στρατιώτες και – κυρίως – τον Πρέκα να επαναλαμβάνει τη λέξη “λευτεριά” με κάθε ευκαιρία.

Τρία είναι τα σημεία που συγκινούν τον συνειδητοποιημένο τηλεθεατή: εκεί που ο σκηνοθέτης Τζαίιμς Πάρις παρουσιάζει τον Ιωάννη Μεταξά να συνομιλεί με τον Ιταλό Πρέσβη και να του λέει το σωστό “Μ’ άλλα λόγια, πόλεμος” και όχι το λανθασμένο ιστορικά “ΟΧΙ”, εκεί που η Βέρα Κρούσκα εισάγει τον όρο “ανθρωπόμορφο τέρας”, απευθυνόμενη σε κάποιο αδίστακτο ναζιστή κι εκεί που καθίσταται σαφές ότι οι Ιταλοί, όσο καλοί είναι στο να κόβουν πατρόν, τόσο άμπαλοι είναι στο πεδίο της μάχης.

 

Στη μάχη της Κρήτης

Ο Γιάγκος Δράκος είναι πρωτοετής στη Σχολή Ευελπίδων. Οι Γερμανοί έχουν ήδη μπει στην Ελλάδα, αλλά δεν έχουν φτάσει στην Κρήτη. Ο Γιάγκος Δράκος θέλει να πάει στην Κρήτη, διότι κατάγεται από εκεί και για την άμυνά της έχουν ξεμείνει στο νησί μόνο Άγγλοι, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί. Παράλληλα, ο Στέφανος Στρατηγός (ταμάμ το επίθετο) αναλαμβάνει να μεταφέρει με το καράβι “Νηρεύς” τον χρυσό της Τράπεζας της Ελλάδας στη Μέση Ανατολή, με μια ενδιάμεση στάση στην Κρήτη. Ο Γιάγκος μπαίνει μέσα στον “Νηρέα”, όπου του την πέφτει ασύστολα μια λυσσασμένη νοσοκόμα, η οποία φυσικά αποδεικνύεται πως είναι κατάσκοπος.

Μόλις φτάνουν στην Κρήτη, κάνει την εμφάνισή του με τον γραφικότερο δυνατό τρόπο ο πατέρας του Γιάγκου, ο Μανούσος, που τον υποδύεται ο Ισπανός Φερνάντο Σάντσο. Μικρή παρένθεση: ο Φερνάντο Σάντσο ήταν από τους αγαπημένους ηθοποιούς του παραγωγού – σκηνοθέτη – εμπνευστή του είδους “ελληνική πατριωτική ταινία” Τζαίιμς Πάρις. Επειδή η εξωτερική του εμφάνιση έμοιαζε με Έλληνα, έχει παίξει σε πολλές ταινίες του Πάρις. Ντουμπλαρισμένος. Δηλαδή ερμήνευε στα ισπανικά, κι από πάνω ακούγονται ελληνικά. Πώς ήταν η Εσμεράλντα που βλέπαμε πριν 15 χρόνια; Το ίδιο εφέ.

Η αναπαράσταση της μάχης της Κρήτης είναι αξιοπρεπής, αλλά στα γκομενιλίκια της αδερφής του Γιάγκου με τους συγχωριανούς κάνεις καινούργιο συκώτι από τα γέλια.

 

Το νησί των Γενναίων

Η ελληνική βερσιόν της Καζαμπλάνκας, αν ο Ντίμης Δαδήρας μπορεί να συγκριθεί σκηνοθετικά με τον Michael Curtiz (hint: δε μπορεί). Βέβαια, ο Αλεξανδράκης θα μπορούσε να είναι ο Έλληνας Μπόγκαρτ και η Καρέζη θα μπορούσε να είναι η Ελληνίδα Μπέργκμαν (και καλύτερη, θα έλεγα).

Το στόρι είναι απλό, ο Αλεξανδράκης είναι αξιωματικός του ελληνικού στρατού και φτάνει στην Κρήτη, αμέσως μετά την πτώση της στα χέρια των Γερμανών. Γνωρίζει τη Μαρία (Αλίκη Γεωργούλη), που ήταν η πρώτη του σύζυγος στην πραγματικότητα και ξεκινάει τα σαμποτάζ με τους αντάρτες. Κάποια στιγμή ο Αρτέμης Μάτσας, στον κλασικό ρόλο του χαφιέ, αποκαλύπτει στους ναζί ότι το παλιό φλερτ του Αλεξανδράκη, η Ντόνα (Καρέζη), κατασκοπεύει έναν Γερμανό αξιωματικό για χάρη της Αντίστασης. Ο Αλεξανδράκης θα κάνει τα κουμάντα του για να τη γλιτώσει η Ντόνα και στο τέλος θα φύγει μαζί της στο Κάιρο. Θα συνδέσει δηλαδή τη Μαρία με Κάιρο.

Η ταινία είναι ασπρόμαυρη, περιλαμβάνει ράντομ πλάνα ανάβασης και κατάβασης βουνοκορφών, ρίψης χειροβομβίδων και άλλων εκρηκτικών υλών και κυρίως τον Αλεξανδράκη με κρητικό κεφαλομάντηλο και γένια τριών ημερών. Σ’ αυτή την ταινία ακούστηκε για πρώτη φορά το τραγούδι “Μην τον ρωτάς τον ουρανό” του Μάνου Χατζηδάκι.

Καρδούλα για όλα, εκτός του χαφιέ.

 

Υποβρύχιο Παπανικολής

Ο Κώστας Καζάκος και ο Γιάννης Φέρτης είναι ο πλωτάρχης και ο υποπλοίαρχος,αντίστοιχα, του πιο πάνω υποβρυχίου, το οποίο βρίσκεται στην Αδριατική την 28η  Οκτωβρίου 1940 και δέχεται πυρά από την ιταλική αεροπορία.

Μετά από μέρες στη θάλασσα, κι ενώ όλοι έχουν αποκτήσει θεσπέσια χίπστερ μούσια, συλλαμβάνουν το πλήρωμα ενός ιταλικού καραβιού και αντί να τους κρατήσουν αιχμαλώτους σε κακές συνθήκες, κάνουν μαζί τους bonding, αφού και οι Ιταλοί τους αποκαλύπτουν πού υπάρχουν ναρκοπέδια στην Αδριατική.

Τα συμπεράσματα της ταινίας είναι δυο: ο Φέρτης ήταν κούκλος στα νιάτα του και οι Ιταλοί είναι δικοί μας άνθρωποι, όπως και να το κάνεις, ακόμα και σε πόλεμο να είμαστε.

 

H Μεσόγειος φλέγεται

Ο Πρέκας και ο Καρράς είναι παιδικοί φίλοι. Μαντέψτε ποιος παίζει τον Έλληνα αξιωματικό και ποιος τον Γερμανό. Ωραία, σωστά μαντέψατε. Όσο ο Πρέκας υπηρετεί σε ένα καράβι, πολεμώντας τον οχτρό, η αδερφή του (Όλγα Πολίτου) πιάνει γκόμενο τον Καρρά, για να του αποσπά πληροφορίες και έγγραφα.

Το μόνο που φλέγεται σε δυο ώρες ταινία είναι το κεφάλι σου, από τη βαρεμάρα.

 

Oι γενναίοι του βορρά

Η συγκεκριμένη ταινία, διάρκειας δυόμιση ωρών, καταπιάνεται με μια πτυχή του Β ́ Παγκοσμίου Πολέμου, με την οποία δεν είχε ασχοληθεί εκτεταμένα κανείς Έλληνας σκηνοθέτης. Αφορά στην ιστορία της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, μετά την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα και κατά τη διάρκεια της επανεισόδου των Βούλγαρων κομιτατζήδων, που διέπρατταν μεγάλα εγκλήματα σε βάρος του εκεί ελληνικού πληθυσμού.

Τον αρχικομιτατζή υποδύεται ο Λάκης Κομνηνός (αυτός ήταν ξανθός, αυτός βόλευε, λέμε) και τους αντιστασιακούς του χωριού όπου έχουν εγκατασταθεί οι Βούλγαροι, ο Γιάννης Βόγλης και ο Πέτρος Φυσσούν.

Εγώ θα το έβλεπα μόνο για το eye candy του, τον Λάκη δηλαδή.

 

Κοντσέρτο για πολυβόλα

Η Καρέζη είναι μια υπάλληλος του Γενικού Επιτελείου Στρατού, που αναγκάζεται να παραδώσει κρίσιμα έγγραφα στους Ιταλούς, διότι την εκβιάζουν ότι θα σκοτώσουν τον αδερφό της. Ο στρατηγός που υποδύεται ο Μάνος Κατράκης το μαθαίνει και τη βλέπει Saul Berenson στο Homeland, οπότε βάζει την Καρέζη να προμηθεύει τους Ιταλούς πλαστά έγγραφα. Οι Ιταλοί, χαμπάρι (βλ. παραπάνω στο σημείο με το πατρόν).

Όσο διαρκεί η αποστολή της Τζένης Mathison, αυτή γνωρίζεται με τον λοχαγό Κώστα Καζάκο και ερωτεύονται. Το ζευγάρι Καρέζης – Καζάκου πράγματι γνωρίστηκε και ερωτεύτηκε στο πλατό της συγκεκριμένης ταινίας.

Πρόκειται για μια αξιοπρεπέστατη ταινία, οριακά απαλλαγμένη από μελό ξεσπάσματα και φάλτσες πατριωτικές κορώνες. Ο λόγος είναι απλός: σκηνοθέτης ήταν ο Ντίνος Δημόπουλος (Τζένη – Τζένη, Μια τρελή τρελή οικογένεια) και σεναριογράφος ο Νίκος Φώσκολος.

Στο σενάριο αυτής της ταινίας βασίστηκε η μετέπειτα σειρά του Φώσκολου “Ο Άγνωστος Πόλεμος”, που έκανε τεράστια επιτυχία την περίοδο 1971-1974.

 

28η Οκτωβρίου, ώρα 5:30

 

Πριν φτάσουμε στην αγαπημένη μου τριπλέτα ταινιών για τη συγκεκριμένη εθνική επέτειο (στις οποίες πρωταγωνιστεί, φυσικά η εθνική σταρ), αξίζει να γίνει μια αναφορά στη μεγαλύτερη καλτίλα του γυρίστηκε σχετικά με την 28η Οκτωβρίου 1940, που φέρει ως τίτλο την ίδια ημερομηνία και την ώρα πριν μπουκάρουν οι Ιταλοί στα σύνορα.

Ο Φερνάντο Σάντσο είναι ο Τρύφων Πλατανιάς, ο πλούσιος ενός χωριού που δεν καταλαβαίνουμε πού βρίσκεται και έχει μια κόρη, τη Βέρα Κρούσκα (με το χρωμοσαμπουάν της, προφανώς), κι ένα γιο, τον Γιάννη Κατράνη. Μόλις ξεσπάσει ο πόλεμος, ο γιος του Πλατανιά πάει στο μέτωπο και μένει ανάπηρος, ενώ ο γαμπρός του, ο Γιάγκος Δράκος, επιστρέφει χωρίς γρατζουνιά. Ο γερο – Πλατανιάς μεθοκοπά κι η γης τονε τρομάζει και στο μεταξύ εμφανίζεται στο χωριό ως γενικός κουμανταδόρος των Γερμανών ο Λάκης Κομνηνός. Έχει το ένα μάτι καλυμμένο (κάποιος πατριώτης θα του το ‘βγαλε) και το μαλλί ξανθό, σαν τα στάχυα του θεσσαλικού κάμπου τον μήνα Ιούλιο.

Ο γερο – Πλατανιάς δημιουργεί συνεχώς τριβές ανάμεσα στο χωριό και τον Λάκη. Δηλαδή ο Λάκης θέλει να του φάει το λαρύγγι, γιατί ξεσηκώνει τους χωριανούς εναντίον του, αλλά ο γέρος όλο και τη γλιτώνει.

Η ταινία είναι επικά ασύνδετη, οι διάλογοι (πλην των μουγκρητών του Πλατανιά) μοιάζουν με εκλαϊκευμένες πατριωτικές ατάκες του Βέλτσου (αν μπορεί να υπάρξει τέτοια βερσιόν του Βέλτσου), το μοντάζ έχει σαφείς επιρροές από το έργο του Νταλί, διότι μια δείχνει το ελληνοαλβανικό μέτωπο και τα χιόνια, μια τη νύφη του Πλατανιά, τη Φρόσω, να καρικώνει μια φούστα, μια πάλι το βουνό, μια τους Γερμανούς να μιλάνε επί 10 λεπτά στη γλώσσα τους, χωρίς υπότιτλους και μια τον γερο – Πλατανιά με το καρτούτσο το κρασί στο χέρι.

Η αρχή, η μέση και το τέλος είναι τρεις έννοιες πάρα πολύ σχετικές και η ταινία αυτή δημιουργήθηκε για να μας το αποδείξει.

 

Υπολοχαγός Νατάσα

Η Νατάσα Αρσένη, πρώην τραγουδίστρια και αντιστασιακή, επισκέπτεται το πρώην στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Νταχάου. Επιβιβάζεται στο τρένο για την Ελλάδα, μετά από πολλά χρόνια απουσίας και στο δρόμο σκέφτεται τη ζωή της. Όταν σπούδαζε στο ωδείο, όταν γνώρισε τον Μαξ (Κώστας Καρράς), που έγινε υπολοχαγός των Ες Ες και τη βασάνισε αλύπητα, τον αντάρτη Ορέστη (Δημήτρης Παπαμιχαήλ), τον οποίο αγάπησε και παντρεύτηκε, το παιδί που έκανε, το ότι έχει ν’ ανοίξει το στόμα της να πει κουβέντα 20 χρόνια, κ.λπ.

Είναι πασίγνωστο ότι η ταινία κατείχε το ρεκόρ εισιτηρίων από το 1971 ως το 1999. Είναι επίσης πασίγνωστο ότι το παίξιμο της Αλίκης, ιδιαίτερα στις σκηνές βασανισμού της, προκαλεί στον θεατή τουλάχιστον αμηχανία. Δεν έχω καταφέρει ποτέ να τη δω με τη μία ολόκληρη, γιατί γελάω και δεν πρέπει.

 

H δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά

Η Αλίκη είναι μια πανέμορφη πλατινέ δασκάλα, που διορίζεται στην Κρυόβρυση, ένα χωριό στην άκρη του κόσμου, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Επειδή είναι πολύ μοντέρνος ο τρόπος διδασκαλίας της, το χωριό δεν την πολυγουστάρει, αλλά σιγά σιγά την αποδέχεται. Την παραμονή της 28ης Οκτωβρίου 1940 παντρεύεται τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, που είναι ο γιος του προέδρου του χωριού, Παντελή Ζερβού. Όλοι οι άντρες πάνε στο μέτωπο να πολεμήσουν και πίσω μένουν μόνο οι ηλικιωμένοι κι ο λαδέμπορας Γαρμπής (Σπύρος Καλογήρου).

Όταν η Αλίκη μαθαίνει ότι ο άντρας της έχει σκοτωθεί, κι αφού περνάει των παθών της τον τάραχο με τα τεκταινόμενα στο χωριό, αποφασίζει να παντρευτεί τον Άγγελο Αντωνόπουλο, που είναι συνάδελφός της, καλό παιδί, αλλά πιο βαρετός απ’ ό,τι να βλέπεις αγκινάρες να μεγαλώνουν.

Στο τέλος φυσικά και αποδεικνύεται ότι ο Παπαμιχαήλ ζει και επιστρέφει στο χωριό την ημέρα της απελευθέρωσης.

Τα συμπεράσματα της ταινίας είναι δυο:

(α) το κοραλί κραγιόν της Αλίκης ποτέ δεν αποτέλεσε είδος υπό εξαφάνιση στα δύσκολα χρόνια της κατοχής.

(β)

 

Περισσότερο cinema στο LadyLike:

Eye witness: Μια βραδιά στον Πύργο του Downton

Οι άντρες του Hollywood μας έχουν καταστρέψει

Gillian Flynn: Η αλλόκοτη συγγραφέας πίσω από το ”Κορίτσι που εξαφανίστηκε”