Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου: Τα βιβλία που αγάπησαν οι συντάκτριες του LadyLike
- 2 ΑΠΡ 2023
Από το 1966 είναι που γιορτάζουμε την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου, σε μία ημερομηνία που συμπίπτει με τα γενέθλια του Δανού παραμυθά Hans Christian Andersen. Το Διεθνές Συμβούλιο Βιβλίων για τη Νεότητα γιορτάζει αυτή τη μέρα με σκοπό να εμπνεύσει στα παιδιά την αγάπη για το διάβασμα. Μια αγάπη που αν την αποκτήσεις δεν υπάρχει περίπτωση να απαλλαγείς από αυτήν. Κι αυτό γιατί τα βιβλία σού ανοίγουν δρόμους που ούτε έχεις σκεφτεί ότι μπορείς να διαβείς. Τα παιδικά βιβλία ανοίγουν τα φτερά της φαντασίας σου για ένα ταξίδι στη λογοτεχνία που δεν θες να τελειώσει ποτέ.
Ακόμα θυμάμαι το πρώτο βιβλίο που έγινε δικό μου (Τα παππούτσια του Αννίβα της Άλκης Ζέη), που με ένοιαζε να μην το ζωγραφίσω, που μπορούσα να διαβάσω τα γράμματά του κι αυτά είχαν απόλυτη συνοχή και μία ιστορία που μιλούσε στην καρδιά μου. Ακόμα θυμάμαι την αφιέρωση του μπαμπά μου στην πρώτη σελίδα με πράσινο στιλό. Είχα διαβάσει κι άλλα πριν από αυτό, αλλά τότε ήταν που μεγάλωσα αρκετά για να μπορέσω να καταλάβω τι σημαίνει πλάθω εικόνες με τη φαντασία μου, ταυτίζομαι με τους ήρωες, ζω την ιστορία που γράφει κάποιος στις σελίδες. Τα παιδικά βιβλία έγιναν σημείο αναφοράς μου, μέχρι που έδωσαν τη σκυτάλη στα βιβλία της εφηβικής λογοτεχνίας, της νεανικής λογοτεχνίας, της ενήλικης. Μία σκυτάλη που δεν πέφτει ποτέ από τον ένα τίτλο στον άλλο.
Αυτή την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου, μαζί με τις συντάκτριες του LadyLike γυρίσαμε τον χρόνο πίσω, τότε που ήμαστε παιδιά και που ο ελεύθερος χρόνος μας γέμιζε με χάρτινες περιπέτειες. Αυτά είναι τα παιδικά βιβλία που αγαπήσαμε. Κι ελπίζουμε να τα αγαπήσουν και πολύ περισσότερα παιδιά στο σήμερα και στο μέλλον.
Κρίμα κι άδικο (Ζωρζ Σαρρη) για τη Μαριλέλλα Αντωνοπούλου
Αν υπάρχει ένα παιδικό βιβλίο που θυμάμαι πολύ έντονα να διαβάζω είναι το Κρίμα κι Άδικο, της σπουδαίας Ζωρζ Σαρή. Το διάβασα σχετικά μικρή, ένα καλοκαίρι στα τέλη του Δημοτικού, πιθανότατα νωρίτερα από ό,τι θεωρητικά έπρεπε για να αφομοιώσω τη σπουδαιότητα του σε πολλά επίπεδα. Ένα μυθιστόρημα σφιχτό, ένα σχετικά μικρό βιβλίο, για την κυρία Κορτέσα, τη μητέρα του Δημήτρη και της Μαρίας, που ζει μαζί της κάπου στη Στερεά Ελλάδα. Η κυρία Κορτέσα είναι κλασικό καλούπι Ελληνίδας γιαγιάς παλαιάς κοπής, που ζει μέσα από τις ζωές των παιδιών και των εγγονιών της, θυσιάζοντας κάθε δείκτη προσωπικής ευτυχίας για να είναι καλά όλοι οι υπόλοιποι.
Θέλει να πάει στην Ολλανδία, να δει τον γιο της αλλά όσο και να θέλει, δεν είναι μία απόφαση που μπορεί να πάρει εύκολα. Ώσπου ο γιος της σκοτώνεται σε αυτοκινητικό δυστύχημα και η Κορτέσα αναγκάζεται να κάνει εκείνο το ταξίδι, με την πιο τραγική αφορμή.
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο χρόνια μετά, με τα μυαλά που έχω σήμερα, συνειδητοποιώ πως το Κρίμα κι Άδικο είναι ένα βαθιά κοινωνικό βιβλίο που μιλάει για τη μετανάστευση, τη διαχρονική ανικανότητα της Ελλάδας να αγαπήσει και να κρατήσει κοντά τα παιδιά της και τη γυναικεία καταπίεση μέσα στο πιο οικείο για εκείνη μέρος, την οικογένεια.
Σαν παιδί, διάβαζα απλά την τραγική ιστορία μιας οικογένειας υπό το πρίσμα της ταλαιπωρημένης γιαγιάς που λάτρευε τα εγγόνια της.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ, μια σκηνή που ο εγγονός της Κορτέσας της παίρνει κρυφά τα χρήματα για να μην φύγει μακριά του, ενώ η μητέρα του νομίζει πως τα έκλεψε για να παίξει ηλεκτρονικά και τον τιμωρεί με ξύλο. Τα βιβλία που μας σημαδεύουν, πρέπει να τα διαβάζουμε ξανά και ξανά.
Τα 88 ντολμαδάκια (Ευγένιος Τριβιζάς) για τη Μάριον Παλιούρα
Ο κόσμος του παραμυθιού ήταν για μένα μαγικός. Μου έμαθε ότι με το να βάζεις λέξεις στη σειρά, μπορούσες να ζωντανέψεις κόσμους, να φτιάξεις ήρωες, να πραγματοποιείς όνειρα. Θυμάμαι ότι διάβαζα πολύ και νοσταλγώ τις μέρες εκείνες που είχα τον χρόνο και την όρεξη να ανοίξω το αγαπημένο μου βιβλίο. Αν και ψάχνοντας πέρασαν από το μυαλό μου τίτλοι όπως το Παραμύθι χωρίς Όνομα, η Καλύβα του Μπαρμπα Θωμά, Χωρίς Οικογένεια, Λουίζα και Λότη, Τσιμεντένιο Δάσος, ένα ήταν το βιβλίο στο οποίο επέστρεφα πάντα και ένιωθα κάθε φορά σαν να το διάβαζα πρώτη φορά.
Τα 88 ντολμαδάκια του Ευγένιου Τριβιζά είναι ένα ιδιοφυές «παραπολυμύθι», στο οποίο επέλεγα εγώ κάθε φορά τη συνέχεια της ιστορίας. Πόσα ντολμαδάκια πρέπει να μαγειρέψει ο μάγειρας της Ντολμανδίας για τους δώδεκα αστρονόμους; Τι σχεδιάζουν οι μυστικοί πράκτορες από τον Πλανήτη των Δεινοσαύρων; Θα χοροπηδήσει το ελεφαντάκι στο κρεβάτι του δημάρχου; Ποιος καραδοκεί πίσω από την πόρτα του σπιτιού με την κόκκινη κληματαριά στην οδό Κοψοχολιάς; Θα ξεφύγει η Έμμα από τους γιγάντιους σκόρους που την καταδιώκουν; Θα βρει τη χαμένη φλογέρα και το πήλινο αηδονάκι ή θα τη μεταμορφώσει ο μάγος του παλατιού σε μανταλάκι της μπουγάδας;
Νιώθω πως υπάρχουν ορισμένες υποπλοκές του βιβλίου, που δεν έχω καταφέρει ακόμα να ξεκλειδώσω – οπότε ναι – ο τίτλος του αγαπημένου μου βιβλίου ανήκει στον μοναδικά δημιουργικό Ευγένιο Τριβιζά και τα δικά του 88 ντολμαδάκια που δεν τελειώνουν με τίποτα.
Ο μικρός πρίγκιπας (Antoine de Saint-Exupéry) για τη Δέσποινα Δημά
Ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα στα γαλλικά. Θα έδινα εξετάσεις και Ο μικρός πρίγκιπας ήταν η ύλη μου. Σχεδόν τον σιχάθηκα. Ένα βιβλίο γεμάτο σημειώσεις με κάθε λογής χρώμα στιλό που από κάθε σελίδα του ξεπηδούσαν post it με λέξεις μεταφρασμένες, συνώνυμα κι αντώνυμα. Ο μικρός πρίγκιπας για 6 μήνες, πίσω στο μακρινό 1997, αποτέλεσε για ‘μενα μια βασανιστική συνθήκη. Χρόνια αργότερα, σε μια στιγμής προκοπής-αναταξινόμησης των βιβλίων στα ράφια, ξεπρόβαλε. Η λευκή του ράχη παρέμενε φούξια και από την κορυφή του ξεπρόβαλλαν σελιδοδείκτες. Με περίμενε υπομονετικά για μια ακόμα ανάγνωση.
«Ήμουν πιο απομονωμένος κι από ναυαγό σε σχεδία στη μέση του ωκεανού. Φαντάζεστε λοιπόν την έκπληξή μου τα ξημερώματα, όταν με ξύπνησε μια περίεργη φωνούλα». Ήμουν πια έτοιμη να κατανοήσω τον όμορφο, ευαίσθητο, αμείλικτο, διάφανο, απρόβλεπτο κόσμο του Antoine de Saint-Exupéry.
Ο μικρός πρίγκιπας είναι ένα παραμυθένιο πλάσμα με χρυσά μαλλιά που είναι ερωτευμένο μ’ ένα τριαντάφυλλο, που παρηγορεί τη μοναξιά του με ηλιοβασιλέματα. Ο μικρός πρίγκιπας, μέσα από τις δροσερές αναμνήσεις του ταξιδιού του, ξετυλίγει μπροστά στα μάτια του πιλότου όλη την επιπολαιότητα, την υπεροψία, τη μιζέρια, τη δίψα για εξουσία και λεφτά, τη μοναξιά των ανθρώπων.
«Αντίο» είπε στην αλεπού. «Αντίο», είπε η αλεπού. «Και να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: δεν βλέπεις σωστά παρά με την καρδιά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια». «Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια», ξανάπε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται.
Τυχαία, βάζω το χέρι μου σε έναν σελιδοδείκτη που ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους. Κοιτάζω την αριστερή σελίδα. Δεν μοιάζει με καμία άλλη. Είναι καθαρή. Καμία σημείωση, καμία ενοχλητική δική μου παρέμβαση. Μονάχα μια υπογράμμιση υπάρχει. Με μολύβι. Αχνή. Ίσα που φαίνεται. «Οι άνθρωποι δεν χρειάζονται πάντα συμβουλές· μερικές φορές το μόνο που χρειάζονται είναι ένα χέρι για να κρατηθούν, ένα αυτί να τους ακούσει και μια καρδιά που μπορεί να τους καταλάβει».
Τα κόμικς Μίκυ Μάους για την Κέλλυ Νόβακ
Το νησί του θησαυρού με τον Μίκυ και τον Ντόναλντ
Μπορεί να μην είναι έχω την πιο παραδοσιακή επιλογή στην κατηγορία των παιδικών βιβλίων, αλλά είναι αυτό που εμένα προσωπικά με βοήθησε να εξερευνήσω τη φαντασία μου, σαν παιδί.
Για εμένα, λοιπόν, έναν άνθρωπο που από μικρή ανταποκρινόταν καλύτερα στις εικόνες απ’ ότι στον γραπτό λόγο (οπτικός άνθρωπος εδώ), τα κόμικς ήταν το αγαπημένο μου πράγμα στον κόσμο για να διαβάζω -και ίσως να συνεχίζει να είναι ακόμη και σήμερα. Τα κόμικς του Μίκυ Μάους και όλων των ηρώων της Disney ήταν η «Βίβλος» μου. Είχα την μεγαλύτερη συλλογή (έχω μέχρι και το πρώτο τεύχος Μίκυ Μάους που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα) και δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω καινούργιο τεύχος, οπότε οι επισκέψεις στο περίπτερο γινόντουσαν κάθε εβδομάδα.
Αλλά ήταν ο μαγευτικός κόσμος των ηρώων της Disney που με έκαναν να αγαπήσω τόσο πολύ τα κόμικς. Έμαθα πολλά μέσα από τους ήρωες των κόμικς μου. Ο Ντόναλντ Ντάκ με βοήθησε να αναπτύξω το συναίσθημα της συμπόνιας (ήταν πολύ άτυχος, βρε αδερφέ). Τα ανίψια του Χιούι, Λιούι και Ντιούι, με βοήθησαν να ανακαλύψω τον εξερευνητή που έκρυβα μέσα μου σαν παιδί. Ο Γκούφη μου έδωσε το ελεύθερο να κάνω ανοησίες και να εκφράζομαι δίχως αυτοκριτική, ενώ η Νταίζη Ντάκ με βοήθησε να βγάλω προς τα έξω την κοριτσίστικη πλευρά μου (καθότι ήμουν γνωστό αγοροκόριτσο).
Αλλά το σημαντικότερο ήταν η φαντασία. Όλες αυτές οι περιπέτειες στις οποίες «έμπλεκαν» οι ήρωες, με βοήθησαν να διευρύνω τον τρόπο σκέψης μου ενώ, οι ιστορίες τους με συντρόφευαν σε όλες τις σημαντικές στιγμές της παιδικής μου ηλικίας. Ο παιδικός μου εαυτός είναι «γεμάτος», λόγω αυτών των κόμιξ.
Τις μέρες που το να είσαι ενήλικας μοιάζει βουνό, «επιστρέφω» πάντα στα αγαπημένα μου τεύχη.
Harry Potter (J.K. Rowling) για την Τζώρτζια Παρασκευούδη
Θυμάμαι ακόμα εκείνο το απόγευμα στην E’ Δημοτικού όταν είχα μόλις επιστρέψει από το σχολείο και στο γραφείο μου με περίμενε το πρώτο βιβλίο της σειράς Χάρι Πότερ. Στην αρχή το συναίσθημα που επικρατούσε ήταν κυρίως περιέργεια για εκείνο το αγόρι με το σημάδι-κεραυνό στο μέτωπο που επέζησε. Εξάλλου όλοι γνωρίζαμε τότε ότι αποτελούσε παγκόσμιο φαινόμενο και ήμουν περίεργη να το διαβάσω και να ανακαλύψω τι το ξεχωριστό είχε.
Δεν άργησα πολύ να το διαπιστώσω. Όταν μετά άρχισε να προχωράει η ιστορία ένιωθα ότι ήμουν και γω μέρος αυτής. Κάθε φορά που άνοιγα τις σελίδες ενός νέου βιβλίου ήταν σαν να βουτούσα στον κόσμο που με έναν μαγικό τρόπο ένιωθα τόσο οικείο. Ταυτίστηκα απόλυτα μαζί του, ο Χάρι, ο Ρον και η Ερμιόνη έγιναν και δικοί μου φίλοι. Έμπαινα μαζί τους στο μάθημα των φίλτρων, εκνευριζόμουν με τον καθηγητή Σνέιπ (προτού καταλάβω πόσο θα τον αγαπήσω αργότερα) παρακολουθούσα με αγωνία τους αγώνες Κουίντιτς, λάτρευα τις συζητήσεις τους με τον Χάγκριντ, περίμενα να τους ακολουθήσω στις νέες τους περιπέτειες φορώντας κι εγώ τον αόρατο μανδύα μου.
Αν και από τότε έχουν περάσει αρκετά χρόνια κάπου μέσα μου περιμένω ακόμη αυτό το πολυπόθητο γράμμα από το Χόγκουαρτς.
Η Μάνα (Pearl Buck) για την Πηνελόπη Μποσταντζόγλου
Πριν μπουν στη ζωή μου ο κινηματογράφος και οι ταινίες, υπήρχαν τα βιβλία.
Τα παιδικά μου χρόνια ήταν γεμάτα με βιβλία όλων των ειδών. Από τη βιβλιοθήκη του μπαμπά, με τους «κλασικούς» όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Μυριβίλης και ο Λουντέμης, μέχρι τη γεμάτη με Ιούλιο Βερν, Ζωρζ Σαρή και Άλκη Ζέη βιβλιοθήκη που μοιραζόμουν με την αδελφή μου, τα βιβλία στο σπίτι που μεγάλωσα, ήταν κυριολεκτικά παντού.
Κάπως έτσι, σε μια βιβλιοφαγική στιγμή, έπιασα τη Μάνα της Αμερικανίδας συγγραφέα, Pearl Buck και μέσα σε λίγες μέρες, διάβασα ένα από τα αγαπημένα μου μέχρι σήμερα βιβλία.
H ιστορία του βιβλίου, επικεντρώνεται σε μια απλή αγρότισσα στην προ-επαναστατική Κίνα. Χωρίς προειδοποίηση, ο σύζυγός της την εγκαταλείπει και εκείνη μένει μόνη της, φροντίζοντας τη γη, τα τρία παιδιά της και την ηλικιωμένη πεθεράς της. Προκειμένου να αποφύγει τα κακεντρεχή σχόλια των γειτόνων, προσποιείται ότι ο σύζυγός της ταξιδεύει και στέλνει επιστολές στον εαυτό της, υπογεγραμμένες στο όνομά του.
Μια ιστορία που «έγραψε» αμέσως μέσα μου, καθώς η Buck καταφέρνει να μιλήσει με τον πιο απλό τρόπο για την αστείρευτη δύναμη της γυναίκας, μέσα από τους διάφορους ρόλους της στην κοινωνία. Οι σελίδες της «Μάνας» κλείνουν ό,τι πιο βαθύ, ό,τι πιο δυνατό και πανανθρώπινο: Τη γυναίκα ως αιώνια πηγή ζωής και δημιουργίας.
Το Εμένα με νοιάζει (Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη) για τη Βιβή Αγγελάκη
Την τελευταία εβδομάδα πριν κλείσει το Δημοτικό για Χριστούγεννα, Πάσχα, Καλοκαίρι, πάντα ορίζαμε με τη αδερφή μου μια μέρα που θα πηγαίναμε στη δανειστική βιβλιοθήκη του σχολείου να πάρουμε τα βιβλία των διακοπών μας. Ο θησαυρός της Βαγίας της Ζώρζ Σαρρή, το καπλάνι της βιτρίνας της Άλκη Ζέη, όλες οι περιπέτειες των μυστικών 7 της Ένιντ Μπλάιτον, το σκοτάδι της σπηλιάς της Κίρα Σίνου, το γυμνάσιο της Βούλας Μάστορη, θυμάμαι να είναι μερικά από τα βιβλία που έπαιρνα να διαβάσω ξανά και ξανά. Αν έπρεπε όμως, να ξεχωρίσω ένα, αυτό θα ήταν το Εμένα με νοιάζει της Γαλάτειας Γρηγοριάδου – Σουρέλη, ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που ευαισθητοποιεί για το πρόβλημα της ρύπανσης του περιβάλλοντος.
Μία ολόκληρη τάξη ενός σχολείου μαζί με το δάσκαλο της, Αλέξανδρο Δασκαλόπουλο αγωνίζεται να προστατεύσει τη φύση από τη ρύπναση ενός εργαστασίου πλαστικού που απειλεί την περιοχή. Σύνθημά τους; Εμένα με νοιάζει.
Στην παιδική φαντασία μου, η ταύτιση έγινε σχεδόν αυτόματα. Ήμουν κι εγώ μαθήτρια εκείνης της τάξης του σχολείου του Ανθόπυργου. Έκανα μαζί τους δεντροφύτευση, έπαιρνα μέρος στους αγώνες για την επικράτηση του δικαιοσύνης, ύψωνα το ανάστημά μου μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου που μου μάθαιναν να μετατρέπω το αίσθημα οργής σε συλλογική δράση.
Ο αγώνας για το δίκαιο και το ηθικά σωστό, η αξία της προστασίας του περιβάλλοντος και της ανακύκλωσης, η συλλογική ευθύνη και η ανάληψη δράσης είναι μερικά σημεία που εξετάζοντας το βιβλίο από μία ενήλικη ματιά, εντοπίζω ως βασικές αξίες του. Ο τίτλος του βιβλίου, το βασικό μου σύνθημα: Εμένα με νοιάζει!
Υ.Γ Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη χαρά που αισθάνθηκα όταν η Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη επισκέφτηκε την επόμενη χρονιά το σχολείο μας για να της πάρουμε συνέντευξη.
Το καπλάνι της βιτρίνας (Άλκη Ζέη) για τη Λία Παπαϊωάννου
Ευ-πο, λυ-πο; Αυτή ήταν η ερώτηση που έθεταν η μία στην άλλη η 8χρονη Μέλια και η 10χρονη Μυρτώ, οι δύο αδερφές που πρωταγωνιστούν στο μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη που μιλά για δικτατορία για καπλάνια, για δημοκρατία, για ελευθερία, για τις οικογένειες με χρήματα, για τις άλλες χωρίς χρήματα, γι’ αυτές με γονείς και γι’ άλλες με ορφάνια, για τα παιδιά της επαρχίας και της πόλης και που μίλησε και στην δική μου παιδική καρδιά.
Θες που λάτρευα κι εγώ τη μυθολογία όπως ο παππούς των κοριτσιών που ζούσε με τους «Αρχαίους» του, θες επειδή είχα κι εγώ μια πολύτιμη ψηλόλιγνη αδερφή να αγαπάω και να κάνω τις δικές μου συνθηματικές ερωτήσεις; Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με έκανε να ταυτιστώ τόσο με τη Μέλια, αλλά διάβαζα το Καπλάνι της βιτρίνας ξανά και ξανά, μέχρι που έγινε σειρά στην ΕΡΤ και μετά το έβλεπα κιόλας στην τηλεόραση. Και το ξαναδιάβαζα και όταν μεγάλωσα και αντιλαμβανόμουν καλύτερα και τα γεγονότα στα οποία αναφερόταν και την τέχνη με την οποία μιλούσε για πανανθρώπινες αξίες η Άλκη Ζέη.
Νομίζω ότι αυτό που με έκανε να αγαπήσω τόσο βαθιά τη λογοτεχνία ήταν η πένα της Άλκης Ζέη και ο τρόπος της να μιλά για την σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας χωρίς κανέναν διδακτισμό, καμία προσποίηση. Σε έβαζε μέσα στην ιστορία και τη βίωνες κι εσύ κι ας είχες γεννηθεί δεκαετίες μετά από εκείνη. Και καταλάβαινες κάθε φορά σε ποια πλευρά της ιστορίας θα ήθελες να έχεις σταθεί κι εσύ. Άσε που εκτός από την ιστορία μάθαινες κι ένα σωρό άλλα πράγματα, είτε μόνη σου ψάχνοντας τι στο καλό είναι το καπλάνι (είναι η τίγρης) είτε μέσα από τις σελίδες των βιβλίων της, όπως τις νότες της βυζαντινής μουσικής που ποτέ δεν έχω ξεχάσει από τότε (Πα, Βου, Γα, Δη, Κε, Ζω, Νη).
Οι περιπέτειες της Μυρτώς και της Μέλιας που μεγαλώνουν κοντά στον παππού, τη θεία τους και τους γονείς τους, που ζουν ελεύθερες τα καλοκαίρια και με δεκάδες κανόνες τον υπόλοιπο καιρό, που πιστεύουν στις μαγικές ιστορίες του ξαδερφού τους και στο βαλσαμωμένο καπλάνι που μεταφέρει μηνύματα με συνόδεψαν στην παιδική μου ηλικία. Μαζί και το ταξίδι τους προς μία «ενηλικίωση» που έρχεται μέσα από την πολιτική αλλαγή. Μαζί τους ονειρεύτηκα, φαντάστηκα, πίστεψα στη μαγεία και προσγειώθηκα στην πραγματικότητα. Μαζί τους έχτισα και τις αρχές μου.
Ευ-πο, λυ-πο; Αυτό το ερώτημα έγινε κάπως σαν οδηγός ζωής, ακόμα και σήμερα το θέτω στον εαυτό μου για να με αναγκάζω να βρίσκω τους λόγους να χαίρομαι κάθε μέρα. Για να ονοματίζω ό,τι με λυπεί. Για να αξιολογώ την πραγματικότητά μου μέσα από την ασίγαστη φαντασία μου που ακόμα τρέχει στα βότσαλα της παραλίας της Σάμου και φωνάζει δημοκρατία.