Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών: 7 γυναίκες μοιράζονται τις δικές τους ιστορίες
- 25 ΝΟΕ 2016
Μετά το ερωτηματολόγιο για τους άντρες, ζητήσαμε απ' όσες γυναίκες έχουν υπάρξει θύματα βίας να μας στείλουν τις δικές τους ιστορίες. Η ανταπόκριση ήταν πολύ μικρότερη απ' αυτή που περίμενα, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι οι γυναίκες αρνούνται πολλές φορές να αναγνωρίσουν και συχνότερα να μοιραστούν, ότι έχουν υπάρξει θύματα βίας.
Αυτές είναι οι ιστορίες που μας έστειλαν.
“Είναι δύσκολο πολύ να το συνειδητοποιήσεις. Επειδή όλο συνοδεύεται από παθολογική αγάπη και «εντάξει μωρέ, είναι λίγο νευρικός». Βασικά πολύ. Αλλά όχι με εσένα. Όχι από την αρχή. Επειδή αναρωτιέσαι, θα σου πω ότι καμιά φορά, δεν το αντιλαμβάνεσαι. Οι μάσκες πέφτουν σταδιακά. Εκεί που δεν το καταλαβαίνεις. Και το «εντάξει μωρέ, είναι λίγο νευρικός» δεν περιορίζεται στο να βρίσει τον άλλο οδηγό που τον έκλεισε.
Σκάει μόλις καταλαγιάσει ο έρωτας, και πάνω σου. Χάνεις ελευθερίες ή μάχες, λίγο-λίγο. Μάλιστα, πολλές φορές τις στερείς η ίδια από τον εαυτό σου, γιατί «ποιος τον ακούει μωρέ τώρα» και «εντάξει μωρέ, είναι και λίγο ζηλιάρης» αλλά είναι γιατί σε αγαπάει τόσο.
Και αν τσακωθείς είσαι αντιμέτωπη με έναν καυγά στον οποίο τραμπουκίζεσαι και φοβάσαι, όπου εκείνος δεν κοιτά να διαφωνήσετε σαν ζευγάρι, αλλά να σε «νικήσει». Να βρει το ένα, παραμικρό λάθος που θα πεις και να εστιάσει εκεί, να μπουρδουκλώσει τον καυγά και να βγεις εσύ λάθος και αυτός σωστός. Τίποτα άλλο δεν θέλει. Δεν τον νοιάζει πώς νιώθεις στη σχέση σας, ούτε να λύσετε τίποτα. Μόνο να σε κολλήσει στον τοίχο, να σε κάνει σκουπίδι. Και σταδιακά καταλήγεις να μη μαλώνεις ποτέ, για τίποτα. Δεν αξίζει τον κόπο να το ζήσεις αυτό. Και χάνεις όλες τις μάχες πια χωρίς να τις δίνεις. Απλά για να μην ξυπνήσεις την οργή του. Και η οργή του, θέλει χώρο να εκφραστεί και δεν της το επιτρέπεις, οπότε αρχίζει και εξαπλώνεται στα πάντα. Είναι πάντα εκεί και βράζει και περιμένει το παραμικρό από εσένα. Να ξεχάσεις να σβήσεις το θερμοσίφωνα ή να βάλεις ήχο στο ξυπνητήρι του κινητού σου που δεν του αρέσει, για να φας άλλη μία κριτική ή επίθεση. Και οτιδήποτε και να κάνεις, είναι από πάνω σου και σε κριτικάρει. Γιατί; Γιατί μπορεί. Και εσύ μαζεύεσαι ακόμα περισσότερο και δεν ξέρεις τι σου συμβαίνει. Γιατί ουσιαστικά, δεν σε χτυπάει, δεν σε βρίζει. Απλά σε εξουσιάζει. Μέχρι να καταπιεί ό,τι είσαι και να ζεις μέσα στον φόβο της αντίδρασής του.”
“Το θύμα ανήκει στον στενο οικογενειακό μου κύκλο κ έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίση από τον αδελφό της σε ηλικία 14χρονών. Όταν το είπε στους δικούς της, εκείνοι δεν εκαναν κατι γι’αυτο, συνέχισαν να ζουν όλοι μαζί και ηταν κοινό μυστικό επειδή δεν ηθελαν να το μαθει ο κόσμος.Ο θύτης ποτέ δεν πήρε κάποια αγωγή και φυσικά ποτέ δεν τιμωρήθηκε. Συνεχίζουν να ζουν όλοι μαζί στην ίδια πολυκατοικία.Το θύμα είναι παντρεμένο με παιδιά κ έχει ζήσει όλη της τη ζωή σε μία άρνηση κ σε μη αποδοχή του εαυτού της.Έχει πολλές φοβίες και η κυριότερη είναι το τι θα πει ο κόσμος.“
“Ένιωθα κάθε μα κάθε φορά που μιλούσα ή περνούσα δίπλα του, την οργή του και την ανάγκη του να με ξεφτιλίσει. Κάθε φορά που το έκανε δε με κοίταζε ποτέ, φρόντιζε να είναι στο τηλέφωνο ή με τη μορφή μηνυμάτων. Η φωνή του άλλαζε, ήταν σαν να έβαζε πετσέτα στο μικρόφωνο για να μην τον αναγνωρίσω. Και δεν τον αναγνώριζα παρόλο που έβλεπα το νούμερό του. Για πολύ καιρό αδυνατούσα να δεχτώ ότι κάποιος που με αγαπάει και δηλώνει τόσο ερωτευμένος μπορεί να σκεφτεί τα χειρότερα πράγματα για μένα. Κάποια στιγμή αναγκάζεσαι να το πάρεις απόφαση”
“Στρίμωγμα σε ασφυκτικά γεμάτο μετρό και τρίψιμο με τα γεννητικά του όργανα πάνω μου. Εγώ φυσικά και μίλησα, αλλά πιο πολύ κι από το ίδιο το σκηνικό, με έκανε να νιώσω αμήχανα ότι κανείς δεν μίλησε να με στηρίξει.Ο κόσμος πρέπει να μάθει να μιλάει και να στηρίζει το θύμα όταν αντιλαμβανεται το οτιδήποτε“
“Περπατούσα στον δρόμο νωρίς το βράδυ. Περνούσε και ρώτησα πώς να βγω στον κεντρικό δρόμο που έψαχνα, μου απάντησε και συνέχισα να περπατάω. Λίγα λεπτά αργότερα άκουσα τρέξιμο από πίσω μου και μέχρι να γυρίσω με είχε ρίξει στο πεζοδρόμιο όσο μου κρατούσε το στόμα κλειστό. Αρνήθηκα να αφήσω τον εαυτό μου να πανικοβληθεί και να χάσει εντελώς τον έλεγχο, τον χτύπησα όσο πιο δυνατά μπορούσα στο πρόσωπο όσο βρισκόταν όρθιος από πάνω μου, προσπαθώντας να με ακινητοποιήσει. Με το χτύπημα πήρα μαζί και το χέρι του από το στόμα μου και άρχισα να ουρλιάζω όσο πιο δυνατά μπορούσα ‘Βοήθεια’. Εκείνη την στιγμή έβαλα ακόμα περισσότερη δύναμη μέσα μου και σκέφτηκα ‘Μπορείς να παλέψεις και θα το κάνεις’ και άρχισα να τον κλωτσάω με όλη μου την δύναμη στην κοιλιά και όπου έβρισκα ενώ ούρλιαζα σαν δαιμονισμένη ‘φωτιά’ για να καταφέρω τους κατοίκους να βγουν πιο εύκολα έξω. Τότε άρχισαν να βγαίνουν κάποιοι άνθρωποι στα μπαλκόνια τους διστακτικά -εμένα μου φάνηκε σαν να έγινε μετά από μια ολόκληρη ώρα αν και μάλλον έγινε σε μερικά λεπτά-, αυτός γύρισε το κεφάλι κοίταξε προς τα πάνω και συνέχισε να προσπαθεί να με ακινητοποιήσει/πιάσει σεξουαλικά.
Ουσιαστικά, δεν σε χτυπάει, δεν σε βρίζει. Απλά σε εξουσιάζει. Μέχρι να καταπιεί ό,τι είσαι και να ζεις μέσα στον φόβο της αντίδρασής του.
Όταν είδε πως δεν τα κατάφερνε, πήγε να μου αρπάξει την τσάντα. Εγώ την άρπαξα και την τράβηξα πίσω -δεν θα τον άφηνα να πάρει τίποτα δικό μου, υλικό ή συναίσθημα. Μετά από λίγο άνοιξαν πολλά φώτα και εκείνος τα παράτησε και άρχισε να τρέχει. Στα πέντε μέτρα σταμάτησε και ξεκίνησε να περπατάει κανονικά σαν να μην συνέβη τίποτα. Εγώ σηκώθηκα τρέμοντας, περπάτησα μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο και έκατσα κάτω. Τότε μερικοί άνθρωποι κατέβηκαν και μου έφεραν νερό, ένας πήγε με το αμάξι του στο τετράγωνο μήπως τον βρει, αφού εγώ θυμόμουν πως έμοιαζε και τι φορούσε ακριβώς. Δεν τον βρήκε. Εκείνο το βράδυ, έβαλα οξυζενέ στις πληγές μου και κοιμήθηκα βαθιά. Το επόμενο πρωί ξύπνησα και δεν είχα κανένα συναίσθημα ούτε και έχω. Δεν το κράτησα ποτέ κρυφό και το λέω σε όλους βασιζόμενη πως το έχω κλειδώσει συναισθηματικά και μπορώ να μιλάω γι’ αυτό και να βοηθήσω οποιονδήποτε/οποιαδήποτε μπορεί να της έχει συμβεί κάτι τέτοιο ή έστω να κάνω γνωστό πως αυτά τα πράγματα γίνονται και γίνονται δίπλα μας, στους γονείς, τα αδέρφια, τους φίλους. Εγώ ήμουν τυχερή αλλά κάποιοι δεν είναι. Εγώ ήμουν τυχερή γιατί είχε σπίτια, γιατί ίσως δεν είχε τόση δύναμη, ίσως οτιδήποτε. Είτε αυτό που συνέβη σε κάποιον/α είναι βία λεκτική, σωματική, σεξουαλική πρέπει να το πει, να μην φοβηθεί, να ζητήσει βοήθεια από κάποιον ειδικό, να μιλήσει σε κάποιον φίλο, γονιό, οποιονδήποτε. Δεν είναι ντροπή, μην το κρατήσει ποτέ μέσα του/της, μην φοβηθεί πως θα τον/την λυπούνται. Μίλα, ζήτα βοήθεια, κάνε γνωστό αυτό που σου συνέβη, κάνε τους γύρω σου να καταλάβουν πως αυτά συμβαίνουν και θα βοηθήσεις κι άλλους έτσι και τον ίδιο σου τον εαυτό. Πάρε ως αφορμή μια μέρα σαν κι αυτή, αν όχι κάθε μέρα, για να βοηθήσεις αν όχι τους άλλους, εσένα.”
“Θυμάμαι ότι του έδειξα με ενθουσιασμό το καινούριο μου piercing. Η αντίδραση ήταν κάτι φωνές τις οποίες δε μπορώ να κάνω λέξεις τώρα γιατί πάνε χρόνια από τότε. Το γεγονός ότι δε συμφώνησα με το να το βγάλω όπως μου ζητούσε, τον εξόργισε και μου έριξε ένα χαστούκι. Μετά με χώρισε. Μέχρι και σήμερα λέω “σιγά μωρέ ήταν απλά μια σφαλιάρα”.”
“Βασικά δεν νομίζω ότι το συνειδητοποίησα καμία στιγμή μέχρι τη στιγμή που έφυγα ότι αυτό που ζούσα ήταν κακοποίηση. Δεν υπήρξε μία στιγμή πριν το δικό μου απόλυτο «εμείς οι δύο τελειώσαμε», που το είχα αποφασίσει. Έγινε χωρίς να το έχω σκεφτεί, να το έχω σχεδιάσει, να έχω πάει με κάποιο πλάνο να κάνω μια τέτοια ανακοίνωση εκείνη την ημέρα, σε μία καφετέρια όπου με περίμενε για καφέ. Είχα καθυστερήσει στη δουλειά και μόλις έκατσα, ήρθα πάλι αντιμέτωπη με τα νεύρα και την επίθεση. Το μέσα μου πάγωσε, δεν αισθάνθηκα τίποτα απολύτως και απλά το ξεστόμισα. Θυμάμαι το αποσβολωμένο βλέμμα του. Την καρδιά του όντως, ένιωσα ότι την άκουσα να ραγίζει όταν εξήγησα πολύ σκληρά τους λόγους αλλά εγώ ήμουν ψυχρότερη απ’ ότι έχω υπάρξει ποτέ στη ζωή μου. Ήταν η στιγμή που ένιωσα ότι ξαναείμαι αυτή που ήμουν αρχικά. Πριν τον γνωρίσω. Πριν ξεκινήσει να ελέγχει γλυκά και χαριτωμένα, το βάθος του ντεκολτέ μου, για να καταλήξει χρόνια αργότερα να ελέγχει το αν θα έχω είκοσι ή τριάντα ευρώ στο πορτοφόλι μου, το να επιβάλλει μην μιλάω με κανέναν στο τηλέφωνο όταν είναι παρών γιατί είναι «δικός μας χρόνος» και το να τρώω καθημερινά τόση κριτική και προσβολές για τα πάντα που να μην μπορώ να οδηγήσω το αυτοκίνητό μου χωρίς να αισθάνομαι ότι όχι μόνο θα τρακάρω γιατί είμαι άχρηστη αλλά και ότι θα τρακάρω και «ποιος τον ακούει μετά!». Η στιγμή που ανακοίνωσα ότι χωρίζω ήταν η στιγμή που ξαναέγινα πιο δυνατή από εκείνον. Η ταπείνωση είχε τελειώσει για πάντα. Δεν κατάφερε να με ξανατραμπουκίσει ποτέ. Δεν προσπάθησε καν. Είχα ξεφύγει και φαινόταν.”