Οικιακή Βοηθός: Έρχεται το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η σειρά του Netflix
- 1 ΙΟΥΛ 2022
H Stephanie Land εργαζόταν ως καθαρίστρια επί σειρά ετών, κυνηγώντας το αμερικανικό όνειρο. Στη συνέχεια, έγραψε τα απομνημονεύματα της «Maid: Hard Work, Low Pay, and a Mother’s Will to Survive». Ένα βιβλίο που κέρδισε την προσοχή του πρώην πρόεδρου των ΗΠΑ, Barack Obama, έγινε best seller και σειρά στο Netflix.
Οικιακή βοηθός: Η πραγματικότητα των «αόρατων» ανθρώπων
«Η κόρη μου έμαθε να περπατάει σε καταφύγιο αστέγων». Έτσι ξεκινάει το βιβλίο Maid – Οικιακή Βοηθός, η δυνατή, συγκινητική και εντέλει εμψυχωτική, αληθινή ιστορία της Stephanie Land. Η Stephanie, που έγινε αναπάντεχα μητέρα στα 28 της, δούλευε ατελείωτες ώρες ως καθαρίστρια για να παρέχει στέγη στην κόρη της, καθαρίζοντας τις τουαλέτες των πλουσίων, ενώ προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα με τις σπουδές της, την επιδοτούμενη στέγαση και μια σωρεία κρατικών επιδομάτων.
Μέσα σε όλα αυτά, η Stefanie έγραφε. Έγραφε τις ιστορίες που δεν λέγονταν. Τις ιστορίες εκείνων που κυνηγούν το αμερικάνικο όνειρο, δουλεύουν μέχρι εξάντλησης και αμείβονται ελάχιστα. Έγραφε για να μην ξεχάσει τον αγώνα, για να καταρρίψει τις βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις για τους φτωχούς εργαζόμενους. Το αποτέλεσμα είναι αυτό το ειλικρινές και αριστοτεχνικά γραμμένο βιβλίο, που αποκαλύπτει τη σκοτεινή αλήθεια για όσα χρειάζεται να κάνεις για να επιβιώσεις και τελικά να τα καταφέρεις στη γεμάτη ανισότητες κοινωνία μας.
Η Οικιακή Βοηθός είναι η ιστορία της Stephanie, αλλά δεν ανήκει αποκλειστικά σε εκείνην. Είναι ένας φόρος τιμής στο θάρρος, την αποφασιστικότητα και τη δύναμη της ανθρώπινης ψυχής.
Το βιβλίο Οικιακή Βοηθός κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία την Τρίτη 5 Ιουλίου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου Οικιακή Βοηθός, αποκλειστικά σε προδημοσίευση, στο Ladylike:
«Η Μία διαρκώς άλλαζε από τη μια τάξη στην άλλη γιατί έρχονταν συνέχεια άλλοι υπάλληλοι και οι εγγραφές δεν ήταν σταθερές. Επί δυο εβδομάδες, κάθε φορά που έβλεπα την πρωινή της δασκάλα, σκούπιζε τα δάκρυά της πριν πάρει την κόρη μου, η οποία κλότσαγε και ούρλιαζε και άπλωνε τα χεράκια της προς το μέρος μου. Άκουσα την ίδια δασκάλα να λέει σε έναν γονιό πόσο δύσκολο ήταν να δουλεύει και να πληρώνεται τόσο λίγο. «Έχω σπουδάσει για να κάνω αυτή τη δουλειά», έλεγε θυμωμένα. Δεν μου άρεσε καθόλου που άφηνα τη Μία μαζί της, δεν μου άρεσε καθόλου που δεν είχα χρήματα για έναν σταθμό που θα έδινε στους εργαζόμενους έναν κάπως υποφερτό μισθό.
Ένα πρωί, μετά από έναν ιδιαίτερα δύσκολο αποχαιρετισμό, μπήκα στο αυτοκίνητο και έκλαψα, παραχώρησα δυο λεπτά στη θλίψη μου. Είχα αναγκαστεί να πάω τη Μία λίγο νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως στον σταθμό, αλλά μέχρι να με αφήσει να φύγω έφτυσα αίμα. Ο εκνευρισμός μου ήταν προφανής και έφυγα χωρίς να της στείλω φιλάκι. Εφιαλτικές σκέψεις με κυρίευσαν, σκέψεις γύρω από τη θνητή μου φύση.
Κι αν πέθαινα σε τροχαίο και η τελευταία ανάμνηση της Μία ήταν να φεύγω και να την αφήνω να κλαίει και να τσιρίζει ανάμεσα σε ξένους; Αυτές οι σκέψεις τρύπωναν στο μυαλό μου εκείνο το πρωί πιο συχνά απ’ ό,τι συνήθως. Ήξερα ότι θα περνούσα τις επόμενες δυο μέρες δουλεύοντας σε ένα σπίτι σε ένα απομονωμένο σημείο στο Νησί Καμάνο όπου δεν είχα σήμα. Δεν μου άρεσε να είμαι μακριά από τη Μία, δεν μου άρεσε να την αφήνω σε ένα ψυχρό, αδιάφορο περιβάλλον και δεν μου άρεσε καθόλου μα καθόλου η σκέψη ότι, αν της συνέβαινε κάτι, κανείς δεν θα μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί μου. Αλλά η δουλειά ήταν πολύ καλή για να την αφήσω.
«Είναι καθάρισμα μετακόμισης», μου είχε πει η Λόνι στο τηλέφωνο. «Δεν τα κάνουμε και τόσο συχνά πια». Για τις περισσότερες δουλειές, η Classic Clean έδινε στους πελάτες ένα κόστος κατά προσέγγιση. Συναντούσαν τον ιδιοκτήτη, εξέταζαν τη δουλειά που έπρεπε να γίνει και υπολόγιζαν όσο καλύτερα μπορούσαν τον χρόνο (και μερικές φορές τους ανθρώπους) που θα χρειάζονταν. Οι τακτικοί πελάτες, που τα σπίτια τους καθαρίζονταν κάθε βδομάδα, δυο φορές τη βδομάδα ή μία φορά τον μήνα, είχαν σταθερές ώρες και τιμές, αλλά τα καθαρίσματα σε περιπτώσεις εργασιών ή μετακόμισης συνήθως είχαν συγκεκριμένο κόστος.
Το πρόγραμμά μου περιλάμβανε πέντε έξι σπίτια, αλλά ήταν όλα μία ή δύο φορές τον μήνα, που σήμαινε ότι πληρωνόμουν περίπου για είκοσι ώρες τις δυο βδομάδες. Δεν μπορούσα να βρω άλλη δουλειά επειδή το πρόγραμμά μου δεν ήταν σταθερό από βδομάδα σε βδομάδα, έτσι αναγκαστικά περίμενα περισσότερες ώρες, όποια κι αν ήταν η δουλειά που έπρεπε να γίνει. Όταν η Λόνι με πήρε να με ρωτήσει αν ενδιαφερόμουν να καθαρίσω ένα σπίτι απ’ όπου είχε γίνει μετακόμιση, δέχτηκα με ενθουσιασμό και την ευχαρίστησα που ρώτησε εμένα αν μπορούσα να το κάνω.
Απόσπασμα του βιβλίου Οικιακή Βοηθός, αποκλειστικά σε προδημοσίευση, στο Ladylike:
Η δουλειά ήταν σε ένα μεγάλο λυόμενο κοντά στο σπίτι ενός άλλου πελάτη που είχα αρχίσει να αποκαλώ το Σπίτι του Σεφ, επειδή είχε μια τεράστια εστία φούρνου. Ο ιδιοκτήτης, τις σπάνιες φορές που ήταν σπίτι, στεκόταν στην κουζίνα δίπλα στην εστία, επιβλέποντας όλον τον χώρο ανάμεσα στον φούρνο και στη νησίδα στο κέντρο.
«Πήρα προσωπικό δάνειο γι’ αυτό εδώ», είπε χαϊδεύοντας την εξωτερική πλευρά της επιφάνειας. «Μάλλον κοστίζει τα διπλάσια από το αυτοκίνητό σου!» Αν και δεν αμφέβαλλα ότι ήταν αλήθεια, προσπάθησα να μην τον αγριοκοιτάξω λέγοντάς του ότι οδηγούσα ένα παλιότερο Subaru στέισον βάγκον και ρώτησα αν είχε τίποτα ειδικές οδηγίες για το καθάρισμά του. Στις δυο βδομάδες που έκανα να πάω, όλη η εστία γέμιζε λάδια, επειδή χρησιμοποιούσε τη φριτέζα στον πάγκο και επειδή είχε αμέτρητα μπουκάλια ελαιόλαδο με διάφορα εκχυλίσματα. Πρέπει να χρησιμοποιούσε τη φριτέζα αρκετές φορές μέσα στην εβδομάδα επειδή όλο το σπίτι μύριζε τηγανίλα. «Μη χρησιμοποιείς τη σκληρή πλευρά των σφουγγαριών!» έλεγε δείχνοντας την εστία για έμφαση, για να μην τη γρατζουνίσω, κι έτσι αναγκαστικά χαλούσα πέντε έξι πανιά.
Όταν μπήκα στον ιδιωτικό δρόμο του λυόμενου για το καθάρισμα της μετακόμισης, είχα ήδη αργήσει. Η Παμ ήταν εκεί, μαζί με τη συνάδελφο που θα είχα μαζί μου. Έτρεξα να τις βρω. «Συγγνώμη που άργησα», είπα βιαστικά, προσπαθώντας να ακούγομαι ειλικρινής. «Η Μία δεν έλεγε να με αφήσει σήμερα».
Η Παμ ξεφύσηξε, μουρμουρίζοντας ότι τα παιδιά πρέπει να καταλαβαίνουν και να σέβονται το ότι οι γονείς τους πρέπει να δουλεύουν. Δεν της ζήτησα να επαναλάβει ή να διευκρινίσει αυτό που είχε πει, φανταζόμουν ότι είχε βρεθεί στη θέση μου, να νιώθει ότι σχεδόν δεν έβλεπε τα παιδιά της λόγω δουλειάς, και τα είχε καταφέρει μια χαρά. Η Παμ έδειξε την άλλη καθαρίστρια, μια αγέλαστη εύσωμη ξανθιά με τα μαλλιά της πιασμένα με ένα φουσκωτό λαστιχάκι, που φαινόταν περισσότερο στραβωμένη από τη βαρεμάρα της παρά επειδή είχα αργήσει. «Από δω η Σίλα», είπε η Παμ. «Φεύγει αυτή την εβδομάδα».
Κοιταχτήκαμε με τη Σίλα, γνέφοντας και χαμογελώντας αμυδρά. Ήδη ξεφορτώναμε το βανάκι, που ήταν γεμάτο με πολλά διαφορετικά άγνωστα σπρέι, που δεν χρησιμοποιούσαμε στα εβδομαδιαία καθαρίσματα. Ήταν καθαριστικά για σκληρή βρομιά, που απομάκρυναν μούχλα, λίπος και λεκέδες. Μου έδωσε καλάθια με καθαριστικά και σακούλες με πανιά, περιμένοντας ανυπόμονα να κρατήσω τον καφέ μου με το άλλο χέρι.
«Πριν μπούμε μέσα, θέλω να σας εξηγήσω μερικά πράγματα γι’ αυτό το σπίτι», είπε η Παμ καθώς στεκόμασταν έξω από το λυόμενο. Μας είπε να πλησιάσουμε. Η Σίλα κοίταξε την Παμ αλλά εγώ κοίταζα τη Σίλα, αναρωτιόμουν γιατί παραιτούνταν και κατάπινα τη ζήλια μου. Η Παμ κοίταξε πίσω της σε ένα λιβάδι με ψηλό χορτάρι. Το έδειξε και είπε: «Εκεί στο βάθος είναι το σπίτι της μάνας του Ξυπόλυτου Διαρρήκτη».
Εκείνη την εποχή όλοι ήξεραν ποιος ήταν ο ξυπόλυτος διαρρήκτης. Το πραγματικό του όνομα, Κόλτον Χάρις Μουρ, σπάνια χρησιμοποιούνταν, αλλά ήξερα ότι είχαμε γεννηθεί και οι δύο στην κομητεία Σκάτζιτ. Ο Ξυπόλυτος Διαρρήκτης ήταν μόλις δεκαεννιά χρονών και τελευταία προκαλούσε χάος στην περιοχή, κάνοντας διαρρήξεις σε σπίτια πλουσίων ενώ οι ιδιοκτήτες κοιμούνταν. Μια φορά είχε αφήσει γυμνά ίχνη σε ένα σκονισμένο γκαράζ. Είχε μπει στο Σπίτι του Σεφ την περασμένη εβδομάδα, χρησιμοποίησε τον υπολογιστή και τα στοιχεία της πιστωτικής του πελάτη μου για να παραγγείλει σπρέι πιπεριού για αρκούδες, γυαλιά νυχτερινής όρασης και να ψάξει για αφύλακτα μικρά αεροσκάφη. Τον φανταζόμουν να κάθεται στο γραφείο που ξεσκόνιζα κάθε δυο βδομάδες, ξέροντας πόσο εύκολο θα ήταν να βρει τους αριθμούς πιστωτικών μέσα στους σωρούς χαρτιών. Τα τοπικά μέσα έλεγαν ότι ήταν ένοπλος και επικίνδυνος και ότι μάλλον κρυβόταν στο σπίτι της μητέρας του.
Αν και αμφέβαλλα ότι βρισκόταν εκεί, ήταν το τέλειο σκηνικό για ιστορία τρόμου. Άλλωστε βρισκόμασταν σε ένα έρημο λυόμενο στο τέρμα ενός μεγάλου χωματόδρομου μες στο δάσος. Όταν καθάριζες ένα σπίτι μετά από μετακόμιση, έτσι κι αλλιώς σε γέμιζε με μια αίσθηση στοιχειωμένου – σαν να καθαρίζεις έναν τόπο εγκλήματος, σβήνοντας κάθε ίχνος ανθρώπινης παρουσίας.
Καθώς πηγαίναμε προς την εξώπορτα, η Παμ συνέχισε να μας προετοιμάζει για το τι υπήρχε μέσα. Εξήγησε ότι το σπίτι ανήκε σε ένα ζευγάρι που είχε χωρίσει. Η γυναίκα είχε φύγει και ο άντρας είχε μείνει με δυο συγκατοίκους. «Ο ιδιοκτήτης δεν μπορεί να διαθέσει πολλά, οπότε πρέπει να δουλέψουμε πολύ αποτελεσματικά», είπε η Παμ και στράφηκε να μας κοιτάξει πριν ανοίξει την εξώπορτα. «Θα είμαι εδώ κάποιες ώρες σήμερα να σας βοηθήσω να ξεκινήσετε, και, Στέφανι – εσύ θα ξανάρθεις αύριο να τελειώσεις».
Απόσπασμα του βιβλίου Οικιακή Βοηθός, αποκλειστικά σε προδημοσίευση, στο Ladylike:
Δεν ήξερα τι σήμανε «πολύ αποτελεσματικά». Ήδη δεν μας επιτρεπόταν να κάνουμε διάλειμμα για φαγητό, γιατί υποτίθεται ότι κάναμε «διάλειμμα» όταν πηγαίναμε από το ένα σπίτι στο άλλο με το αμάξι, μπουκώνοντας το στόμα μας με μήλα και σάντουιτς με φιστικοβούτυρο. Αλλά σήμερα δεν θα έκανα καμία διαδρομή. Θα ήμουν εδώ σε αυτό το λυόμενο έξι με οχτώ ώρες, για τις επόμενες δύο μέρες, χωμένη μες στο δάσος, σε ένα σπίτι όπου δεν έπιανε το κινητό και δεν μπορούσα να πάρω κανέναν, ούτε να είμαι απίκο σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι έκτακτο με τη Μία.
«Φροντίστε να πίνετε νερό», είπε η Παμ πασπατεύοντας την κλειδαριά. Άφησε κάτω τον κουβά που είχε γεμίσει με έξτρα καθαριστικά και χαρτί κουζίνας. «Και να κάνετε μικρά διαλείμματα να ξεκουράζεστε όποτε το χρειάζεστε». Αυτό με έκανε να απορήσω. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα ότι μπορούσαμε να κάνουμε διαλείμματα. Ίσως σε περιπτώσεις μετακόμισης να προβλέπονταν μικρά διαλείμματα, ενώ στους τακτικούς καθαρισμούς όχι. Μέχρι τότε υπέθετα ότι δεν επιτρεπόταν να καθίσουμε. Τα περισσότερα σπίτια που είχα καθαρίσει μέχρι τότε ανήκαν σε ανθρώπους που είχαν χρήματα για να τα συντηρούν και σπάνια ήμουν η πρώτη καθαρίστρια που έμπαινε σε αυτά. Το καθάρισμα σε μια μετακόμιση σε ξεγελάει. Το σπίτι είναι άδειο. Δεν έχεις να ξεσκονίσεις λαμπατέρ σε τραπεζάκια ή βιβλία και μικροπράγματα στα ράφια, έτσι εκ πρώτης φαίνεται εύκολη δουλειά. Στην πραγματικότητα είναι το πιο χρονοβόρο, το πιο σκληρό, το πιο βρόμικο καθάρισμα. Τις περισσότερες φορές ο ιδιοκτήτης έχει αποφασίσει να πουλήσει το σπίτι ενώ ήταν νοικιασμένο και δεν καθαριζόταν τακτικά για χρόνια. Σε αυτά τα σπίτια μια στρώση σκονισμένου λίπους, σαν λαστιχένιο τσιμέντο, σκεπάζει την κουζίνα. Το δάπεδο γύρω από τη λεκάνη της τουαλέτας είναι κατακίτρινο. Σε κάθε χαραμάδα υπάρχουν τρίχες».
Οικιακή Βοηθός: Λίγα λόγια για τη συγγραφέα του Stephanie Land
Η Stephanie Land είναι Αμερικανίδα συγγραφέας και δημόσια ομιλήτρια. Έγινε γνωστή από την τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου της με τίτλο Οικιακή βοηθός (Maid) για το Netflix. Το βιβλίο συμπεριλήφθηκε στη λίστα ανάγνωσης του Barack Obama και έχει ήδη μεταφραστεί σε 17 γλώσσες, ενώ έχει ξεπεράσει τις 45.000 κριτικές στο Goodreads. Σύμφωνα με τους New York Times το βιβλίο συγκαταλέχθηκε στα 100 πιο σημαντικά για το 2019. H Stephanie Land έγραψε αυτό το αυτοβιογραφικό κείμενο αρχικά σε ένα σημειωματάριο, περιγράφοντας την εμπειρία της ως καθαρίστρια σε σπίτια πλουσίων, από το οποίο προέκυψε ένα από τα δημοφιλέστερα memoirs των τελευταίων ετών.